Τακουή Βακιρτζιάν Μάρτιος- Ιούνιος 2019, τεύχος 100
Ιστορική επίσκεψη του Πατριάρχη Απάντων των Αρμενίων Καρεκίν Β’ To Ηράκλειο επισκέφτηκε στις αρχές Μαΐου, ο Καθολικός Πατριάρχης Απάντων των Αρμενίων Καρεκίν B’ για τις εκδηλώσεις που διοργάνωσε η αρμενική κοινότητα της πόλης σε συνεργασία με την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και την Περιφέρεια Κρήτης, με αφορμή τη συμπλήρωση 350 χρόνων από την ίδρυση της αρμενικής εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Το Πατριάρχη Καρεκίν B’ και τη συνοδεία του υποδέχθηκαν το Σάββατο 4 Μαΐου στο αεροδρόμιο Ν.Καζαντζάκης, ο Υφυπουργός Εξωτερικών Μ.Μπόλαρης, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, ο Πρέσβης της Αρμενίας στην Ελλάδα Φατέι Τσαρτσογλιάν, ο Περιφερειάρχης Κρήτης Στ.Αρναουτάκης, ο δήμαρχος Ηρακλείου Β.Λαμπρινός, εκπρόσωποι της αρμενικής κοινότητας και φορείς του τόπου. Το ίδιο βράδυ πραγματοποιήθηκε μουσικοχορευτική εκδήλωση στον κινηματογράφο Αστόρια του Ηρακλείου με την ομάδα «Hayasa Ensemble Dance» και τη χορωδία της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης της Μόσχας. Στη λειτουργία της Κυριακής που έγινε χοροστατούντος του Πατριάρχη, εκτέθηκαν σε προσκύνημα λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου από το Ετσμιατζίν. Στη συνέχεια, μπροστά από το ναό, ο Πατριάρχης Καρεκίν Β’καθαγίασε μια σταυρόπετρα από την Αρμενία την οποία ο ίδιος δώρισε στους Αρμένιους της πόλης. Τη Δευτέρα επισκέφθηκε την Αρχιεπισκοπή Κρήτης όπου αντάλλαξε δώρα με τον Αρχιεπίσκοπο Ειρηναίο και τον Περιφερειάρχη Κρήτης. Στη συνέχεια μετέβησαν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά, στο μουσείο Χριστιανικής Τέχνης της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών και στη μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη. Την Τρίτη ξεναγήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού και επισκέφθηκε το αρμενικό νεκροταφείο. Το μεσημέρι, συνοδευόμενος από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, μετέβη στο αεροδρόμιο και αναχώρησε για τη Μόσχα. Στις εορταστικές εκδηλώσεις, εκτός από την τοπική κοινωνία, συμμετείχαν και Αρμένιοι πιστοί από την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.
Oι Αρμένιοι στο Ηράκλειο
H πρώτη εγκατάσταση Αρμενίων στην Κρήτη χρονολογείται στους βυζαντινούς χρόνους, το 961 μ.Χ., όταν ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς έρχεται στο νησί για να το απελευθερώσει από τους Σαρακηνούς Άραβες. Στον στρατό του υπηρετεί μεγάλος αριθμός Αρμενίων στρατιωτών, οι οποίοι μετά την ανάκτηση, εγκαταθίστανται στην Κρήτη με τις οικογένειές τους ή συνάπτουν γάμους με ντόπιες γυναίκες. Δημιουργούνται έτσι οικισμοί και τοπωνύμια, που η ονομασία τους παραπέμπει στην καταγωγή των στρατιωτών: οι Αρμένοι Χανίων, Ρεθύμνου και Σητείας, το Αρμενοχωριό, η Αρμενόπετρα κλπ. Από τότε και στο εξής, σημειώθηκαν διάφορες μετακινήσεις Αρμενίων, σε ομάδες λιγότερο ή περισσότερο πολυπληθείς, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του τόπου, είτε επειδή ενδυνάμωσαν το χριστιανικό στοιχείο του νησιού, είτε επειδή συνέβαλλαν, σε μεγάλο βαθμό, στην οικονομία. Την περίοδο της Ενετοκρατίας (1211-1669 μ.Χ.), έγγραφα της Ενετικής Γερουσίας βεβαιώνουν ότι Αρμένιοι της Μαύρης θάλασσας και γενικότερα της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, δεχόμενοι πιέσεις κυρίως από Τούρκους και Μογγόλους, ζήτησαν άδεια από την ενετική Γερουσία για να εγκατασταθούν στο νησί. H εγκατάστασή τους αμέσως μετά το 1363 στην Κάντια (σημ. Ηράκλειο), γύρω από τον Άγιο Γεώργιο τον Δωρυανό, οδήγησε στην ονομασία «συνοικία των Αρμενίων». Η στρατηγική θέση της Κρήτης στη Μεσόγειο σε συνδυασμό με την παρακμή της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οδήγησε τους Οθωμανούς σε μια σειρά επιχειρήσεων για την κατάκτηση του νησιού, με αποκορύφωμα την πολιορκία του Χάνδακα, τη μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία στην παγκόσμια ιστορία! Η πόλη έπεσε ύστερα από προδοσία και συνθηκολόγησε με τον Κιοπρουλί Φαζίλ Αχμέτ, στις 4 Οκτωβρίου 1669. Οι Αρμένιοι που είχε φέρει μαζί του ο πασάς ως υπονομοποιούς, εργάστηκαν μετά την κατάκτηση ως χτίστες για την επιδιόρθωση και μετατροπή πολλών κτιρίων σε τεμένη, χαμάμ, τεκέδες και στρατόπεδο. Παράλληλα όμως, εκπροσώπησαν το χριστιανικό στοιχείο στην πόλη του Χάνδακα, μέχρι την εγκατάσταση του νέου Έλληνα μητροπολίτη Νεόφυτου Πατελάρου. Αμέσως μετά την παράδοση του Χάνδακα, ο Άμπρο, ένας Αρμένιος μεγαλέμπορος και Οθωμανός υπήκοος, αγοράζει τον ναό του Αγίου Γεωργίου του Δωρυανού και τον προσφέρει στους Αρμένιους της πόλης. Ο ναός αφιερώθηκε στον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η εκκλησία είναι αρμενική και εξακολουθεί να τιμά τον ίδιο άγιο. Είναι επίσης μία από τις τρεις εκκλησίες που αφέθηκαν κατά την Τουρκοκρατία στους Χριστιανούς της πόλης για την τέλεση των λειτουργιών τους. Ο ναός είναι μικρών διαστάσεων, τρίκλιτος και υπέστη αλλαγές στο πέρασμα των χρόνων. Από την αρχική μορφή του σώζεται μόνο η νότια είσοδος ενώ το 1981, κτίστηκε ένα κωδωνοστάσιο αρμενικού τύπου, δυτικά του αρχικού ξύλινου. Στο εσωτερικό του, σήμερα δεν υπάρχουν εμφανείς τοιχογραφίες. Η διακόσμηση περιορίζεται στο ξύλινο τέμπλο των πλάγιων ιερών, σε φορητές εικόνες και σε εντοίχια ανάγλυφα. Οι σημαντικότερες εικόνες είναι αυτή της Παναγίας -η παλαιότερη που θεωρείται και θαυματουργή- και ο Μυστικός Δείπνος, φιλοτεχνημένος πιθανώς τον 18ο αι. Στον περίβολο της εκκλησίας εκτίθενται τριάντα περίπου επιτύμβιες στήλες που χρονολογούνται από το 1669 έως το 1854. Είναι λίθινες και φέρουν διακόσμηση και επιγραφή στα αρμενικά, ενίοτε στα ελληνικά και τουρκικά. Μνημονεύουν ονόματα κληρικών, ιεροψαλτών και κοσμικών, από οικογένειες που συμμετείχαν πιθανώς στο ενοριακό συμβούλιο και ετάφησαν εκεί κατά την Τουρκοκρατία. Στην βορειοδυτική γωνία του ναού υπάρχει ένα σεμνό εντοιχισμένο μνημείο αφιερωμένο στα θύματα της Γενοκτονίας του 1915. Εδώ τελείται ανελλιπώς από το 1978,στις 24 Απριλίου, ετήσιο μνημόσυνο στη μνήμη των θυμάτων. Στην αρχή του 20ου αι, βρίσκουμε στο Ηράκλειο μερικές αρμένικες οικογένειες που ασχολούνται με το εμπόριο καφέ και υφασμάτων. Η πόλη ελκύει τους περισσότερους Αρμένιους του νησιού εξαιτίας αφενός της ανερχόμενης οικονομίας της και αφετέρου λόγω της ύπαρξης αρμενικού ναού. Το 1922, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα νέο κύμα 2000 Αρμενίων, έρχεται στο νησί. Στo Ηράκλειο οργανώνεται βοήθεια προς τους ομοεθνείς πρόσφυγες, ιδρύεται αθλητική ένωση και στεγάζεται σχολείο στον αύλειο χώρο της εκκλησίας, δωρεά του Αγκόπ Μικαελιάν, πλούσιου εμπόρου από τη Σμύρνη. Εδώ λειτούργησε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο, με δύο Αρμένιες δασκάλες και μια Ελληνίδα. Οι 200 περίπου μαθητές που φοίτησαν στο σχολείο μάθαιναν παράλληλα την ελληνική και την αρμενική γλώσσα. Ωστόσο ο επαναπατρισμός των Αρμενίων στη Σοβιετική Αρμενία το 1947 και η γενικότερη μετανάστευση προς την Ευρώπη και την Αμερική τις επόμενες δεκαετίες θα δράσουν καταλυτικά στη μείωση του πληθυσμού των Αρμενίων της πόλης. Στο δεύτερο μισό του 20ού αι, αν και η κοινότητα έχει πλέον συρρικνωθεί, είναι ωστόσο πολύ ζωντανή και δραστήρια οικονομικά. Νέα άφιξη Αρμενίων σημειώνεται με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991. Από αυτούς, πολλοί παρέμειναν στο νησί ενώ άλλοι επέστρεψαν στην Αρμενία ή μετακινήθηκαν προς άλλες περιοχές της Ελλάδας ή της Δύσης. Οι συνεχείς αυτές μετακινήσεις Αρμενίων προς την Κρήτη τους τελευταίους δέκα αιώνες, αν και έγιναν για ποικίλλους λόγους, πρόσφεραν στους Αρμενίους μια φιλόξενη γη, μια νέα πατρίδα. Σήμερα, οι Αρμένιοι του Ηρακλείου έχουν ελληνική παιδεία αλλά διατηρούν και καλλιεργούν την αρμενικότητά τους, χάρη στην ιστορική μνήμη και την εκκλησία τους.
|