Η εφημερίδα «Νορ Ορ» της Αθήνας, από το 1927 έως το 1930 εξέδιδε κάθε χρόνο ένα βιβλίο υπό το τίτλο «Χουναχάι Νταρεκίρ» (Το βιβλίο των ελληνοαρμενίων). Στις εκδόσεις αυτές βρίσκουμε ενδιαφέρουσες, λιτές περιγραφές για τις νέες, υπό διαμόρφωση, κοινότητες σε ολόκληρη την Ελλάδα τις οποίες και σας μεταφέρουμε μεταφρασμένες.
Οι μαθητές του αρμενικού σχολείου της Αλεξανδρούπολης στην είσοδο της Εκκλησίας. Σχολικό έτος 1923-1924
Σογίκ Νταντογιάν Δεκέμβριος 2018- Φεβρουάριος 2019, τεύχος 99
Μισό αιώνα πριν, η περιοχή αυτή ήταν ένα απέραντο δάσος βελανιδιών. Σήμερα απλώνεται μια παραλιακή πόλη, μια πόλη που είχε μια τόσο αλλοπρόσαλλη –πολιτικά- μοίρα από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετέπειτα. Σύμφωνα με ένα έθιμο, όταν οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης έφερναν τα πράγματα τους πάνω σε ξύλινες κατασκευές για να τα μεταφέρουν μέσω στεριάς σε Θράκη και Μακεδονία, υπήρξε σε αυτά τα καραβάνια ένας διάσημος γέροντας, ο οποίος, εξαντλημένος από τις μετακινήσεις, έμεινε καθιστός κάτω από μια αρχαία βελανιδιά. Μετά την αποχώρηση του καραβανιού, και όταν αντιλήφθηκαν την απουσία του, ένας από τους οδοιπόρους δήλωσε στους φίλους του: «Ο Δεδέ-Αγάτζνα έμεινε στο ...». Έτσι, χάρη στο όνομα αυτού του τεράστιου δένδρου, όπου σήμερα αναπαύονται τα λείψανα του Δεδέ, η πόλη ονομάστηκε Δεδέ-Αγάτς. Το όνομα «Αλεξανδρούπολη» δόθηκε εις μνήμην του βασιλιά Αλεξάνδρου, ο οποίος απεβίωσε πρόωρα. Λόγω γεωγραφικής θέσης της πόλης, το 1872 ξεκίνησαν οι εργασίες κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία σήμερα φτάνει μέχρι Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη. Για την κατασκευή αυτή, φτάνουν εδώ οι πρώτοι αρμένιοι εργάτες, ο Μουράτ Τσαβούς, ο Στεπάν Αγά και ο Χατζή Αγατζανί, ακολούθησαν ακόμη 130 εργάτες από την πόλη Μους που δούλεψαν στο έργο και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Ήταν οι πρώτοι Αρμένιοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Το 1874 κατασκευάζεται η κύρια αποθήκη και έκτοτε ξεκίνησαν να κατασκευάζονται ολοένα και περισσότερες κατοικίες για υπαλλήλους και για οικογένειες που μόλις είχαν εγκατασταθεί. Την πρώτη κατοικία την είχαν ιδρύσει τα αδέλφια Αντωνάκη Λεοντάρη. Η γενιά τους συνεχίζεται έως και σήμερα. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, όταν οι Ρώσοι όδευαν προς τις παραλιακές ακτές του Αιγαίου, αξιολογώντας τη σημαντικότητα της τοποθεσίας, δημιουργήθηκε το σχεδιάγραμμα της μελλοντικής αυτής πόλης. Και αυτός είναι ο λόγος που σήμερα το Δεδέ-Αγάτς είναι η μόνη πόλη στη Θράκη και στη Μακεδονία σχεδιασμένη με φαρδιές λεωφόρους και διασταυρώσεις. Μετά την τελευταία εισόρμηση των προσφύγων, ο αριθμός των κατοίκων και του πληθυσμού έχει διπλασιαστεί. Η αρμενική εκκλησία οικοδομήθηκε το 1877. Ένας Ρώσος αξιωματικός παραχώρησε ένα κομμάτι γης για αυτόν τον σκοπό. Χτίστηκε με τον οβολό και τον ιδρώτα των ταπεινών εργατών, οι οποίοι έδωσαν το όνομα του Αγίου Γκαραμπέτ προς τιμή της Μονής του Αγίου Γκαραμπέτ του Μους, που ήταν, την εποχή εκείνη, ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα. Μετά από δέκα χρόνια, μέσα στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας έχτισαν ένα μικρό σχολείο, το οποίο ονόμασαν «Νταρόν». Σήμερα, η αρμενική κοινότητα αριθμεί 120 κατοίκους, ενώ μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκαν ακόμη 100 οικογένειες αρμενίων προσφύγων που είναι από τις περιοχές του Μους, της Πόλης, της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι περισσότεροι είναι εργάτες, τεχνίτες παπουτσιών, πωλητές δέρματος, ράπτες η πλειοψηφία των σιδηρουργών είναι αρμένιοι ενώ οι χρυσοχόοι και οι ρολογάδες είναι μόνο Αρμένιοι. Η κοινότητα έχει Αρμένη γιατρό και φαρμακοποιό, οι οποίοι είναι διακεκριμένοι ανάμεσα στους συναδέλφους τους. Σε κυρίες θέσεις της καπνοβιομηχανίας «Τζενετάπ» εργάζονται επίσης Αρμένιοι. Το κτήριο του αρμενικού σχολείου θεωρείται από τα καλύτερα σε σύγκριση με τα τοπικά σχολεία. Χάρη στην οικονομική συνεισφορά των κατοίκων του Βελγίου έγιναν οι βασικές ανακαινίσεις. Το αρμενικό δημοτικό είναι εξατάξιο. Φέτος είχε τους πρώτους αποφοίτους του. Το νηπιαγωγείο φιλοξενεί 60 παιδιά, ενώ το δημοτικό 94, από τα οποία τα 40 είναι κορίτσια. Το εκπαιδευτικό προσωπικό απαρτίζεται από 8 άτομα (3 δάσκαλοι και 5 δασκάλες). Οι τρεις είναι Έλληνες δάσκαλοι διορισμένοι από την κυβέρνηση. Διευθυντής του σχολείου είναι ο κ. Κεβόρκ Καρβρέντς. Η κοινότητα βρίσκεται σε φάση κοινωνικής αφύπνισης. Υπάρχει μια μικρή ομάδα προσκόπων, ενώ η χορωδία της, η «Χάι Κναρ», αποτελεί τη μοναδική χορωδία της ελληνοαρμενικής παροικίας που οι περιοδείες και οι συναυλίες της έχουν προβληθεί μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Νορ Ορ». Εφημέριος της πόλης είναι ο Νερσές Νισανιάν. Το σύνολο των εργασιών το έχει αναλάβει η ενοριακή επιτροπή της εκκλησίας, η οποία είναι εκλεγμένη από την κοινότητα και εργάζεται αφιλοκερδώς και ακατάπαυστα για το καλό της.
|