Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου Εκτύπωση

dourgoutiΟ κεντρικός δρόμος του Δουργουτίου, η αγορά το 1955, αριστερά το κρεοπωλείο του Μουσέγ Τοπατσικιάν και δεξιά τα ψυγεία «Αραράτ» Κουγιουμτζιάν  

Οβαννές Γαζαριάν
Φωτογραφίες Χάνς Γκέρμπερ (Hans Gerber)*
Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016, τεύχος 91

Ο όρος «προφορική ιστορία» μπορεί να θεωρείται νέος, γιατί τον συνδέουμε με την τεχνολογία του μαγνητοφώνου και του βίντεο, αλλά στην πραγματικότητα, είναι τόσο παλιός όσο και η ανάγκη των ανθρώπων να γνωρίσουν το παρελθόν τους και να συγκροτήσουν τη μνήμη τους σε ιστορία. Είναι το πρώτο είδος ιστορίας, πριν ακόμα την εφεύρεση και την διάδοση της γραφής. Τα γραπτά τεκμήρια και τα αρχεία, που είναι οι κατεξοχήν έγκυρες πηγές, συνήθως είναι η ιστορία των νικητών με αποτέλεσμα ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορικής αλήθειας να χάνεται. Αυτό το κενό επιδιώκουν να καλύψουν οι ομάδες προφορικής ιστορίας, προσπαθώντας να φέρουν στο προσκήνιο εκείνες τις κοινωνικές κατηγορίες, που για διάφορους λόγους δεν κρατούν αρχεία. Οι ομάδες προφορικής ιστορίας εμφανίζονται στην Ελλάδα το 2011 στο ξεκίνημα της κρίσης, όπου καθώς γεννιούνται τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα κοινωνικά φαρμακεία, η κοινωνική κουζίνα και πολλές άλλες ανεξάρτητες δομές αλληλεγγύης, βάζοντας σε νέες βάσεις, τόσο τη σχέση με τον γείτονα, όσο και με το κοινωνικό σύνολο, αυξάνεται και το ενδιαφέρον για την ιστορία της πόλης και της γειτονιάς.
«Μ’ αρέσει αυτή η γειτονιά, έτσι όπως είναι, χωμένη μες τη μεγάλη λεωφόρο, στριμωγμένη λες και πάει να σκάσει. Το ένα σπιτάκι δίπλα στο άλλο, μια σανίδα τα χωρίζει. Ακούς τις κουβέντες του διπλανού σου, ξέρεις τι ώρα ξυπνάει το πρωί, τι ώρα κοιμάται το βράδυ. Όταν βγεις στη λεωφόρο μυρίζει θάλασσα, όσο κατηφορίζεις σε πιάνει η αλμύρα. Αν πας προς τα πάνω, αισθάνεσαι πως μπαίνεις στην καρδιά της πόλης». Με αυτά τα λόγια μας σύστηνε ο Μάνος Κατράκης το Δουργούτι στην ταινία «Μαγική πόλη» του Νίκου Κούνδουρου. Η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου (Ο.Π.Ι.ΔΟΥ.) δημιουργήθηκε το 2014. Στα σεμινάρια που οργάνωσε η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη στο ΚΑΠΗ του Δουργουτίου συγκεντρώθηκαν περίπου 45 ενδιαφερόμενοι, κυρίως τωρινοί και πρώην κάτοικοι της περιοχής. Ήταν η αρχή…
Η περιοχή φαίνεται να ονομάστηκε έτσι από έναν παλιό Οθωμανό κτηματία με το όνομα Δουργούτ Αγά ή από έναν μεταγενέστερο κάτοικο ελληνικής καταγωγής, με το όνομα Δουρούτης ή από την οικογένεια Δουρούτη ή Δουργούτη που είχε κτήματα στην περιοχή. Όταν το 1908 ο Δήμος Αθηναίων, στα πλαίσια του νεοκλασικισμού, χώρισε την Αθήνα σε συνοικίες, έδωσε σε αυτές αρχαιοπρεπή ονόματα. Τότε το Δουργούτι ονομάστηκε «Αλωπεκή», από τον τόπο διαμονής του φιλόσοφου Σωκράτη. Αργότερα η μεγάλη παρουσία Αρμενίων έδωσε το όνομα «Αρμένικα» ή «Χαϊνότς». Κατόπιν σε μια προσπάθεια να κρυφτεί ο προσφυγικός χαρακτήρας της, μετονομάστηκε διαδοχικά σε «Ναυαρίνο», «Μεταμόρφωση του Σωτήρος», «Άγιος Ιωάννης» και «Νέος Ελληνικός συνοικισμός», όμως στη συλλογική μνήμη των Αθηναίων συνέχισε να συστήνεται ως Δουργούτι. Κατοικήθηκε μαζικά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1923 είχε περίπου 12.000 κατοίκους με αναλογία 80% Αρμένιοι και 20% Έλληνες. Η αρμενική ήταν η κυρίαρχη γλώσσα της συνοικίας.
Ο κεντρικός δρόμος του Δουργουτίου, η «Αγορά» συγκροτείτο από έναν απίθανα μεγάλο αριθμό αυτοσχέδιων καταστημάτων, ουζερί και καφενείων. Η Αγορά αυτή ήταν η δεύτερη πλουσιότερη της Αθήνας μετά τη Βαρβάκειο. Ονομαστά ήταν τα εδώδιμα προϊόντα που μπορούσε να βρει κανείς εκεί, οι παστουρμάδες, τα σουτζούκια, η λακέρδα και τα σουβλάκια με πίτα. Τα τελευταία είναι αρμενική εφεύρεση της περιοχής κι από εκεί εξαπλώθηκαν σε όλη την Αθήνα. Οι παράγκες, οι φυλετικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες του Δουργουτίου, το έκαναν ένα γκέτο στο οποίο δύσκολα έμπαινε ο ξένος. Η γειτονιά ανέπτυξε μια αυτονομία, η πληθώρα των μαγαζιών τους έκανε να αισθάνονται αυτάρκεις κι εργάζονταν μέσα στην περιοχή. Για κάποιες δεκαετίες, οι μεγαλύτεροι, σπάνια πέρναγαν τα όρια του συνοικισμού. Η περιοχή είχε τα δικά της ηρωικά πρότυπα, όπως ο Αράμ Γκαϊτζάκ- ήρωας της αρμενικής αντίστασης ενάντια στους Τούρκους- ο Κλεάνθης Τοσουνίδης- ο ΕΛΑΣίτης που αργότερα δραπέτευσε από την Μακρόνησο κι έγινε μυθιστόρημα από τον Μενέλαο Λουντέμη- και πολλοί ακόμα Αρμένιοι και Έλληνες.
Στις 9 Αυγούστου 1944 έγινε εκεί το μεγαλύτερο μπλόκο της Αθήνας, το μπλόκο του Δουργουτίου, στο οποίο Γερμανοί και ταγματασφαλίτες, αφού περικύκλωσαν τη συνοικία, μάζεψαν όλους τους άνδρες από 14 ετών και πάνω κι εκτέλεσαν επιτόπου περίπου 200 άτομα, ενώ σύρθηκαν σαν όμηροι στην Γερμανία περίπου 2000 άτομα, ανάμεσα τους και πολλοί Αρμένιοι. Παρόλο που είναι η μόνη περιοχή, όπου πέρα από το μπλόκο και τις εκτελέσεις, κάψανε κι ένα μεγάλο μέρος της συνοικίας, το Μπλόκο του Δουργουτίου παραμένει ελάχιστα γνωστό.
Ο συνοικισμός διαλύθηκε όταν ένα μεγάλο κομμάτι των Αρμενίων μετανάστευσε μετά τον εμφύλιο κι όταν το 1964 γκρεμίστηκαν οι παράγκες και στις καινούριες προσφυγικές πολυκατοικίες έφεραν δικαιούχους πρόσφυγες από τη Δραπετσώνα, τα Κουντουριώτικα, τη Νέα Ιωνία και τον Ταύρο.
Το Δουργούτι δεν είναι η Καισαριανή, η Κοκκινιά, ο Βύρωνας όπου υπάρχει η βοήθεια των δήμων οι οποίοι συγκέντρωσαν υλικό και καλλιέργησαν την αυτογνωσία της περιοχής τους. Είναι μια συνοικία της οποίας ακόμα και το όνομα κινδυνεύει σήμερα να χαθεί.
Η Ο.Π.Ι.ΔΟΥ. αντικαθιστά την απουσία του δήμου, συγκεντρώνοντας και καταγράφοντας αφηγήσεις ανθρώπων της γειτονιάς. Αποθησαυρίζει δηλαδή κομμάτια της μνήμης της περιοχής. Στόχος της είναι το υλικό που συγκεντρώνει να βοηθήσει τους κατοίκους του Δουργουτίου στην ανασυγκρότηση της τοπικής αυτογνωσίας και της συλλογικής μνήμης, έτσι ώστε η «γειτονιά των φτωχών Αγγέλων με τους λασπωμένους δρόμους»- όπως αποκαλούσε το Δουργούτι ο Νικηφόρος Βρεττάκος όταν βρίσκονταν μαζί με τον Κούλη Αλέπη και τον Βασκέν Γεσαγιάν στα αρμενικά ταβερνάκια της περιοχής- να μην περάσει στην λήθη.

 

Ευχαριστούμε τον κύριο Παντελή Αραπίνη από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου για την βοήθεια που μας προσέφερε στην συλλογή πληροφοριών.

 

*O Hans Gerber ήταν ελβετός φωτογράφος ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 για να στηρίξει τα προγράμματα κοινωνικής αρωγής στα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού.