Οικογένεια Αρμενίων στην Κοκκινιά το 1923.
Από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εώς και σήμερα
Του Ασμπέτ Μαντζικιάν, εφημερίδα “Αζτάκ” Μετάφραση και επιμέλεια: Αραξή Απελιάν – Κολανιάν Περιοδικό «Aρμενικά» Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2014. Τεύχος 82
Κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα στο αντίπαλο με την Τουρκία στρατόπεδο, είχε σκοπό να απελευθερώσει τη Σμύρνη, με τον κατά πλειονότητα ελληνικό πληθυσμό της, καθώς και τις γύρω περιοχές. Μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Μάιο του 1919, ο ελληνικός στρατός, με τη συνοδεία της βρετανικής συμμαχικής ναυτικής δύναμης, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, και έγινε με ενθουσιασμό δεκτός από τους Έλληνες. Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό της ηττημένης Τουρκίας, είχε δρομολογηθεί το εθνικιστικό κίνημα με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ. Η νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού προς ανατολάς συνεχίστηκε μέχρι το 1921, όταν έφθασε σχεδόν προ των πυλών της Άγκυρας. Εκεί όμως, αναχαιτίστηκε από τις τουρκικές δυνάμεις του Κεμάλ που είχαν ήδη ανασυνταχθεί. Με την αρωγή και ξένων δυνάμεων ο Κεμάλ υποχρέω σε τους Έλληνες σε οπισθοχώρηση και ανακατέλαβε ολόκληρη την Μ. Ασία. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 καταλήφθηκε η Σμύρνη και παραδόθηκε στις φλόγες και την καταστροφή, ενώ τον Οκτώβριο καταλήφθηκε και η Θράκη. Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την ανελέητη καταστροφή της Σμύρνης, οι χριστιανοί κάτοικοι, Έλληνες και Αρμένιοι, αναζήτησαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο και την Ελλάδα. Η Ελλάδα άνοιξε διάπλατα τις πύλες της στους πρόσφυγες που συνέρρεαν κατά χιλιάδες. Υπολογίζεται ότι περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες και πάνω από εκατό χιλιάδες Αρμένιοι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Συγκεκριμένα, μέχρι το Δεκέμβριο του ’21, έφθασαν στις ελληνικές ακτές 3950 Αρμένιοι, από την Κιλικία και την Νικομήδεια, στον Πειραιά, το Λαύριο, το Βόλο, την Καλαμάτα και τα νησιά της Σύρου, της Σάμου, της Μυτιλήνης και της Χίου. Ο αριθμός των προσφύγων αυξήθηκε το 1922, ιδιαίτερα στο διάστημα Ιουλίου - Νοεμβρίου, όταν Έλληνες και Αρμένιοι κυρίως από Σμύρνη και Θράκη, έφθασαν και εγκαταστάθηκαν σε πρόχειρες εγκαταστάσεις σε Αθήνα και Πειραιά, στο Δουργούτι (Φιξ), το Παγκράτι, την Κοκκινιά (Νίκαια), τα Λιπάσματα. Η κυβέρνηση κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη - τροφή, στέγη, ένδυση -, διότι οι πρόσφυγες δεν είχαν τίποτε και δεν είχαν μπορέσει να διασώσουν το παραμικρό από την περιουσία τους... Είναι σαφές ότι οι συνθήκες διαβίωσης, ιδιαίτερα κατά το πρώτο διάστημα, δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές. Αρρώστιες, ανεπαρκής σίτιση και ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής έρχονταν να προστεθούν στην απόγνωση αυτών των ανθρώπων. Λόγω αυτών των συνθηκών, μέχρι τα τέλη του 1922, υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους πάνω από τρεις χιλιάδες πρόσφυγες. Το καλοκαίρι του 1923, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, στις 24 Ιουλίου, η Ανατολική Θράκη περνά στην επικράτεια της Τουρκίας, συμφωνείται η ανταλλαγή των πληθυσμών και νέο ρεύμα Ελλήνων και Αρμενίων προσφύγων καταφθάνει στην Ελλάδα. Διασχίζοντας τον Έβρο, εγκαθίσταται κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη.... Μεταξύ των προσφύγων περιλαμβάνονται και αρκετές χιλιάδες ορφανά Αρμενόπουλα, που επέζησαν, μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, και διασώθηκαν κυρίως χάρη στο ανθρωπιστικό έργο ιεραποστολικών οργανώσεων. Βάσει των υπαρχόντων στοιχείων, 17.520 ορφανά Αρμενόπουλα βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν ως εξής στα διάφορα ορφανοτροφεία και άλλες εγκαταστάσεις της χώρας: στο Λουτράκι 3.300, στην Κέρκυρα 2.720, στον Ωρωπό 2.000, και στο Ζάππειο 2.000. Αργότερα ο αριθμός των ορφανών έφθασε τις 20.000, και τα παιδιά αυτά εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Σύρο και την Κόρινθο. Με την πάροδο του χρόνου, οι πρόσφυγες, με μόχθο και σκληρή δουλειά, εξασφάλισαν τον βιοπορισμό τους, κυρίως ως βιοτέχνες, τεχνίτες ή έμποροι - ξυλουργοί, σιδηρουργοί, υποδηματοποιοί, οικοδόμοι, αρτοποιοί, υφαντουργοί, χρυσοχόοι -, αλλά και ως δάσκαλοι και γραφιάδες. Καθώς δεν ήταν ευκαταφρόνητος ο αριθμός των Αρμενίων, προτάθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να τους χορηγηθεί η ελληνική υπηκοότητα. Η πρόταση, ωστόσο, απορρίφθηκε από αρμενικής πλευράς, καθώς, για μεγάλο διάστημα, οι πρόσφυγες θεωρούσαν προσωρινή την παραμονή τους στην Ελλάδα, ήθελαν να κρατήσουν την τουρκική υπηκοότητα, ελπίζοντας ότι θα επιστρέψουν στις εστίες τους και θα ανακτήσουν τις περιουσίες τους.... Μάλιστα, οι επικεφαλής της αρμενικής κοινότητας προέβησαν σε διαβήματα προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, στην Επιτροπή Προσφύγων της Κοινωνίας των Εθνών και στην Εθνική (διπλωματική) Αντιπροσωπεία του Μπογός Νουμπάρ πασά. Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών επισκέφθηκε την Ελλάδα για να εξετάσει επιτόπου την κατάσταση και να αναζητήσει λύσεις. Κάποιοι αναζήτησαν νέους προορισμούς, προς τη Γαλλία ή τη Νότιο Αμε ρική, και άλλοι επαναπατρίστηκαν στην Σοβιετική Αρμενία.... Έτσι από τις περίπου 100.000 Αρμενίους που έφθασαν στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο αριθμός μειώθηκε στους 65.000, εκ των οποίων 36.600 κατοικούσαν στην Αθήνα, το Πειραιά και άλλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδος, και 28.300 στη Μακεδονία και Θράκη. Όταν ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά τη σθεναρή αντίσταση και τις νίκες των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών και των Βουλγάρων, οι γερμανικές δυνάμεις, τον Απρίλιο του 1941, εισβάλλουν στην Ελλάδα και σε μικρό χρονικό διάστημα κα ταλαμβάνουν τη χώρα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ και η κυβέρνησή του διαφεύγουν στο εξωτερικό. Σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας αρχίζει και ο αγώνας της εθνικής αντίστασης κατά των κατακτητών. Καθόλη τη διάρκεια του πολέμου και ιδιαίτερα μετά το 1942, η πείνα και οι ασθένειες θερίζουν και μεγάλος είναι ο αριθμός των θυμάτων μεταξύ του πληθυσμού. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την αρμενική κοινότητα, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσει την κατάσταση και να επιβιώσει, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Το έργο της ανθρωπιστικής αρωγής αναλαμβάνουν τα φιλανθρωπικά σωματεία, ενώ η Επιτροπή Κυριών της Αρμενικής Ένωσης Αγαθοεργίας «Παρεκορτζαγκάν», σε συνεργασία με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, στήνει στο κέντρο της Αθήνας δωρεάν συσσίτια, για 300 αναξιοπαθούντες. Καθώς η κατάσταση επιδεινωνόταν, η ηγεσία της αρμενικής ορθόδοξης κοινότητας, οι επικεφαλής των Αρμενίων Καθολικών και Προτεσταντών, το Κεντρικό Αρμενικό Συμβούλιο, ο Αρμενικός Κυανούς Σταυρός, η Αρμενική Έ νωση Αγαθοεργίας «Παρεκορτζαγκάν» και η Φιλόπτωχος Αδελφότητα, συγκρότησαν από κοινού μια Εθνική Φιλανθρωπική Επιτροπή. Η Επιτροπή δημιούργησε αμέσως δύο κέντρα περίθαλψης και σίτισης, το ένα στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος) και το άλλο στην Κοκκινιά (Νίκαια). Καθώς οι ανάγκες αυξάνονταν, η Επιτροπή Κυριών διεύρυνε το πεδίο της δράσης της, εξασφαλίζοντας δωρεάν συσσίτια για περίπου 3000 άτομα. Στο Δουργόυτι, ο αρχιμανδρίτης Χοβαννές Γκαμσαραγκάν, στο προαύλιο του σχολείου των Καθολικών, έστησε κουζίνα και προσέφερε δωρεάν φαγητό στους ανήμπορους της περιοχής. Παρά τις προσπάθειες αυτές, το πρόβλημα του λιμού οξυνόταν, ιδιαίτερα σε Αθήνα και Πειραιά, και κάθε εβδομάδα δεκάδες άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους. Υπολογίζεται ότι πάνω από 2000 Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους από την πείνα στο διάστημα αυτό. Η κατάσταση στη Βόρειο Ελλάδα ήταν κάπως καλύτερη, αλλά επιδεινώθηκε ιδιαίτερα μετά το 1943 και υπολογίζεται ότι περίπου 1000 Αρμένιοι από την κοινότητα της Θεσσαλονίκης έχασαν τότε τη ζωή τους. Ανθρωπιστική βοήθεια για την δοκιμαζόμενη ελληνο-αρμενική κοινότητα έφθασε από τις κοινότητες της Αμερικής, της Γαλλίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Η Αρμενική Ένωση Αρωγής «ΧΟΜ», η Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας «Παρεκορτζαγκάν» και άλλες οργανώσεις κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να εξασφαλίσουν τροφή, ρούχα και φάρμακα στους συμπατριώτες τους. Στις δύσκολες αυτές μέρες του πολέμου, οι Αρμένιοι, ως όφειλαν, αγωνίστηκαν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού. Πολλοί νέοι Αρμένιοι εντάχθηκαν στον αγώνα της εθνικής αντίστασης και θυσίασαν τη ζωή τους στο βωμό της ελευθερίας. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης (1), ηγετικό στέλεχος της εθνικής αντίστασης, επαινώντας την προσφορά των Ελληνο-Αρμενίων στην εθνική αντίσταση ανέφερε: «Οι Αρμένιοι υπήρξαν υπερήφανοι υπερασπιστές και συναγωνιστές στον ελληνικό εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα».Οι Έλληνες αντιστασιακοί κατάφεραν σοβαρά πλήγ ματα στις κατοχικές δυνάμεις και κατόρθωσαν να απελευθερώσουν πολλές περιοχές, κυρίως στα ορεινά, όπου μάλιστα ο στρατηγός Ζέρβας σχημάτισε την προσωρινή κυβέρνηση του βουνού, που δεν αναγνωρίστηκε, ωστόσο, από τον εξόριστο βασιλιά. Τελικά, τον Απρίλη του 1944, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Με την βοήθεια των βρετανικών δυνάμεων επέστρεψε στην Αθήνα και μέχρι τον Οκτώβριο είχε εκδιώξει από ολόκληρη την Ελλάδα τις γερμανικές, ιταλικές και βουλγαρικές δυάμεις. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεσπά ο εμφύλιος, με οδυνηρές συνέπειες για τον ήδη εξαθλιωμένο πληθυσμό της χώρας... Την ίδια περίοδο, η σοβιετική κυβέρνηση καλεί τους Αρμένιους της διασποράς να επαναπατριστούν στην (Σοβιετική τότε) Αρμενία για να συμβάλλουν στην οικοδόμηση της πατρίδας.... Πολλοί Αρμένιοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, μεταξύ αυτών και από την Ελλάδα.Έτσι στις 2 Αυγούστου του 1947, ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, το πρώτο ρεύμα επαναπατρισμού - «καραβάνι» όπως αποκαλείται στα αρμενικά -προς την Αρμενία. Δύο εβδομάδες αργότερα, φεύγει από την Αθήνα το δεύτερο «καραβάνι». Έτσι, με τα έξι συνολικά «καραβάνια», με σοβιετικά κυρίως πλοία, ως το τέλος του 1947, επαναπατρίστηκαν στην Αρμενία 18.000 Αρμένιοι. Παράλληλα σημειώθηκε μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης Αρμενίων κυρίως προς Καναδά και Αργεντινή. Εντός 2-3 ετών δεκάδες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Μόντρεαλ και στο Μπουένος Άιρες. Έτσι συρρικνώθηκε ο συνολικός αριθμός των Ελληνο-Αρμενίων, που δεν ξεπερνούσε πλέον τις 20 - 25 χιλιάδες ψυχές. Τη δεκαετία του ’50, έχουν ήδη κλείσει τα δύο σπουδαία δημοτικά σχολεία που λειτουργούσαν στην Θεσσαλονίκη, ενώ στην Αθήνα, το σχολείο του Κυανού Σταυρού συνενώθηκε με το Εθνικό Εκπαιδευτήριο στο Δουργούτι. Με ανάλογη ρύθμιση συνενώθηκαν το Εθνικό Εκπαιδευτήριο με το σχολείο του Κυανού Σταυρού «Ζαβαριάν» στην Κοκκινιά. Η προτεσταντική κοινότητα διατήρησε για μερικά ακόμη χρόνια το δικό της σχολείο. Ακολούθησε μία ταραγμένη πολιτικά περίοδος για την Ελλάδα, με αποκορύφωση το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου 1967 και την επταετή χούντα, με διώξεις και περιορισμούς των ελευθεριών. Η κατάσταση αυτή επηρέασε φυσικά και την ελεύθερη και απρόσκοπτη λειτουργία και της αρμενικής κοινότητας. Δεύτερο μεγάλο πλήγμα για την Ελλάδα και τον ελληνισμό γενικότερα, ήταν η εισβολή και κατάληψη του βορείου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία στις 20 Ιουλίου 1974. Στις ταραχώδεις μέρες που ακολούθησαν, η χούντα έπεσε και η δημοκρατία αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σήμερα, οι Αρμένιοι έχουν μια ζωντανή και δραστήρια παρουσία στον Ελλαδικό χώρο, με κύριες κοινότητες στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη και μικρότερες στη βόρειο Ελλάδα, σε Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, αλλά και στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τελειώνοντας, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον αρμενικό τύπο στην Ελλάδα. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή της παρουσίας των Αρμενίων προσφύγων στην Ελλάδα, άρχισαν να εκδίδονται εφημερίδες και περιοδικά στην αρμενική γλώσσα. Έτσι κυκλοφόρησαν: η «Γεργκούνκ» (1922-1923), η «Αλίκ» (1923-1927), η « Νορ Αλίκ» (1924 -1928), η «Νορ Ορ» (1924-1944), η «Χαγτανάκ» (1926- 1927), η «Ασχαντάνκ» (1926-1927), η « Χοριζόν» (1927-1937), η «Νορ Σαρζούμ» (1931- 1934), η «Σεβάν» (1933-1936), η « Ζογοβουρτί Τσάιν» (1930-1931), η «Νορ Γκιάνκ» (1945-1947), η « Γεργκίρ» (1957-1968), η καθημερινή «Αζάτ Ορ» (1945 μέχρι σήμερα), η «Νορ Ασχάρ» (δεκαπενθήμερη μέχρι σήμερα) και άλλες που εκδόθηκαν για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
(1) Ναπολέων Σουκατζίδης: Ήρωας της εθνικής αντίστασης που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
|