Η παρουσία των Αρμενίων στον Ελλαδικό χώρο |
![]() |
![]() |
Από τον 5ο μ.Χ. αιώνα έως το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Του Ασμπέτ Μαντζικιάν, εφημερίδα “Αζτάκ” Μετάφραση και επιμέλεια: Αραξή Απελιάν – Κολανιάν Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 Τεύχος 80
Οι απαρχές της παρουσίας των Αρμενίων στον Ελλαδικό χώρο ανάγονται ήδη στον 5ο μ.Χ. αιώνα, όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη, μετά την πτώση του βασιλείου των Αρσακιδών. Αλλά και λόγω των πολέμων μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας, πολλοί είτε φιλικά προσκείμενοι προς το Βυζάντιο, είτε αντίπαλοι των Περσών Αρμένιοι κατέφυγαν στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη του Αβαράιρ, μάλιστα, το 451 μ.Χ., όταν οι Αρμένιοι ηττήθηκαν από τους Πέρσες, οι πρίγκιπες Αρνταβάν και Καζρίγκ, μαζί με τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία. Ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιουστινιανός ο Β’ (565 - 578 μ.Χ) προχώρησε σε διοικητικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό να μετατρέψει τη δυτική Αρμενία σε Βυζαντινή επαρχία. Την διαίρεσε, λοιπόν, σε τέσσερις περιφέρειες, αφαιρώντας ταυτόχρονα εξουσίες και δικαιώματα από τους άρχοντες της περιοχής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πολλοί Αρμένιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους και να εγκατασταθούν σε άλλες περιοχές του Βυζαντίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη ο Βυζαντινός στρατός περιελάμβανε στις τάξεις του ολόκληρες μονάδες Αρμενίων στρατιωτών, όπως και Αρμενίους στρατηγούς. Όπως προαναφέρθηκε, ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας το 572 μ.Χ. και τελείωσε το 591 μ.Χ., είχε ως αποτέλεσμα να περιέλθει υπό Βυζαντινή κυριαρχία ένα μεγάλο τμήμα της Αρμενίας. Ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602 μ.Χ.), για να εξουδετερώσει τη στρατιωτική ισχύ των Αρμενίων, μετέφερε τις αρμενικές μονάδες του στρατού στις μακρινότερες περιοχές της αυτοκρατορίας. Έτσι, με διαδοχικές μετακινήσεις στα τέλη του 6ου και αρχές του 7ου αιώνα, περίπου 30.000 Αρμένιοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Γρήγορα οι Αρμένιοι απέκτησαν μεγάλη δύναμη και επιρροή στην αυτοκρατορία, τόσο ώστε ο ιδρυτής της Δυναστείας των Ισαύρων, Λέων ο Γ’, ανέβηκε στο θρόνο, με τη βοήθεια του Αρμένιου στρατηγού Αρτάβασδου. Ο γιος του Λέοντος του Γ’, ο Κωνσταντίνος ο Ε’ (741-775 μ.Χ) εξόρισε μεγάλο αριθμό Αρμενίων παυλικιανών στη Θράκη, με σκοπό να αποδυναμώσει τα αιρετικά κινήματα. Στη συνέχεια, και ενώ η αίρεση των παυλικιανών κέρδιζε έδαφος στην Αρμενία, χιλιάδες παυλικιανοί εκδιώχθηκαν προς τη Θράκη, απ’ όπου και διέδωσαν την αίρεση σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και γενικότερα στα Βαλκάνια. Κατάλοιπα της αρμενικής παρουσίας στις περιοχές αυτές είναι κάποια τοπωνύμια - Αρμένιον, Αρμένοι, Αρμενιστή - που διασώζονται μέχρι σήμερα στη Θεσσαλία, στη Χαλκιδική και στη Φλώρινα. Αρμενική καταγωγή είχε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα η Α’ (842-856 μ.Χ.). Ο αδελφός της, στρατηγός Πετρονάς Μαμιγκονιάν, ηγήθηκε του πολέμου εναντίον των Αράβων, σημειώνοντας σημαντικές νίκες. Ο άλλος της αδελφός, ο Βάρδας, βοήθησε το γιο της Μιχαήλ Γ’ (856-867 μ.Χ.) να διαδεχθεί τον πατέρα του, σε ηλικία 3 ετών στο θρόνο, αλλά ουσιαστικά ο ίδιος κρατούσε τα ηνία της αυτοκρατορίας στα χέρια του. Την εξ Αμορίου δυναστεία διαδέχτηκε η Μακεδονική δυναστεία, ο ιδρυτής της οποίας Βασίλειος ο Α’ (867-886 μ.Χ.) ήταν απόγονος της αρμενικής βασιλικής οικογένειας των Αρσακιδών. Εκ των διαδόχων του, ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός (920-944 μ.Χ.) επέκτεινε τα σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Ο δε Αρμένιος στρατηγός Μλεχ, που συγκρότησε, τότε, αμιγώς αρμενικές στρατιωτικές μονάδες, διακρίθηκε για τη στρατιωτική του ικανότητα. Όταν ο αυτοκράτωρ Ρωμανός ο Α’ καθαιρέθηκε από το θρόνο το 944 μ.Χ., ο διάδοχός του Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (945-959 μ.Χ.), διόρισε ως αρχιστράτηγο των δυνάμεών του τον Αρμένιο στρατηγό Βαρτάς Πογάς. Ενώ σημαντική θέση στο στρατό είχαν και οι Αρμένιοι στρατηγοί Μουσέγ Ρωμανός και Θεόφιλος, ο οποίος ανακατέλαβε το Γκαρίν από τους Άραβες. Το 961, ο Αρμένιος στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, διοικητής του βυζαντινού στρατού και μεταγενέστερα, αυτοκράτορας, με μεγάλη αρμάδα και στρατό - που περιελάμβανε πολλές χιλιάδες Αρμένιους στρατιώτες με τις οικογένειές τους -, φθάνει στην Κρήτη και, μετά από πολύμηνη πολιορκία, την κατακτά από τους Σαρακηνούς και επαναφέρει τον Χριστιανισμό στο νησί. Στην Κρήτη εγκαθίστανται γνωστές ελληνικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, Φωκάδες, Μελισσηνοί, Μουσούροι, Χορτάτζηδες, αλλά και χιλιάδες άποικοι Αρμένιοι, Έλληνες του Πόντου και άλλοι. Την παρουσία των Αρμενίων μαρτυρούν μέχρι σήμερα τα τοπωνύμια Αρμένοι (στις επαρχίες Ρεθύμνης, Αποκορώνου και Σητείας), Αρμενοχώρι (στην επαρχία Κισσάμου), Αρμενιανά (στην επαρχία Αμορίου), κα. Μάλιστα, ο αρμενικός ιερός ναός του Ηρακλείου Κρήτης, θεωρείται από τους αρχαιότερους στην Ευρώπη, καθώς ο αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο τον Δορυανό βυζαντινός ναός είχε παραχωρηθεί στους Αρμενίους, ήδη από τον 12ο αιώνα. Το 1669, αμέσως μετά την κατάκτηση του Χάνδακα από τους Τούρκους, ένας εύπορος Αρμένιος αγοράζει το ναό από τους Τούρκους κι έτσι περνά στην κυριότητα των Αρμενίων. Ο ναός μετονομάζεται και αφιερώνεται στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και έκτοτε λειτουργεί αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα. Την ίδια περίπου εποχή, μεγάλη επιρροή στη βασιλική αυλή απέκτησε ο οίκος των Τορνικιάν. Οι Τορνικιάν, απόγονοι των Μαμιγκονιάν, ασπάσθηκαν το Ορθόδοξο δόγμα των Χαλκηδονίων και κατόρθωσαν να φθάσουν σε ηγετικές θέσεις. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, στο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκαν αρκετοί αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορες, κυρίως της Μακεδονικής Δυναστείας, όπως ο Βασίλειος ο Μακεδών, ο Λέων ο Αρμένιος, ο Ιωάννης Τσιμισκής, Ο Νικηφόρος Φωκάς κ.ά. Μετά την ίδρυση του Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας, κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, σημειώθηκε συρρίκνωση των αρμενικών πληθυσμών στον Ελλαδικό χώρο. Τότε, πολλοί Αρμένιοι έφυγαν από τις ελληνικές επαρχίες για να εγκατασταθούν στην Κιλικία, και η παρουσία τους περιορίστηκε κατά κύριο λόγο στην Κωνσταντινούπολη και στη Θράκη. Το 1453 οι Οθωμανοί Τούρκοι, που είχαν ήδη εισβάλει στη Βαλκανική χερσόνησο, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, γράφοντας το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την εγκαθίδρυση της Οθωμανικής κυριαρχίας, αρμενικές κοινότητες δημιουργήθηκαν αρχικά σε πόλεις της Ρωμυλίας, δυτικά της Κωνσταντινούπολης, με πολυπληθέστερη αυτή της Αδριανούπολης. Ο σουλτάνος Σελίμ (1512-1520 μ.Χ.) μετέφερε 250 οικογένειες Αρμενίων τεχνιτών από το Γερζινγκά στην Αδριανούπολη, για να δουλέψουν στην κατασκευή του τεμένους της πόλης. Μετά την ολοκλήρωση του έργου, ο σουλτάνος τους επέτρεψε να εγκατασταθούν μόνιμα στην πόλη. Στις αρχές του 16ου αι, ξέσπασαν οι εξεγέρσεις των Τζελαλί, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον των Αρμενίων, με σφαγές, διώξεις και λεηλασία των περιουσιών τους. Ταυτόχρονα, ένας τρομερός λιμός ήρθε να συμπληρώσει την εικόνα του ολέθρου. Για μια ακόμη φορά, όσοι επέζησαν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη των προγόνων τους και αναζήτησαν άλλους πιο ασφαλείς τόπους. Το 1608, ολόκληρος ο αρμενικός πληθυσμός της επαρχίας Ταραναγί εγκατέλειψε τις εστίες του και κατέφυγε στην περιοχή της Ραιδεστού, με αποτέλεσμα αυτή να γίνει η δεύτερη πατρίδα μεγάλου αριθμού Αρμενίων. Το ρεύμα «μετανάστευσης» των Αρμενίων και αναζήτησης ασφαλούς ασύλου προς την Ελλάδα εντάθηκε κατά τον 16ο και 17ο αι, λόγω των διώξεων που εξαπέλυαν οι Τούρκοι εναντίον τους. Βέβαια και η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά ως χριστιανική περιοχή, θεωρούταν πιο ασφαλής. Κατά την περίοδο αυτή, λοιπόν, Αρμένιοι ήρθαν να εγκατασταθούν στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο της Κρήτης, στην Κέρκυρα, στην Κομοτηνή και το Διδυμότειχο. Η μετανάστευση συνεχίστηκε και τον 18ο αι., με κύρια ρεύματα προς πόλεις της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Θράκης και της Μακεδονίας. Έτσι, αρμενικοί πληθυσμοί ευρίσκονται εγκατεστημένοι σε Ραιδεστό (Τεκιρντάγ), Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Κομοτηνή, Ξάνθη, Καβάλα, Διδυμότειχο, Χαΐκέγ, Καλλίπολη, Μπογάχισαρ, Εσκιτζέ κλπ. Ο καθολικός πατριάρχης (γκατογικός) Αβραάμ ο Κρητικός, στο πατριαρχικό κοντάκιο που απέστειλε στην αρχιεπισκοπή της Ραιδεστού το 1737, αναφέρει τριάντα περίπου πόλεις αυτών των περιοχών, όπου καταγράφονται αρμενικοί πληθυσμοί. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, ο αρμενικός ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου (Σουρπ Κεβόρκ) στο Διδυμότειχο, ανεγείρεται το 1735, στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, που είχε παραχωρηθεί πολύ παλαιότερα στους Αρμενίους και όπου το 1341 είχε στεφθεί αυτοκράτορας ο Ιωάννης Στ’ ο Καντακουζηνός. Το 1701, ο λόγιος κληρικός Μεχιτάρ εκ Σεβαστουπόλεως (Μεχιτάρ Σεπαστατσί) μαζί με τους μαθητές του, εγκαθίσταται στην καστροπολιτεία της Μεθώνης και οργανώνει το τάγμα (αδελφότητα μοναχών) του, αλλά στη συνέχεια, το 1715, εξ αιτίας των τουρκικών επελάσεων, φεύγει και εγκαθίσταται οριστικά στη νήσο του Αγίου Λαζάρου, στη Βενετία. Το 1821 ξεκινά η επανάσταση των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Ο αγώνας είναι άνισος και ο τουρκικός στρατός προβαίνει σε ανελέητες σφαγές και εκκαθαρίσεις. Κάμπτεται όμως, μπροστά στην ορμητικότητα και την αποφασιστικότητα της αντίστασης των Ελλήνων. Το 1829, με τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, η Τουρκία αναγνωρίζει την αυτονομία της Ελλάδας, ενώ στις 3 Φεβρουαρίου 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος. Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ο αριθμός των Αρμενίων στην Ελλάδα ολοένα αυξάνει. Ιδιαίτερα μετά το 1870, λόγω των νέων τουρκικών διώξεων και των συνθηκών που επικρατούσαν στις υπόδουλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεγάλος αριθμός Αρμενίων αναζητά την ασφάλεια και εγκαθίσταται σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Έτσι, το 1872-1874, πάνω από 100 Αρμένιοι τεχνίτες από την ιστορική αρμενική πόλη Μους, έρχονται στην υπό τουρκική κυριαρχία Θράκη, στην περιοχή του Ντεντέαγατζ (μετέπειτα Αλεξανδρούπολη), για να εργαστούν για τη γερμανική εταιρία σιδηροδρόμων, που είχε αναλάβει την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινουπόλεως-Θεσσαλονίκης. Η ίδια η πόλη Ντεντέαγατζ, που μετά την ανεξαρτησία και την ένωση με την Ελλάδα μετονομάστηκε σε Αλεξανδρούπολη, οικοδομήθηκε εν μέρει, χάρη στην παρουσία των μεταναστών από το Μους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν πια μόνιμα στην πόλη. Μια άλλη ομάδα τεχνιτών από το Μους μετανάστευσε στην Ελλάδα το 1882, για να δουλέψει στην κατασκευή της διώρυγας της Κορίνθου. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής της διώρυγας, οι περισσότεροι τεχνίτες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Αθήνα και στις γύρω περιοχές. Κατά την περίοδο των εκτεταμένων σφαγών των Αρμενίων από τον κόκκινο σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, το 1895-1896, δύο χιλιάδες και πλέον Αρμένιοι κατέφυγαν στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση τους δέχθηκε, τους διέθεσε στρατιωτικές σκηνές για να στεγαστούν πρόχειρα, και τους προσέφερε ακόμη και οικονομική ενίσχυση. Μέχρι τα τέλη του 18ο - αρχές του 20ου αι., οι Αρμένιοι της Ελλάδας ζούσαν διάσπαρτοι σε διάφορες περιοχές και πόλεις, πιο οργανωμένοι στη βόρεια Ελλάδα. Ο αρμενικός ορθόδοξος ιερός ναός της Παναγίας στη Θεσσαλονίκη, ανεγείρεται το 1903, από τους Αρμενίους κατοίκους της πόλης που βρισκόταν ακόμη υπό Οθωμανική κατοχή. Στην πρωτεύουσα Αθήνα και τον κοντινό Πειραιά, δεν υπήρχε οργανωμένη κοινότητα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1900. Τότε, μετά τις σφαγές των Αδάνων, το 1909, και πάλι ένας αριθμός Αρμενίων αναζήτησε τη σωτηρία και την ασφάλεια στην Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1912 ξεσπά ο Βαλκανικός πόλεμος. Η Ελλάδα προχωρά στην απελευθέρωση των βορείων εδαφών της από την Τουρκία. Η Τουρκία ηττάται και αναγκάζεται να αποχωρήσει από τις ελληνικές περιοχές και με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913, επισφραγίζεται η απελευθέρωση αυτών των εδαφών, που περιελάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης και de facto τα νησιά του Αιγαίου. Λίγο αργότερα ακολουθεί η ένωση της Κρήτης. Μετά τη λήξη των πολέμων, παρατηρείται νέο ρεύμα μετανάστευσης Αρμενίων προς την Ελλάδα. |