Αρμένιοι Mικρασιάτες πρόσφυγες στην Κρήτη: 1922-1932 |
Τακουή Βακιρτζιάν Στο διάστημα που ακολούθησε την κατάρρευση του Mικρασιατικού μετώπου, κατέφυγαν στον ελλαδικό χώρο περίπου 900.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων μερικές δεκάδες χιλιάδες Αρμένιοι. Στην Κρήτη έφθασαν περί τα 2.000 άτομα τα οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις του νησιού: στα Χανιά 27 οικογένειες, στο Ρέθυμνο 46, στο Ηράκλειο 230 και στη Σητεία 24. Στο Ηράκλειο, η αρμενική εκκλησία της πόλης ήταν φυσικό να έχει καθοριστικό ρόλο στην υποδοχή, στέγαση και περίθαλψη των ομογενών προσφύγων. Το 1924 στην πόλη του Ηρακλείου καταγράφονται 320 οικογένειες Αρμενίων, 850 περίπου άτομα.Προέρχονται από τα βιλαέτια των Αδάνων, του Αϊδινίου, της Άγκυρας, τoυΕρζερούμ, της Προύσας, της Κασταμονής, του Ικονίου, της Χαρπούτ, τηςΣεβάστειας και της Τραπεζούντας. Ο αριθμός αυτός θα παρουσιάσει αυξομειώσεις τα επόμενα χρόνια. Κάποιοι θα παραμείνουν στην Κρήτη, αλλάζοντας, όταν αυτό επιτραπεί, τόπο διαμονής. Άλλοι θα φύγουν στην Αίγυπτο, τη Γαλλία ή την Αμερική, είτε για να επανσυνδεθούν με τους συγγενείς τους είτε αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Άλλοι πάλι, θα μεταφερθούν ομαδικά στο νησί από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αυτό π.χ. συνέβη το 1924,στη Σητεία που υποδέχτηκε Αρμένιους από την Κέρκυρα, και στο Ηράκλειο όπου κατέφυγαν πρόσφυγες από την Πελοπόννησο. Στην απογραφή του ελληνικού κράτους του 1928, φαίνεται ότι στο νομό Χανίων οι ομιλητές της αρμενική γλώσσα ήταν 49, στο νομό Ρεθύμνου 215, στο νομό Ηρακλείου 484 και στο νομό Λασιθίου 83. Ο πραγματικός αριθμός των Αρμενίων ήταν σίγουρα υψηλότερος δεδομένου ότι αρκετοί από τους Αρμενίους πρόσφυγες ήταν αποκλειστικά τουρκόφωνοι. Ο Παρσέχ Καραμπετιάν από τη Σητεία θυμόταν ότι κατά την παιδική του ηλικία μιλούσαν τούρκικα στις βεγγέρες και ότι η γιαγιά του η Χατζη-Μαρί «Πώς ήταν δυνατόν; Μιλούσε τούρκικα αλλά τα έγραφε με αρμένικους χαρακτήρες!». Στην πραγματικότητα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την απομάκρυνση των Τουρκοκρητικών, η αρμενική γλώσσα καθίσταται η δεύτερη γλώσσα σε ομιλητές στο νησί. Στέγαση Την ευθύνη για την προσωρινή στέγαση όλων των προσφύγων ανέλαβε το Υπουργείο Περιθάλψεως. Επιτάχθηκαν αρχικά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, ναοί και τεμένη, σχολεία, θέατρα, κινηματογράφοι, αποθήκες, νοσοκομεία. Λίγο αργότερα οι πρόσφυγες στεγάστηκαν στα σπίτια των ανταλλαγέντων μουσουλμάνων και στα ξύλινα παραπήγματα που κατασκευάστηκαν από το Ταμείο Περιθάλψεως. Στο Ηράκλειο, τα παιδιά της δεύτερης γενιάς άκουσαν πολλές αφηγήσεις για την διαμονή των γονιών τους στο τζαμί (το σημερινό μουσείο ΑγίαςΑικατερίνης), στην αρμενική εκκλησία ή στην πλατεία Δασκαλογιάννη. Θυμούνται αχνά επίσης να επισκέπτονται ως μικρά παιδιά με τη γιαγιά ή την μητέρα τους, συγγενείς πρόσφυγες που παρέμεναν «προσωρινά», στους στρατώνες πάνω στα τείχη, σε παραπήγματα που χωρίζονταν ανάοικογένειες, με κουβέρτες και πανιά. Στο Ρέθυμνο, οι αρμένιοι πρόσφυγες στεγάστηκαν στους Τεκέδες του Μασταμπά και των Μπεκτασίδων και στη Σητεία στην περιοχή γύρω από το φρούριο Καζάρμα. Για τα Χανιά, δεν έχουμε ιδιαίτερες πληροφορίες εκτός από κάποια έγγραφα που φέρουν σφραγίδα της εκεί αρμενικής επιτροπής, αποδεικνύοντας όμως έτσι την ύπαρξη μιας σχετικά οργανωμένης κοινότητας. Αμέσως μετά την άφιξη τους στην Κρήτη, αρχίζει η αναζήτηση των αγνοούμενων συγγενών τους μέσα από την ειδική στήλη «Προσφύγων» του τοπικού Τύπου ή/και της αρμενικής αθηναϊκής εφημερίδας Νορ Ορ. Ανάμεσα στα ονόματα που δημοσιεύει η εφημερίδα «Κρητική επιθεώρησις Ρεθύμνου», είναι η Ρόζα Αϊραμπαντιάν που αναζητεί«τας αδελφάς της, τον γαμβρόν της και τα παιδιά αυτών». Στη Σητεία, ο Π.Κ. ανέφερε ότι η γιαγιά του είχε 12 παιδιά αλλά «εγώ τη λέξη θείος, θεία, δεν την άκουσα ποτέ!» Επαγγέλματα Οι οικογένειες που κατέφυγαν στην Κρήτη ανήκαν σε διάφορες ηλικιακές ομάδεςκαι προέρχονταν από ποικίλα κοινωνικά στρώματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, αποτελούνταν κυρίως από ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά. Οι άνδρες ήταν λιγότεροι. Κάποιοι ήταν «τυχεροί»,γιατί είχαν επιζήσει από πορείες θανάτου- είναι η περίπτωση τουφωτογράφου Καραμπέτ Αγαμπαντιάν στο Ηράκλειο. Υπήρχαν αγράμματοι αλλά και μορφωμένοι. Στους μορφωμένους βρίσκουμε δύοδάσκαλους, έναν χημικό κι έναν γιατρό, τον Μιχράν Πεστιμαλτζιάν, ο οποίοςδιορίστηκε από το ελληνικό κράτος, με άλλους οκτώ Έλληνες γιατρούς, για τηνπερίθαλψη των προσφύγων. Στον τοπικό Τύπο δηλώνεται ότι στο ιατρείο του περιθάλπτει δωρεάν άπορους πρόσφυγες. Η 92χρονη σήμερα Χεϊνέ Βακιρτζιάν μνημονεύει την καλοσύνη και τη φροντίδα με την οποία έσκυβε πάνω στους ασθενείς του, υπογραμίζοντας ότι «Θεό τον είχαν στις Πατέλες, τον Πεστμαλτζιάν!». Οι πρόσφυγες άσκησαν χειρωνακτικάεπαγγέλματα, ασχέτως αν στην πατρίδα τους αρκετοί ήταν γραμματικοί ή δημόσιοιυπάλληλοι. Οι περισσότεροι εργάστηκαν ως τεχνίτες κι εργάτες: παπουτσήδες, ρολογάδες, μάγειρες, ζαχαροπλάστες, κλειδαράδες, ράφτες,υφαντές, σαπουνάδες. Άλλοι ξεκίνησαν ως πλανόδιοι έμποροι και με τα χρόνια άνοιξαν καταστήματα. Έγιναν χρυσοχόοι, έμποροι υφασμάτων,τροφίμων, καπνού και φωτογράφοι. Κάποιοι πάλι έχοντας αποκτήσει εμπειρία στη Μικρά Ασία επειδή είχαν εργαστεί στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου Σμύρνη-Κασαμπά, εργάστηκαν στην κατασκευή του λιμένος Ηρακλείου ως σιδεράδες και χειριστές μηχανημάτων. Οι γυναίκες αντίστοιχα εργάστηκαν ως εργάτριες, υφάντρες, κεντήστρες, οικιακοί βοηθοί. Μουσική Ως λαός της Ανατολής, οι Αρμένιοι έχουν στενή σχέση με την μουσική και τοτραγούδι. Κάποιοι τραγουδούσαν αμανέδες μαζί με Έλληνεςπρόσφυγες στα καφέ Αμάν και Σαντάν της περιθωριακής συνοικίας του Λάκκου. Σε σύγχρονη τοιχογραφία της γειτονιάς αναγνωρίζουμε μεταξύ των μουσικών, τον τότε νεαρό Αρτίν Πετροσιάν να παίζει ούτι. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, άλλοι, υψηλότερηςκοινωνικής τάξης, συνήθως Σμυρνιοί, ερμηνεύουν κλασικά κομμάτια με βιολί και πιάνο στις οικογενειακές γιορτές ή καθωσπρέπει αστικά τραγούδια με ακορντεόν, μαντολίνο, κιθάρα στις υπαίθριες εξορμήσεις της κοινότητας. Αθλητισμός Η συμβολή των Αρμενίων υπήρξε αξιοσημείωτη και στην ανάπτυξη του τοπικούαθλητισμού. Στο Ηράκλειο, η ποδοσφαιρική ομάδα που είχε δημιουργήσει στην γειτονιά τουτην πρώτη δεκαετία του 20ού αι. ο φίλαθλος έμπορος Μαγαζατζιάν, οδήγησε το 1923, στη δημιουργία της «Ένωσης Αρμενίων», του πρώτουάτυπου ποδοσφαιρικού σωματείου της πόλης. Αν και η Ένωση διαλύθηκε έναν χρόνο αργότερα, ποδοσφαιριστές της προσχώρησαν στην Ένωση ΓυμναστικώνΟργανώσεων Ηρακλείου. Το 1928 δε, με πρωτοβουλία του Κεβόρκ Μαδανιάν καιτου Αβέτ Βαρζακιάν, το σωματείο δραστηριοποιήθηκε εκ νέου ως παράρτηματης «Πανελλήνιας Ενώσεως Αρμενίων Αθλητών», με ομάδα ποδοσφαίρου καιβόλεϊ. Στην ομάδα γράφτηκαν τότε όλοι οι νεαροί Αρμένιοι που έμεναν στοΗράκλειο, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και επαγγέλματος. Εκπαίδευση Στο Ρέθυμνο, δημιουργήθηκε αρμενικό σχολείο το 1923 με δάσκαλο τον ιερέα Καλούστ Μοβσεσιάν. Επειδή όμως το σχολείο δεν είχε άδεια λειτουργίας, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης το έκλεισε οπότε τα περίπου 90 αρμενόπαιδα αναγκάστηκαν να φοιτήσουν σε ελληνικά σχολεία. Μετά από έναν χρόνο το σχολείο επαναλειτούργησε με άδεια της Κυβέρνησης αλλά ο αριθμός των μαθητών ελαττώθηκε. Μετά την αναχώρηση του παραπάνω ιερέα, την εκπαίδευση των μαθητών ανέλαβε ο αρχιμανδρίτης Καρεκίν Αρτζρουνί, ο οποίος ανέλαβε το 1930 και χρέη εφημέριου για τις κοινότητες Ρεθύμνου, Χανίων και Σητείας. Το 1932, θα σταλεί δασκάλα από την Αθήνα. Τo ίδιο έτος η Γενική Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας Αιγύπτου στην οποία υπαγόταν η Κρήτη, χρηματοδότησε το σχολείο με 18 χρυσές αγγλικές λίρες. Στο σχολείο υπήρχαν τότε 5 τάξεις, στις οποίες φοιτούσαν περίπου 30 μαθητές και μαθήτριες . Στο Ηράκλειο αντίστοιχα ιδρύθηκε το έτος 1923-24 νηπιαγωγείο που λειτουργούσε στον νάρθηκα και στον κυρίως ναό της εκκλησίας. Οι τάξεις προστέθηκαν σταδιακά ενώ το σχολείο απέκτησε ιδιαίτερο κτήριο στον περίβολο της εκκλησίας τη δεκαετία του ’30, με δωρεά του Σμυρνιού υφασματέμπορου Μικαελιάν. Σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του, στο αρμενικό σχολείο φοίτησαν περίπου 150 παιδιά τα οποία παρακολουθούσαν το πρόγραμμα του ελληνικού σχολείου, με επιπλέον μαθήματα αρμενικής γλώσσας. Το εκπαιδευτικό προσωπικό αποτελούσαν μία νηπιαγωγός και δύο δασκάλες- μία για τα ελληνικά και μία για τα αρμενικά. Η νηπιαγωγός, η δασκάλα της αρμενικής γλώσσας και η επιστάτρια αμείβονταν από το εκκλησιαστικό συμβούλιο, ενώ τα βιβλία τα προμηθεύονταν κυρίως από την Κωνσταντινούπολη. Και εδώ το σχολείο στηριζόταν από την Γενική Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας. Στη Σητεία φαίνεται ότι υπήρξε άτυπο αρμένικο σχολείο, όπως μαρτυρεί μια φωτογραφία του 1932-33, στην οποία εικονίζονται 18 παιδιά, κορίτσια και αγόρια, ηλικίας από 4-12 περίπου ετών. Διακοινοτικές σχέσεις Στο Ηράκλειο, η Εφορεία της Κοινότητας διατηρούσε ανέκαθεν αγαστές σχέσεις με τους αντιπροσώπους του Ελληνικού Κράτους. Εκτός από την αποστολή των απαραίτητων πιστοποιητικών και καταλόγων που ζητούσε κατά καιρούς η ελληνική Πολιτεία (το Ληξιαρχείο, η Στρατολογία, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης) και παράλληλα με το δίπολο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν η συμπάθεια μεταξύ των δύο κοινοτήτων- η θρησκεία και τα παθήματα από τους Τούρκους-, η αρμενική κοινότητα φρόντιζε συστηματικά τις σχέσεις της με το ελληνικό στοιχείο. Στις εθνικές γιορτές της, τόσο στο Ρέθυμνο όσο και στο Ηράκλειο, η αρμενική κοινότητα προσκαλούσε εκπροσώπους του ελληνικού κράτους αφενός για να ευαισθητοποιήσει την τοπική ελληνική κοινότητα, ενημερώνοντάς τη για την ιστορία των Αρμενίων, αφετέρου για να καλλιεργήσει κλίμα συνεργασίας και εμπιστοσύνης. Μπορούμε να έχουμε μια ιδέα για τις διακοινοτικές σχέσεις σε τοπικό επίπεδο, από το απόσπασμα ενός άρθρου της ηρακλειώτικης εφημερίδας «Ελευθέρα Σκέψις», με αφορμή την εορτή της 11ης επετείου από την ανεξαρτησία της Αρμενίας, στις 2/6/1929, στο θέατρο Πουλακάκη. Στην εκδήλωση που διοργάνωσαν μέλη της κοινοτητας παρέστησαν ο Δήμαρχος της πόλης και ο διοικητής της Χωροφυλακής, (όπως τονίζεται) ανεπισήμως βέβαια. «Την 10ην πρωινήν ολόκληρος η αίθουσα, τα θεωρεία και το υπερώον ήσαν πλήρη κόσμου Ελληνικού και Αρμενικού. Στας δέκα και τέταρτο η ορχήστρα παίζει τον Εθνικόν Ύμνον της Ελλάδος και κατόπιν τον Αρμενικόν τοιούτον και όλος ο κόσμος εν συγκινητική κατανύξη ακούει όρθιος…Η σκηνή ήταν διακοσμημένη με εξαιρετικό γούστο. Σημαίες Ελληνικές και Αρμενικές και μια εικόνα Αρμενοτουρκικής γιγαντομαχίας έκαναν ένα πολύ όμορφο φόντο. Ανεβαίνει πάνω ο επίσκοπος κ. Καρεκίν Αρτερουνί ο οποίος αρχίζει τον λόγον του αρμενιστί και δι’ ολίγων αλλά γεμάτων περιεχομένου και εννοιών αναλύει την σημασίαν της ημέρας Μετά το πέρας του λόγου του έρχεται εις το βήμα ο κ. Αράμ Γκαϊτζάκ, ένας άνθρωπος που σου κάνει αμέσως την εντύπωσιν ανδρός που μέσα του καίει κάποια φλόγα πολύ δυνατή, ανδρός με δύναμη ψυχής γεμάτη από ορμή και θέλησι. Ο κ.Γκαϊτζάκ με εξαιρετική δεξιοτεχνία ρητορική κάνει την ιστορική ανασκόπηση της ζωής του Αρμενικού έθνους, τις περιπέτειες και τους διωγμούς του και μας εξηγεί την ιστορική σημασία της 28ης Μαΐου για τον Αρμενικό λαό... Κρίμα μονάχα που δεν μπορούσε να μιλήσει Ελληνικά. Θάταν κάτι το πολύ όμορφο. Εν πάσει περιπτώσει κι αρμενικά που μίλησε, κατέπληξε το ακροατήριό του… Στην συνέχεια βέβαια ακούσθηκαν αρμενικά τραγούδια από συμπαθέστατες και γοητευτικές Αρμενοπούλες, ακούσθηκε ο ύμνος της Αρμενίας και όλος ο κόσμος κατευθύνθηκε στον κήπο, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για την καθιερωμένη κατάθεση στεφάνων». Η αλληλεγγύη, η συμπαράσταση και η συμπάθεια που αναδύονται στην παραπάνω περιγραφή δεν αποτυπώθηκαν μόνο στα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν ο πόνος του ξεριζωμού έκαιγε με την ίδια ένταση τις ψυχές Αρμενίων και Ελλήνων στην Κρήτη. Τα αισθήματα διατηρούνται ζωντανά μέχρι σήμερα, χάρη στις ουσιαστικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν με τον καιρό ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Εκατό χρόνια μετά την μαζική έλευση και εγκατάσταση του αρμενικού στοιχείου στην πόλη τους, Ρεθυμνιώτες αναπολούν και αποτυπώνουν, με ιδιαίτερη γλυκύτητα, παιδικές μνήμες από τη συμβίωσή τους με τους αρμένιους πρόσφυγες όχι μόνο σε πρόσφατες αλλά και σε επικείμενες εκδόσεις.
|