Οι Αρμένιοι στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του μεσοπολέμου |
Τιγκράν Σαρκισιάν Η αρμενική κοινότητα Θεσσαλονίκης αποτελεί μία από τις μακροβιότερες παροικίες της Ελλάδας, καθώς η παρουσία Αρμενίων στην πόλη χρονολογείται από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν και η ελληνική βιβλιογραφία για την αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης δεν είναι ευρέως γνωστή, μπορούμε με σχετική ευκολία να διακρίνουμε την ιστορία των Αρμενίων της πόλης σε δύο περιόδους, την πρώιμη και τη μεταγενέστερη. Ειδικότερα, η πρώιμη περίοδος καλύπτει τους τέσσερις πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ενώ η μεταγενέστερη ξεκινά γύρω στο 1875 και φτάνει έως και τις μέρες μας. Δημογραφικά στοιχεία Ο αριθμός των Αρμενίων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν πολύ μικρός και επρόκειτο κυρίως για εμπόρους και μικροβιοτέχνες. Η παρουσία των Αρμενίων είναι σταθερά τεκμηριωμένη και έτσι φτάνουμε στο 1881, οπότε πλέον η κοινότητα αποτελείται από 20-25 οικογένειες. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η κοινότητα αριθμεί πάνω από 35 οικογένειες, ενώ στο τέλος του αιώνα, στην κοινότητα περιλαμβάνονται περισσότερα από 300 μέλη. Την επόμενη δεκαετία, η κατάσταση παραμένει ως έχει, χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές. Έτσι φτάνουμε στο 1917, όταν πλέον τα μέλη της κοινότητας στην πόλη της Θεσσαλονίκης έχουν αγγίξει τα 500. Όπως είναι γνωστό, κατά τη δεύτερη περίοδο της μεταγενέστερης ιστορίας της κοινότητας, ο πληθυσμός αυξήθηκε κατακόρυφα ένεκα της μικρασιατικής καταστροφής, με τους Αρμένιους της πόλης το 1923 να υπολογίζονται γύρω στους 10.000. Δομή και οργάνωση Η ανάγκη για τη δημιουργία αρμενικής εκκλησίας προκύπτει ήδη από το 1884, και έτσι φτάνουμε στο 1902, οπότε ξεκινά η θεμελίωση ναού αφιερωμένου στην Παναγία Θεοτόκο. Το πρώτο αρμενικό σχολείο της Θεσσαλονίκης λειτούργησε το 1887, με τη διδασκαλία να στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον εφημέριο της κοινότητας. Το σχολείο αποτελούνταν από δέκα μαθητές περίπου, και στεγάστηκε αρχικά στον Άγιο Αθανάσιο και μετέπειτα στην Καμάρα. Το 1907, η κοινότητα απέκτησε δικό της ιδιόκτητο σχολείο πλησίον της εκκλησίας, το οποίο λειτουργεί έως και σήμερα, προσφέροντας τη δυνατότητα στους μικρούς μαθητές του να διατηρήσουν την επαφή με την αρμενική γλώσσα και τον πολιτισμό. Αργότερα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, λειτούργησαν και άλλοι οργανισμοί κοινής ωφελείας, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω. Η διάρκεια ζωής τους ήταν βραχύβια, αφενός λόγω των αλλαγών στα δημογραφικά στοιχεία της κοινότητα, αφετέρου ένεκα του υψηλού οικονομικού κόστους, ειδικά την περίοδο 1929-1932. Σε πολιτισμικό επίπεδο, η δράση των Αρμενίων είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Παρά τα πιεστικά προβλήματα επιβίωσης που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, εκδόθηκαν πάνω από δέκα αρμενόφωνα καθημερινά και εβδομαδιαία φύλλα, όπως οι καθημερινές «Αλίκ», «Χοριζόν» και η εβδομαδιαία «Ασχαντάνκ». Το 1927 επισκέπτεται την πόλη ο διάσημος ηθοποιός Χοβαννές Ζαριφιάν, που προτρέπει τον κόσμο της κοινότητας να ασχοληθεί ενεργά με τις πολιτιστικές δραστηριότητες, και ειδικά με το θέατρο. Το 1932, οι νέοι της αρμενικής κοινότητας αναλαμβάνουν να ανεβάσουν την παράσταση της λαϊκής όπερας Ανούς του Αρμέν Ντικρανιάν. Έναν χρόνο μετά, το 1933, ιδρύεται η θεατρική ομάδα Αταμιάν, η οποία πήρε το όνομά της από τον γνωστό ηθοποιό της Κωνσταντινούπολης. Η θεατρική ομάδα αναπτύσσει σπουδαία δράση, και μάλιστα έρχεται σε επαφή με άλλες θεατρικές ομάδες του εξωτερικού. Η οικονομική συμβολή των Αρμενίων στη Θεσσαλονίκη Από οικονομικής άποψης, η συμβολή των Αρμενίων υπήρξε καθοριστική στον εκσυγχρονισμό και στη δυτικοποίηση της Θεσσαλονίκης όσο αυτή τελούσε υπό τον οθωμανικό ζυγό. Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα κύρια επαγγέλματα που ασκούσαν οι Αρμένιοι της πόλης ήταν αρχιτέκτονες μηχανικοί και ανώτεροι υπάλληλοι σιδηροδρομικών εταιρειών της Ανατολής, υπάλληλοι ταχυδρομείων, στρατιωτικοί γιατροί και φαρμακοποιοί. Εκτός από αυτές τις θέσεις, κάποιοι εργάζονταν ως δάσκαλοι ξένων γλωσσών σε σχολεία και μερικοί ως γεωπόνοι, δασονόμοι και ειδικοί επιστήμονες στην πρότυπη γεωργική σχολή. Η εικόνα αυτή άλλαξε άρδην μετά τη μικρασιατική καταστροφή, καθώς βασική ενασχόληση των Αρμενίων έγινε πλέον το εμπόριο και η βιοτεχνία. Η συμμετοχή των Αρμενίων στην πρώτη Διεθνή Έκθεση το 1926 ήταν κάτι παραπάνω από αξιόλογη και έδειξε με καταφανή τρόπο τη συμβολή του αρμενικού στοιχείου στην ανάπτυξη της πόλης. Τα επόμενα χρόνια, αρκετοί Αρμένιοι επιχειρηματίες σημειώνουν μεγάλες επιτυχίες στο κομμάτι της δημιουργίας αγαθών λιανικής πώλησης. Παράλληλα, οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής αποτελούν το καλύτερο εργατικό δυναμικό, καθώς είναι μορφωμένοι και διαθέτουν υψηλή τεχνογνωσία. Έτσι, τεράστιο πλήθος Αρμενίων εργάζονται αρχικά ως εργάτες γενικού ενδιαφέροντος, και σταδιακά εξελίσσονται σε μικροεπαγγελματίες, με συνοικιακά καταστήματα στις γειτονιές της Αγίας Παρασκευής, της Τούμπας, του Χαριλάου, της Άνω Πόλης, και φυσικά του Αρμενοχωρίου. Επιπλέον, καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας τους, οι Αρμένιοι ήταν εξαιρετικοί τεχνίτες με σπουδαίες διακρίσεις στον χώρο της χρυσοχοΐας και της αργυροχοΐας. Mικρασιατική Kαταστροφή Ο όλεθρος και η καταστροφή που έλαβαν χώρα ήταν ασύλληπτου μεγέθους. Αναφερόμενος στις σφαγές Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους, ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον γράφει: «Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου από τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος». Το πρωτοφανές αυτό κύμα προσφύγων εγκαταστάθηκε αρχικά σε παραπήγματα ή φτωχικές κατοικίες συνοικισμών της πόλης. Η πλειονότητά τους ήταν γυναικόπαιδα και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που κατόρθωσαν να γλιτώσουν από τα εγκληματικά χέρια των Οθωμανών, οι οποίοι είχαν θέσει ως ξεκάθαρο στόχο την εξαφάνιση του χριστιανικού στοιχείου με κάθε τρόπο. Το βάρος της άμεσης περίθαλψης των χιλιάδων απόρων έπεσε αναπόφευκτα στα μέλη της ίδιας της κοινότητα. Ο Αρμενικός Ερυθρός Σταυρός, που μετέπειτα ονομάστηκε Αρμενικός Σταυρός Ελέους Μακεδονίας-Θράκης ανέλαβε να οργανώσει μέσα στον χώρο της εκκλησίας το πρώτο κοινωνικό φαρμακείο και ιατρείο, στο οποίο προσέφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους σπουδαίοι Αρμένιοι επιστήμονες, γιατροί και φαρμακοποιοί της περιόδου. Το αρμενικό σχολείο που προαναφέραμε εξυπηρετούσε τις αυξημένες ανάγκες που είχαν δημιουργηθεί στην κοινότητα λόγω της συρροής χιλιάδων άστεγων προσφυγόπουλων, λειτουργώντας μάλιστα όχι μόνο ως δημοτικό σχολείο αλλά και ως νηπιαγωγείο και ορφανοτροφείο. Τις ίδιες ανάγκες για περίθαλψη και εκπαίδευση κάλυπταν δύο ακόμη εκπαιδευτήρια: το παρθεναγωγείο που άνοιξε το 1923 στην περιοχή Χαριλάου και το «Εθνικό Σχολείο» του ιδρύματος «Γκιουλμπενκιάν», που λειτούργησε το 1928 στην περιοχή Μπεχ Τσινάρ, στο λιμάνι της πόλης. Αξίζει να αναφερθεί πως κατά καιρούς δημιουργούνταν διάφορα ευαγή ιδρύματα όπου υπήρχαν αρμενικές γειτονιές, τα οποία μάλιστα λειτουργούσαν και ως εκπαιδευτήρια και ως οικοτροφεία. Η δράση όλων αυτών των φορέων ήταν έργο της κοινότητας, η οποία με εράνους, εισφορές και έκτακτες χορηγίες μπόρεσε να αντιμετωπίσει τα σοβαρά ζητήματα που προέκυψαν από τη μικρασιατική καταστροφή. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη όπου διαχρονικά άνθισε η πολυπολιτισμικότητα και η διαφορετικότητα. Το κομβικό σημείο της έδωσε την ευκαιρία να ακμάσουν πολλές κοινότητες, μία εξ αυτών και η αρμενική, ο ρόλος της οποίας υπήρξε αναντίρρητα πολύ σημαντικός, καθορίζοντας σε έναν βαθμό την καθημερινότητα όλων των πολιτών της Θεσσαλονίκης, της μεγάλης «προσφυγομάνας». Οι Αρμένιοι της πόλης ήταν στο πλευρό κάθε αδυνάτου, όποτε παρέστη ανάγκη. Μάλιστα, στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής, οι Αρμένιοι βοήθησαν αρκετές οικογένειες Εβραίων να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Η δράση τους κινήθηκε σε δύο κατευθύνσεις: είτε ενημέρωναν τους Εβραίους φίλους τους πως κινδυνεύουν και έπρεπε να φύγουν, είτε, σε πιο τολμηρό επίπεδο, κάποιες οικογένειες αναλάμβαναν ακόμη και να τους κρύβουν. Αλλά και αργότερα, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η κοινότητα ήρθε αντιμέτωπη με ένα πρωτοφανές κύμα προσφύγων Αρμενίων που θα έπρεπε να στεριώσουν και να ανταποκριθούν στις δυσκολίες της ένταξης σε μια ξένη χώρα. Στις μέρες μας, η κοινότητα είναι ευημερούσα και αποτελείται από πολυάριθμα ενεργά μέλη που έχουν ως μοναδικό σκοπό την άκοπη και αβίαστη βοήθεια προς τη μητέρα Αρμενία, παράλληλα φυσικά με τη διατήρηση των εξαιρετικών σχέσεων που έχουν αναπτύξει με την Ελλάδα και τους Έλληνες. |