Η ιστορία της αρμενικής κοινότητας στην Καλαμάτα 1921-1947 - Φτώχεια, Αντίσταση, Παλιννόστηση |
![]() |
![]() |
Σχεδόν τρεις δεκαετίες διήρκεσε η διαδρομή της αρμενικής κοινότητας στην Καλαμάτα. Μια άγνωστη και ανεξερεύνητη ιστορική παρουσία που κανείς έως τώρα δεν ενδιαφέρθηκε να καταγράψει, με αποτέλεσμα να τείνει να λησμονηθεί. Στο μικρό αυτό άρθρο θα παρουσιάσουμε μια αποσπασματική εικόνα της εικοσιπενταετούς ιστορίας των Αρμενίων στην Καλαμάτα, η οποία ευχόμαστε να αποτελέσει το εφαλτήριο μιας ενδελεχούς επιστημονικής έρευνας σχετικά με την, άκρως ενδιαφέρουσα και άγνωστη έως τώρα, ιστορική πτυχή της πόλης της Καλαμάτας και της ελληνοαρμενικής κοινότητας στην Ελλάδα.
Το 1921, μετά τη σύντομη παραμονή τους στη Λήμνο, έφτασαν στην Καλαμάτα οι πρώτοι διακόσιοι ογδόντα Αρμένιοι πρόσφυγες από τη Νικομήδεια. Το 1922, με τα μεγάλα προσφυγικά κύματα που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, διακόσιοι ακόμη Αρμένιοι έφτασαν στην πόλη. Η πρώτη αναφορά των Αρμενίων προσφύγων στον τοπικό Τύπο ήταν με αφορμή ένα συλλαλητήριο διαμαρτυρίας προσφύγων στις 8 Ιανουαρίου 1923 ενάντια στην αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι διαμαρτυρόμενοι συγκεντρώθηκαν με μαύρες σημαίες μπροστά στη «Λαϊκή Σχολή» και έστειλαν επιστολή προς την κυβέρνηση εκφράζοντας την αντίθεσή τους στη συμφωνία. Την επιστολή υπέγραψαν εκ μέρους των Κωνσταντινουπολιτών η Επιτροπή Προσφύγων, εκ μέρους του Πόντου ο Γ. Γρηγοράκης, εκ μέρους της Μικράς Ασίας ο Κ. Μοσχογιαννίδης και ο Σ. Λιακκάκης, εκ μέρους της Θράκης ο Γ. Ζαχάρωφ και ο Ο. Γρηγοριάδης, και εκ μέρους των Αρμενίων ο Κεβόν Τεργογιασιάν (σ.σ. Γεβόντ Ντεργουγκασιάν) και ο Ζαρές Ραφαϊλιάν (σ.σ. Ζαρέ Ραφαελιάν). Το 1924, η ελληνική κυβέρνηση, με το πρόσχημα της αποσυμφόρησης της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης από τον μεγάλο αριθμό προσφύγων, έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο μετεγκατάστασης το οποίο, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι θα αφορούσε το σύνολο των προσφύγων, εφαρμόστηκε σχεδόν αποκλειστικά στους Αρμένιους. Έτσι, το καλοκαίρι, πέντε χιλιάδες Αρμένιοι μεταφέρθηκαν από την Αλεξανδρούπολη, την Κομοτηνή, τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα στην Πελοπόννησο, εκ των οποίων οι εξακόσιοι εγκαταστάθηκαν στην Καλαμάτα. Την ίδια χρονιά, με τη διαμεσολάβηση της φιλανθρωπικής οργάνωσης «Lord Major’s Foundation», τριακόσιοι Αρμένιοι από την Καλαμάτα μεταφέρονται στο Ηράκλειο της Κρήτης για να δουλέψουν ως εργάτες στα κατασκευαστικά έργα της προβλήτας του λιμανιού της πόλης. Πολύ σύντομα, κάποιες οικογένειες έφυγαν για άλλες πόλεις της Ελλάδας και για το εξωτερικό, κυρίως με προορισμό τη Γαλλία. Το 1926, στην πόλη διαβιούσαν 200 οικογένειες Αρμενίων, περίπου εξακόσια έως επτακόσια άτομα, στην πλειονότητά τους τεχνίτες και αγρότες. Οι περισσότερες οικογένειες προέρχονταν από πόλεις της Βιθυνίας, 35 οικογένειες από το Αρμάς (Akmeşe), 25 από το Αρσλανμπέκ (Arslanbey), ενώ πολλές ακόμη προέρχονταν από το Γενιτζέ (Yenice), από τη Νικομήδεια (Ismit) και από το Ανταμπαζάρ (Adapazari). Οι 135 από τις 200 οικογένειες είχαν εγκατασταθεί σε μια μικρή παραγκούπολη στη δυτική παραλία της Κορδίας1. Σε όλες τις αρμενικές πηγές—και μόνο σε αυτές—η παραγκούπολη αναφέρεται ως «Παραπήγματα», ενώ στους χάρτες τη συναντάμε και ως «Αρμένικα». Σπανίως βρίσκουμε σχετική αναφορά στις ελληνικές πηγές. Ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Νορ Ορ» του 1926 Βαρτάν Βαρτανιάν μας πληροφορεί πως έχουν εγκατασταθεί πενήντα Αρμένιοι στη Μεσσήνη, δέκα στην Κυπαρισσία, και κάποιοι λίγοι στο Μελιγαλά. Οργάνωση της κοινότητας Το καλοκαίρι του 1924 διεξήχθησαν ενδοκοινοτικές εκλογές σε ολόκληρη την Ελλάδα με σκοπό την ανάδειξη των αντιπροσώπων για το Αρμενικό Εθνικό Συμβούλιο Αντιπροσώπων με έδρα τη Μητρόπολη στην Αθήνα. Στην Καλαμάτα εξελέγη ο Χοβαννές Ντεμιριάν (ακομμάτιστος), ο οποίος πήρε 76 από τις συνολικά 80 ψήφους. Κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν λειτούργησαν θρησκευτικοί, εκπαιδευτικοί, φιλανθρωπικοί, πολιτιστικοί και αθλητικοί φορείς και οργανώσεις, ενώ αδιάλειπτη ήταν η παρουσία των ενοριακών επιτροπών της Καλαμάτας και των Παραπηγμάτων. Ο Γεβόντ Ντεργουγκασιάν2 ήταν ο πρώτος ιερέας ο οποίος, για ένα διάστημα, τελούσε τις λειτουργίες και τα μυστήρια σε περιοδικές επισκέψεις, ενώ το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη. Ο τελευταίος ιερέας, σύμφωνα με την αλληλογραφία της Μητρόπολης του 1943, ήταν ο Αγκόπ Χακαλμαζιάν. Από τις επιστολές των ενοριακών επιτροπών προς τον Αρχιεπίσκοπο Μαζλμιάν και τις ανταποκρίσεις των αρμενικών εφημερίδων της Αθήνας φαίνεται πως η κοινότητα ζούσε σε μια διαρκή, έντονα φανατισμένη πολιτική αντιπαλότητα που αντανακλάτο σε όλες τις δραστηριότητές της. Έτσι, γίνεται κατανοητή η ανάγκη λειτουργίας δύο σχολείων στη μικρή κοινότητα των Παραπηγμάτων. Τον Αύγουστο του 1934, ύστερα από την ψηφοφορία για την ανάδειξη νέου κληρικού, ξεσπούν επεισόδια, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά ο τέως πρόεδρος του ενοριακού συμβουλίου Στεπάν Μουρατιάν. Οι Αρμένιοι μέσα στην πόλη Στην πόλη της Καλαμάτας ζούσαν περίπου 50 αρμενικές οικογένειες. Τα πρώτα χρόνια είχε δημιουργηθεί η Επιτροπή Αρμενίων Προσφύγων, αναγνωρισμένη από το κράτος, η οποία βοηθούσε όσους πρόσφυγες χρειάζονταν ηθική και οικονομική στήριξη. Μέσα στην πόλη, πολύ κοντά στον ναό Υπαπαντής, με την οικονομική στήριξη της Αρμενικής Ένωσης Αγαθοεργίας (AGBU) από το 1929, λειτουργούσε το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό Σχολείο «Αραμιάν», που συνήθως αριθμούσε 40 έως 50 μαθητές, με δάσκαλο-διευθυντή τον Π. Χατσικιάν. Για τις ανάγκες του σχολείου είχε ενοικιαστεί ένας μικρός χώρος με 350 δραχμές τον μήνα σε έναν στενό δρόμο χωρίς προαύλιο. Σύμφωνα με μια επιστολή του προέδρου Χοβαννές Τσιναριάν προς τη Μητρόπολη Αθηνών το 1933, το σχολείο αντιμετώπιζε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, καταγράφοντας κάθε μήνα ένα άνοιγμα 550 δραχμών και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής σταμάτησε τη λειτουργία του. Το 1929, με προτροπή του Κεντρικού Συμβουλίου της Αρμενικής Ένωσης Αγαθοεργίας με έδρα την Αίγυπτο, δημιουργήθηκε μια τοπική οργάνωση η οποία συγκέντρωσε 29 μέλη. Στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο είχαν εκπροσώπηση και οι Αρμένιοι των Παραπηγμάτων, πρόεδρος ήταν ο Βρτανές Τακβοριάν, αντιπρόεδρος ο Χραντ Σιμονιάν, ταμίας ο Χαρουτιούν Αβακιάν και μέλη ο Μοβσές Μαβιάν και ο Χατσίκ Γιανακιάν. Έναν χρόνο μετά, στα Παραπήγματα δημιουργήθηκε αυτόνομο τοπικό παράρτημα της εν λόγω οργάνωσης που αριθμούσε μόλις 11 μέλη και έφερε ένα πενταμελές διοικητικό συμβούλιο με πρόεδρο τον Αγκόπ Οχανιάν, αντιπρόεδρο τον Χραντ Σιμονιάν, ταμία τον Βαρτερές Παρσεχιάν και μέλη τον Βρτανές Τακβοριάν και Χαρουτιούν Αβακιάν. Η διαχείριση της οικονομικής αρωγής από τα κεντρικά της οργάνωσης αποτελούσε τη βασική ενασχόληση των τοπικών παρατημάτων, οι οποίες είχαν την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία των δύο, εκ των τριών συνολικά, αρμενικών σχολείων της περιοχής. Ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία της απογραφής των αρμένιων, που διεξήχθη το 1939, με εντολή της Αρμενικης Μητρόπολης Αθηνών στην οποία καταγράφονται μέσα στην πόλη της Καλαμάτας 50 οικογένειες με 196 άτομα τα οποία σχεδόν όλα κατοικούν στο συνοικισμό «Αρμενίων Υπαπαντής». Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε την απογραφή των αρμενίων στα παραπήγματα. Οι Αρμένιοι στα Παραπήγματα Η ξύλινη μονόχωρη αρμενική εκκλησία κατασκευάστηκε με την αρωγή του Αρμενικού Ερυθρού Σταυρού στα τέλη του 1923, οπότε και δημιουργήθηκε η πρώτη ενοριακή επιτροπή, η οποία έβαλε ως προτεραιότητα τη λειτουργία αρμενικού σχολείου. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανώνυμη ανταπόκριση για το θέμα αυτό στην εφημερίδα «Νορ Ορ» της Αθήνας, στις 16 Φεβρουαρίου του 1924: «Πριν από λίγες ημέρες, μετά από πρόσκληση της ενοριακής επιτροπής, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου στη νεόδμητη εκκλησία μας. Ο λόγος της μάζωξης ήταν η απόρριψη, από το Κεντρικό Συμβούλιο των Αθηνών, του αιτήματος της επιτροπής μας για οικονομική βοήθεια σχετικά με τις ανάγκες του σχολείου που θα ξεκινούσε σύντομα. Το σχολείο της εκκλησίας εικάζουμε πως ξεκίνησε το εκπαιδευτικό του έργο στα μέσα του 1924, και ήταν σαφώς το πολυπληθέστερο στην Καλαμάτα, με 70 έως και 90 μαθητές και τέσσερεις δασκάλους, ένας από τους οποίους δίδασκε ελληνικά. Το σχολείο λειτούργησε έως το 1943, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στα Παραπήγματα λειτουργούσε και το σχολείο του Αρμενικού Κυανού Σταυρού «Ροστομιάν», το οποίο, παρά το γεγονός ότι είχε ιδιόκτητο χώρο, κατά καιρούς αντιμετώπισε δυσλειτουργίες, με αποτέλεσμα το 1934 να διακόψει τη λειτουργία του για έναν χρόνο. Το σχολείο είχε έναν δάσκαλο και 25 έως 35 μαθητές. Για πολλά χρόνια δίδαξαν εκεί η Ρόζα Χαϊραμπετιάν και ο Οννίκ Σαραπχανιάν3. Πολιτικές «δράσεις» Το αρμενικά πολιτικά κόμματα είχαν ενεργή δράση στην κοινότητα. Εκδηλώσεις με πολιτικό χαρακτήρα γίνονταν συχνά, ενώ ακόμη και στις σχολικές γιορτές διακρίνουμε να υποβόσκει η πολιτική-κομματική χροιά εκατέρωθεν. Παραθέτουμε δύο αντιπροσωπευτικές πολιτικές- κομματικές εκδηλώσεις όπως καταγράφηκαν στον αρμενικό Τύπο. Στις 12 Οκτωβρίου του 1928 διοργανώθηκε εκδήλωση στο σπίτι του Μ. Μανουελιάν προς τιμή των πεσόντων επαναστατών ηρώων του Τασνακτσουτιούν. Στον χώρο είχαν αναρτηθεί φωτογραφίες των ηρώων, ενώ ομιλητής ήταν ο Χ. Ντ. Γουγκασιάν, ο οποίος αναφέρθηκε στους αγώνες και στις θυσίες των ηρώων του κόμματος. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με ποιήματα, επαναστατικά τραγούδια, και τέλος τον ύμνο του κόμματος. Σε άρθρο της εφημερίδας «Σεβάν» διαβάζουμε πως, με αφορμή τη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Νέας Υόρκης Λεβόν Τουριάν το 1933, διοργανώθηκε μια πολιτική εκδήλωση-καταγγελία από το Χ.Ο.ΓΚ. (Αρμενική Επιτροπή Βοήθειας) και από το «Παρεκορταγκάν» (Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας) μέσα στην εκκλησία. Με πύρινους λόγους, ο πρόεδρος του Χ.Ο.ΓΚ. Μπ. Π. Χατσικιάν, ο δάσκαλος Χ. Ντεμιριάν και ο αιδεσιμότατος Ρ. Καϊαγιάν κατηγόρησαν το Τασνακτσουτιούν για πράξεις που οδηγούν σε εθνικό διχασμό και κήρυξαν μποϊκοτάζ σε όλες τις δραστηριότητες και στον κομματικό Τύπο. Επαγγέλματα Οι περισσότεροι πρόσφυγες ήταν εργάτες και τεχνίτες που ζούσαν και εργάζονταν στην πόλη ως αγρότες, αχθοφόροι, τσαγκάρηδες, πεδιλοποιοί, τενεκετζήδες, ενώ κάποιοι μάζευαν ξύλα από τα γύρω βουνά και τα πουλούσαν. Μισή ώρα με τα πόδια από τα Παραπήγματα υπήρχε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας και συσκευασίας σύκων στο οποίο δούλευαν αρκετοί Αρμένιοι και Αρμένισσες εργάτες/τριες. Σύμφωνα με την αρμενική εφημερίδα «Νορ Σαρζούμ» (νέο κίνημα), το 1931 είκοσι εργάτες από την κοινότητα δούλευαν στο εργοστάσιο με τον ελάχιστο μισθό και υπό αντίξοες συνθήκες, ενώ πληρώνονταν 12 λεπτά το κάθε συσκευασμένο πακέτο, με αποτέλεσμα το ημερομίσθιο να μην ξεπερνά τις 40 έως 50 δραχμές. Τα επαγγέλματα όπως εχουν καταγραφεί στην απογραφή του 1939 για την κοινότητα μέσα στη πόλη είναι: 52 εργάτες και εργάτριες, 12 υποδηματοποιοί, 4 μαραγκοί, 3 σιδηρουργοί, 1 σοφέρ, 1 ζαχαροπλάστης και 1 κτίστης. Πολιτιστικές δραστηριότητες Μέριμνα των προσφύγων ήταν η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας, της γλώσσας και του πολιτισμού τους, όμως η φτώχια αποτελούσε τον κανόνα για αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, που συχνά ήταν άνεργοι, με αποτέλεσμα, εκτός των σχολικών εορτών, η ενδοκοινοτική πολιτιστική ζωή να είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, περιστασιακά οργανώνονταν κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Ενδεικτικά, αναφέρουμε αυτή που παρουσιάστηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1930 με τίτλο «Ο αετός του Αβαράιρ» και με θέμα τη θρυλική, υπέρ πίστεως, μάχη κατά των Περσών το 451 μ.Χ. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Βαρτάν Μαμιγκονιάν είχε ο Οννίκ Σαραπχανιάν, του Βασάκ ο Σαρκίς Καραμπετιάν, και του Γεβόντ Γερέτς ο Στεπάν Ασλανιάν. Την επόμενη χρονιά, το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα, παρουσιάστηκε το έργο με τίτλο «Ο αθάνατος Ζιράιρ», που πραγματεύεται τη ζωή και το έργο του ξακουστού επαναστάτη Χαρουτιούν Μαρντιρός Μπογιατζιάν (Ζιράιρ). Οι παραστάσεις έγιναν στην κατάμεστη αίθουσα του σχολείου του Αρμενικού Κυανού Σταυρού «Ροστομιάν» των Παραπηγμάτων. Ποδοσφαιρική ομάδα «Αραράτ» Η αρμενική ποδοσφαιρική ομάδα που υπήρχε από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 με την πάροδο του χρόνου οργανώθηκε διοικητικά και εξελίχθηκε αγωνιστικά. Το 1929 έγινε μέλος της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Καλαμών και συμμετείχε ενεργά στους αγώνες αλλά και στις καταστατικές διεργασίες της Ένωσης. Η επίσημη ονομασία της ομάδας ήταν «Αρμενική Ένωση Καλαμών», αλλά στις αναφορές του αρμενικού Τύπου και στη σφραγίδα του συλλόγου εμφανίζεται η επωνυμία «Αραράτ». Με τη συμμετοχή της στο τοπικό πρωτάθλημα, η ομάδα βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινότητας, σχηματίζοντας πρώτη και δεύτερη ομάδα. Το 1929, πρόεδρος της ομάδας ήταν ο Τ. Σαραπχανιάν και γραμματέας ο Ν. Μινασιάν. Το 1930, τη βασική ομάδα αποτελούσαν οι Α. Μαβιάν, Χ. Οχανιάν, Β. Μπαλταγιάν, Μ. Αϊβαζιάν, Σ. Παπαζιάν, Ζ. Τσιναριάν, Χ. Μικαελιάν, Ε. Χρονόπουλος, Ο. Σαραπχανιάν, Μ. Ντεργουγκασιάν, Π. Ορανιάν, Σ. Κρικοριάν, Σ. Σιμονιάν και Β. Ντεργουγκασιάν. Κατοχή και αντίσταση Οι Αρμένιοι είχαν ενεργή συμμετοχή στην αντίσταση. Σε μια προφορική μαρτυρία, η Γερανουή Μικιρδιτσιάν περιγράφει πώς μια ομάδα ανταρτών, υπό την καθοδήγηση του Μανούκ4, ή του «Αρμένη», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσαν, έσπαγε τα βράδια τις πόρτες των αποθηκών των μαυραγοριτών στο κέντρο της πόλης και μοίραζε τα τρόφιμα στον εξαθλιωμένο κόσμο. Τον Δεκέμβριο του 1943, στις φυλακές της πόλης, μεταξύ των κρατουμένων υπήρχαν δεκατέσσερεις Αρμένιοι, κατά πάσα πιθανότητα αντιστασιακοί. Η Αρμενική Ενοριακή Επιτροπή, σε συνεργασία με κάποιους επιφανείς παράγοντες της Καλαμάτας, ενεργούσε για την αποφυλάκισή τους. Στις 24 Νοεμβρίου του 1943 λαμβάνει χώρα η εκτέλεση δέκα πατριωτών ως αντίποινα για τον τραυματισμό ενός Γερμανού στρατιώτη. Τα ονόματα Αρσλανιάν Χατσίκ, 24 ετών, Φενδιάν Αγκόπ, 29 ετών, και Μασιάν Βαχίλ, 43 ετών (σ.σ. Μαβιάν Βαχέ), περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση του Γερμανικού Φρουραρχείου. Στις 8 Φεβρουαρίου 1944 πραγματοποιήθηκε το μεγάλο μπλόκο της Καλαμάτας. Το όνομα Γκαϊάν Μαλιβιάν περιλαμβάνεται στην επίσημη λίστα των 153 εκτελεσμένων, αριθμός ο οποίος έχει αμφισβητηθεί, αφού κάποιοι κάνουν λόγο ακόμη και για 520 εκτελεσμένους. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του μεγάλου μπλόκου της Καλαμάτας παραμένει αδιευκρίνιστος μέχρι και σήμερα. Η αρμενική εφημερίδα «Νορ Γκιανκ» (νέα ζωή), το 1946, σε ένα αφιέρωμα για τους Αρμένιους πεσόντες αγωνιστές της αντίστασης, αναφέρει πως ο Σμπατ Γαζαριάν, 24 ετών, και ο Νσαν Τσιφτσιάν, 20 ετών, συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια του μπλόκου και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Νταχάου, όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή. Η εφημερίδα αναφέρει επίσης και τους Χμαϊάκ Μαβιάν, 18 ετών, και Καρνίκ Κασαπιάν, 23 ετών, οι οποίοι συνελήφθησαν από τους «τσολιάδες», όπως χαρακτηριστικά γράφει, κατά τη διάρκεια της κατοχής, και έκτοτε παραμένουν αγνοούμενοι. Από τους δώδεκα Αρμένιους αιχμαλώτους από την Καλαμάτα που στάλθηκαν όμηροι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας επέστρεψαν μόλις οι πέντε. Σε μια επιστολή προς τον αρχιεπίσκοπο Μαζλμιάν καταγράφονται τα ονόματα τριών εξ αυτών. Πρόκειται για τον Βασκέν Απκαριάν, τον Σαρκίς Σογογιάν και τον Οβαννές Μχτσιάν. Τον Απρίλιο του 1943, οι κατοχικές δυνάμεις πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς τον προσφυγικό καταυλισμό των Παραπηγμάτων. Οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν σε υπόγεια και ανθυγιεινούς χώρους στο κέντρο της πόλης. Αυτή ήταν ακόμη μία συμφορά για τους πολύπαθους αυτούς ανθρώπους, που μέσα στην απελπισία τους είδαν ως σανίδα σωτηρίας το «Νερκάχτ» (παλιννόστηση), το εγχείρημα της μεταφοράς και εγκατάστασης μεγάλου μέρους των Αρμενίων της Ελλάδας στη Σοβιετική Αρμενία, το οποίο ξεκίνησε το 1946. Η παρακάτω επιστολή των προσφύγων προς τον αρμόδιο φορέα περιγράφει την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει. Προς την αξιοσέβαστη Εθνική Κεντρική Επιτροπή Αγαπητοί κύριοι, Πριν από τον πόλεμο, στην παροικία μας λειτουργούσε εκκλησία, σχολείο και διάφοροι σύλλογοι. Δυστυχώς, σήμερα είμαστε κληρονόμοι των καταστροφών που μας επιφύλαξε η σκληρή μοίρα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Τα ιταλο-γερμανικά φασιστικά αιμοδιψή τέρατα εφάρμοσαν τις θηριώδεις πράξεις τους και στην προσφυγική παροικία μας, καταστρέφοντας και πυρπολώντας την εκκλησία-σχολείο και τα σπίτια μας. Οι φιλόξενες τοπικές αρχές, βλέποντας τη σπαραξικάρδια κατάστασή μας, στις 15 Απριλίου του 1943, με τη βοήθεια αστυνομικών, μας μετέφεραν με φορτηγά στην Καλαμάτα, όπου μας παραχωρήθηκαν κάποιες αποθήκες για να ζήσουμε. Τα 150 παιδιά της παροικίας μας στερούνται της εθνικής εκπαίδευσης και περιφέρονται γυμνά και ξυπόλυτα μέσα στις λάσπες, αγνοώντας ακόμη και τη μητρική μας γλώσσα. Τα 500 άτομα που αποτελούμε τη βασανισμένη παροικία μας νιώθουμε ως τα «απολωλότα πρόβατα» που πρέπει να βρουν τον δρόμο και να επανέλθουν στον ιερό σκοπό τους. Μέσα από βαθιές σκέψεις που τυραννούσαν το μυαλό μας, καταλήξαμε πως θα πρέπει να υπηρετήσουμε την Υπέρτατη Ιδέα, που δεν είναι άλλη από την Πατρίδα. Πρέπει να ξεκουράσουμε το βασανισμένο μας κορμί στη Σοβιετική Αρμενία, συμμετέχοντας στην ανοικοδόμηση και στην άνοδο της χώρας… Διαφορετικά, θα είμαστε χαμένοι. Έτσι, σας παρακαλούμε, λαμβάνοντας υπόψιν την κατάστασή μας, να μας περιλάβετε στις λίστες του πρώτου «καραβανιού» παλιννόστησης. Σώστε μια χούφτα ανθρώπους που ζουν στην Καλαμάτα μια άθλια ζωή!
6 Μαρτίου 1946 Με σεβασμό, Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας Καλαμάτας Ενοριακή Επιτροπή Καλαμάτας Όπως φαίνεται, επρόκειτο για μια κοινότητα περιθωριοποιημένη που μόλις κατάφερνε να επιβιώνει. Για τον ελληνικό τοπικό Τύπο, οι Αρμένιοι στην πόλη ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι, με εξαίρεση όταν έκαναν κάποια άνομη ενέργεια. Ακόμη και οι αρμενικοί θεσμικοί παράγοντες και οι οργανώσεις αρωγής από την Αθήνα ποτέ δεν έδειξαν την απαιτούμενη προσοχή σε αυτούς τους ανθρώπους. Η συμμετοχή των Αρμενίων της Καλαμάτας στην παλιννόστηση του 1946-47 ήταν καθολική. Στη λίστα επιβατών του δεύτερου καραβανιού που δημοσίευσε η εφημερίδα «Αζάτ Ορ» (Νέα Μέρα) καταγράφονται 403 άτομα από την Καλαμάτα. Σχεδόν όλες οι οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Σοβιετική Αρμενία, και κάποιες λίγες, μεταξύ των οποίων οι Σαρακιάν, Ταβιτιάν, Χασμανιάν, Τσιναριάν και Σαραπχανιάν, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Έτσι, έκλεισε ο κύκλος της αρμενικής παρουσίας στην πόλη της Καλαμάτας, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε η δεινή οικονομική κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Αρμενία μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος έφερε ένα κύμα Αρμενίων οικονομικών μεταναστών στην πόλη.
|