«Ουσανογαγκάν» 1971 Πενήντα χρόνια από την ίδρυση του Συλλόγου Αρμενίων Φοιτητών Εκτύπωση

OUSANOGHAGAN

Επιμέλεια: Κουήν Μινασιάν

Το Ουσανογαγκάν πρωτοστήθηκε το 1971 με πρωτοβουλία κάποιων μελών του Τασνακτσουτιούν. Η αρχική ιδέα ήταν να έρθουν κοντά όσα παιδιά Αρμενίων σπούδαζαν στα πανεπιστήμια.

Στις πρώτες συναντήσεις ήταν τρεις ή τέσσερις. Μα πολύ γρήγορα, στόμα με στόμα, ψάχνοντας από σχολή σε σχολή, βρέθηκαν να είναι δεκάδες. Ήταν περίοδος χούντας στην Ελλάδα, η καταπίεση έντονη, τα νέα (αλλά και διαχρονικά) ρεύματα ιδεών ήταν διάχυτα στα πανεπιστήμια. Ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα, δημοκρατία, αυτοδιάθεση των λαών, ειρήνη… Διεκδικούσαν τα αυτονόητα για τη γενιά τους. Υπήρχε, όμως, και κάτι επιπλέον που τους έφερνε κοντά. Εκείνο το «-ιάν» στο επώνυμό τους, που όμως συνοδευόταν από κάτι το ασυνείδητα καταχωνιασμένο κάτω από ένα πέπλο σιωπής. Έβαλαν σκοπό να τινάξουν αυτό το αόρατο πέπλο. Η ανθρωπότητα όφειλε πλέον να έρθει αντιμέτωπη με την ίδια τη συνείδησή της. Δεν επιτρεπόταν πια να αδιαφορεί μπροστά σε εγκλήματα τέτοιου μεγέθους. «Ο λαός μας υπέστη γενοκτονία. Υπάρχουμε και διεκδικούμε τα δίκαια του λαού μας». Το θέλησαν και με τον τρόπο τους κατάφεραν να σπάσουν τη σιωπή.

«Το Ουσανογαγκάν ήταν ένας ωραίος πυρήνας.»
«Ήταν η καλύτερη παρέα. Μας ένωνε η αγάπη μεταξύ μας και μοιραζόμασταν τα ίδια ενδιαφέροντα.»
«Οι καλύτεροι φίλοι μου είναι ως τώρα από το Ουσανογαγκάν.»
«Υπήρχε μια γλυκύτητα μεταξύ μας. Ήμασταν γεμάτοι αγάπη, πάθος, αισιοδοξία και πίστη.»
«Στις συναντήσεις μας νιώθαμε πραγματικά ελεύθεροι, παρά τη χούντα. Υπήρχε εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ μας.»
«Ήμασταν ένας μικρός, ωραίος, πρωτοποριακός πυρήνας, με έμπνευση και ποιότητα.»
«Παρά τις όποιες διαφωνίες, ενίοτε και έντονες αντιπαραθέσεις, η ατμόσφαιρα μεταξύ μας ήταν πολύ, μα πάρα πολύ ζεστή.»
«Είχαμε και έχουμε ένα βαθύ δέσιμο, είμαστε μια παρέα με όλη τη σημασία της λέξης.»
«Ένα αόρατο νήμα συναισθημάτων μάς συνδέει ως τώρα. Ακόμη κι αν δεν συναντιόμαστε πια συχνά, νιώθουμε πάντα πολύ δεμένοι μεταξύ μας.»
«Το Ουσανογαγκάν ήταν ανεπανάληπτο. Εύχομαι να επαναληφθεί.»

Με αυτά τα τόσο θερμά και ενθουσιώδη λόγια μιλούν ο Αλεξάν, η Τακουή, η Γιεγής, ο Σίφης, η Σίλβα, ο Χαμπίκ, η Νουνιά, ο Αγκόπ και η Βίκυ για εκείνη τη συγκλονιστική εμπειρία που άρχισαν να βιώνουν πριν από πενήντα χρόνια: το Ουσανογαγκάν. Αναπόλησαν μαζί μας, έψαξαν τις παλιές, σπάνιες φωτογραφίες τους, θυμήθηκαν έναν προς έναν, μία προς μία τους συντρόφους και τις συντρόφισσές τους: τον Αρμέν, τον Χατσίκ, τη Γερανουή, τον Χοβσέπ, τον Αρά, τον Αρτούν, την Αρούς, τον Στέφανο, τον Αρτίν, τη Σιρανούς, τον Γιεγιά, την Κουήν, τον Γκάρο, την Ισκουή, τον Οννίκ, την Βικυ, τον Βαχάν, τον Οσκάν, τη Σακέ, την Αρουσιάκ, τον Χάικ, την Αζνίβ, τον Σέρκο, τον Ντικράν, τον Μικιρδίτς, τον Χάικο, τη Ζερμέν, τον Γκαραμπέτ, την Ερμίνα, τον Ευγένιο, τη Μαλβίνα, τον Στεπάν, τον Χαρούτ…

Μια φορά κι έναν καιρό, η συγκυρία έφερε κοντά όλα αυτά τα λαμπρά παιδιά, τα γεμάτα όνειρα, ζωντάνια και τόλμη, όραμα για το μέλλον, δίψα για ζωή και δικαιοσύνη. Σαν χείμαρρος οι αφηγήσεις τους, σαν ένα σώμα, μία ψυχή ο λόγος τους:

«Ήμασταν τότε Αρμένιοι 2ης και 3ης γενιάς στην Ελλάδα. Οι προηγούμενες γενιές, λόγω φτώχειας και προσφυγιάς, είχαν στερηθεί πολλά, τα παιδιά αναγκάζονταν μετά το δημοτικό να δουλέψουν, να μάθουν μια τέχνη. Έτσι ήταν τα πράματα για τη γενιά των πατεράδων μας. Οι γονείς μας όμως, έχοντας στήσει πλέον τις δουλειές τους, είχαν την οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξουν τα παιδιά τους, εμάς δηλαδή, την 3η γενιά, να πάμε γυμνάσιο και πανεπιστήμιο. Έτσι έγινε και βρεθήκαμε κάμποσοι Αρμένιοι φοιτητές, πολλοί από τους οποίους είχαμε έρθει από άλλες πόλεις στην Αθήνα.

Σχεδόν από την αρχή, το Ουσανογαγκάν ανεξαρτητοποιήθηκε, γιατί δεν θέλαμε ο σύλλογός μας να έχει κομματική στενότητα. Ακόμη κι αν οι γονείς μας ήταν με κάποιο κόμμα, Τασνάκ ή Ραμγκαβάρ, εμείς σκεφτόμασταν αλλιώς. Προτιμούσαμε να είμαστε ανένταχτοι, ελεύθεροι, να έχουμε ανοιχτούς ορίζοντες. Φέρναμε έναν νέο αέρα, είχαμε ξεφύγει από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, από τα στεγανά της κλειστής κοινότητας. Θέλαμε να ανοιχτούμε στον κόσμο, επιθυμούσαμε την αλληλεπίδραση με την ελληνική κοινωνία, με τη νεολαία. Ο κοινός μας παρονομαστής ήταν η διεκδίκηση της δικαιοσύνης για τον λαό μας. Η ελληνική κοινωνία δεν ήξερε τότε σχεδόν τίποτε για το Αρμενικό Ζήτημα. Ούτε κι εμείς, ουσιαστικά θέλαμε να μάθουμε και να εξωτερικεύσουμε αυτές τις γνώσεις. Το πνεύμα του Ουσανογαγκάν ήταν να αναδείξουμε τα δίκαια των Αρμενίων και να υπηρετήσουμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε την πατρίδα μας.

Έτσι, αμέσως μετά την ανατροπή της χούντας ξεκινήσαμε να συμμετέχουμε στα φεστιβάλ που οργάνωναν οι προοδευτικές πολιτικές νεολαίες. Αλλά ακόμη και την περίοδο της χούντας, από το 1971 κιόλας, ήταν τόλμημα να ζητήσουμε άδειες για εκδηλώσεις από την Ασφάλεια και τελικά κατορθώσαμε να τις πάρουμε. Διοργανώσαμε πολλές εξωστρεφείς και πρωτοποριακές για την εποχή εκδηλώσεις στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στην Εστία Νέας Σμύρνης, στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, και αλλού. Εκδηλώσεις γεμάτες αρμενική ποίηση, μουσική, τέχνη, ιστορία. Χρησιμοποιούσαμε όλα τα τεχνολογικά μέσα που μας παρείχαν οι αίθουσες και δημιουργούσαμε μια ατμόσφαιρα που μυούσε το κοινό στον αρμενικό πολιτισμό, και κατ’ επέκταση στο Αρμενικό Ζήτημα. Ζητήσαμε άδεια από τις πρυτανικές αρχές και οργανώσαμε ακόμη και επιστημονικές ημερίδες στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων μας. Χαρακτηριστική ήταν εκείνη με ομιλητή τον διεθνώς γνωστό αστροφυσικό επιστήμονα και ακαδημαϊκό Γερβάντ Τερζιάν*, με την αφορμή της επίσκεψής του από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Για πρώτη φορά, το 1972 συμμετείχαμε στην εκδήλωση μνήμης των μικρασιατικών συλλόγων, γεγονός που μας έφερε κοντά και διαπιστώσαμε τα κοινά που έχουν οι λαοί μας. Η συγκινησιακή φόρτιση ήταν μεγάλη όταν καταθέσαμε στεφάνι στο μνημείο στη Νέα Σμύρνη. Παρά τον νεανικό αυθορμητισμό μας, στεκόμασταν με μεγάλη υπευθυνότητα και σοβαρότητα απέναντι στον κόσμο. Είχε, βέβαια, προηγηθεί μια ιδιαίτερη ζύμωση μεταξύ μας.

Εδώ πρέπει να μιλήσουμε για το πλαίσιο λειτουργίας μας. Οι συναντήσεις μας ήταν εβδομαδιαίες. Δεδομένου ότι δεν θέλαμε να χαρακτηριστούμε κομματικά, αλλά και λόγω του δικτατορικού καθεστώτος, αποφασίσαμε να συναντιόμαστε στα σπίτια μας, κι αυτό πήγαινε κυκλικά. Κάθε εβδομάδα στο σπίτι κάποιου μέλους. Τότε δεν υπήρχαν κινητά, πολλοί από εμάς δεν είχαν καν σταθερό τηλέφωνο στο σπίτι τους, ιδίως όσοι είχαν έρθει από άλλες πόλεις για σπουδές και νοίκιαζαν φοιτητικά δωμάτια. Παρ’ όλα αυτά, είχαμε άψογη επικοινωνία. Σε κάθε συνάντηση ορίζαμε σε ποιανού το σπίτι θα γίνει η επόμενη.

Στις συναντήσεις φυσικά συζητούσαμε, άλλοτε αυθόρμητα, ενίοτε όμως και προγραμματισμένα, όταν κάποιος από μας είχε αναλάβει να μελετήσει και να μας παρουσιάσει ένα θέμα, πάνω στο οποίο αναπτύσσαμε τις απόψεις μας. Θέματα που μας έκαιγαν: κοινωνία, δικαιώματα, ιδεολογίες, επιστήμη, υγεία, σεξουαλικότητα, διακρίσεις φύλων, μουσική, τέχνη, Αρμενικό Ζήτημα, παλαιστινιακό, εβραϊκό ολοκαύτωμα, Γενοκτονία των Αρμενίων, κυπριακό, πολιτική, μόρφωση-εκπαίδευση, αρμενική κοινότητα και πολλά ακόμη. Οι προβληματισμοί μας πολλοί, οι αναζητήσεις μας αστείρευτες. Οργανώναμε και την αυτομόρφωσή μας, κάναμε σεμινάρια μεταξύ μας, ακόμη και με γνώμονα τις σπουδές μας, ή καλούσαμε ειδικούς να μας διαφωτίσουν. Παρουσιάζαμε βιβλία με πολυποίκιλη θεματολογία που είχαμε διαβάσει και βρίσκαμε ενδιαφέροντα. Διψούσαμε για μάθηση. Ψάχναμε την αλήθεια. Διαβάζαμε πολύ, βιβλία και εφημερίδες. Ενίοτε στέλναμε άρθρα ή απαντητικές επιστολές σε ελληνικές εφημερίδες, όπως στη Βραδινή, στα Νέα κλπ. Δουλεύαμε συλλογικά για τις προκηρύξεις μας, για ψηφίσματα κι επιστολές συμπαράστασής μας σε νεολαίες. Βγαίναμε τις νύχτες για αφισοκολλήσεις, συχνά με τον κίνδυνο σύλληψής μας.

Αργότερα, όταν έπεσε η χούντα, συναντηθήκαμε μερικές φορές σε κάποια κεντρικά καφέ, π.χ. στου Παπασπύρου. Ψάχνοντας έναν πιο σταθερό και παράλληλα ουδέτερο χώρο, βρεθήκαμε στις αίθουσες των Καθολικών της οδού Ρενέ Πιο στο Φιξ, όπου τελικά φιλοξενήθηκαν οι συναντήσεις μας. Αρχίσαμε τότε μια ακόμη πρωτόλεια προσπάθεια επικοινωνίας με τον «έξω κόσμο» που δεν ήταν άλλη από την έκδοση του περιοδικού «Αρμενικά Θέματα», μέσω του οποίου εκφράζαμε τις απόψεις μας, εκθέταμε τις γνώσεις και τις εμπειρίες μας. Τα άρθρα ήταν κυρίως στα ελληνικά, αλλά καταφέραμε να βρούμε μια γραφομηχανή με αρμενικούς χαρακτήρες και προσθέσαμε και αρμενικές σελίδες. Το επίσημο καταστατικό με σφραγίδα πρωτοδικείου έγινε κάπου το 1974, αμέσως μετά τη χούντα, γιατί ως τότε δεν τολμούσε κανείς να ιδρύσει συλλόγους, πόσο μάλλον οι φοιτητές, που ήταν υπό «διωγμό». Ονομαστήκαμε Σύλλογος Αρμενίων Φοιτητών και Νέων Επιστημόνων «Μεσρόπ Μαστότς». Χρειαζόμασταν 21 υπογραφές, και αξίζει να σημειωθεί πως η 21η  μπήκε από τον Τζικ Νακασιάν, έναν πρωτοεμφανιζόμενο τότε ταλαντούχο μουσικό αλλά πολύ γνωστό αργότερα, μαέστρο και διευθυντή ορχήστρας της ΕΡΤ.

Το καλοκαίρι του ’75, ταξίδεψε μια εξαμελής αντιπροσωπεία μας στην Κύπρο. Εκεί, 14 με 17 Αυγούστου συμμετείχαμε επίσημα στο Παγκόσμιο Συνέδριο Νεολαιών, που είχε οργανωθεί στην Λευκωσία με αφορμή τον ένα χρόνο από την εισβολή και όπου έγιναν συζητήσεις επί του Κυπριακού, Αρμενικού, Παλαιστινιακού και Χιλιανού ζητήματος. Ήρθαμε σε επαφή με φοιτητικές ενώσεις από διάφορες χώρες, αναπτύξαμε τις θέσεις μας και στείλαμε το έμπρακτο μήνυμα της συμπαράστασης και αλληλεγγύης μας. Παράλληλα και για δέκα ημέρες διαμέναμε και βοηθούσαμε εθελοντικά στον καταυλισμό προσφύγων στο Λευκαρίτη κοντά στη Λάρνακα. Η τραγωδία της Κύπρου μας άγγιζε όσο και το αρμενικό ζήτημα…

Ανάμεσα στα άλλα, εννοείται πως δεν παραλείπαμε τα της διασκέδασής μας. Πολλά πάρτι, έξοδοι σε ταβέρνες ή σε μπουάτ, εκδρομές σε βουνά και θάλασσες, ανάλογα την εποχή. Μάλιστα, κάποια φορά νοικιάσαμε ένα μεγάλο ιστιοφόρο, με το οποίο κάναμε «κρουαζιέρα» στον Σαρωνικό. Αξέχαστη εμπειρία! Ακόμη, συμμετείχαμε ως Ουσανογαγκάν στα καλοκαιρινά τουρνουά βόλεϊ στην αυλή του παλιού Ζαβαριάν, στην Κοκκινιά. Και ήταν καλή η ομάδα μας και θερμοί οι υποστηρικτές μας…

Κάθε χρόνο στις 5 Γενάρη, το βράδυ, παραμονή των αρμενικών Χριστουγέννων, βγαίναμε για να πούμε τα αρμενικά κάλαντα, το Χορούρτ Μετζ. Ήμασταν τόσο δεμένοι που παρά το ότι η ομάδα είχε 25-30 άτομα, προτιμούσαμε να μην χωριζόμαστε σε μικρότερες αλλά να πηγαίνουμε παντού μαζί. Κι όταν λέμε παντού, εννοούμε πραγματικά παντού: Κοκκινιά, Φιξ, Αθήνα, Καρέα, Κηφισιά, Καστρί, ως και στα Μέγαρα, δηλαδή όπου γνωρίζαμε ότι υπήρχε κάποιο φιλόξενο αρμενικό σπίτι. Σε κάθε σπιτικό που μας υποδεχόταν μοιράζαμε το ημερολόγιό μας και μια ευχετήρια κάρτα δικής μας έμπνευσης σε φάκελο με το λογότυπό μας.

Με κιθάρες και ακορντεόν ξεκινούσαμε κατά τις 8 μμ στριμωγμένοι σε 3-4 ιδιωτικά αυτοκίνητα (ελάχιστοι είχαν αυτοκίνητα τότε) και καταλήγαμε το επόμενο ξημέρωμα 6 πμ, ξεθεωμένοι αλλά τρισευτυχισμένοι, σε κάποιο από τα σπίτια των μελών μας. Οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε πάει σε αρμενικό σχολείο και δεν ξέραμε καν να διαβάζουμε αρμενικά. Γι’ αυτό κάποιος από εμάς που ήξερε καλά τα λόγια του Χορούρτ Μετζ μάς τα έγραφε με λατινικούς χαρακτήρες και φυσικά κάναμε αρκετές πρόβες ώστε να είμαστε αξιοπρεπείς… Δηλαδή, για αρκετούς από εμάς, το Ουσανογαγκάν ήταν και η πρώτη επαφή με τις αρμενικές παραδόσεις. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τις ρίζες μας και την ταυτότητά μας. Δεν γνωρίζαμε καλά-καλά την ιστορία μας. Εκτός από τη Γενοκτονία, δεν ξέραμε σχεδόν τίποτε. Τότε δεν υπήρχε σοβαρή βιβλιογραφία επί του θέματος.

Χρωστάμε πολλά κι ευγνωμονούμε τους φωτισμένους εκείνους ανθρώπους που μοιράστηκαν τότε τις ανησυχίες μας: τον Ρουπέν Τοπτζιάν, που διέθετε τον χρόνο του για να μας διδάξει αρμενική γλώσσα και ιστορία, όπως και το ζεύγος Μπαϊτζάρ Μαρντικιάν και Χράιρ Γαζαριάν, που με γλυκύτητα και ευγένεια μάς μετέδιδαν το πάθος για την πατρίδα, έδειχναν πίστη στο εγχείρημά μας και ήθελαν να ευοδώσει. Η συμβολή του Τζελάλ (Αγκόπ Τζελαλιάν) ήταν επίσης πολύ σημαντική. Δεν ήταν μέλος μας, αλλά είχε την εμπειρία από τον σύλλογο «Νορ Σερούντ» (Νέα Γενιά), που είχε δημιουργηθεί τη δεκαετία του ’60. Ο Τζελάλ ήταν πολύ κοντά μας και νιώθαμε άνετα μαζί του. Μας στάθηκε ποικιλοτρόπως. Πηγαίναμε σπίτι του, μιλούσαμε ώρες μαζί του, μας διέθετε απλόχερα τον χρόνο, τις γνώσεις, τις μουσικές του. Αναπτύσσονταν υπέροχες συζητήσεις, ανταλλάσσαμε ιδέες, ενώ βοηθούσε πολύ και στα πρακτικά θέματα, όπως στην οργάνωση των εκδηλώσεών μας. Οι συμβουλές του ήταν καθοριστικές. Αυτοί οι άνθρωποι άφησαν τα χνάρια τους στις ψυχές μας αλλά και στο συνολικό έργο της παροικίας μας. Σεβάστηκαν τις διαφωνίες μας, την άγνοιά μας, τα ατίθασα νιάτα μας.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70-αρχές ’80 είχαν αρχίσει να φθίνουν οι δραστηριότητές μας. Πολλοί από εμάς είχαν προ πολλού αποφοιτήσει. Αρκετοί έπρεπε να επιστρέψουν πίσω στις πόλεις τους. Κάποιοι υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία, άλλοι είχαν πολλές επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Δεν φροντίσαμε, και έτσι δεν υπήρξε τελικά κάποια διάδοχη κατάσταση. Σήμερα, που έχουμε τόσο πολλά νέα παιδιά μας στα πανεπιστήμια, υπάρχει ανάγκη κι ευχόμαστε να ξαναστηθεί ένας αντίστοιχος φορέας».

* https://armenika.gr/prosopa/170-epistimones/931-2020-02-07-12-27-42