Αρμενοκαθολική Εκκλησία της Ελλάδος |
Οβαννές Γαζαριάν Τεύχος: Ιανουάριος-Μάρτιος 2012
Αν υπάρχει κάποιος, στον οποίο η παροικία της Ελλάδας χρωστάει την επιβίωσή της - ειδικά στα πρώτα δύσκολα χρόνια, όπως αυτά της Κατοχής - αυτή σίγουρα είναι και η Αρμενική Καθολική εκκλησία της Ελλάδας. Η ιστορία της ξεκινάει με την έλευση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής στην Ελλάδα, το 1922. Ανάμεσα στους περίπου 80.000 Αρμενίους πρόσφυγες βρίσκονταν και μερικές χιλιάδες Αρμενοκαθολικοί, οι οποίοι ήταν χαμένοι ανάμεσα στους Ορθόδοξους αδερφούς τους, καθώς δεν υπήρχε καμία κίνηση για την οργάνωσή τους.
Ευτυχής συγκυρία ήταν ο ερχομός στην Ελλάδα του κυνηγημένου από τους Τούρκους, Καπουτσίνου μοναχού Γκιουρέγ Ζοχραμπιάν, μιας εμβληματικής φυσιογνωμίας. Ο Ζοχραμπιάν γεννήθηκε το 1881 στο Γκαρίν και σε ηλικία δώδεκα χρονών μπήκε στο μοναστήρι των Καπουτσίνων μοναχών της Τραπεζούντας. Παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας και φιλοσοφίας, ενώ το 1910 τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, παρέδιδε μαθήματα γαλλικών, ιταλικών και φιλοσοφίας σε διάφορα καθολικά σχολεία. Το 1919 επέστρεψε στην Τραπεζούντα όπου ιερούργησε μέχρι το 1923, χρονιά κατά την οποία συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές, ως φίλα προσκείμενος στους ποντίους επαναστάτες. Οδηγήθηκε σιδεροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Γλίτωσε ωστόσο τον απαγχονισμό, έπειτα από μεσολάβηση ενός συντοπίτη του, Τούρκου μπέη, ο οποίος κατείχε μεγάλο αξίωμα στην τουρκική κυβέρνηση. Ύστερα από μερικές μέρες, φυγαδεύτηκε στην Ελλάδα. Λίγο καιρό μετά, τον Οκτώβριο του 1923 με γράμμα ο Καρδινάλιος Ναζλιάν τον κάλεσε να κάνει μια περιοδεία ανά τη χώρα, όπου υπήρχαν Αρμένιοι πρόσφυγες, με σκοπό να διαπιστώσει τις κάθε είδους δυσκολίες και προβλήματα που αντιμετωπίζουν, να συντάξει μια έκθεση, ώστε να δουν με ποιον τρόπο θα μπορέσουν να βοηθήσουν. Ο Αρχιεπίσκοπος Γκιουρέγ εκτέλεσε την οδηγία που έλαβε και γυρνώντας όλη την Ελλάδα διαπίστωσε ιδίοις όμμασι την τραγική κατάσταση που επικρατούσε. Βλέποντας ότι η όποια βοήθεια από το εξωτερικό θα καθυστερήσει και συνειδητοποιώντας πως οι ανάγκες ήταν μεγάλες, τόσο σε υλικό επίπεδο (τρόφιμα, στέγαση, καθημερινή διαβίωση) όσο και σε ηθικό- θρησκευτικό (πρόβλημα διατήρησης της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας των προσφύγων), ανεπίσημα ανέλαβε ο ίδιος πρωτοβουλίες για την οργάνωση καθολικής κοινότητας σε κάθε πόλη, καθώς και για την παροχή βοήθειας στους Αρμένιους πρόσφυγες.
Κέρκυρα Το Μάιο του 1923, ο Γκιουρέγ επισκέ-πτεται την Κέρκυρα όπου συναντά δύο μοναχούς από το τάγμα των Μιχιταριστών της Βιέννης. Ιερείς με μεγάλη πνευματική κατάρτιση και διάθεση για προσφορά, με την παρότρυνση του ξεκινούν τη δημιουργία του σχολείου «Αραρατιάν». Εκείνη την εποχή, η παρουσία του ποιητή και διανοούμενου Κεβόρκ Γκαρβαρέντς στο νησί βοηθάει τα μέγιστα και έτσι το καλοκαίρι του 1923 ξεκινούν τα μαθήματα. Το σχολείο στεγάζεται σε κτίριο που έχει παραχωρηθεί από τον Καθολικό επίσκοπο της Κέρκυρας. Το σχολείο θα κλείσει το Δεκέμβριο του 1924, καθώς οι εκεί πρόσφυγες θα μεταφερθούν στη Σητεία της Κρήτης. Η σχολή θα μεταφερθεί στην Κοκκινιά, όπου με τους ίδιους δασκάλους και την ίδια ονομασία θα συνεχίσει το έργο της. Θεσσαλονίκη Στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας α-πό το 1922 έχουν εγκατασταθεί 7000 Αρμένιοι, μεταξύ των οποίων και 300 καθολικοί. Ο Αρχιεπίσκοπος Γκιουρέγ με τη βοήθεια του έξαρχου Μ. Μουραντιάν, ανθρώπου με μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος, αρχίζει αμέσως τις εργασίες για την οργάνωση της κοινότητας. Ζητάει τη βοήθεια των Λαζαριστών μοναχών, οι οποίοι του εξασφαλίζουν ένα οίκημα μέσα στο οποίο θα στεγασθεί η εκκλησία, τα γραφεία και η οικεία του ιερέα. Δυστυχώς, η προχωρημένη ηλικία και η κλονισμένη υγεία του έξαρχου Μουραντιάν δεν του επιτρέπει να επεκτείνει τις δραστηριότητες και την προσφορά πέρα από τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Παρ’ όλες τις προσπάθειες που έγιναν να σταλεί κι άλλος ιερέας προς βοήθειά του, οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν δεν ήταν αντάξιες του μεγέθους και της σημασίας που είχε η παροικία της Θεσσαλονίκης.
Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) Στο Δεδέαγατς υπήρχε παλιά αρμενική παροικία που αριθμούσε περί τα 250 άτομα. Το 1923 ο αριθμός αυξήθηκε και έφτασε τους 1.500, ανάμεσά στους οποίους και 150 καθολικοί. Ιερέας στην πόλη ανέλαβε ο έξαρχος Χοβσέπ Χαντσιάν, οι άοκνες προσπάθειες του οποίου για βελτίωση του επιπέδου ζωής των προσφύγων απέδωσαν καρπούς. Μεγάλη του επιτυχία ήταν το ότι κατάφερε όλα τα παιδιά των Αρμενοκαθολικών να φοιτήσουν, τα μεν αγόρια στο Ιταλικό σχολείο της πόλης, οι δε κοπέλες στη μονή των Φραγκισκανών καλογριών. Πρόκειται για πολύ σημαντική πρωτοβουλία, αν αναλογιστεί κανείς ότι η πλειοψηφία των προσφυγοπαίδων δεν πήγαιναν καθόλου σχολείο. Η πολύ καλή δουλειά του Χαντσιάν διακόπηκε απότομα στα τέλη του 1924, όταν ήρθε διαταγή από την ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία όλοι οι Αρμένιοι πρόσφυγες έπρεπε να απομακρυνθούν από το Δεδέαγατς, λόγω της γειτνίασης με την Τουρκία. Μόλις μερικές δεκάδες κατάφεραν να εξαιρεθούν του μέτρου, όμως η παροικία είχε ήδη διαλυθεί.
Καβάλα Την περίοδο της Μικρασιατικής κα-ταστροφής η Καβάλα -μετά τη Θεσσαλονίκη- θεωρείτο το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Β. Ελλάδας, λόγω των καπνοβιομηχανιών και των εργατών που απασχολούσαν αυτές. Εκεί έφτασαν μαζί με τους 2000 Αρμενίους και 200 καθολικοί. Τα πρώτα χρόνια ως ποιμενάρχης τους επισκέπτονταν σποραδικά ο έξαρχος Μουραντιάν από τη Θεσσαλονίκη, όμως όπως προαναφέραμε, ούτε η ηλικία ούτε η υγεία του επέτρεπαν να δράσει όπως θα ήθελε και θα έπρεπε. Έτσι το 1925, ο Αρχιεπίσκοπος Γκιουρέγ έστειλε εκεί τον Χαντσιάν, ο οποίος από το 1924 είχε μείνει χωρίς ενορία, έπειτα από τη διάλυση του Δεδέαγατς. Πρώτο μέλημά του ιδίου ήταν η δημιουργία ναού, στόχος που ένα χρόνο αργότερα επετεύχθη. Το 1926, με τη βοήθεια των Λαζαριστών μοναχών, οι οποίοι παραχώρησαν στον Χαντσιάν μια αίθουσα, δημιουργήθηκε ο ναός, ο οποίος -σημειωτέον- έγινε το κέντρο της Αρμενοκαθολικής κοινότητας της Καβάλας. Παράλληλα, ιδρύθηκε σύλλογος κυριών του ναού τα μέλη του οποίου φρόντιζαν κάθε ανάγκη του, όπως επίσης και φιλόπτωχο ταμείο προκειμένου να συντρέξει όποιον χρειαζόταν βοήθεια. Ο Χαντσιάν στέλνει τα παιδιά να φοιτήσουν στη σχολή των Λαζαριστών, στην οποία διδάσκει και ο ίδιος γαλλικά και αρμενικά. Η δραστηριότητα της κοινότητας θα συνεχιστεί μέχρι το 1942 οπότε και θα διακοπεί εν μέσω της βουλγαρικής κατοχής, χωρίς ποτέ να καταφέρει να ορθοποδήσει ξανά.
Βόλος Μια μικρή παροικία Αρμενίων η οποία αριθμεί 400 άτομα, δημιουργείται το 1922 στο Βόλο. Ο Αρχιεπίσκοπος Γκιουρέγ επισκέπτεται για λίγο την πόλη, πραγματοποιώντας βαφτίσεις και γάμους. Όταν αποχωρεί υπόσχεται στους 50 περίπου καθολικούς ότι θα τους αποσταλεί ιερέας. Επειδή βλέπει ότι δεν θα καταφέρει να τηρήσει την υπόσχεσή του, ζητάει από τον έξαρχο Μουραντιάν να επισκέπτεται όποτε μπορεί την εκεί κοινότητα. Ο ηλικιωμένος ιερέας καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει κάτι αξιόλογο στις, έτσι κι αλλιώς, πολύ αραιές του επισκέψεις. Με το θάνατό του το 1937, το ποίμνιο του παραδίδεται στον εκεί Λατίνο καθολικό επίσκοπο και το 1938 σβήνει.
Το ορφανοτροφείο της Ρόδου Όταν το 1923 ο Μουσολίνι προσφέρει 10.000.000 λιρέτες στους Ιππότες της Μάλτας, προκειμένου να δοθούν στους Έλληνες και στους Αρμενίους πρόσφυγες, ώστε να αναχαιτιστεί η προπαγάνδα των Ευαγγελιστών, όπως πίστευε, ο Αρχιεπίσκοπος Γκιουρέγ με τις κατάλληλες κινήσεις και τις πολύ καλές σχέσεις που είχε με τους Ιππότες, καταφέρνει να αποσπάσει την υπόσχεσή τους ότι μέρος των χρημάτων θα διατεθούν για τη δημιουργία ορφανοτροφείου στη Ρόδο, όπου θα φιλοξενούνται Αρμενόπαιδα από την Τουρκία, Με την ολοκλήρωση του ορφανοτροφείου, φτιάχνει δίπλα σ’ αυτό και μια υποτυπώδη αγροτική σχολή, ώστε τα ορφανά να μάθουν τις αγροτικές εργασίες και να αποκτήσουν επαγγελματική κατάρτιση. Το εν λόγω οίκημα άνοιξε τις πύλες του το 1924 και διατηρήθηκε μέχρι το 1934, φιλοξενώντας εκατοντάδες παιδιά.
Εργαστήριο μαντηλιών στη Σάμο Την ίδια χρονιά στη Σάμο, όπου βρίσκονταν 200 πρόσφυγες με την παρότρυνση πάλι της Αρμενοκαθολικής εκκλησίας και τη βοήθεια των Ιπποτών της Μάλτας, καθώς και της μεγάλης ευεργέτιδας Λεϊλά Καραγκιοζιάν, ανοίγει εργαστήριο-κλωστήριο για την κατασκευή μαντηλιών. Στην εν λόγω επιχείρηση απασχολείται μεγάλο μέρος των γυναικών της κοινότητας και μάλιστα επειδή η δουλειά έχει αλματώδη αύξηση (ξεκινούν και εξαγωγές), προσλαμβάνονται το σύνολο των Αρμενισσών του νησιού, όπως επίσης και Ελληνίδες εργάτριες. Το εργαστήριο αυτό έκλεισε το 1946, καθώς την περίοδο του πολέμου υπολειτουργούσε και όταν έφυγαν όλοι οι Αρμένιοι από το νησί, κανείς δεν ανέλαβε την τύχη του. Αξιοσημείωτο είναι πως η δουλειά της Αρμενοκαθολικής εκκλησίας είχε εκτιμηθεί τόσο, ώστε οι πρόσφυγες -ορθόδοξοι σχεδόν όλοι- ζήτησαν με επιστολή τους στον Αρχιεπίσκοπο Γκιουρέγ να τους αποσταλεί ιερέας. Αυτός συναινώντας στην παράκλησή τους, έστειλε στη Σάμο τον έξαρχο Χαντσιάν, ο οποίος μόλις είχε φτάσει στην Ελλάδα από τη Ρώμη. Εκεί έμεινε μόλις λίγους μήνες, καθώς οι ανάγκες του πολύ μεγαλύτερου αριθμού πιστών στο Δεδέαγατς ανάγκασαν την κεντρική διοίκηση της Αθήνας να τον στείλει εκεί.
Αττική Με τον ένα ή άλλον τρόπο, είχαν οργανωθεί οι κοινότητες της Β. Ελλάδας και των νησιών. Αυτό που έμενε ήταν η οργάνωση της Αθήνας και του Πειραιά που ήταν και οι πολυπληθέστερες της χώρας. Όταν ο Αρχιεπ. Γκιουρέγ επέστρεψε από τις περιοδείες του, προβλήματα υγείας τον ανάγκασαν να μεταβεί στη Ρώμη, όπου έμεινε για αρκετούς μήνες. Μόλις γύρισε ωστόσο αφοσιώθηκε στο μεγάλο στόχο του που ήταν να φτιάξει δύο ενορίες, μια στο Δουργούτι για την Αθήνα και μια στην Κοκκινιά για τον Πειραιά. Σ’ αυτή του την προσπάθεια αρωγοί, όπως πάντα, ήταν οι Ιππότες της Μάλτας, που όπως προαναφέραμε η σχέση του μαζί τους ήταν εξαιρετική, και φυσικά το Τάγμα των Καπουτσίνων μοναχών, στέλεχος του οποίου άλλωστε ήταν και ο ίδιος. Η αίτησή του στις δυο αυτές οργανώσεις ζητώντας οικονομική ενίσχυση για την αγορά οικοπέδων στις δυο περιοχές, ώστε να χτιστούν τα σχολεία, οι εκκλησίες, οι αίθουσες που χρειάζονταν για τα γραφεία και τα βοηθητικά τμήματα των κοινοτήτων είχε θετική ανταπόκριση, ενώ κατάφερε να μαζέψει και ένα σημαντικό ποσό που έφτανε για την έναρξη των εργασιών. Για τη συνέχιση και ολοκλήρωσή τους όμως, χρειάζονταν κι άλλα χρήματα τα οποία βρέθηκαν από διάφορες πηγές και ευεργέτες. Έτσι το Σεπτέμβριο του 1925 στην Κοκκινιά, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του σχολείου «Αραρατιάν», του κτιρίου γραφείων, των αιθουσών συνάθροισης, όπως και η θεμελίωση του παρεκκλησίου της Αγίας Τερέζας. Στο Δουργούτι παρότι παρουσιάστηκαν μεγαλύτερες δυσκολίες στην αγορά οικοπέδων και την ανέγερση των κτιρίων, ευτυχώς ξεπεράστηκαν και τον Ιούνιο του 1927 θεμελιώθηκε η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή, ενώ το Σεπτέμβριο του 1928 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του κτιρίου των οικημάτων, των γραφείων καθώς και η ανέγερση του σχολείου.
Εκπαίδευση Το «Αραρατιάν» στην Κοκκινιά ανέλαβαν οι Μιχιταριστές μοναχοί, οι οποίοι στελέχωσαν και το διδακτικό προσωπικό. Στο ξεκίνημά της η σχολή είχε 183 μαθητές, ενώ στην ακμή της έφτασε τους 250. Το 1936 ανέστειλε τη λειτουργία του, καθώς οι μοναχοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν λόγω άλλων υποχρεώσεων που τους ανατέθηκαν από τα κεντρικά της Βιέννης και δεν έγινε δυνατή η αντικατάστασή τους. Στο Δουργούτι, το σχολείο ανέλαβαν ιερείς που στάλθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό από τη Ρώμη, όπως και δάσκαλοι Αρμένιοι και Έλληνες. Την πρώτη χρονιά είχε 150 μαθητές, ενώ λίγο πριν την κατοχή έφτασε να έχει 490. Ήταν ένα σχολείο που παρείχε εκπαίδευση υψηλού επιπέδου -θεωρείτο ως ένα από τα καλύτερα σχολεία της Αθήνας- και κατάφερνε, εκτός από τη μόρφωση, να εμφυσήσει στους μαθητές και το πατριωτικό πνεύμα. Διευθυντής του από το ξεκίνημα μέχρι και το 1945 ήταν ο έξαρχος Χοβαννές Γκαμσαραγκάν που -ομολογουμένως- έκανε άριστη δουλειά. Μπαίνουμε στην περίοδο 1938-1945, η οποία χαρακτηρίζεται ως η πιο δύσκολη για την Αρμενοκαθολική εκκλησία -όπως και για όλες τις αρμενικές οργανώσεις στην Ελλάδα- αλλά συνάμα και αυτή με τη μεγαλύτερη προσφορά στην παροικία. Με την αποχώρηση του Αρχιεπισκόπου Γκιουρέγ στη Βηρυτό για να αναλάβει την εκεί κοινότητα, κατόπιν αποφάσεως του Βατικανού, τη θέση του στην ηγεσία της Αρμενοκαθολικής εκκλησίας της Ελλάδας αναλαμβάνει ο έξαρχος Χοβαννές Γκαμσαραγκάν. Πρόκειται για αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ως προς τη δράση του την περίοδο της κατοχής και τις σχέσεις του με τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται η μεγάλη του προσφορά, τόσο στο σχολείο όσο και στην παροικία τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Οι ήδη υπάρχουσες δυσκολίες από την αποχώρηση του Αρχιεπισκόπου Γκιου-ρέγ επιδεινώνονται με την απομάκρυνση ιερέων λόγω προβλημάτων από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης. Ο καινούργιος Αρχιεπίσκοπος μένει με δυο μόλις ιερείς για όλη την επικράτεια, τον έξαρχο Χαντσιάν και το έξαρχο Κοϊνιάν. Τα οικονομικά της εκκλησίας είναι σε άθλια κατάσταση. Το σχολείο για να διατηρηθεί χρειάζονται πολλά χρήματα, η εξεύρεση των οποίων όλο και δυσκολεύει. Απευθύνεται σε πλούσιους Αρμενίους. Κάποιοι τον βοηθούν και κάποιοι όχι. Η λαίλαπα του πολέμου είναι πλέον εμφανής και όλοι είναι επιφυλακτικοί. Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ για τους καθολικούς, καθώς οι καλές σχέσεις τους με τη Ρώμη τους βάζουν στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
Προτεραιότητα, η επιβίωση Η πείνα θερίζει τον κόσμο και οι απαιτήσεις για βοήθεια είναι μεγάλες. Ο Αρχιεπίσκοπος Γκαμσαραγκάν θεωρεί πως το πρώτο μέλημά του πρέπει να είναι η ανακούφιση του κόσμου και αφήνει στην άκρη όλες τις άλλες εργασίες. Απευθύνεται στην ιταλική διοίκηση και καταφέρνει να δοθούν στους Αρμενίους ειδικές άδειες, οι οποίες να τους επιτρέπουν να πηγαίνουν στην επαρχία, όπου η κατάσταση ήταν καλύτερη και δουλεύοντας εκεί θα μπορούσαν να εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Επίσης, κάθε βδομάδα στέλνει τον έξαρχο Κοϊνιάν στα χωριά για να μαζεύει τρόφιμα, τα οποία μοιράζονταν στους πεινασμένους συμπατριώτες μας. Στις αίθουσες του κτιρίου διοίκησης και στο σχολείο μοιράζεται συσσίτιο μια φορά την ημέρα για τους ενήλικες και δυο φορές για τα παιδιά. Οι καλές σχέσεις του με τις κατοχικές αρχές εξασφαλίζουν την παροχή φαρμάκων -κάτι δυσεύρετο για την εποχή- στους αρρώστους, όπως και ένδυση για μεγάλο αριθμό παιδιών. Οι ίδιες ενέργειες γίνονται και στη Θεσσαλονίκη αρχικά από τον Χαντσιάν, ο οποίος δρα ως ποιμενάρχης στην εκεί κοινότητα. Όταν ο ίδιος, στα τέλη του 1942 κατέβηκε στην Αθήνα, έπειτα από απόφαση του Γκαμσαραγκάν αντικαταστάθηκε από τον έξαρχο Κοϊνιάν. Η μεγάλη προσφορά της εκκλησίας στα δύσκολα χρόνια της κατοχής αντιμετωπίζεται ευμενώς και με ευγνωμοσύνη από την παροικία. Με την απελευθέρωση της χώρας ένα αναπάντεχο γεγονός συγκλονίζει όμως την κοινότητα. Το Νοέμβριο του 1944 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Άγγλους ο Αρχιεπίσκοπος Γκαμσαραγκάν, γεγονός που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την ήδη πολύ δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε. Αντ’ αυτού, αναλαμβάνει ο Χαντσιάν, ο οποίος λόγω έλλειψης ιερέων εκτός από τη διοίκηση έχει αναλάβει και την ενορία του Δουργουτίου. Το 1946 ο κίνδυνος να κλείσει το σχολείο είναι πιο ορατός από ποτέ, καθώς δεν υπάρχουν πόροι για να καλυφθούν τα έξοδα του. Δεδομένων των συνθηκών, γίνονται ενέργειες για συνένωση με το Εθνικό Αρμενικό σχολείο, αλλά μετά από μια δοκιμαστική περίοδο ενός έτους η ιδέα εγκαταλείπεται και το 1947 τη διεύθυνση αναλαμβάνει και πάλι η εκκλησία. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή τη λύση δίνει ο Αρμενικός Κυανούς Σταυρός, στον οποίο απευθύνεται η διοίκηση ως ύστατη λύση για βοήθεια. Η μεγάλη αυτή φιλανθρωπική οργάνωση της παροικίας δέχεται να αναλάβει ένα μεγάλο μέρος των εξόδων και δίνει ανάσα ζωής στο σχολείο, ώστε απρόσκοπτα αυτό να συνεχίσει τη λειτουργία του μέχρι το 1961, οπότε με το άνοιγμα του σχολείου «Λε-βόν & Σοφία Αγκοπιάν» αυτό κλείνει και όλοι οι μαθητές μεταφέρονται στο καινούργιο. Το 1947-48 αρχίζει το κύμα επιστροφής των Αρμενίων στη Σοβιετική Αρμενία. Περίπου 20.000 Ελληνοαρμένιοι, ανάμεσά τους και 800 καθολικοί, αναχωρούν μειώνοντας τον αριθμό της κοινότητας σε μόλις 500 άτομα. Ο έξαρχος Χαντσιάν καλεί τον Κοϊνιάν να επιστρέψει στην Αθήνα, καθώς και στη Θεσσαλονίκη δεν έχει μείνει σχεδόν κανένας καθολικός, ώστε να αναλάβει τη διευρυμένη πλέον ενορία του Δουργουτίου, η οποία περιλαμβάνει όλη την Αττική, ύστερα από την απόφαση που πάρθηκε για την ένωσή της με την ενορία της Κοκκινιάς. Τον Ιανουάριο του 1947, ο καρδινάλιος Αγατζανιάν, προκαθήμενος του αρμενικού καθολικού Πατριαρχείου, ορίζει και επίσημα πλέον επικεφαλής της ελληνικής Αρμενοκαθολικής εκκλησίας τον Αρχιεπίσκοπο Χαντσιάν. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολη αλλά η κοινότητα συνεχίζει τη λειτουργία της ξεπερνώντας όλες τις αντιξοότητες. Οι δυο ιερωμένοι που έχουν απομείνει, κάνουν μεγάλη προσπάθεια να δοθεί μια νέα πνοή δημιουργίας. Έτσι, το Γενάρη του 1948 ιδρύονται δυο σύλλογοι, η «Ένωση Αρμενίων Καθολικών Κυριών» και η «Αρμενική καθολική νεολαία». Οι δυο παραπάνω ενώσεις κατάφεραν να δημιουργήσουν αξιοπρόσεκτη δράση γύρω από την εκκλησία, πραγματοποιώντας μάλιστα εκδρομές, πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις και προβολές ταινιών. Η μεν πρώτη συνεχίζει μέχρι σήμερα τη δραστηριότητά της με την ονομασία «Ένωση Φίλων Καθολικής Εκκλησίας», ενώ η νεολαία διαλύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60. H ίδρυση των εν λόγω ενώσεων συνέπεσε χρονικά και με την έκδοση του περιοδικού «Μπατκαμαπέρ». Το 1959 απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου -σε οικόπεδο που είχε αγοραστεί από την εποχή του Αρχιεπισκόπου Γκιουρέγ- κατασκευάστηκε πολυκατοικία, δίνοντας στέγη σε τριάντα οικογένειες. Αξίζει να σημειωθεί, πως το οίκημα υπάρχει μέχρι σήμερα και είναι γνωστό με την ονομασία «καθολική πολυκατοικία». Τα εγκαίνια πραγματοποίησε, τιμής ένεκεν, ο επίσημα προσκεκλημένος Αρχιεπίσκοπος Γκιουρέγ Ζοχραμπιάν.
Άξιος αντικαταστάτης Το 1973 ο Αρχιεπίσκοπος Χαντσιάν απεβίωσε και τη θέση του πήρε ο έξαρχος Κοϊνιάν, συνεχίζοντας με την ίδια εργατικότητα και ζήλο τις προσπάθειες προκειμένου να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία της εκκλησίας, μέχρι και το θάνατό του, το 1996. Σήμερα, επικεφαλής της Αρμενοκαθολικής εκκλησίας της Ελλάδας είναι ο Αρχιεπίσκοπος Νισσάν Καρακεχεγιάν. Η καθολική κοινότητα στην Ελλάδα αριθμεί περί τις 100 οικογένειες, διαθέτει εκκλησιαστική χορωδία και, όπως προαναφέραμε, την «Ένωση Φίλων Καθολικής Εκκλησίας». Μια κοινότητα η οποία μπόρεσε να αντέξει τις κακουχίες της προσφυγιάς, τα δεινά της κατοχής, την -πολλές φορές- εχθρική στάση της κυβέρνησης λόγω της θρησκευτικής της ιδιαιτερότητας. Για να αντιμετωπίσεις άλλωστε τις δυσκολίες που θα συναντήσεις στο δρόμο σου χρειάζεται πίστη στις αξίες που πρεσβεύεις και η Αρμενοκαθολική εκκλησία της Ελλάδας, στα σχεδόν 90 χρόνια της ιστορίας της απέδειξε ότι διαθέτει περίσσια.
|