50 χρόνια από την ανέγερση του σχολείου Λεβόν & Σοφία Αγκοπιάν |
![]() |
![]() |
Oβαννές Γαζαριάν Oκτώβριός - Δεκέμβριός 2012 τεύχος 75
«Μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα». Τη ρήση αυτή του Διονύσιου Σολωμού την αναδιατυπώνει ο Πέτρος Μάρκαρης, καθώς προλογίζει το βιβλίο «Αρμενική Τυπογραφία», σε «Μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ θρησκεία και γλώσσα», θέλοντας να καταδείξει τους δύο πυλώνες που στηρίζουν τις μειονότητες. Αν δεχθούμε ότι η θρησκεία είναι οικουμενική, τότε μόνο η γλώσσα παραμένει ο βασικός πυλώνας για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας όσων ζουν μακριά από την πατρίδα τους. Επειδή γλώσσα και σχολείο είναι έννοιες συνυφασμένες, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα των σχολείων στις παροικίες.
Φαντάζει μακρινό εκείνο το ζεστό απόγευμα της Κυριακής της 10ης Ιουνίου 1962, όταν χίλιοι και πλέον Αρμένιοι κατέκλυσαν ασφυκτικά την αυλή του νεόδμητου σχολείου που δέσποζε στην περιοχή, για να παρακολουθήσουν την επίσημη τελετή των εγκαινίων. Αρμενικά σχολεία ιδρύθηκαν από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα. Στην αρχή λειτούργησαν μέσα σε παραπήγματα και παράγκες, αργότερα σε κάποιες υποτυπώδεις αίθουσες. Με τον καιρό η κατάσταση βελτιώθηκε και από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, το σχολείο φιλοξενήθηκε στις αίθουσες των εγκαταστάσεων της Καθολικής εκκλησίας, στο Δουργούτι, εκεί όπου στεγάζονταν και δραστηριοποιούνταν άλλωστε όλες οι αρμενικές οργανώσεις της περιοχής. Τα χρόνια πέρασαν και στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, ο τότε καθολικός Έξαρχος Χοβσέπ Χαντσιάν κάλεσε τους υπεύθυνους της παροικίας και τους ζήτησε σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, να μεταφερθούν οι οργανώσεις σε άλλους χώρους, διότι το κτήριο δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες τους, αλλά ούτε και τις δραστηριότητες της ενορίας. Όπως ήταν φυσικό, έπρεπε να μεταφερθεί και το σχολείο, κάτι που ήταν δύσκολο, διότι για να λειτουργήσει σε άλλο χώρο, απαιτούνταν αυστηρές προϋποθέσεις. Ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις συστάθηκε μια τριμελής επιτροπή, η οποία ανέλαβε να παρουσιάσει ένα προσχέδιο για την ίδρυση του σχολείου. Μετά από εργασία πολλών μηνών, η επιτροπή παρουσίασε τα αποτελέσματα που αρχικά ήταν απογοητευτικά. Υπήρχε δυσκολία για την ανεύρεση κατάλληλου χώρου, καθώς είχε αρχίσει η ανοικοδόμηση της Αθήνας και τα ελεύθερα οικόπεδα πωλούνταν γρήγορα και σε υψηλές τιμές. Ο προϋπολογισμός θα ανέρχονταν στο δυσθεώρητο για την εποχή εκείνη ποσό του 1,5 εκατομμυρίου δραχμών. Τη στιγμή που τα μαύρα σύννεφα είχαν σκεπάσει το όλο εγχείρημα μια αχτίδα φωτός φάνηκε από το μακρινό Φρέσνο της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α. Η ανακοίνωση της επιτροπής, που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Αζάτ Ορ» και έκανε έκκληση στον κόσμο να βοηθήσει οικονομικά, αναδημοσιεύθηκε στην αρμενική εφημερίδα του Φρέσνο. Ένας Ελληνοαρμένιος, που είχε μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. πριν από πολλά χρόνια, έτυχε να διαβάσει την είδηση. Ήταν οικογενειακός φίλος της βαθύπλουτης και φιλάνθρωπου Σοφίας Αγκοπιάν, της έδειξε την ανακοίνωση και κατάφερε να την πείσει να βοηθήσει στο όλο εγχείρημα. Τα ευχάριστα νέα διαδόθηκαν πολύ γρήγορα στην Αθήνα σκορπίζοντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο μόνος όρος που έθεσε η Σοφία Αγκοπιάν ήταν να αγοραστεί το οικόπεδο με χρήματα της κοινότητας. Πράγματι, ύστερα από επίπονες προσπάθειες αγοράστηκε το οικόπεδο όπου στεγάζεται σήμερα το σχολείο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, για να αντιληφθούμε το μέγεθος των δυσκολιών, ότι το οικόπεδο ανήκε σε δεκατρείς δικαιούχους οι οποίοι θα έπρεπε να συμφωνήσουν όλοι στην πώλησή του. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έπρεπε να επιλυθεί μέχρι να ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου. Στα τέλη του 1959 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος. Η «μητέρα» Σοφία έστειλε 20.000 δολάρια (600.000 δραχμές) για να ξεκινήσουν οι εργασίες οικοδόμησης και στη συνέχεια άλλα 10.000 δολάρια (300.000 δραχμές) για την αποπεράτωση του κτηρίου. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον τεράστιο αγώνα που έδωσε η παροικία για τη συγκέντρωση του υπόλοιπου ποσού, διόλου ευκαταφρόνητου, που συγκεντρώθηκε κυριολεκτικά από το υστέρημα των φτωχών στην πλειοψηφία τους ανθρώπων. Γι’ αυτό, και ο κόσμος δίκαια υπερηφανευόταν και το αποκαλούσε το «δικό μας» σχολείο. Τα έργα ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 1962. Το μικρό μεταλλικό καμπανάκι του φύλακα, ακούστηκε για πρώτη φορά το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Ήταν μια πραγματικά συγκινητική μέρα, καθώς εκατοντάδες γονείς και όχι μόνο με δάκρυα στα μάτια, κατευόδωσαν τα παιδιά τους που έμπαιναν για πρώτη φορά στις τάξεις του σχολείου. Η «Σχολή Αρμενοπαίδων Κυανού Σταυρού», όπως ονομάζεται επισήμως μέχρι σήμερα, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τα περισσότερα ιδιωτικά σχολεία της εποχής, ενώ ήταν ασυγκρίτως ανώτερο από τα δημόσια. Το κτήριο διέθετε έξι τάξεις για το δημοτικό, μία για το νηπιαγωγείο, αίθουσα και γραφεία καθηγητών, όργανα φυσικής, χημείας και ανθρωπολογίας, ιατρείο, γήπεδο καλαθοσφαίρισης, χώρο γυμναστικής με όργανα (μονόζυγο, δίζυγο), ευρύχωρη αίθουσα τελετών όπου πραγματοποιούνταν οι εκδηλώσεις και οι γιορτές του σχολείου όπως και κινηματογραφικές προβολές για τους μαθητές. Κάθε πρωί προσφερόταν σοκολατούχο γάλα, ενώ κατά τακτά χρονικά διαστήματα με αρωγή του ιδρύματος Καραγκιοζιάν, επισκέπτονταν το σχολείο γιατροί (οδοντίατροι, παθολόγοι, οφθαλμίατροι) για την εξέταση των παιδιών. Δεν θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίζαμε ως ένα από τα πλέον πρωτοποριακά - σε πολλά θέματα - σχολεία στην επικράτεια. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τα δωρεάν ενισχυτικά μαθήματα (φροντιστήριο) που έκανε η ΣΤ΄ τάξη, καθώς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι μαθητές έδιναν εξετάσεις για την εισαγωγή τους στο Γυμνάσιο. Επίσης, στην ίδια τάξη γινόταν μάθημα σεξουαλικής αγωγής στο τέλος της χρονιάς από ειδικευμένους γιατρούς. Ακόμα, στις δύο τελευταίες τάξεις εκλέγονταν μαθητικά συμβούλια. Όλα αυτά φάνταζαν εξωπραγματικά για τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών σχολείων. Με την πάροδο του χρόνου πραγματοποιήθηκαν και άλλες προσθήκες και βελτιώσεις. Σήμερα, ίσως να μη μπορεί να συγκριθεί με τα ιδιωτικά σχολεία, πλην του κόστους, καθώς τα τελευταία έχουν υψηλά δίδακτρα, σίγουρα όμως βρίσκεται σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο και οπωσδήποτε πάνω από το μέσο όρο των δημόσιων σχολείων. Το έργο που πραγματοποίησαν όλοι όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του εκπαιδευτικού ιδρύματος ήταν τεράστιο, αν αναλογιστούμε τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζούσαν. Ο βασικός σκοπός του σχολείου ήταν να διαφυλαχθεί το εθνικό φρόνημα των νέων, μέσω της αρμενικής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού. Μπορεί ο χρόνος και ο κόσμος να άλλαξε, αλλά ο σκοπός παραμένει ίδιος. Σήμερα, όσοι πιστεύουμε σ’ αυτόν τον σκοπό, θα πρέπει να επικεντρωθούμε πάνω στις δυσκολίες και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα σχολεία μας, έχοντας ως βασική επιδίωξη, να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητά τους παράλληλα όμως βελτιώνοντας και το επίπεδό τους. Πρέπει να είμαστε πεπεισμένοι, πώς ως οργανωμένη κοινότητα διαθέτουμε το ανθρώπινο δυναμικό να πραγματοποιήσουμε αυτό το όραμα. Θα πρέπει να κινητοποιηθούμε ενεργά, ξεχνώντας τις διαφορές μας και τυχόν προσωπικούς ή ιδιοτελείς σκοπούς. Όλοι αυτοί οι συμπατριώτες μας που συγκεντρώθηκαν στις 10 Ιουνίου του 1962 εκείνο το ζεστό κυριακάτικο απόγευμα, δεν είχαν ούτε περισσότερες οικονομικές δυνατότητες, ούτε περισσότερα μέσα από εμάς. Είχαν όμως πίστη, πατριωτισμό, διάθεση αυτοθυσίας και όραμα...
Ο Λεβόν και η Σοφία Αγκοπιάν Ο Λεβόν και η Σοφία Αγκοπιάν ήταν επιζώντες της γενοκτονίας του 1915. Κάτοχοι μεγάλης περιουσίας, πραγματοποίησαν πλήθος φιλανθρωπιών σε πολλές παροικίες της διασποράς. Καθώς ο Λεβόν πέθανε σε νεαρή σχετικά ηλικία, η Σοφία συνέχισε το έργο του και ανάλωσε σχεδόν όλη της την περιουσία σε δωρεές για τη δημιουργία σχολείων, ορφανοτροφείων, κέντρων στέγασης απόρων και γενικά σε οτιδήποτε θα ανακούφιζε τους συμπατριώτες της. Ειδικότερα, στο ζήτημα των σχολείων είχε μεγάλη αδυναμία. Συνήθιζε να λέει «γλίτωσα την τελευταία στιγμή από τους Τούρκους χάρη στην παρέμβαση γερμανίδων μοναχών που με φρόντισαν και με μόρφωσαν. Τώρα οφείλω με τη σειρά μου να φροντίσω για τη μόρφωση των παιδιών μας». Θεώρησε χρέος της προς τον αγαπημένο της σύζυγο Λεβόν να βοηθήσει στην κατασκευή του σχολείου στο Δουργούτι. Κάποτε, ο ίδιος της είχε εκμυστηρευτεί ότι θα ήθελε να βοηθήσει στην ανέγερση ενός ορφανοτροφείου ή ενός σχολείου στην Ελλάδα, διότι όπως έλεγε «Οι Έλληνες φέρθηκαν σαν αδέρφια στους κυνηγημένους συμπατριώτες μας, κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς στην Ελλάδα». Για τις αγαθοεργίες της και τη μεγάλη της αγάπη προς τα παιδιά έλαβε το προσωνύμιο «μητέρα» και έτσι όλοι την αποκαλούσαν: «Μητέρα Σοφία Αγκοπιάν».
|