Ένα ποδήλατο με… ιστορία |
![]() |
![]() |
Γκάρο Αγαμπατιάν Το παλιό γερμανικό ποδήλατο μάρκας Adler στέκει ακόμη όρθιο σε μια γωνιά, στην πυλωτή της σύγχρονης πολυκατοικίας. Αποτελεί πια διακοσμητικό στοιχείο, αλλά κρύβει μια συναρπαστική όσο και παράξενη ιστορία που ξεκινά πριν από 70 περίπου χρόνια. Σας τη μεταφέρουμε όπως μας την αφηγήθηκε ο καλός φίλος του περιοδικού, Βαρουζάν Νισανιάν. «Ο πατέρας μου, Στεπάν Νισανιάν, ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Όταν τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Άγγλοι ίδρυσαν τη Σχολή Πολέμου στην Πόλη το 1919. Ο πατέρας μου δέχτηκε αμέσως, διότι ήθελε να φύγει από την Τουρκία. Έτσι, πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Δανοί του αναθέτουν να ταξιδέψει στο Παρίσι και να φέρει ένα αυτοκίνητο μάρκας Ford Mustang. Ο πατέρας μου, 19 χρονών τότε, πήγε στο Παρίσι, παρέλαβε το αυτοκίνητο και με σχεδίες (ποταμόπλοια) το μετέφερε από τα ποτάμια στη Μασσαλία. Από εκεί με πλοίο έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα, όταν τελείωσε η ανταλλαγή των πληθυσμών, η πρεσβεία της Δανίας έδωσε ως αμοιβή στον πατέρα μου το αυτοκίνητο αυτό, το οποίο μετέφερε με πλοίο στον Πειραιά. Στην Αθήνα προσπαθεί να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή. Στο κέντρο, στη διασταύρωση Ιπποκράτους και Πανεπιστημίου υπήρχε μια μάντρα. Τη νοικιάζει και παρκάρει το αμάξι εκεί. Μια μέρα ήρθαν κάποιοι αξιωματικοί -καθώς το αμάξι τους είχε τραβήξει την προσοχή- και τον ρώτησαν αν θέλει να δουλέψει στα ανάκτορα. Μάλιστα του είπαν ότι έτσι θα μπορέσει να πάρει και την ελληνική υπηκοότητα, με τη μόνη προϋπόθεση να υπηρετήσει στον στρατό. Ο πατέρας μου αρπάζει την ευκαιρία αυτή και υπηρετεί στην πυροσβεστική των ανακτόρων. Το 1923, τη χρονιά που η ανταλλαγή των πληθυσμών είναι σε εξέλιξη, μαθαίνει ότι έρχονται αρμένιοι πρόσφυγες στο Φάληρο. Πηγαίνει στη Συγγρού, στο ύψος της Καλλιρόης. Στα πλαϊνά του δρόμου, που ήταν χωματόδρομος τότε, είχε έρθει η χωροφυλακή και καθοδηγούσε τους πρόσφυγες, που προχωρούσαν πεζοί, προς τις περιοχές όπου θα τους εγκαθιστούσαν. Τους οδήγησαν σε ένα μέρος που λεγόταν ντομούζ-νταμέ, διότι επί τουρκοκρατίας υπήρχαν εκεί χοιροστάσια. Ο πατέρας μου πήγαινε κάθε μέρα στον καταυλισμό μήπως και συναντήσει κάποιον γνωστό του, αλλά έφευγε κάθε φορά άπρακτος. Ο κόσμος κοιμόταν στο ύπαιθρο. Τους προμήθευε καθημερινά με ξύλα και άλλα εφόδια από τα ανάκτορα. Στη συνοικία του Νέου Κόσμου γνώρισε τη μητέρα μου και σύντομα παντρεύτηκαν. Η μητέρα μου τώρα, η Μπερτζουή, καταγόταν από την Προύσα. Ο πατέρας της ήταν φημισμένος ως ο πρώτος στην Προύσα που άρχισε να φτιάχνει νήμα από μετάξι και να το εξάγει στην Ευρώπη. Όταν ο στρατηγός Πλαστήρας πέρασε από εκεί, κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, έμεινε στο σπίτι τους, καθώς ήταν το καλύτερο της πόλης. Στη μικρασιατική καταστροφή οι Τούρκοι πέταξαν τον πατέρα της από ένα τρένο και βρέθηκε νεκρός. Η θεία μου είχε μια ετεροθαλή αδερφή, τη Βεχανούς, και άλλα δυο αδέρφια. Η 19χρονη Βεχανούς εντάχθηκε στην αντίσταση, στην ομάδα της Λέλας Καραγιάννη, η οποία δρούσε στην Καλλιθέα, στην περιοχή όπου υπάρχει σήμερα η στάση Καραγιάννη στη λεωφόρο Θησέως. Η περιοχή αυτή της Καλλιθέας μέχρι ψηλά στο Κουκάκι ήταν γεμάτη χαμόσπιτα. Έτσι, ξαναβρήκε τους γονείς της και μάλιστα έψαξε και τις άλλες κοπέλες που ήταν μαζί στην αντίσταση, αλλά φυσικά δεν βρήκε καμία. Είχαν εκτελεστεί όλες, όπως και η Λέλα Καραγιάννη, λίγο πριν την απελευθέρωση. Κοντά στο σπίτι της οικογένειάς της, στην οδό Ευστρατίου Πίσσα στο Νέο Κόσμο, υπήρχε ένα Καθολικό Αρμενικό Ίδρυμα στο οποίο η Βεχανούς απευθύνθηκε για δουλειά. Εκεί γνώρισε έναν νεαρό επίσκοπο (βαρταμπέτ), ο οποίος την ερωτεύτηκε. Στο μεταξύ, ο πατέρας μου αγόρασε το ποδήλατο της Βεχανούς για τα παιδιά του. Τότε τα ποδήλατα έπρεπε να έχουν αριθμό κυκλοφορίας, οπότε ο πατέρας μου της ζήτησε το χαρτί της αγοράς του ποδηλάτου για να το πάει στο αστυνομικό τμήμα, που βρισκόταν τότε στη λεωφόρο Φρατζή στο Νέο Κόσμο. Το ποδήλατο, λοιπόν, βρήκε τη θέση του στο πέτρινο σπίτι της οικογένειάς μου στη Βούλα, και έτσι εγώ και η αδερφή μου μάθαμε ποδήλατο. Στο μεταξύ, η Βεχανούς είχε πάρει ένα χαρτί που έγραφε ότι ήταν στην αντίσταση. Με αυτό το χαρτί φεύγουν με τον βαρταμπέτ στην Ιταλία. Πηγαίνουν στο Βατικανό, στον Πάπα, και με το χαρτί της αντίστασης ζητούν να τους βοηθήσουν για να πάνε στην Αμερική. Τελικά εγκαταστάθηκαν στην Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες. Στην Ελλάδα, ο πατέρας της Βεχανούς έφτιαχνε καταΐφι και μπακλαβά. Έτσι, άνοιξαν με τον πρώην πια βαρταμπέτ το πρώτο εργαστήριο καταΐφι και μπακλαβά στην Αμερική. Πουλούσαν τα γλυκά μέσα σε κουτάκια, με την ετικέτα «αντίσταση» στα αγγλικά. Η Βεχανούς, πολύ δυναμική και έξυπνη γυναίκα, δημιούργησε μαζί με τον άνδρα της ένα μεγάλο εργαστήριο, και όσοι συμπατριώτες έφταναν από την Ελλάδα τους έπαιρνε στη δουλειά. Μάλιστα, σε μια γιορτή, οι έλληνες αντιστασιακοί της Αμερικής την τίμησαν αναγνωρίζοντας την προσφορά της. Η δουλειά τους πήγε πολύ καλά και απέκτησαν ένα ωραίο σπίτι. Όμως, μια μέρα συνέβη ένα τραγικό γεγονός˙ στο σπίτι τους εκδηλώθηκε φωτιά και το αντρόγυνο (δεν είχε αποκτήσει παιδιά) πέθανε από τις αναθυμιάσεις. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι επιφυλάσσει η μοίρα στον άνθρωπο... Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο ποδήλατο. Όταν ήμασταν μικροί, κάθε Καθαρά Δευτέρα μαζεύονταν στο σπίτι μας οι γνωστοί και οι φίλοι της οικογένειας. Στη γειτονιά μας έμενε μια αρμενική οικογένεια, οι Μπασικιάν, που ήταν φίλοι του πατέρα μου. Εγώ με την αδελφή μου προσπαθούσαμε να μάθουμε ποδήλατο κάνοντας βόλτες στην περιοχή μας, στη Βούλα, όπου τότε υπήρχαν ελάχιστα σπίτια. Μας λέει, λοιπόν, η γυναίκα του Μπασικιάν, η κυρία Μπαϊτζάρ: «Εγώ ξέρω ποδήλατο. Μπορώ να το πάρω;» Ανεβαίνει στο ποδήλατο και παίρνει την οδό Αθηνάς, που ήταν τότε χωματόδρομος, με κατεύθυνση τη θάλασσα. Το συγκεκριμένο ποδήλατο δεν είχε φρένα (ούτε ταχύτητες), ήταν με κόντρα, δηλαδή έκανες κόντρα το πετάλι και φρέναρε. Αυτό το σύστημα το είχαν μόνο τα γερμανικά ποδήλατα. Η ίδια, όμως, δεν το ήξερε. Την πήρε, λοιπόν, η κατηφόρα και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Πιο κάτω, σε ένα μικρό σπίτι, έμεναν κάποιες νοσοκόμες. Βγήκε έξω μια από αυτές που την άκουσε και έτρεξε να την πιάσει. Το ποδήλατο, όμως, είχε πάρει μεγάλη φόρα, δεν μπόρεσε να το ελέγξει και έτσι παρέσυρε τη νοσοκόμα, η οποία έπεσε κάτω, χτύπησε στο κεφάλι και σκοτώθηκε. Σοκαρισμένη παράτησε το ποδήλατο και γύρισε πίσω στο σπίτι. Το περιστατικό έγινε γνωστό και έτσι η χωροφυλακή πήρε το ποδήλατο και άρχισε να αναζητάει τον ιδιοκτήτη του. Μετά από δύο χρόνια άνοιξε στην περιοχή ένα βενζινάδικο, όπου συνήθιζε να βάζει βενζίνη ο πατέρας μου. Ένας υπάλληλος που δούλευε εκεί λέει μια μέρα στον πατέρα μου: «Κυρ Στέφανε, υπάρχει ένα ποδήλατο πεταμένο έξω από τη χωροφυλακή. Ξέρω ότι είναι δικό σας. Θα σου το φέρω μια μέρα στο σπίτι». Και έτσι μας έφερε πίσω το ιστορικό ποδήλατο...»
|