την Ελλάδα στην μακρινή Αργεντινή του Ρικάρντο Γεργκανιάν Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015, τεύχος 86 Τη δεκαετία του ΄60, τα καρναβάλια του Μπουένος Άιρες είχαν κάτι το ξεχωριστό. Χοροί, πανηγύρια, φιέστες στις λέσχες κάθε γειτονιάς, απ' όπου δεν έλειπε το τάνγκο και η βραζιλιάνικη σάμπα. Γλέντι γινόταν τα σαββατοκύριακα των Αποκριών ακόμα και σε αυλές σχολείων –όπως στο δικό μας, το «Χριμιάν»- κλειστό το Φεβρουάριο λόγω των θερινών διακοπών. Σερπαντίνες, αφροί και μπόλικος χαρτοπόλεμος αποτελούσαν το γνωστό σκηνικό. Χαρακτηριστικός ήταν και ο νεροπόλεμος. Δεν προλάβαινες να βγεις ντυμένος με τα καλά σου από το σπίτι και στη γωνία σε περίμενε ένας κουβάς ή μια λεκάνη γεμάτη νερό. Εάν ήσουν τυχερός να τα αποφύγεις, έπρεπε να ήσουν το ίδιο τυχερός για να γλυτώσεις από τις «νεροβομβίδες» που έσκαγαν δίπλα σου –αν όχι πάνω σου - προερχόμενες από παντού, ακόμα και από τα μπαλκόνια των σπιτιών. Το πιο παραδοσιακό όμως ήταν τα κόρσος. Ένα λαϊκό πανηγύρι-κούλουμα με παρελάσεις, μουσική, χτυπήματα με πλαστικά ρόπαλα ή σφυριά, μάσκες και ό,τι άλλο σχετικό. Και πολύς, μα πάρα πολύς κόσμος, μικροί και μεγάλοι. Σε ένα τέτοιο κόρσο, στη γειτονιά Ντεβότο, βρέθηκα κι εγώ το καρναβάλι του '68. Το περίεργο είναι το πώς παρουσιάστηκα εκεί... Μερικά χρόνια πριν, η νενέ είχε κάνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα και στη γενέτειρά της, τo Αξάρι (Ακχισάρ), κοντά στη Σμύρνη. Δεν είχαν συμπληρωθεί δεκαπέντε χρόνια από το 1949, όταν μετά από ένα ταξίδι μηνών με τα βαπόρια της γραμμής, με στάση στη Γαλλία, εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς -προερχόμενοι από την Ελλάδα, όπως χιλιάδες Αρμένιοι - στην τότε «Γη της επαγγελίας», τη μακρινή Αργεντινή. Μόλις τακτοποίησαν λίγο τα οικονομικά τους και με τη βοήθεια των τριών παιδιών της, η νενέ αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναδεί την πατρίδα της και τους φίλους και γνωστούς που είχαν μείνει στην Αθήνα. Τολμηρή η γιαγιά. Δεν έπρεπε να ήταν πολλοί οι «τουρίστες» που το 1962 έκαναν ένα τέτοιο υπερατλαντικό ταξίδι... Ακριβώς σαράντα χρόνια πριν, εκείνο το μαύρο Σεπτέμβριο του 1922, η ίδια –δεκαεπτά χρονών τότε-, μαζί με τη μητέρα και τη μικρότερή της αδελφή, είχαν βρεθεί κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή στο λιμάνι της Σμύρνης, όπως χιλιάδες Αρμένιοι και Έλληνες. (Ό, τι και να πούμε, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν επρόκειτο για απλό «συνωστισμό»). Μετά από μια στάση στη Σαντορίνη, το καράβι τους έφτασε στον Πειραιά. Και από εκεί στο Δουργούτι, η συνέχεια είναι γνωστή. Αναρωτιέμαι πάντα πώς άντεξε η γυναίκα αυτή να δει τα γνωστά κι αγαπημένα της μέρη, όταν βρέθηκε ξανά εκεί. Τι ένιωσε μπροστά στο λεηλατημένο πατρικό της σπίτι, στην παλιά της γειτονιά, στο Παρθεναγωγείο της Αγίας Χριψιμέ («Χριψιμιάντς Βαρζαράν»), όπου φοιτούσε μέχρι το διωγμό τους, το κατεστραμμένο «Χαϊνότς» και την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου («Σούρπ Στεπανότς»), στην οποία αναφερόταν συχνά και όλα τα υπόλοιπα. Μετά τον γυρισμό της στο Μπουένος Άιρες και για χρόνια ολόκληρα, ήταν πάντοτε θλιμμένη και συγκινημένη... Στο πέρασμά της από την Αθήνα, η νενέ είχε τη φαεινή ιδέα να αγοράσει και να φέρει μαζί της μια παιδική στολή ευζώνου. Δεν ξέρω αν τη φόρεσε ποτέ ο μεγαλύτερος ξάδελφός μου, αλλά, απ' ό,τι φαίνεται, ο παραλήπτης κατέληξα να είμαι εγώ. Και έτσι, εκείνο το καρναβάλι του '68 στη λεωφόρο Μπεϊρό, παρέλασε ένας οχτάχρονος «τσολιάς», συνοδευόμενος από τη μοράκ -την αδελφή της γιαγιάς-, που έμενε όπως όλη η οικογένεια στη γειτονιά, και που για κάποιο λόγο ένιωσε υπερήφανη εκείνη την ημέρα. Ίσως για την πρωτοτυπία του ντυσίματός μου μπροστά στις συνηθισμένες μάσκες του Μίκυ Μάους. Καθώς περπατούσαμε από τη μια άκρη του δρόμου στην άλλη, ένιωσα όλα τα βλέμματα πάνω μου. Ξαφνικά ένα παιδί με σταματάει. «Κοριτσάκι, τι ντύθηκες;» «Έλληνας στρατιώτης» απάντησα με όσο μπόρεσα πιο βαριά φωνή. Η «τσαντίλα» μου δεν περιγραφόταν. Το πρόσωπό του άλλαξε ξαφνικά και πριν απομακρυνθούμε πρόλαβα να ακούσω «ωραίο φουστανάκι, ρε!». Πολιτιστικές παρεξηγήσεις που λένε. Πού να τους πεις, στην άλλη άκρη της γης, για τον Κολοκοτρώνη και το 1821... «Λεπτομέρειες» που ούτε ο ουρανοκατέβατος «τσολιάς» δεν τις ήξερε καλά-καλά εκείνη την εποχή. Αλλά η στολή μου μού επιφύλασσε άλλη μια έκπληξη. Λίγο πιο πέρα, πάνω στον ίδιο δρόμο, σταματήσαμε μπροστά σε ένα μικρό περίπτερο. Και να δεις χαρά στο πρόσωπο του Έλληνα περιπτερά, όταν είδε τον μικρό εύζωνο να στέκεται στην πόρτα του! (Έτσι όπως τα περισσότερα «παγωτατζίδικα» στην πόλη ήταν των Ιταλών, τα καφενεία των Ισπανών, τα καθαριστήρια ρούχων των Γιαπωνέζων κλπ, τα περίπτερα ήταν πολύ συχνά των Ελλήνων). «Σαν γερμανάκι ντυμένος τσολιάς δεν είναι;», είπε χαρούμενη η μοράκ στα ελληνικά, με βαριά αρμένικη προφορά. Το «γερμανάκι» ήταν ένα οικογενειακό παρατσούκλι, δεδομένου του άσπρου του δέρματος και του ξανθού των μαλλιών μου. Αλλά πού να το ήξερε ο περιπτεράς; Τώρα που έμαθα για τους «γερμανοτσολιάδες», σκέπτομαι ότι θα μπορούσε να είχε γίνει και η δεύτερη παρεξήγηση της ημέρας, αν κατά λάθος η μοράκ με είχε αποκαλέσει έτσι. Ήταν η σειρά μου να χαρώ, όταν ο χαμογελαστός περιπτεράς με κάλεσε μέσα, μου είπε κάποια λόγια στα ελληνικά -που δεν μπόρεσα να τα καταλάβω όλα- και μου έδωσε μια χούφτα γεμάτη καραμέλες «σούγκους», οι αγαπημένες μου. Την αμέσως επόμενη χρονιά, και χωρίς να δώσει σημασία στο προηγούμενο «συμβάν», η μοράκ σκέφτηκε ότι ο εύζωνας άξιζε να ανέβει κατηγορία και να παρελάσει στο κόρσο της λεωφόρου Ντε Μάιο, το σημαντικότερο του κέντρου της πόλης, όπου γινόταν το έλα να δεις. Δεν θυμάμαι αν κάποιος με σταμάτησε πάλι για να με ρωτήσει τι είχα ντυθεί. Η μόνη εικόνα που έχω χαραγμένη στο μυαλό μου είναι ότι φόρεσα περήφανος τη στολή μου κάτω από τη στοά του ιστορικού κτιρίου Καμπίλντο, της αποικιακής τοπικής βουλής. Eκεί, όπου το Μάιο του 1810, το πλήθος της πόλης συγκεντρώθηκε, σε ένα γεγονός που στην ιστορία της Αργεντινής είναι γνωστό ως «Ο λαός θέλει να μάθει περί τίνος πρόκειται», αναφερόμενος στη συζήτηση που διαμειβόταν μέσα. Επρόκειτο για τα πρώτα βήματα προς την «Επανάσταση του Μάη», προς την απελευθέρωση και την ανεξαρτησία της χώρας. Ήταν το σωστότερο μέρος για έναν εύζωνα στο Μπουένος Άιρες... |