Αρσαβίρ Καζαντζιάν ο άνθρωπος του θεάτρου Εκτύπωση E-mail

Στην Μάρθα Τζαμουζιάν

Τεύχος: Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009

 

 

Γεννήθηκε το 1918 στο Ικόνιο. Το ’22 ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα με την οικογένειά του. Αποφοίτησε από το αρμενικό δημοτικό σχολείο του Φιξ και στη συνέχεια φοίτησε στο γυμνάσιο της Λεοντείου. Ήδη από τα μαθητικά του χρόνια εκδήλωσε την αγάπη του για το θέατρο. Αναγκάστηκε να αφήσει τη φοίτησή του στο σχολείο για να ριχτεί στη βιοπάλη. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Η μουσική ήταν μια μεγάλη του αγάπη και έφτιαξε δύο ορχήστρες, την «Νταβίγ» και την «Κομιτάς».

Στο θέατρο έπαιξε πρώτη φορά το 1937, ενώ καθήκοντα σκηνοθέτη ανέλαβε το 1947. Από τότε και μέχρι σήμερα έχει πρωταγωνιστήσει και έχει σκηνοθετήσει δεκάδες παραστάσεις. Παράλληλα, έχει επιμεληθεί πολλά αφιερώματα σε αρμένιους λογοτέχνες, μουσικούς και ζωγράφους. Έχει ηχογραφήσει κασέτα με παιδικά παραμύθια. Έχει τιμηθεί δύο φορές από τον πολιτιστικό σύλλογο «Χαμασκαΐν» για την προσφορά του: το 1987 για τα 50 χρόνια καλλιτεχνικής προσφοράς του, ενώ από το 2003 η θεατρική ομάδα του συλλόγου ονομάζεται προς τιμήν του «Αρσαβίρ Καζαντζιάν».

 

 

Πότε ξεκινήσατε να παίζετε θέατρο; Μπορείτε να μας μεταφέρετε την ατμόσφαιρα των πρώτων χρόνων των προσφύγων στην Ελλάδα;

Μετά το 1925, όταν οι αρμένιοι πρόσφυγες είχαν πια εγκατασταθεί στην Ελλάδα έχοντας χάσει τα πάντα, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να επιβιώσουν. Για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν, είχαν την ανάγκη του αρμενικού σχολείου, της αρμενικής εκκλησίας αλλά και του αρμενικού πολιτισμού. Έτσι, σιγά σιγά άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους καλλιτέχνες, όπως ο Χμαϊάκ Ναλμπαντιάν, ο Παρτόγ Κετσιάν, ο Μπαρκέβ Νατζαριάν, ο Γκάρο Κασαπιάν, ο Κεβόρκ Παπαζιάν. Πρόσφυγες και οι ίδιοι έγιναν οι πρώτοι ηθοποιοί που ξεκίνησαν να συμμετέχουν σε θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα. Ο Κεβόρκ Παπαζιάν ήταν σκηνοθέτης, αδερφός του Αγκόπ Παπαζιάν, του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη. Εγώ τα πρώτα μου βήματα στη σκηνή τα έκανα μαζί του. Παίζαμε θεατρικές παραστάσεις και το ρεπερτόριό μας συμπεριελάμβανε ακόμη και έργα του Σαίξπηρ. Τότε ήμουν 18-20 χρονών.

 

Ασχοληθήκατε και με τη μουσική;

Παρακολούθησα για κάποια χρόνια μαθήματα μουσικής της Αθηναϊκής Μαντολινάτας και αμέσως μετά την αποφοίτησή μου δημιούργησα την οκταμελή ορχήστρα «Νταβίγ» (=άρπα). Αυτή ήταν η πρώτη ορχήστρα μου. Μετά από λίγο καιρό φτιάξαμε άλλη μία.

Οι ορχήστρες που δημιουργήσαμε συμμετείχαν ενεργά σε κάθε πολιτιστική εκδήλωση της αρμενικής κοινότητας.

Η μουσική μου άρεσε πολύ. Να σας εξομολογηθώ ότι κάποτε έπεσαν στα χέρια μου οι στίχοι ενός άγνωστου σε μένα ποιητή, του Βαναντούρ, που μου άρεσαν πολύ. Οι στίχοι αναφέρονταν σε μικρά αρμενόπουλα. Μου άρεσαν και αποφάσισα να τους μελοποιήσω. Στη συνέχεια, έμαθα το τραγούδι στον αρχηγό των προσκόπων, ο οποίος στη συνέχεια το δίδαξε στα λυκόπουλα. Άρχισαν να το τραγουδούν τα μικρά και στον Νέο Κόσμο και στην Κοκκινιά.

Χρόνια μετά διαπίστωσα ότι οι νέοι μας (σαράντα και πλέον ετών πια) ήξεραν απ’ έξω αυτό το τραγούδι.

 

Πότε αρχίσατε να ασχολείστε με τη σκηνοθεσία;

Το 1947, στα 29 μου χρόνια, ανέλαβα τη θεατρική ομάδα του συλλόγου «Χαμασκαΐν». Εκτός από τα καθήκοντα του σκηνοθέτη που είχα αναλάβει, για πολλά χρόνια ήμουν ο ενδυματολόγος, ο σκηνογράφος, ο ηθοποιός, ο μουσικός επενδυτής σε κάθε παράσταση που ανεβάζαμε. Και για 60 και πλέον χρόνια συνέχισα να σκηνοθετώ.

Ανεβάσαμε περισσότερες από πενήντα θεατρικές παραστάσεις, έργα αρμενίων και ελλήνων συγγραφέων, αλλά και έργα του διεθνούς ρεπερτορίου.

Θυμάστε κάποιο ευτράπελο από τις παραστάσεις που ανεβάσατε;

Στο θέατρο Γκλόρια παίζαμε την παράσταση «Χοσόγ Τσουκ» (=Το ψάρι που μιλούσε). Όπως προκύπτει και από τον τίτλο, υπήρχε ένα ψάρι το οποίο μιλούσε με τους ανθρώπους. Ήθελα να δώσω έμφαση στη σκηνή του ψαρά, που θα ψάρευε το συγκεκριμένο ψάρι. Σκέφτηκα ο ηθοποιός να ρίξει την πετονιά προς τους θεατές. Έβαλα, λοιπόν, τη σύζυγο μου Τζαγίκ να καθίσει στα πρώτα καθίσματα έχοντας κοντά της ένα πραγματικό ψάρι. Όταν ο ηθοποιός έριξε την πετονιά προς το μέρος της, εκείνη μέσα στο σκοτάδι τοποθέτησε το ψάρι στο αγκίστρι. Φυσικά, οι θεατές έμειναν άφωνοι, μόλις είδαν να ξεπροβάλει ένα πραγματικό ψάρι και μας καταχειροκρότησαν. Εγώ ήμουν στα παρασκήνια, γιατί εκτελούσα και χρέη υποβολέα. Όταν άκουσα την αντίδραση του κοινού, ανακουφίστηκα. Η ιδέα είχε πετύχει.

 

Παράλληλα, παρακολουθούσατε την ελληνική θεατρική σκηνή;

Ασφαλώς. Το ξέρετε ότι δεν έχω φοιτήσει σε δραματική σχολή. Η δική μου δραματική σχολή ήταν το θέατρο, οι παραστάσεις που παρακολουθούσα. Κάποιες φορές τύχαινε να δω δύο φορές την ίδια παράσταση, για να δω πώς παίζουν, πώς στέκονται στη σκηνή, τι ξεσπάσματα έχουν ή πώς συγκινούνται. Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί μου.

 

Προτιμούσατε να παίζετε ή να σκηνοθετείτε;

Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Προτιμώ να σκηνοθετώ παρά να παίζω ο ίδιος. Γιατί στη σκηνοθεσία υπάρχει πάντα το εύρημα, η επινοητικότητα. Πρέπει να μηχανευτείς τρόπους για να αποδοθεί η σκηνή. Και όταν πετύχει αυτό που αρχικά έχεις συλλάβει στο μυαλό σου, η ικανοποίηση είναι μεγάλη. Βέβαια, και το να είσαι στη σκηνή είναι ωραίο. Τι να πω; Και τα δύο είναι ωραία.

 

Για ποια παράστασή σας είστε πολύ περήφανος;

Για τον «Κομιτάς». Ανεβάσαμε την παράσταση τρεις φορές, πρώτη φορά στο «Κεντρικόν». Μετά την παράσταση ήρθε και με βρήκε ένας θεατρόφιλος, ο σκηνοθέτης και δάσκαλός μου Ζακάρ Ζακαριάν, ο οποίος δεν ήλπιζε ότι θα πάει τόσο καλά η παράσταση, και μου είπε, «Μπράβο, συνέχισε!»

Το έργο αφηγούνταν τη ζωή του Κομιτάς. Το είχε γράψει ο Μανουέλ Μαρουτιάν, ένας διάσημος ηθοποιός που έπαιζε Σαίξπηρ. Ήταν ένα απαιτητικό έργο. Το 1969, όταν γιορτάζαμε τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Κομιτάς, ανεβάσαμε εκ νέου το έργο στο θέατρο Γκλόρια. Άνθρωποι που ήταν επιφυλακτικοί με το ανέβασμα του έργου, όταν είδαν την παράσταση και τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού, άλλαξαν άρδην τη στάση τους και έγραψαν εγκωμιαστικές κριτικές στην εφημερίδα μας. Στο διάλειμμα ο κόσμος έβγαινε κλαίγοντας από την αίθουσα, ενώ εγώ την ώρα που έπαιζα άκουγα τα αναφιλητά του κοινού. Τέτοια επιτυχία είχε.

 

Υπήρξε παράσταση που ταξίδεψε εκτός Ελλάδας;

Όχι. Θέλησα πολύ να κάνω γνωστή εκτός ελληνικών συνόρων την οπερέτα του Αγκόπ Παπαζιάν «Τσαρσλί Αρτίν Αγά». Είναι ένα υπέροχο έργο, ιδίως αν παρουσιαστεί ολοκληρωμένο, με ηθοποιούς, χορωδία, ορχήστρα και μπαλέτο. Έκανα προσπάθειες να ανέβει το έργο στον Λίβανο, στη Βουλγαρία, στην Αμερική, ακόμα και στην Αρμενία, όπου το έχω παραδώσει στον διευθυντή της όπερας. Είναι βέβαια ένα έργο απαιτητικό και δαπανηρό, οπότε η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε. Στην παράσταση συμμετέχουν δώδεκα ηθοποιοί, εκ των οποίων οι οκτώ πρέπει να τραγουδούν καλά, δώδεκα μουσικοί (βιολί, βιολοντσέλο, κόρνο, ντραμς, κ. ά.), ένας μαέστρος και δεκαπενταμελής χορωδία. Επιπλέον, το κείμενο εκπροσωπεί μια άλλη εποχή, βρίθει από τουρκικές λέξεις, κάτι που ίσως δυσχεραίνει πλέον την κατανόησή του από πολλούς.

 

Οι παραστάσεις ανεβαίνουν στην αρμενική γλώσσα. Είναι εύκολο αυτό για όλους τους ηθοποιούς;

Είμαι πεπεισμένος πως, στη διασπορά, η συμμετοχή στις πρόβες και τις παραστάσεις βοηθάει στη διατήρηση και καλλιέργεια της αρμενικής γλώσσας. Σκεφτείτε ότι στις πρόβες, για ένα διάστημα έξι μηνών, όλοι όσοι συμμετέχουν μιλούν μόνο την αρμενική γλώσσα. Άτομα τα οποία έχουν δυσκολίες να εκφραστούν στη γλώσσα μας μαθαίνουν τελικά να τη διαβάζουν και να τη μιλούν καθαρά και χωρίς λάθη. Νέοι που δε χρησιμοποιούν καθόλου την αρμενική γλώσσα, όταν βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλον, την περίοδο που συμμετέχουν στη θεατρική ομάδα μιλούν αποκλειστικά αρμενικά. Πολλές φορές δίνουμε βάση σε άλλα πράγματα και δεν εκτιμάμε όσο πρέπει το ρόλο που παίζει το θέατρο στη διατήρηση της γλώσσας.

 

Έχετε κάποιο όνειρο για τη θεατρική ομάδα «Αρσαβίρ Καζαντζιάν»;

Ξέρετε, όλα αυτά τα χρόνια ταλαιπωρούμασταν πολύ για να κάνουμε τις πρόβες. Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Δεν βρίσκαμε χώρο κατάλληλο για τις πρόβες. Τις κάναμε σε σπίτια ή -μες στο καταχείμωνο- σε χώρους χωρίς θέρμανση. Κι όλα αυτά για να παρουσιαστεί η παράσταση για μια και μόνη φορά. Συν τα χρήματα που δίνονταν κάθε φορά για ενοικίαση του χώρου, όπου ανέβαινε η παράσταση.

Το όνειρό μου, λοιπόν, θα ήταν να είχε το Χαμασκαΐν το δικό του χώρο, το δικό του θέατρο. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δε βρέθηκε μέσα στην αρμενική κοινότητα ένας χορηγός, ένας λάτρης της τέχνης, να προσφέρει μια θεατρική αίθουσα στο κέντρο των Αθηνών, όπου θα γίνονται όλες οι εκδηλώσεις μας. Μ’ αυτή την πρωτοβουλία θα απαθανατιζόταν τ’ όνομά του. Για παράδειγμα, στη Βηρυτό υπήρξε ο Ντερ Μελκονιάν, ο οποίος πρόσφερε στην εκεί παροικία τα χρήματα για να χτιστεί θέατρο.

Είναι μία σκέψη χρόνων. Φτιάξαμε εκκλησίες, φτιάξαμε το Ζαβαριάν, γιατί να μην έχουμε και μια θεατρική εστία, όπου θα πραγματοποιούνται όλες οι εκδηλώσεις μας; Μπορεί να γελάσετε με τη σκέψη μου, όμως αυτό για μένα είναι όνειρο ζωής. Ίσως στο μέλλον να βρεθούν κάποιοι που θα μπορούν να προσφέρουν αυτό το τόσο σημαντικό δώρο στην παροικία μας.

 


Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 14 επισκέπτες συνδεδεμένους