«Αρμενίων Νόστος – Εκατό χρόνια μετά» |
Φως στις αθέατες μνήμες της κοινότητας των Αρμενίων του Ρεθύμνου Μέσα από τις πλούσιες, σε στοιχεία και αναφορές, καταγραφές του Μανώλη Καρνιωτάκη ξεδιπλώνεται η «πορεία» που ακολούθησαν δεκάδες οικογένειες Αρμενίων που εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο, αθέατες στο ευρύ κοινό μνήμες μιας κοινότητας που άφησε το δικό της αποτύπωμα στην τοπική κοινωνία. Πρόκειται για Αρμένιους που έφτασαν στο Ρέθυμνο μαζί με τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία, ενώ μέχρι και σήμερα καταγράφονται στην πόλη απόγονοί τους. Είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον συγγραφέα σχετικά με το βιβλίο του, το οποίο μας εξέπληξε με τον πλούτο των πληροφοριών και την ποιότητα της έκδοσής του. - - - - Πώς γεννήθηκε η ιδέα να μαζέψετε όλο αυτό το υλικό, το οποίο κάνατε και βιβλίο; Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη δημοσιογραφία και κατά καιρούς δημοσιεύω σε τοπικές εφημερίδες της Κρήτης την ιστορία της πόλης μας μέσα από πρόσωπα, δράσεις και καταστάσεις που συνέβησαν κατά το παρελθόν στην πόλη του Ρεθύμνου. Κάποια στιγμή, με πλησίασαν μερικοί γνωστοί και μου ζήτησαν να γράψω την ιστορία του Ρεθυμνιώτη Γιάννη Πολιουδάκη, ο οποίος μετά τον εμφύλιο πόλεμο είχε ερωτευθεί την Αρμενοπούλα Τακουή Μενεξιάν, ένας έρωτας που δεν ευοδώθηκε, καθώς η κοπέλα έφυγε για την Αρμενία. Πολύ αργότερα έμαθε ο ένας για τον άλλον και άρχισε ο έρωτάς τους να αναβιώνει, μα χωρίς να συναντηθούν δια ζώσης, μόνο τηλεφωνικά. - Αυτή την ιστορία τη διαβάσαμε, με διαφορετική διατύπωση, στο «Πολιτιστικό Ρέθυμνο». Εσείς την είχατε γράψει; Η ιστορία δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2013 στην τοπική εφημερίδα του Ρεθύμνου «Κρητική Επιθεώρηση», και τη χρησιμοποιώ ως πρώτο κεφάλαιο στο βιβλίο μου «Αρμενίων Νόστος», με τίτλο «Εν αρχή ην... ο Έρωτας». Η καταγραφή στην οποία αναφέρεστε ανήκει πιθανόν στη δημοσιογράφο της εφημερίδας του Ρεθύμνου Εύα Λαδιά και έγινε με αφορμή τη γιορτή των ερωτευμένων. - Υποθέτουμε πως είχατε από παλαιότερα κάποιες επαφές με Αρμένιους, που σας κίνησαν το ενδιαφέρον να ασχοληθείτε με την ιστορία τους στην πόλη. Βέβαια. Υπάρχει μέσα στο DNA μου. Εγώ είμαι 70 χρονών. Γεννήθηκα το 1952, και η οικογένειά μου δραστηριοποιούνταν στο παλαιό ενετικό λιμάνι του Ρεθύμνου. Εκεί, η γιαγιά μου —μητέρα του πατέρα μου— έμενε στο ίδιο σπίτι με μια αρμενική οικογένεια, την οικογένεια της Σιρανούς Βαρτανιάν και του Οχαννές Σεκελιάν. Εγώ μεγάλωσα μέσα σε αυτό το σπίτι, οπότε ας μου επιτραπεί να πω πως, η αείμνηστη Σιρανούς με τη μητέρα της Χριψιμέ με ανέθρεψαν με τα αρμενικά φαγητά και γλυκά τους. Ακόμη έχω στη μνήμη μου τις μυρωδιές από τους ντολμάδες και τον παστουρμά… Ξέρετε, είμαι και εγώ πρόσφυγας τρίτης γενιάς —από τον παππού και τη γιαγιά της μητέρας μου— από Καραμπουρνά και Αϊβαλί. Με αφορμή την ιστορία του έρωτα του μπαρμπα-Γιάννη και της Τακουή συνέλεξα αρκετά στοιχεία. Ήξερα πολλούς ανθρώπους που είχαν μνήμες και, θεωρώντας ότι είμαι και εγώ από τους τελευταίους που έχουν μνήμες από την αρμενική κοινότητα, αποφάσισα να συγκεντρώσω όλα τα στοιχεία και να τα καταθέσω στους δημότες του Ρεθύμνου, ώστε να συμπληρώσω ένα κομμάτι του παζλ που έλειπε από την τοπική ιστορία της πόλης μας. Δεν σας κρύβω ότι, κατά την έρευνά μου, πολλές φορές εκστασιαζόμουν όταν ανακάλυπτα πώς ήρθαν από την πατρίδα τους αυτοί οι άνθρωποι, πώς δημιούργησαν και τι προσέφεραν στην πολιτεία του Ρεθύμνου. - Σήμερα υπάρχει αρμενική παρουσία στο Ρέθυμνο; Για έναν παράξενο λόγο, και με έναν εξίσου παράξενο τρόπο, το 1964 όλες αυτές οι οικογένειες εξαφανίζονται από το Ρέθυμνο. Οι τόποι προορισμού τους είναι τα μεγάλα αστικά κέντρα: η Αθήνα, κυρίως το Δουργούτι, ο Πειραιάς, στις περιοχές Ταμπούρια και Κοκκινιά, και η Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, αρκετοί έφυγαν και για το εξωτερικό, Γαλλία και Αργεντινή, όπου έφτασε μάλιστα ένα από τα παιδιά του Γεοργαντζιάν. Σήμερα, στην πόλη του Ρεθύμνου υπάρχουν απόγονοι από τέσσερις οικογένειες εκείνων που ήρθαν ως πρόσφυγες στην πόλη μας. Δυστυχώς, ο μπαρμπα-Γιάννης μάς άφησε τον Φεβρουάριο του 2022 και δεν πρόλαβε την παρουσίαση του βιβλίου.. |