Η Μεγάλη Σιωπή |
Κείμενο: Άννα Λόρεντς, Χατσαντούρ Μαρτιροσιάν Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Yerevan Απρίλιος - Ιούνιος 2013 τεύχος 77
Το 1995, στο προαύλιο «Πωλ Ζιρό» του νοσοκομείου Βιλζουίφ κοντά στο Παρίσι, στήθηκε η προτομή ενός διάσημου ασθενούς, του Βαρταμπέτ Κομιτάς. Ένα ακόμη μνημείο του ιδιοφυούς «τρελού» στέκει στο κέντρο του Παρισιού. Οι ειδικοί ερίζουν επί έναν σχεδόν αιώνα για το αν ο Κομιτάς ήταν πράγματι άρρωστος και όντως έπρεπε να μείνει σε απομόνωση. Το ιατρικό του ιστορικό είναι γεμάτο ασάφειες. Ίσως οι πληροφορίες που βρέθηκαν στα αρχεία του ψυχιατρικού νοσοκομείου, να ρίξουν φως πάνω στο ζήτημα αυτό. «Ο κόσμος έγινε γι’ αυτόν ατέλειωτος και σκοτεινός, σαν εφιάλτης…» Συνέλαβαν τον Κομιτάς στις 11 Απριλίου του 1915. Οι Νεότουρκοι τον θεωρούσαν ως μια από τις «κεφαλές του έθνους», χωρίς τις οποίες οι Αρμένιοι δε θα μπορούσαν να αμυνθούν οργανωμένα. Μέσα σε λίγες ώρες, ο τουρκικός στρατός είχε συλλάβει την ελίτ της αρμενικής διανόησης στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και αρκετοί φίλοι του. Στη φυλακή, ο Κομιτάς ανέπτυξε βαθειά φιλία με τους Σιαμάντο και Τανιέλ Βαρουζάν. Οι τρόφιμοι στάλθηκαν στη φυλακή της περιοχής Σάνγκρι όπου γρήγορα συνειδητοποίησαν τη μοίρα που τους επιφύλασσαν. Αντίθετα, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Κομιτάς παρέμεινε ψύχραιμος, παρηγορώντας τους άλλους. Τα γεγονότα ήταν τόσο ξένα ως προς την αντίληψή του περί αρμονίας της ζωής, που είτε το πίστευε είτε όχι, προσπαθούσε να πείσει τους υπόλοιπους ότι αυτή η «παρεξήγηση» θα λυνόταν σύντομα. Συμπαραστάθηκε ιδιαίτερα στον ψυχίατρο Βαχάν Τοργκομιάν, ο οποίος είχε επηρεαστεί έντονα από την τραυματική εμπειρία της φυλακής. Ο Πιουζάντ Κετσιάν, όταν αφέθηκε ελεύθερος δήλωσε: «Όλοι αντλούσαμε τη δύναμη της επιβίωσης χάρη στον Κομιτάς. Μας εξέπληττε με τη σωματική και διανοητική του υγεία. Τα βράδια κοιμόταν σαν παιδάκι». Η ηρεμία του Κομιτάς όμως δε θα διαρκούσε πολύ, καθώς η κατάσταση άλλαξε απότομα. Ύστερα από το εξαντλητικό πέρασμα της ερήμου, στον δρόμο για το Ταβλί, το καραβάνι των ξεριζωμένων έκανε μια στάση. Ο μόνος τρόπος για να σβήσουν τη δίψα τους ήταν να πιουν εκ περιτροπής από έναν κοινόχρηστο κουβά. Γνωρίζοντας τις ιδιοτροπίες του Κομιτάς, ο Σιαμάντο και ο Βαρουζάν τον άφησαν να πιει πρώτος. Αναπαράγοντας τη συνήθεια του μουσικού στη σκηνή, ο Κομιτάς δέχτηκε την προσφορά τους με χειροκρότημα αλλά δεν κατάφερε να πιει, επειδή ένας τούρκος φύλακας άρπαξε τον κουβά και τον πέταξε. Ταπεινωμένος, κάλυψε με τα χέρια το πρόσωπό του και αποτραβήχτηκε στη σκηνή του. Επέστρεψε ύστερα από μία ώρα αλλά αρνήθηκε να πιει όταν του πρόσφεραν ξανά νερό. Στα απομνημονεύματά του, ο επιζήσας Αράμ Αντονιάν αναφέρει ότι μετά από αυτό το συμβάν η συμπεριφορά του Κομιτάς άρχισε να αλλάζει. Το επόμενο πρωί το καραβάνι συνέχισε την πορεία του. Ο Κομιτάς μουρμουρίζοντας συνεχώς, περπατούσε σκυφτός, με ένα βλέμμα όλο απορία. Ξαφνικά, βλέποντας έναν γάιδαρο στην πλαγιά ενός λόφου, τον πλησίασε, τον χαιρέτησε δια χειραψίας, υποκλίθηκε και φώναξε στα τουρκικά: «Μη βιάζεστε φίλοι μου, αφήστε τη χωροφυλακή να περάσει!». Οι περισσότεροι νόμισαν ότι αστειευόταν. Μόνο οι γιατροί Βαχράμ Τοργκομιάν και Ρουπέν Σεβάκ, που τον γνώριζαν προσωπικά, ανησύχησαν. Στο Σάνγκρι, οι εξόριστοι, ρημαγμένοι από την εξάντληση, ζήτησαν από τον Κομιτάς να τους τραγουδήσει. Τραγούδησε το «Ντερ Βογορμιά» (Κύριε ελέησον). Αφού απόσωσε και την τελευταία νότα αυτής «της αφιερωμένης στη χριστιανική αγάπη μελωδίας», ο Κομιτάς ξέσπασε σε ένα υστερικό γέλιο. Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον συνεφέρουν αλλά μάταια. Βρίσκονταν ακόμα στο Σάνγκρι, όταν δόθηκε η διαταγή από τις τουρκικές αρχές να επιστρέψει ο Κομιτάς, μαζί με άλλους 12, στην Κωνσταντινούπολη. Μαθαίνοντάς το, το πρόσωπό του έλαμψε από ευτυχία. Από τους 291 εξόριστους στο Σάνγκρι, επιβίωσαν μόνο σαράντα. Όταν ο Κομιτάς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος. Ακόμα και τα δέντρα τού φαίνονταν σαν χωροφύλακες και πάσχιζε να τους ξεφύγει. Έπαψε να κοιμάται στο κρεβάτι στο δωμάτιο του που μοιραζόταν με το φίλο του Ντικράν Τσιτουνί, διότι είχε εφιάλτες,. Μιλούσε για οράματα με χιλιάδες Αρμενίους, γυναικόπαιδα, νέους και γέρους, οι οποίοι περνούσαν όλη τη νύχτα σε μια λοφοπλαγιά, τραγουδώντας το «Αραβόντ Λουσό» (Στο φως της αυγής). Φυσικά, τέτοιες σκηνές θεωρήθηκαν «προφητείες» ενός τρελού, καθώς οι μαζικές διώξεις ξεκίνησαν αργότερα. Ο Βαρτάν Αγκούλ, ένας από τους μαθητές του Κομιτάς, καταθέτει: -Όταν επέστρεψε, η υγεία του ήταν κατεστραμμένη και τα νεύρα του κλονισμένα. Ο Κομιτάς ενδιαφερόταν μόνο για τη Βίβλο και άρχισε να την ερμηνεύει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε μια ιδιότυπη απεργία πείνας πίνοντας μόνο τσάι. Έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στα όνειρά του. Κάποτε, όταν ήμασταν στο σπίτι του, άρχισε να ερμηνεύει τη Βίβλο. Συζητούσαμε, όταν ξαφνικά άρχισε να φωνάζει με αυξανόμενο εκνευρισμό: «Εγώ είμαι ο Χριστός, εσείς είστε οι μαθητές μου και Βαρτάν! σου λέω ότι είσαι ο άπιστος Θωμάς!» Αυτά τα λόγια προμήνυαν και το τραγικό φινάλε. Η Αγαβνή Μεσρομπιάν, μια άλλη μαθήτριά του, θυμάται την παρακάτω ιστορία: -Πήγαμε να επισκεφτούμε τους Κετσιάν, στο σπίτι τους, στην οδό Φεριντέ. Μπροστά μας, ακριβώς στην είσοδο, εκτυλισσόταν μια οδυνηρή σκηνή. Ο Κομιτάς, ατημέλητος, με μια βεντάλια στο χέρι, στεκόταν περιτριγυρισμένος από μέλη των οικογενειών των εξορισμένων επιστημόνων στο Σάνγκρι, που επιζητούσαν νέα τους από τον πιο κοντινό και αγαπημένο σε αυτούς, Κομιτάς. Ο Κομιτάς τους παρηγορούσε λέγοντας ότι όλοι οι συγγενείς τους ήταν σώοι και αβλαβείς. Έλεγε άτονα: «Θα επιστρέψουν σύντομα όπως έγινε και με εμάς. Μην καθυστερείτε να απαντάτε στα γράμματα και τα τηλεγραφήματά τους. Να είστε στοργικές σύζυγοι και μητέρες». Ο Κομιτάς, με τα ονόματα των άγρια δολοφονημένων φίλων του στα χείλη, καταράστηκε τη βάναυση τουρκική κυβέρνηση και πρόσθεσε: «Αχ, καλέ μου Κετσιάν, δεν μπορούσα να μην πω ψέματα στις χήρες αδελφές μας» και πέφτοντας στο κρεβάτι του Κετσιάν, πνιγμένος στα δάκρυα, συνέχισε: «Κανείς δε γνωρίζει τις πληγές της εθνικής μας τραγωδίας… αυτός ο καημός θα μας αποτρελάνει!». Κομιτάς: «Ένα κοπάδι χωρίς βοσκό, χαμένο και κατατροπωμένο… Αόρατες μα ισχυρές αναταράξεις ταρακουνούν την κακότυχη ιστορία του λαού μου. Οι άσπλαχνοι έπιασαν στα δίχτυα τους το άκακο ψάρι. Η ατμόσφαιρα είναι δηλητηριασμένη. Δεν υπάρχει διαφυγή. Σπαραγμός, φρίκη και βία από τη μία, αδυναμία, άγνοια και άπονες καρδιές από την άλλη. Τα σώματά μας έχουν σαπίσει, οι ψυχές μας έχουν βεβηλωθεί και η ζωή έχει καλυφθεί με πτώματα… Οι πρόγονοί μας πέτυχαν την αποστολή τους με αυτοθυσία και εμείς με φτώχεια και αθλιότητα. Η καρδιά μου έχει ραγίσει». «Τα μεγαλοφυή δάχτυλα εγκατέλειψαν το πιάνο, παύοντας σιωπηλά να χτυπούν τα πλήκτρα της λύπης…» Ακολουθεί η μαρτυρία του Αστβατζαντούρ Αρέντς, που περιγράφει τις τελευταίες ημέρες του Κομιτάς, πριν πάει στο Hospital de la Paix (Νοσοκομείο της Ειρήνης), στο Σίσλεϋ της Τουρκίας. «Τον Οκτώβριο, η κατάστασή του χειροτέρευε διαρκώς. Η περίφημη ζωντάνιά του εξανεμιζόταν. Δεν άντεχε πια το φως του ηλίου, ενώ παλιά πάντα αδημονούσε να δει την ανατολή. Εκείνη την τελευταία Παρασκευή, τον περιμέναμε να κατεβεί για το δείπνο. Ξαφνικά, όρμησε κάτω και έτρεξε έξω, στο δρόμο. Φυσικά τον ακολούθησα. Όταν φτάσαμε στην εκκλησία, μπήκε μέσα, μου ζήτησε να τον ακολουθήσω και να κλειδώσω την πόρτα πίσω μου και αφού γονάτισε, άρχισε να προσεύχεται με πάθος και δάκρυα στα μάτια. Ζήτησα από τον ιερέα να τον φροντίσει και γύρισα πίσω να καθησυχάσω την οικογένειά μου, πριν επιστρέψω ξανά στην εκκλησία. Κάποιος μου είπε ότι ο Κομιτάς και ο ιερέας είχαν περπατήσει προς το ανάχωμα. Πολύ αργότερα, ο Κομιτάς και ο Πάτερ Βαρτάν εμφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Βλέποντάς με, ο ιερέας είπε ότι ο Κομιτάς ήθελε να επιστρέψει σπίτι. Τον πήρα στο σπίτι μου και μετά από μια νύχτα αϋπνίας, τον συνόδεψα στο δικό του, στο Μπερού». Λίγο μετά τη συνομιλία μεταξύ των γιατρών Τοργκομιάν και Γόνου, εισήχθηκε στο νοσοκομείο Hospital de la Paix. Στο νοσοκομείο, ο Κομιτάς δέχτηκε επίσκεψη από το γιο του φίλου του Σεμπάτ, ο οποίος είχε σκοτωθεί από τους Τούρκους και ο οποίος αφηγείται: -Όταν μπήκα στο δωμάτιό του, ο Κομιτάς γύρισε αδιάφορα προς τα μένα και αμέσως ξέχασε ότι ήμουν εκεί, παρά το γεγονός ότι είχε μείνει στο σπίτι μας και με γνώριζε καλά. Τον πλησίασα και τον ρώτησα ευγενικά: «Δε με αναγνωρίζεις, Πάτερ; Είμαι ο Βαγινάγκ, ο γιος του Σεμπάτ». Ακούγοντας το όνομα του πατέρα μου, στυλώθηκε και με κοίταξε. Στην αρχή, είδα φόβο στα κουρασμένα του μάτια, καθώς με ρώτησε: «Ο γιος του Σεμπάτ; Ναι, σε αναγνωρίζω». Αμέσως, ύψωσε αποδοκιμαστικά τα χέρια του και θυμωμένος άρχισε να φωνάζει: «Δε θα τους αφήσω να σκοτώσουν τον Σεμπάτ! Όχι, δε θα σας αφήσω, δολοφόνοι!» και ξαναγύρισε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Δεν απάντησε σε καμία άλλη ερώτησή μου και δεν αντέδρασε στις προσπάθειές μου να αποσπάσω την προσοχή του. Κάποια στιγμή, με μια παράξενη χειρονομία, αναφώνησε χωρίς καν να με κοιτάξει: «Δε σε ξέρω! Φύγε! Πρέπει να γράψω τα τραγούδια μου!». Ο πατέρας της Αγαβνή Μεσρομπιάν, ένας από τους καλύτερους μαθητές του Κομιτάς, θυμάται: -Για 15 λεπτά, παρουσία του ψυχιάτρου, ο Κομιτάς, ταλαιπωρημένος, απάντησε σε όλες μου τις ερωτήσεις στα τουρκικά με τον ίδιο τρόπο, λέγοντας, «Δε σε ξέρω και δε θέλω να σου μιλήσω». Στο Hospital de la Paix, το στρατιωτικό νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης, ο Κομιτάς είχε τρεις γιατρούς. Τον Έλληνα Δρ Γόνο, τον Τούρκο Δρ Ουσμάν, και έναν πρώην φίλο τον Δρ Τοργκομιάν. Αντιμετώπιζε τον τούρκο γιατρό ως εκπρόσωπο του τουρκικού καθεστώτος, με προσοχή και καχυποψία. Θεωρούσε προδότη τον Βαχάν Τοργκομιάν, επειδή τον είχε φέρει με δόλο στην κλειδωμένη πτέρυγα του στρατιωτικού νοσοκομείου. Μόνο με τον Έλληνα είχε καλές σχέσεις. Σύντομα όμως, ο Δρ Γόνος αρρώστησε και ο Κομιτάς έμεινε χωρίς έμπιστο γιατρό. Ο Δρ Τοργκομιάν, ο ίδιος άνθρωπος που ο Κομιτάς φρόντισε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η κατάστασή του οφειλόταν μόνο σε ψυχολογικό τραύμα. Δεκαετίες αργότερα, η Ρίτα Σουλαχιάν-Κουγιουμτζιάν, μια ερευνήτρια του τομέα ψυχιατρικής του πανεπιστημίου McGill, στο Μόντρεαλ, στο βιβλίο της «Αρχαιολογία της Τρέλας: Κομιτάς, Πορτρέτο ενός Αρμένιου-είδωλο», προσέγγισε το ζήτημα επιστημονικά: -Το να δεχτούμε ότι η εξορία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε ισοπεδώσει τον νου του ανθρώπου που εκπροσωπούσε την ψυχή του αρμενικού λαού, θα μας υποχρέωνε να δεχτούμε και το θρίαμβο του εχθρού. Άλλωστε, ο Δρ Τογκομιάν δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον Κομιτάς, αφού και ο ίδιος, μόλις πρόσφατα, είχε υποφέρει από το ίδιο ολέθριο ψυχικό τραύμα. Έτσι κι αλλιώς, επέμενε ότι τα ψυχολογικά ξεσπάσματα του Κομιτάς οφείλονταν στην κούρασή του, που τον εμπόδιζε και να δουλέψει. Κάποτε, ο Δρ. Τοργκομιάν μπήκε στο δωμάτιο του Κομιτάς, την ώρα που συνέθετε. Ο Κομιτάς άρπαξε όλες τις παρτιτούρες του και άρχισε να τις σκίζει νευρικά. «Φύγε και μην ξαναγυρίσεις!» του απάντησε. Κάποιοι φίλοι του πίστευαν πως θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να επιστρέψει σπίτι. Πράγματι, ο Κομιτάς έλεγε συχνά: «Θέλω να είμαι με τους ανθρώπους μου. Θέλω τα κλειδιά μου, το σπίτι μου, το τραπέζι μου. Πού είναι το πιάνο μου; Πού είναι οι μαθητές μου;». Ο Τοργκομιάν, ωστόσο, ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με αυτήν την ιδέα, συνειδητοποιώντας παράλληλα ότι δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει ούτε ο ίδιος. Έτσι, έστειλε τον Κομιτάς στη Γαλλία. Έγραψε στους γάλλους συναδέλφους του: «Σας εκλιπαρώ να τον φροντίσετε, με την ίδια αγάπη, όπως κι εγώ». Οι μαθητές του τον αποχαιρέτησαν με λουλούδια και του τραγουδούσαν την ώρα που το πλοίο μπάρκαρε αλλά αυτός έμεινε απαθής. Κομιτάς: «Το Σύμπαν είναι απέραντο και καθένας έχει τη θέση του σε αυτό. Καθένας πρέπει να ζει στο δικό του σπίτι. Έτσι κι εγώ, θα ζήσω στο δικό μου. Αυτό πρέπει να κάνουμε για να νοιώσουμε τη ζωή. Το σπίτι μας είναι η εθνική μας ψυχή. Το σπίτι μας είναι όλη η ουσία. Μερικές φορές, μια καταραμένη πλημμύρα παρασύρει τα σπίτια μας». «Στη γεμάτη δάκρυα ψυχή του βασίλευε μια νεκρική σιγή» Ο Κομιτάς έφτασε στη Γαλλία με το ρουμανικό πλοίο «Τάτσιο». Ήταν πεπεισμένος ότι ο λόγος του ταξιδιού του ήταν ένα συνέδριο της Διεθνούς Μουσικής Κοινότητας στο Παρίσι, στο οποίο είχε παραστεί πολλές φορές στο παρελθόν, ως διακεκριμένος ομιλητής. Οι υπεύθυνοι γι’ αυτό το ψέμα ήταν τα μέλη της «Επιτροπής Αρωγής Κομιτάς». Η αρχική τους πρόθεση ήταν να τον παραδώσουν στη μέριμνα της Αρμενικής Εκκλησίας. Όμως, η συμπεριφορά του ήταν τόσο συγκλονιστική - πανικός διάσπαρτος με κρίσεις κατάθλιψης - που τελικά βρέθηκε σε ιατρικό ίδρυμα. Σύμφωνα με μάλλον κρυφές πηγές, το 1919 ο Κομιτάς εισήχθη αρχικά στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Βιλ-Εβράρ, πριν μεταφερθεί, τον Αύγουστο του 1922, στο πιο ταπεινό και φθηνότερο, Πωλ Ζιρό. Ωστόσο, ανάμεσα στα έγγραφα που βρέθηκαν στο δεύτερο ίδρυμα, υπάρχουν ορισμένα που δηλώνουν ότι ο Κομιτάς έγινε δεκτός εκεί στις 7 Απριλίου του 1919. Η διάγνωση ήταν ότι ο Κομιτάς έπασχε από νοητική αποδιοργάνωση με ψευδαισθήσεις, παράνοια και μελαγχολική κατάθλιψη. Η συμπεριφορά του περιγραφόταν ως εξής: «Ο ασθενής είναι αδρανής, υπάκουος και συνεργάσιμος. Δεν είναι επιθετικός, μήτε κακόβουλος με όσους έρχεται σε επαφή, αλλά δεν την επιδιώκει κιόλας. Δεν περπατά στο πάρκο. Δεν προσεύχεται ούτε παρίσταται στη θεία λειτουργία. Δεν τον ενδιαφέρουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Δεν εκτιμά όσους τον φροντίζουν μα ούτε και παραπονιέται. Δε μιλά ποτέ για την οικογένεια ή τους φίλους του, εκτός από αυτούς που τον έφεραν εδώ. Δεν τους θεωρεί φίλους, επειδή ήταν ανειλικρινείς απέναντί του. Κατά τη διαμονή του στο νοσοκομείο, ο Κομιτάς έπαιξε πιάνο μόνο σε τρεις περιστάσεις. Λατρεύει τη μουσική και επιμένει ότι η κακή μουσική βλάπτει την ανθρωπότητα». Ένα από τα βασικότερα προβλήματα συμπεριφοράς του ήταν η σιωπή του. Ο Δρ Μορίς Ντιουκοστέ έγραψε ότι η σιωπή του δεν ήταν σύμπτωμα καμίας ασθενείας. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του γιατρού, ο Κομιτάς δεν ήθελε να μιλάει και προτιμούσε να σιωπά. Ο ίδιος αποφάσιζε αν θα ανταποκρινόταν στους επισκέπτες ή όχι. Το 1921, ο καλλιτέχνης Πανός Τερλεμεζιάν επισκέφθηκε τον Κομιτάς στο Βιλ-Εβράρ.-Μπήκα στο δωμάτιό του με μια νοσοκόμα. Ήταν στο κρεβάτι αλλά σηκώθηκε μόλις με είδε. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Μου γράπωσε το κεφάλι και άρχισε να μου δίνει μικρά χτυπηματάκια στο πρόσωπο αστειευόμενος και επαναλαμβάνοντας: «Άσε με να σε νικήσω, άσε με να σε νικήσω…». Του απάντησα, «Κομιτάς, ξέρω πως έχεις πληγωθεί από τους ανθρώπους, το ίδιο και εγώ, αλλά δεν μπορείς να τους κρατάς κακία για πάντα. Περιμένουμε ανυπόμονα να γυρίσεις». Όμως, συνέχισε να φιλοσοφεί και να διαμαρτύρεται σε κάθε λέξη. Σε λίγο, έγινε πιο σοβαρός. Μίλησε για τέχνη: «Κανείς δεν τη χρειάζεται. Χρειαζόμαστε μόνο το φως και τη φύση». Του πρότεινα να πάμε στη λίμνη Σεβάν. «Τι θα κάνω εκεί;» ρώτησε. Ούτε στην ιδέα να πάμε στο Ετσμιατζίν έδειξε ενδιαφέρον. «Πάμε έναν περίπατο», του αντέτεινα. «Είναι καλά εδώ μέσα», απάντησε. Μιλώντας για τη ζωή και το θάνατο, είπε πως δεν υπάρχει καθόλου θάνατος και κλείνοντας το ενδεχόμενο για περαιτέρω συζήτηση, ρώτησε, «Αν αυτό δεν είναι τάφος, τότε τι είναι;». Κατά τη δεύτερη επίσκεψη του Τερλεμεζιάν, ο Κομιτάς φάνηκε πιο καταβεβλημένος και δεν απηύθυνε ούτε μία λέξη. Ο Ντικράν Τσιτουνί θυμάται: «Είχα ακούσει ότι απορρίπτει τους φίλους του. Αλλά το γεμάτο μίσος βλέμμα του με τρόμαζε». Ο διάσημος συγγραφέας, Ασαντούρ Ναβαριάν, καταδίκασε δημοσίως την απόφαση εισαγωγής του Κομιτάς σε ψυχιατρική κλινική. Κατηγόρησε τους φίλους του ότι τον αντιμετώπιζαν σαν να ήταν τρελός. Το θέμα αυτό είχαν θίξει πολλές φορές και άλλοι, όμως τίποτα δεν άλλαξε. Η αρμενική εκκλησία της Βιέννης ήταν κοντά στο σπίτι του Σίγκμουντ Φρόυντ, γεγονός που έδωσε την ιδέα στους φίλους του να επισκεφτούν τον μεγάλο ψυχίατρο. Στα αρχεία του Πωλ Ζιρό, υπάρχει ένα έγγραφο που δηλώνει ότι επρόκειτο να μεταφερθεί στη Βιέννη. Μεταφορά που τελικά για κάποιο λόγο δεν έγινε. Είναι γνωστό ότι ο Κομιτάς πέθανε στις 22 Οκτωβρίου του 1935. Η προφανής αιτία θανάτου του ήταν η οστεΐτιδα. Στην κλινική, έδιναν στους ασθενείς παπούτσια με σκληρές σόλες. Ο Κομιτάς, από μια πληγή στο πόδι και λόγω των παπουτσιών, ανέπτυξε μια φλεγμονή η οποία εξαπλώθηκε στα κόκκαλά του. Πριν πεθάνει και πάντα σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παρευρισκομένων, είχε νοητικά πλήρη διαύγεια. Θυμόταν την πατρίδα του και μιλούσε για τη γυναίκα του. Ζήτησε από όλους να γονατίσουν, για να τους ευλογήσει και τα τελευταία του λόγια ήταν: «Να αγαπάτε και να φροντίζετε τα Αρμενόπαιδα. Να αγαπάτε αλλήλους αληθινά, για όσο διάστημα ζείτε». Κομιτάς: «Δεν υπάρχει θάνατος. Αλλά να, αν αυτό δεν είναι τάφος, τότε τι είναι;» «Μας πρόδωσε η συνείδησή μας» Το Νοέμβριο του 1991, στο Πανεπιστήμιο Ιατρικής του Παρισιού, στη Γαλλική Ακαδημία Επιστημών, η επικεφαλής ειδικός δύο ψυχιατρικών κλινικών του Παρισιού, Λουίζ Φοβ-Χοβαννεσιάν, ολοκλήρωσε το διδακτορικό της, με θέμα την αληθινή αιτία της ασθένειας και του θανάτου του Κομιτάς. Η έρευνά της απέδειξε ότι ο Κομιτάς δεν ήταν ψυχικά ασθενής, ούτε σχιζοφρενής. Για να αποκτήσουμε μια καλύτερη εικόνα, ήρθαμε σε επαφή με τη Δρ Φοβ-Χοβαννεσιάν. Σύμφωνα με τη επαγγελματική σας εμπειρία, ήταν απαραίτητο ο Κομιτάς να μπει σε ψυχιατρικό νοσοκομείο; Δεν υπήρχε καμία απολύτως ανάγκη για αυτό. Δεν επιτέθηκε ποτέ σε κανέναν. Η αρμενική κοινότητα της εποχής έκανε ένα τραγικό λάθος. Η απομόνωση του Κομιτάς δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανέναν τρόπο. Επιπλέον, την εποχή εκείνη οι γιατροί δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις για να θεραπεύσουν την κατάστασή του. Δεν έχασε όμως το μυαλό του; Ο Κομιτάς δεν υπήρξε ποτέ τρελός. Τότε πώς θα δικαιολογούσατε την κατάστασή του; Επέζησε της Γενοκτονίας το 1915. Έγινε μάρτυρας φρικαλεοτήτων και ο ίδιος ήταν συγκλονισμένος. Όντας ευαίσθητος άνθρωπος, κλονίστηκε πνευματικά. Υπέφερε από μετατραυματική αγχωτική διαταραχή. Δε χρειαζόταν νοσηλεία, όπως πίστευαν και μερικοί γιατροί που δούλευαν στην κλινική τότε. Ο γιατρός του Κομιτάς όμως είχε άλλη γνώμη. Έκανε ένα τραγικό και απαράδεκτο λάθος στη διάγνωσή του. Γιατί ένας λογικός άνθρωπος να εισαχθεί σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα; Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς, μόνον αν καταλήξει ο ίδιος σε ένα τέτοιο ίδρυμα και βιώσει από πρώτο χέρι την ιατρική προσέγγιση. Στο πεδίο της ψυχιατρικής, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο και δυστυχώς, δεν είναι ανάγκη σε τελική ανάλυση, όλοι όσοι μπαίνουν σε αυτά τα ιδρύματα να νοσηλευτούν για να θεραπευτούν. Μα σύμφωνα με τα αρχεία, ο Κομιτάς νοσηλεύτηκε οικειοθελώς… Σε αντίθεση με τη σημερινή πρακτική, τότε δε ζητούσαν τη συγκατάθεση του ασθενούς για την εισαγωγή του σε ψυχιατρική κλινική. Γνωρίζατε ότι οι Αρμένιοι ήθελαν να τον εξετάσει ο Φρόυντ; Είχαν την πρόθεση αλλά τελικά για κάποιο λόγο δεν το έκαναν… Δεν έχει σημασία όμως αυτό, διότι είναι σημαντικότερο ότι ο Κομιτάς υπέφερε από όσα είχε βιώσει και από το γεγονός ότι πήρε την «ταμπέλα» του τρελού. Σταμάτησε να μιλά, πράγμα που οι γιατροί το εξέλαβαν ως σύμπτωμα της ασθένειάς του. Στην πραγματικότητα, είχε απλά κουραστεί να επικοινωνεί με τους άλλους. Σε μια διάγνωση ο Δρ Λεβόφ έγραψε: «Είναι επιθετικός με τους γιατρούς, αντιστέκεται στη θεραπεία, βασανίζεται από αλλόκοτες σκέψεις». Αλλόκοτες! Μα φυσικά, όλα όσα ο Κομιτάς έζησε θα μπορούσαν να φαίνονται αλλόκοτες παραισθήσεις σε έναν γάλλο γιατρό. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κατανόηση και υποστήριξη, ξεκούραση και αποδοχή. Αυτά ζητούσε, μάταια, από την αρμενική κοινότητα… Η Δρ Φοβ-Χοβαννεσιάν χρησιμοποιεί πολλά από τα γεγονότα για να στηρίξει τα συμπεράσματά της. Ο Κομιτάς εξαπατήθηκε δύο φορές για να μεταφερθεί σε νοσοκομεία της Κωνσταντινούπολης και του Παρισιού. Μετά τη φρίκη της σφαγής, έτυχε να είναι ασθενής ενός τούρκου στρατιωτικού γιατρού και αυτό μπορούσε μόνο να επιδεινώσει την κατάστασή του. Τον πήγαν στο νοσοκομείο του Παρισιού για να διερευνήσουν τους λόγους που ήταν τόσο ευέξαπτος. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και τότε ήταν αβέβαιο αν ο Κομιτάς ήταν παράφρων. Πολλές είναι οι ανακρίβειες του ιατρικού ιστορικού, οι οποίες εγείρουν αμφιβολίες. Έχει γραφτεί ότι ο Κομιτάς είχε λάβει επανειλημμένα αγωγή σε νοσοκομεία της Τουρκίας και της Ρωσίας και ότι σε ψυχιατρική κλινική πήγε πρώτη φορά το 1898. Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, καθώς είναι γνωστό ότι εκείνο τον καιρό ο Κομιτάς σπούδαζε στη Γερμανία. Σώζονται ακόμα τα γράμματά του από το Βερολίνο. Όταν πήγε για πρώτη φορά σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, ήταν ήδη 48 ετών, σε ηλικία δηλαδή που η σχιζοφρένεια δύσκολα εμφανίζεται. Ο Κομιτάς μιλούσε με δυσκολία τα γαλλικά, τη στιγμή που στη ψυχιατρική είναι ζωτική η επικοινωνία μεταξύ ασθενούς και γιατρού. Αυτή η «ασυμβατότητα» γλώσσας μπορεί να είναι ένας ακόμα λόγος για την απροθυμία του Κομιτάς να συνομιλεί με γιατρούς και άλλους ασθενείς. Η «Επιτροπή Αρωγής Κομιτάς» υπέγραψε εντολή να μην επιτρέπονται οι επισκέψεις στον Κομιτάς, χωρίς την άδειά της. Η Δρ Φοβ-Χοβαννεσιάν αναρωτιέται ποιος επέτρεψε στην Επιτροπή την έκδοση τέτοιας απόφασης. Τι τους φόβιζε, αν ήταν σίγουροι ότι ο Κομιτάς ήταν όντως παράφρων; Ίσως γι’ αυτό να μην υπάρχει κανένα όνομα στο επισκεπτήριο των αρχείων του νοσοκομείου. Στα τόσα χρόνια της απομόνωσης, δε διάβαζε πλέον εφημερίδες ούτε χρησιμοποιούσε ρολόι ή ημερολόγιο. Ωστόσο, είναι πολύ παράξενο όταν κατάφερε να μαντέψει την ακριβή έναρξη της νηστείας της Σαρακοστής και να την τηρήσει. Αφού μελέτησε το ιατρικό ιστορικό και τα σχετικά έγγραφα, η Δρ Λουίζ Φοβ-Χοβαννεσιάν συμπέρανε τη διάγνωση του Κομιτάς «μετατραυματική αγχωτική διαταραχή». Αυτή η διαταραχή θα μπορούσε να είχε θεραπευτεί με την επαναφορά του στο γνώριμο περιβάλλον, στον συνηθισμένο καθημερινό ρυθμό, στην τέχνη του, στη δημιουργική ζωή και στους ανθρώπους. Η Ρίτα Σουλαχιάν-Κουγιουμτζιάν έδωσε την ίδια ακριβώς διάγνωση: «Τώρα, με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης μπορούμε να δηλώσουμε ότι ο Κομιτάς βίωσε μία ισχυρή αγχώδη διαταραχή, παρόμοια με τη μετατραυματική αγχώδη διαταραχή, που συνήθως πλήττει όσους απειλείται η ζωή τους ή αυτή των κοντινών τους ανθρώπων». Κομιτάς: «Κοίταξε μέσα στη ρίζα, ψάξε το νέο, απαλλάξου από το παλιό, ανακάλυψε την αλήθεια». Υ.Γ. Ο Κομιτάς πέρασε 19 χρόνια σε ψυχιατρικά νοσοκομεία. Όλα αυτά τα χρόνια διατήρησε μια κατάσταση εικονικής σιωπής. Οι ψυχολόγοι λένε ότι οι δημιουργικοί άνθρωποι ξεπερνούν την απώλεια δίνοντας διέξοδο στα δημιουργικά τους ένστικτα. Ο Κομιτάς ανέσυρε τις μελωδίες που πήγαζαν από μέσα του κομμάτι-κομμάτι, για να παρηγορήσει την ορφανεμένη του ψυχή. Δημιούργησε έναν ναό μουσικής, που έγινε τόπος προσκυνήματος για πολλούς. Ο Αρχιεπίσκοπος των Απανταχού Αρμενίων, Βασκέν Α΄ γράφει: «Στα τραγούδια του Κομιτάς, οι Αρμένιοι βρήκαν και αναγνώρισαν την ψυχή και την πνευματική τους ταυτότητα. Ο Κομιτάς είναι μια αρχή χωρίς τέλος. Πρέπει να εξακολουθεί να ζει μέσα από τους Αρμενίους, οι οποίοι πρέπει να ζουν μέσα από αυτόν, τώρα και για πάντα». Bιογραφία Ο Σογομόν Σογομονιάν (Κομιτάς) γεννήθηκε στις 26 Σε-πτεμβρίου του 1869 στην Κουτίνα, μια πόλη στα προάστεια της Κιουτάχειας. Έχασε τους γονείς του σε ηλικία 11 ετών. Το 1881, έγινε μαθητής του Ιεροδιδασκαλείου της Θεολογικής Σχολής του Ετσμιατζίν. Το 1890, χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1893, ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στην ιερατική σχολή και χειροτονήθηκε Βαρταμπέτ (υψηλότερος ακαδημαϊκός βαθμός πνευματικής αφοσίωσης, για τους κληρικούς - Επίσκοπος). Πήρε το όνομά του από τον «Αρχιεπίσκοπο Κομιτάς» του 7ου αιώνα, έναν δημιουργικότατο ποιητή και συνθέτη εκκλησιαστικών ύμνων. Άρχισε την καριέρα του ως δάσκαλος μουσικής στο ιεροδιδασκαλείο. Το 1895, έγινε Αρχιμανδρίτης και έκανε μαθήματα αρμονίας με τον συνθέτη Μαγκάρ Γιεκμαλιάν. Τότε, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου και τη χορηγία του μεγιστάνα της πετρελαιοβιομηχανίας, Αλεξάντερ Μαντάσεβ, ταξίδεψε στο Βερολίνο, όπου σπούδασε στο ιδιωτικό ωδείο του Ρίτσαρντ Σμιτ. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας, αισθητικής, γενικής ιστορίας και ιστορίας της μουσικής στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Ο ίδιος παρέδιδε μαθήματα αρμενικής εκκλησιαστικής μουσικής, για λογαριασμό της Διεθνούς Μουσικής Κοινότητας. Το 1899, επέστρεψε στο Ετσμιατζίν, όπου γρήγορα κατάφερε να αλλάξει το σύστημα διδασκαλίας της ιερατικής σχολής. Δημιούργησε μια ορχήστρα δωματίου και τελειοποίησε τη χορωδία. Ταξιδεύοντας σε πολλές περιοχές της Αρμενίας, ηχογράφησε και δούλεψε πάνω σε χιλιάδες τραγούδια. Ένα από τα ιδιαίτερα σχέδιά του ήταν να αποκρυπτογραφήσει την αρχαία αρμενική μουσική φθογγογραφία. Αφιέρωσε πολλή ενέργεια στη λαϊκή μουσική, πράγμα που τον οδήγησε σε διαμάχες με τους επισήμους της Εκκλησίας. Η αδιαφορία και η αδυναμία κατανόησης από τον Κομιτάς των κληρικών αρχών και ο κληρικός λίβελος που εξαπολύθηκε εναντίον του, τον ανάγκασαν να γράψει ένα γράμμα στον Αρχιεπίσκοπο, ζητώντας του να του επιτρέψει να ζει και να δημιουργεί ελεύθερα. Το γράμμα όμως, δεν έτυχε απάντησης και η διαμάχη συνεχίστηκε. Το 1910, Ο Κομιτάς εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ίδρυσε μια μικτή χορωδία 300 ατόμων, την «Κουσάν». Εκτός από συνθέτης, ήταν και διευθυντής χορωδίας, σολίστας και εξαίρετος ερμηνευτής στο πιάνο και το φλάουτο. Συνέχισε να παραθέτει ομιλίες, ειδικά στα συνέδρια της Διεθνούς Μουσικής Κοινότητας στο Παρίσι. Το 1915, μαζί με άλλους διακεκριμένους Αρμενίους, εξορίστηκε στα βάθη της Ανατολίας. Όμως, χάρη στη μεσολάβηση ορισμένων ανθρώπων με μεγάλη επιρροή, γλύτωσε από το θάνατο και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1916, εισήχθη σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Η τελευταία του κατοικία ήταν το νοσοκομείο «Πωλ Ζιρό» στο Βιλζουίφ της Γαλλίας, όπου και πέθανε το 1935. Το 1936, η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αρμενία και ενταφιάστηκε στο Πάνθεον των πνευματικών προσωπικοτήτων στο Ερεβάν. |