Η Μεγάλη Σιωπή Εκτύπωση E-mail

 

Κεί­με­νο: Άν­να Λό­ρε­ντς, Χα­τσα­ντούρ Μαρ­τι­ρο­σιάν

Με­τά­φρα­ση: Μί­κυ Μοβ­σε­σιάν

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Yerevan

Απρίλιος - Ιούνιος 2013 τεύχος 77

 

Το 1995, στο προ­αύ­λιο «Πωλ Ζι­ρό» του νο­σο­κο­μεί­ου Βιλ­ζου­ίφ κο­ντά στο Πα­ρί­σι, στή­θη­κε η προ­το­μή ε­νός διά­ση­μου ασθε­νούς, του Βαρ­τα­μπέτ Κο­μι­τάς. Έ­να α­κό­μη μνη­μεί­ο του ι­διο­φυούς «τρε­λού» στέ­κει στο κέ­ντρο του Πα­ρι­σιού. Οι ει­δι­κοί ε­ρί­ζουν ε­πί έ­ναν σχε­δόν αιώνα για το αν ο Κο­μι­τάς ή­ταν πράγ­μα­τι άρ­ρω­στος και ό­ντως έ­πρε­πε να μεί­νει σε α­πο­μό­νω­ση. Το ια­τρι­κό του ι­στο­ρι­κό είναι γε­μά­το α­σά­φειες. Ί­σως οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που βρέ­θη­καν στα αρ­χεία του ψυ­χια­τρι­κού νο­σο­κο­μεί­ου, να ρί­ξουν φως πά­νω στο ζή­τη­μα αυ­τό.

«Ο κό­σμος έ­γι­νε γι’ αυ­τόν α­τέ­λειω­τος και σκο­τει­νός, σαν ε­φιάλ­της…»

Συνέ­λα­βαν τον Κο­μι­τάς στις 11 Α­πρι­λί­ου του 1915. Οι Νε­ό­τουρ­κοι τον θε­ω­ρού­σαν ως μια α­πό τις «κε­φα­λές του έ­θνους», χω­ρίς τις ο­ποί­ες οι Αρ­μέ­νιοι δε θα μπο­ρού­σαν να α­μυν­θούν ορ­γα­νω­μέ­να. Μέ­σα σε λί­γες ώ­ρες, ο τουρ­κι­κός στρα­τός εί­χε συλ­λά­βει την ε­λίτ της αρ­με­νικής δια­νό­η­σης στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Α­νά­με­σα στους συλ­ληφθέ­ντες ή­ταν και αρ­κε­τοί φί­λοι του. Στη φυ­λα­κή, ο Κο­μι­τάς α­νέ­πτυ­ξε βα­θειά φι­λί­α με τους Σιαμά­ντο και Τα­νιέλ Βα­ρου­ζάν. Οι τρό­φι­μοι στάλθη­καν στη φυ­λα­κή της πε­ριο­χής Σάνγκρι ό­που γρή­γο­ρα συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν τη μοί­ρα που τους ε­πιφύ­λασ­σαν. Α­ντί­θε­τα, σύμ­φω­να με μαρτυ­ρί­ες, ο Κο­μι­τάς πα­ρέ­μεινε ψύ­χραι­μος, πα­ρη­γο­ρώ­ντας τους άλ­λους.

Τα γε­γο­νό­τα ή­ταν τό­σο ξέ­να ως προς την α­ντί­ληψή του πε­ρί αρ­μο­νί­ας της ζω­ής, που εί­τε το πί­στευε εί­τε ό­χι, προ­σπα­θού­σε να πεί­σει τους υ­πό­λοιπους ό­τι αυ­τή η «πα­ρε­ξή­γη­ση» θα λυνόταν σύ­ντο­μα. Συμπα­ρα­στά­θη­κε ι­διαί­τε­ρα στον ψυ­χί­α­τρο Βα­χάν Τορ­γκο­μιάν, ο ο­ποί­ος εί­χε ε­πη­ρε­α­στεί έ­ντο­να α­πό την τραυ­μα­τι­κή ε­μπει­ρία της φυλα­κής. Ο Πιου­ζά­ντ Κετσιάν, ό­ταν α­φέ­θη­κε ε­λεύ­θε­ρος δή­λωσε: «Ό­λοι α­ντλού­σα­με τη δύ­να­μη της ε­πι­βί­ωσης χά­ρη στον Κο­μι­τάς. Μας ε­ξέ­πλητ­τε με τη σω­μα­τι­κή και δια­νο­η­τι­κή του υ­γεί­α. Τα βρά­δια κοι­μό­ταν σαν παι­δά­κι».

Η η­ρε­μί­α του Κο­μι­τάς ό­μως δε θα διαρ­κού­σε πο­λύ, κα­θώς η κα­τάστα­ση άλ­λαξε α­πό­το­μα. Ύ­στε­ρα α­πό το ε­ξα­ντλη­τι­κό πέ­ρα­σμα της ε­ρή­μου, στον δρό­μο για το Τα­βλί, το κα­ρα­βά­νι των ξε­ρι­ζω­μέ­νων έ­κα­νε μια στά­ση. Ο μό­νος τρό­πος για να σβήσουν τη δί­ψα τους ή­ταν να πιουν εκ πε­ρι­τρο­πής α­πό έ­ναν κοι­νό­χρη­στο κου­βά. Γνω­ρί­ζο­ντας τις ι­διο­τρο­πί­ες του Κο­μι­τάς, ο Σια­μά­ντο και ο Βα­ρου­ζάν τον ά­φη­σαν να πιει πρώ­τος. Α­ναπα­ρά­γο­ντας τη συ­νή­θεια του μου­σι­κού στη σκη­νή, ο Κο­μι­τάς δέ­χτη­κε την προ­σφο­ρά τους με χει­ροκρό­τη­μα αλ­λά δεν κα­τά­φε­ρε να πιει, ε­πει­δή έ­νας τούρ­κος φύ­λα­κας άρ­πα­ξε τον κου­βά και τον πέ­τα­ξε. Τα­πει­νω­μέ­νος, κά­λυ­ψε με τα χέ­ρια το πρόσω­πό του και α­πο­τρα­βή­χτη­κε στη σκη­νή του. Ε­πέ­στρεψε ύ­στε­ρα α­πό μί­α ώρα αλ­λά αρνή­θη­κε να πιει ό­ταν του πρό­σφε­ραν ξα­νά νε­ρό. Στα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, ο ε­πιζή­σας Α­ράμ Αντο­νιάν α­να­φέ­ρει ό­τι με­τά α­πό αυ­τό το συμ­βάν η συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κο­μι­τάς άρ­χι­σε να αλ­λά­ζει.

Το ε­πό­με­νο πρω­ί το κα­ρα­βά­νι συ­νέ­χι­σε την πο­ρεί­α του. Ο Κο­μι­τάς μουρ­μου­ρίζο­ντας συ­νε­χώς, περ­πα­τού­σε σκυ­φτός, με έ­να βλέμ­μα ό­λο απο­ρί­α. Ξαφ­νι­κά, βλέ­πο­ντας έ­ναν γά­ι­δαρο στην πλα­γιά ε­νός λό­φου, τον πλη­σί­α­σε, τον χαι­ρέ­τη­σε δια χει­ρα­ψί­ας, υ­πο­κλί­θη­κε και φώ­να­ξε στα τουρ­κι­κά: «Μη βιά­ζε­στε φί­λοι μου, α­φή­στε τη χω­ρο­φυ­λα­κή να πε­ρά­σει!». Οι πε­ρισσό­τε­ροι νό­μι­σαν ό­τι αστειευό­ταν. Μό­νο οι για­τροί Βα­χράμ Τορ­γκομιάν και Ρου­πέν Σε­βάκ, που τον γνώ­ρι­ζαν προ­σω­πι­κά, α­νη­σύ­χη­σαν.

Στο Σάν­γκρι, οι ε­ξό­ριστοι, ρη­μαγ­μέ­νοι α­πό την ε­ξά­ντληση, ζή­τη­σαν α­πό τον Κο­μι­τάς να τους τραγου­δή­σει. Τρα­γού­δη­σε το «Ντερ Βο­γορ­μιά» (Κύ­ριε ε­λέ­η­σον). Α­φού α­πό­σω­σε και την τε­λευ­ταί­α νό­τα αυ­τής «της α­φιε­ρωμέ­νης στη χρι­στια­νι­κή α­γά­πη με­λω­δί­ας», ο Κο­μι­τάς ξέ­σπα­σε σε έ­να υ­στε­ρι­κό γέ­λιο. Οι φί­λοι του προ­σπά­θη­σαν να τον συ­νε­φέ­ρουν αλ­λά μά­ταια.

Βρί­σκο­νταν α­κό­μα στο Σάν­γκρι, ό­ταν δό­θη­κε η δια­τα­γή από τις τουρ­κι­κές αρ­χές να ε­πι­στρέ­ψει ο Κο­μι­τάς, μα­ζί με άλ­λους 12, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Μα­θαί­νο­ντάς το, το πρό­σωπό του έ­λαμ­ψε α­πό ευ­τυ­χί­α.

Α­πό τους 291 ε­ξό­ρι­στους στο Σάν­γκρι, ε­πι­βί­ω­σαν μό­νο σα­ρά­ντα. Ό­ταν ο Κο­μι­τάς ε­πέ­στρε­ψε στην Κων­στα­ντι­νού­πολη ή­ταν έ­νας τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κός άν­θρω­πος. Α­κό­μα και τα δέ­ντρα τού φαί­νο­νταν σαν χω­ρο­φύ­λα­κες και πά­σχι­ζε να τους ξε­φύ­γει. Έ­πα­ψε να κοι­μά­ται στο κρε­βά­τι στο δω­μά­τιο του που μοι­ρα­ζό­ταν με το φί­λο του Ντι­κράν Τσι­του­νί, διό­τι εί­χε ε­φιάλ­τες,. Μι­λού­σε για ο­ρά­μα­τα με χι­λιάδες Αρμε­νίους, γυ­ναι­κό­παιδα, νέους και γέρους, οι ο­ποί­οι περ­νού­σαν ό­λη τη νύ­χτα σε μια λο­φο­πλα­γιά, τρα­γου­δώ­ντας το «Α­ρα­βό­ντ Λου­σό» (Στο φως της αυ­γής). Φυ­σι­κά, τέ­τοιες σκηνές θε­ω­ρή­θη­καν «προ­φη­τεί­ες» ε­νός τρε­λού, κα­θώς οι μα­ζι­κές διώ­ξεις ξε­κί­νη­σαν αρ­γό­τε­ρα.

Ο Βαρ­τάν Α­γκούλ, έ­νας α­πό τους μα­θητές του Κο­μι­τάς, κατα­θέ­τει: -Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψε, η υ­γεί­α του ή­ταν κα­τε­στραμ­μέ­νη και τα νεύ­ρα του κλο­νι­σμένα. Ο Κο­μι­τάς εν­δια­φερόταν μό­νο για τη Βί­βλο και άρ­χι­σε να την ερ­μη­νεύ­ει με έ­ναν ι­διαί­τε­ρο τρό­πο. Ταυ­τό­χρο­να, ξε­κί­νησε μια ι­διό­τυ­πη α­περ­γί­α πεί­νας πί­νο­ντας μό­νο τσά­ι. Έδι­νε ι­διαί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στα ό­νει­ρά του. Κά­πο­τε, ό­ταν ή­μασταν στο σπί­τι του, άρ­χι­σε να ερ­μη­νεύ­ει τη Βί­βλο. Συ­ζη­τού­σα­με, ό­ταν ξαφ­νικά άρ­χι­σε να φω­νά­ζει με αυ­ξα­νό­με­νο εκνευ­ρι­σμό: «Ε­γώ εί­μαι ο Χριστός, ε­σείς εί­στε οι μα­θη­τές μου και Βαρ­τάν! σου λέ­ω ό­τι εί­σαι ο ά­πι­στος Θω­μάς!» Αυ­τά τα λό­για προ­μή­νυαν και το τρα­γι­κό φι­νάλε. Η Α­γαβ­νή Μεσ­ρο­μπιάν, μια άλ­λη μα­θή­τριά του, θυ­μά­ται την πα­ρα­κά­τω ι­στο­ρί­α: -Πή­γα­με να ε­πι­σκε­φτού­με τους Κε­τσιάν, στο σπί­τι τους, στην ο­δό Φε­ρι­ντέ. Μπρο­στά μας, ακρι­βώς στην εί­σο­δο, ε­κτυλισ­σόταν μια ο­δυ­νη­ρή σκη­νή. Ο Κο­μι­τάς, α­τη­μέ­λη­τος, με μια βε­ντά­λια στο χέ­ρι, στε­κό­ταν πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος α­πό μέ­λη των οι­κο­γε­νειών των εξο­ρι­σμέ­νων επι­στη­μό­νων στο Σάν­γκρι, που ε­πιζη­τού­σαν νέ­α τους α­πό τον πιο κο­ντι­νό και α­γα­πη­μέ­νο σε αυ­τούς, Κομι­τάς. Ο Κο­μι­τάς τους πα­ρη­γο­ρού­σε λέ­γο­ντας ό­τι ό­λοι οι συγ­γε­νείς τους ή­ταν σώ­οι και α­βλα­βείς. Έ­λε­γε ά­το­να: «Θα ε­πι­στρέ­ψουν σύ­ντο­μα ό­πως έ­γι­νε και με ε­μάς. Μην κα­θυ­στε­ρεί­τε να α­πα­ντά­τε στα γράμ­μα­τα και τα τη­λε­γρα­φή­μα­τά τους. Να εί­στε στορ­γι­κές σύ­ζυ­γοι και μη­τέ­ρες». Ο Κο­μι­τάς, με τα ο­νό­μα­τα των ά­γρια δο­λο­φο­νη­μέ­νων φί­λων του στα χεί­λη, κα­τα­ρά­στη­κε τη βά­ναυ­ση τουρ­κι­κή κυ­βέρ­νη­ση και πρό­σθε­σε: «Αχ, κα­λέ μου Κε­τσιάν, δεν μπο­ρού­σα να μην πω ψέμα­τα στις χή­ρες α­δελ­φές μας» και πέ­φτο­ντας στο κρε­βά­τι του Κε­τσιάν, πνιγ­μέ­νος στα δά­κρυα, συ­νέ­χι­σε: «Κα­νείς δε γνω­ρίζει τις πλη­γές της ε­θνι­κής μας τρα­γω­δί­ας… αυ­τός ο κα­η­μός θα μας α­πο­τρε­λά­νει!».

Κο­μι­τάς: «Έ­να κο­πάδι χω­ρίς βοσκό, χα­μέ­νο και κα­τα­τρο­πω­μένο… Α­ό­ρα­τες μα ι­σχυ­ρές α­να­τα­ρά­ξεις ταρα­κου­νούν την κα­κό­τυ­χη ι­στο­ρί­α του λα­ού μου. Οι ά­σπλα­χνοι έ­πια­σαν στα δί­χτυα τους το ά­κα­κο ψά­ρι. Η α­τμό­σφαι­ρα εί­ναι δη­λη­τη­ρια­σμέ­νη. Δεν υ­πάρ­χει δια­φυ­γή. Σπα­ραγ­μός, φρί­κη και βί­α α­πό τη μί­α, α­δυ­να­μί­α, ά­γνοια και ά­πο­νες καρ­διές α­πό την άλ­λη. Τα σώ­μα­τά μας έ­χουν σα­πί­σει, οι ψυ­χές μας έ­χουν βε­βη­λω­θεί και η ζωή έ­χει κα­λυ­φθεί με πτώ­μα­τα… Οι πρό­γο­νοί μας πέ­τυ­χαν την α­πο­στο­λή τους με αυ­τοθυ­σί­α και ε­μείς με φτώ­χεια και α­θλιό­τη­τα. Η καρ­διά μου έ­χει ρα­γί­σει».

«Τα με­γα­λο­φυ­ή δά­χτυ­λα ε­γκατέ­λει­ψαν το πιά­νο, παύ­ο­ντας σιω­πηλά να χτυ­πούν τα πλή­κτρα της λύ­πης…»

Α­κο­λου­θεί η μαρ­τυ­ρί­α του Α­στβα­τζα­ντούρ Α­ρέ­ντς, που πε­ρι­γρά­φει τις τε­λευ­ταί­ες ημέ­ρες του Κο­μι­τάς, πριν πά­ει στο Hospital de la Paix (Νο­σο­κο­μεί­ο της Ει­ρή­νης), στο Σί­σλε­ϋ της Τουρ­κί­ας.

«Τον Ο­κτώ­βριο, η κατάστασή του χειρο­τέρευε διαρ­κώς. Η πε­ρί­φη­μη ζω­ντάνιά του ε­ξα­νε­μιζόταν. Δεν ά­ντε­χε πια το φως του η­λίου, ε­νώ πα­λιά πά­ντα α­δη­μο­νού­σε να δει την α­να­το­λή. Ε­κεί­νη την τε­λευ­ταί­α Πα­ρα­σκευ­ή, τον πε­ρι­μέ­να­με να κα­τε­βεί για το δεί­πνο. Ξαφ­νι­κά, όρ­μησε κά­τω και έ­τρε­ξε έ­ξω, στο δρό­μο. Φυσι­κά τον α­κο­λού­θη­σα. Ό­ταν φτά­σα­με στην εκ­κλη­σί­α, μπή­κε μέ­σα, μου ζή­τη­σε να τον α­κο­λου­θή­σω και να κλει­δώ­σω την πόρ­τα πί­σω μου και α­φού γο­νά­τι­σε, άρ­χι­σε να προ­σεύ­χε­ται με πά­θος και δά­κρυα στα μά­τια. Ζή­τη­σα α­πό τον ιε­ρέ­α να τον φρο­ντί­σει και γύ­ρι­σα πί­σω να καθη­συχά­σω την οι­κο­γέ­νειά μου, πριν ε­πι­στρέψω ξα­νά στην εκ­κλη­σί­α. Κά­ποιος μου είπε ό­τι ο Κο­μι­τάς και ο ιε­ρέ­ας εί­χαν περ­πα­τή­σει προς το α­νά­χω­μα. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, ο Κο­μι­τάς και ο Πά­τερ Βαρ­τάν εμ­φα­νί­στηκαν μέ­σα στο σκο­τά­δι της νύ­χτας. Βλέ­πο­ντάς με, ο ιε­ρέ­ας εί­πε ό­τι ο Κο­μι­τάς ή­θε­λε να ε­πι­στρέ­ψει σπί­τι. Τον πή­ρα στο σπί­τι μου και με­τά α­πό μια νύ­χτα α­ϋ­πνί­ας, τον συ­νό­δε­ψα στο δι­κό του, στο Μπε­ρού». Λί­γο με­τά τη συ­νο­μι­λί­α με­τα­ξύ των για­τρών Τορ­γκο­μιάν και Γό­νου, ει­σή­χθη­κε στο νο­σοκο­μεί­ο Hospital de la Paix.

Στο νο­σο­κομεί­ο, ο Κο­μι­τάς δέ­χτη­κε ε­πί­σκε­ψη α­πό το γιο του φί­λου του Σε­μπάτ, ο ο­ποί­ος εί­χε σκο­τω­θεί από τους Τούρ­κους και ο ο­ποί­ος α­φη­γείται: -Ό­ταν μπή­κα στο δω­μά­τιό του, ο Κο­μι­τάς γύ­ρι­σε α­διά­φο­ρα προς τα μέ­να και α­μέ­σως ξέ­χα­σε ό­τι ή­μουν εκεί, πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι εί­χε μεί­νει στο σπί­τι μας και με γνώ­ρι­ζε κα­λά. Τον πλη­σί­α­σα και τον ρώτησα ευ­γε­νι­κά: «Δε με α­να­γνω­ρίζεις, Πά­τερ; Εί­μαι ο Βαγι­νά­γκ, ο γιος του Σε­μπάτ». Α­κούγο­ντας το ό­νο­μα του πα­τέ­ρα μου, στυ­λώ­θη­κε και με κοί­τα­ξε. Στην αρ­χή, εί­δα φό­βο στα κου­ρα­σμένα του μά­τια, καθώς με ρώ­τη­σε: «Ο γιος του Σε­μπάτ; Ναι, σε α­να­γνω­ρί­ζω». Α­μέ­σως, ύ­ψω­σε α­πο­δο­κι­μα­στι­κά τα χέ­ρια του και θυ­μω­μέ­νος άρ­χι­σε να φω­νά­ζει: «Δε θα τους α­φή­σω να σκο­τώ­σουν τον Σε­μπάτ! Όχι, δε θα σας α­φή­σω, δο­λο­φόνοι!» και ξανα­γύ­ρι­σε κοι­τά­ζο­ντας έ­ξω α­πό το πα­ρά­θυ­ρο. Δεν α­πά­ντη­σε σε καμί­α άλ­λη ε­ρώ­τη­σή μου και δεν α­ντέ­δρα­σε στις προ­σπά­θειές μου να α­πο­σπά­σω την προ­σο­χή του. Κά­ποια στιγ­μή, με μια πα­ρά­ξε­νη χει­ρο­νο­μί­α, ανα­φώ­νη­σε χω­ρίς καν να με κοι­τάξει: «Δε σε ξέ­ρω! Φύ­γε! Πρέ­πει να γρά­ψω τα τραγού­δια μου!».

Ο πα­τέ­ρας της Α­γαβ­νή Μεσ­ρο­μπιάν, ένας α­πό τους κα­λύ­τε­ρους μα­θη­τές του Κο­μιτάς, θυ­μά­ται: -Για 15 λε­πτά, πα­ρου­σί­α του ψυ­χιά­τρου, ο Κομι­τάς, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος, α­πά­ντη­σε σε ό­λες μου τις ε­ρω­τή­σεις στα τουρ­κικά με τον ί­διο τρό­πο, λέγο­ντας, «Δε σε ξέ­ρω και δε θέ­λω να σου μιλήσω».

Στο Hospital de la Paix, το στρα­τιω­τι­κό νο­σο­κο­μεί­ο της Κων­σταντι­νού­πο­λης, ο Κο­μιτάς εί­χε τρεις για­τρούς. Τον Έλ­λη­να Δρ Γό­νο, τον Τούρ­κο Δρ Ου­σμάν, και έ­ναν πρώ­ην φί­λο τον Δρ Τορ­γκο­μιάν. Α­ντι­με­τώ­πι­ζε τον τούρ­κο για­τρό ως εκ­πρό­σω­πο του τουρκι­κού κα­θε­στώ­τος, με προ­σο­χή και κα­χυ­πο­ψί­α. Θε­ω­ρού­σε προ­δό­τη τον Βα­χάν Τορ­γκο­μιάν, ε­πει­δή τον εί­χε φέ­ρει με δό­λο στην κλει­δω­μένη πτέ­ρυ­γα του στρα­τιω­τι­κού νο­σο­κο­μεί­ου. Μό­νο με τον Έλ­λη­να εί­χε κα­λές σχέσεις. Σύ­ντο­μα ό­μως, ο Δρ Γό­νος αρ­ρώ­στη­σε και ο Κο­μι­τάς έ­μει­νε χω­ρίς έμπι­στο για­τρό. Ο Δρ Τορ­γκο­μιάν, ο ί­διος άν­θρω­πος που ο Κο­μι­τάς φρό­ντι­σε στο στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης, δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει ό­τι η κα­τά­στασή του ο­φει­λό­ταν μό­νο σε ψυ­χο­λο­γι­κό τραύμα. Δεκα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα, η Ρί­τα Σουλα­χιάν-Κου­γιουμ­τζιάν, μια ε­ρευ­νή­τρια του το­μέ­α ψυ­χια­τρι­κής του πα­νε­πι­στη­μί­ου McGill, στο Μό­ντρε­αλ, στο βι­βλί­ο της «Αρ­χαιο­λο­γί­α της Τρέ­λας: Κο­μι­τάς, Πορ­τρέ­το ε­νός Αρ­μέ­νιου-εί­δω­λο», προ­σέγ­γι­σε το ζή­τη­μα ε­πι­στη­μο­νι­κά: -Το να δε­χτού­με ό­τι η ε­ξο­ρί­α στο στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης εί­χε ι­σο­πε­δώ­σει τον νου του αν­θρώ­που που εκ­προ­σω­πού­σε την ψυ­χή του αρ­με­νι­κού λα­ού, θα μας υ­πο­χρέ­ω­νε να δε­χτού­με και το θρί­αμ­βο του ε­χθρού. Άλ­λω­στε, ο Δρ Το­γκο­μιάν δεν μπό­ρε­σε να βο­η­θή­σει τον Κο­μι­τάς, α­φού και ο ί­διος, μό­λις πρό­σφα­τα, εί­χε υ­πο­φέ­ρει α­πό το ί­διο ο­λέ­θριο ψυ­χι­κό τραύμα. Έ­τσι κι αλ­λιώς, ε­πέ­με­νε ό­τι τα ψυ­χο­λο­γι­κά ξε­σπά­σμα­τα του Κο­μι­τάς ο­φεί­λο­νταν στην κού­ρασή του, που τον ε­μπό­διζε και να δου­λέ­ψει. Κά­πο­τε, ο Δρ. Τορ­γκο­μιάν μπή­κε στο δω­μά­τιο του Κο­μι­τάς, την ώ­ρα που συ­νέ­θε­τε. Ο Κο­μι­τάς άρ­πα­ξε όλες τις παρ­τι­τού­ρες του και άρχισε να τις σκί­ζει νευ­ρι­κά. «Φύ­γε και μην ξα­να­γυ­ρί­σεις!» του α­πά­ντησε. Κά­ποιοι φί­λοι του πί­στευαν πως θα ή­ταν κα­λύ­τε­ρα γι’ αυ­τόν να ε­πι­στρέ­ψει σπί­τι.

Πράγ­μα­τι, ο Κο­μι­τάς έ­λε­γε συ­χνά: «Θέ­λω να εί­μαι με τους αν­θρώ­πους μου. Θέ­λω τα κλει­διά μου, το σπί­τι μου, το τρα­πέ­ζι μου. Πού είναι το πιά­νο μου; Πού εί­ναι οι μα­θη­τές μου;».

Ο Τορ­γκο­μιάν, ω­στό­σο, ή­ταν κα­τη­γο­ρη­ματι­κά α­ντί­θε­τος με αυ­τήν την ι­δέ­α, συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας πα­ράλ­λη­λα ό­τι δεν θα μπο­ρού­σε να τον βο­η­θή­σει ού­τε ο ί­διος. Έ­τσι, έ­στει­λε τον Κο­μι­τάς στη Γαλ­λί­α. Έ­γρα­ψε στους γάλ­λους συ­να­δέλ­φους του: «Σας ε­κλι­πα­ρώ να τον φρο­ντί­σε­τε, με την ί­δια α­γά­πη, ό­πως κι ε­γώ». Οι μα­θη­τές του τον α­πο­χαι­ρέ­τη­σαν με λου­λού­δια και του τρα­γου­δούσαν την ώ­ρα που το πλοί­ο μπάρ­κα­ρε αλ­λά αυτός έ­μει­νε α­πα­θής.

Κο­μι­τάς: «Το Σύ­μπαν εί­ναι απέ­ρα­ντο και κα­θέ­νας έ­χει τη θέ­ση του σε αυ­τό. Κα­θέ­νας πρέ­πει να ζει στο δι­κό του σπί­τι. Έ­τσι κι ε­γώ, θα ζή­σω στο δι­κό μου. Αυ­τό πρέ­πει να κά­νου­με για να νοιώ­σου­με τη ζω­ή. Το σπί­τι μας εί­ναι η ε­θνι­κή μας ψυ­χή. Το σπί­τι μας εί­ναι ό­λη η ου­σί­α. Με­ρι­κές φο­ρές, μια κα­τα­ρα­μέ­νη πλημ­μύρα πα­ρα­σύ­ρει τα σπί­τια μας».

«Στη γε­μά­τη δά­κρυα ψυ­χή του βα­σίλευε μια νε­κρι­κή σι­γή»

Ο Κο­μι­τάς έ­φτα­σε στη Γαλ­λί­α με το ρου­μα­νι­κό πλοί­ο «Τά­τσιο». Ή­ταν πε­πει­σμένος ό­τι ο λό­γος του τα­ξι­διού του ή­ταν έ­να συ­νέ­δριο της Διε­θνούς Μου­σι­κής Κοινό­τη­τας στο Πα­ρί­σι, στο ο­ποί­ο εί­χε πα­ρα­στεί πολ­λές φο­ρές στο πα­ρελ­θόν, ως δια­κε­κρι­μέ­νος ο­μι­λη­τής. Οι υ­πεύ­θυ­νοι γι’ αυ­τό το ψέ­μα ή­ταν τα μέ­λη της «Ε­πιτρο­πής Α­ρω­γής Κο­μι­τάς». Η αρ­χι­κή τους πρό­θεση ή­ταν να τον πα­ρα­δώ­σουν στη μέ­ρι­μνα της Αρ­με­νι­κής Εκ­κλη­σί­ας. Όμως, η συ­μπε­ρι­φο­ρά του ή­ταν τό­σο συ­γκλο­νι­στι­κή - πα­νι­κός διά­σπαρ­τος με κρί­σεις κα­τά­θλι­ψης - που τελι­κά βρέ­θη­κε σε ια­τρι­κό ί­δρυ­μα. Σύμ­φω­να με μάλ­λον κρυ­φές πη­γές, το 1919 ο Κο­μι­τάς ει­σή­χθη αρ­χι­κά στο ψυ­χια­τρι­κό νο­σοκο­μεί­ο Βιλ-Ε­βράρ, πριν με­τα­φερ­θεί, τον Αύγου­στο του 1922, στο πιο τα­πει­νό και φθη­νό­τε­ρο, Πωλ Ζι­ρό. Ω­στό­σο, α­νά­μεσα στα έγ­γρα­φα που βρέ­θη­καν στο δεύτε­ρο ί­δρυ­μα, υ­πάρ­χουν ο­ρι­σμέ­να που δη­λώ­νουν ό­τι ο Κο­μι­τάς έ­γι­νε δε­κτός ε­κεί στις 7 Α­πρι­λί­ου του 1919.

Η διά­γνω­ση ή­ταν ό­τι ο Κο­μι­τάς έ­πα­σχε α­πό νο­η­τι­κή απο­διορ­γά­νω­ση με ψευ­δαι­σθή­σεις, παρά­νοια και με­λαγ­χο­λι­κή κατά­θλι­ψη. Η συ­μπε­ρι­φο­ρά του πε­ρι­γρα­φό­ταν ως ε­ξής: «Ο α­σθε­νής εί­ναι α­δρα­νής, υ­πά­κουος και συ­νερ­γά­σι­μος. Δεν εί­ναι ε­πιθε­τι­κός, μή­τε κα­κό­βου­λος με ό­σους έρ­χε­ται σε ε­πα­φή, αλ­λά δεν την ε­πι­διώ­κει κιό­λας. Δεν περ­πα­τά στο πάρ­κο. Δεν προ­σεύ­χε­ται ού­τε πα­ρί­στα­ται στη θεί­α λει­τουρ­γί­α. Δεν τον εν­δια­φέ­ρουν οι ε­φη­με­ρί­δες και τα πε­ριο­δι­κά. Δεν ε­κτι­μά ό­σους τον φρο­ντί­ζουν μα ού­τε και πα­ρα­πο­νιέ­ται. Δε μι­λά πο­τέ για την οι­κο­γέ­νεια ή τους φί­λους του, ε­κτός α­πό αυ­τούς που τον έ­φε­ραν ε­δώ. Δεν τους θε­ω­ρεί φί­λους, ε­πει­δή ή­ταν α­νει­λι­κρι­νείς α­πέ­να­ντί του. Κα­τά τη δια­μο­νή του στο νο­σο­κο­μεί­ο, ο Κο­μι­τάς έ­παι­ξε πιά­νο μό­νο σε τρεις πε­ρι­στά­σεις. Λα­τρεύ­ει τη μουσι­κή και ε­πι­μέ­νει ό­τι η κα­κή μου­σι­κή βλά­πτει την αν­θρω­πό­τη­τα».

Έ­να α­πό τα βα­σι­κό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα συ­μπε­ρι­φο­ράς του ή­ταν η σιω­πή του. Ο Δρ Μο­ρίς Ντιου­κο­στέ έ­γρα­ψε ό­τι η σιω­πή του δεν ή­ταν σύ­μπτω­μα κα­μί­ας α­σθε­νείας. Σύμ­φω­να με τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του για­τρού, ο Κο­μι­τάς δεν ή­θε­λε να μι­λά­ει και προ­τι­μού­σε να σιω­πά. Ο ί­διος α­ποφά­σι­ζε αν θα α­ντα­πο­κρι­νό­ταν στους ε­πι­σκέπτες ή ό­χι.

Το 1921, ο καλ­λι­τέ­χνης Πα­νός Τερ­λε­με­ζιάν επι­σκέ­φθη­κε τον Κο­μι­τάς στο Βιλ-Ε­βράρ.-Μπή­κα στο δω­μά­τιό του με μια νο­σο­κό­μα. Ή­ταν στο κρε­βά­τι αλ­λά ση­κώθη­κε μό­λις με εί­δε. Τον α­γκά­λια­σα και τον φί­λη­σα. Μου γρά­πω­σε το κε­φάλι και άρ­χι­σε να μου δί­νει μι­κρά χτυ­πη­ματά­κια στο πρό­σω­πο α­στειευό­με­νος και επα­να­λαμ­βά­νο­ντας: «Άσε με να σε νι­κή­σω, ά­σε με να σε νι­κή­σω…». Του α­πά­ντη­σα, «Κο­μι­τάς, ξέ­ρω πως έ­χεις πλη­γω­θεί α­πό τους αν­θρώ­πους, το ί­διο και ε­γώ, αλ­λά δεν μπο­ρείς να τους κρατάς κα­κί­α για πά­ντα. Πε­ρι­μέ­νου­με α­νυ­πό­μο­να να γυ­ρί­σεις». Ό­μως, συνέ­χι­σε να φι­λο­σο­φεί και να δια­μαρ­τύ­ρε­ται σε κά­θε λέ­ξη. Σε λί­γο, έ­γινε πιο σο­βα­ρός. Μί­λη­σε για τέ­χνη: «Κα­νείς δεν τη χρειά­ζε­ται. Χρεια­ζό­μα­στε μό­νο το φως και τη φύ­ση». Του πρό­τει­να να πά­με στη λί­μνη Σε­βάν. «Τι θα κά­νω ε­κεί;» ρώ­τη­σε. Ού­τε στην ι­δέ­α να πά­με στο Ε­τσμια­τζίν έ­δει­ξε εν­δια­φέ­ρον. «Πά­με έ­ναν πε­ρί­πα­το», του α­ντέ­τει­να. «Εί­ναι κα­λά ε­δώ μέ­σα», α­πάντη­σε. Μιλώ­ντας για τη ζω­ή και το θά­να­το, εί­πε πως δεν υ­πάρ­χει κα­θό­λου θά­να­τος και κλεί­νο­ντας το εν­δε­χό­με­νο για πε­ραι­τέ­ρω συ­ζή­τη­ση, ρώ­τη­σε, «Αν αυ­τό δεν εί­ναι τά­φος, τό­τε τι εί­ναι;».

Κα­τά τη δεύ­τερη ε­πί­σκε­ψη του Τερ­λε­με­ζιάν, ο Κο­μι­τάς φά­νη­κε πιο κα­τα­βε­βλημέ­νος και δεν α­πη­ύ­θυ­νε ού­τε μί­α λέ­ξη.

Ο Ντι­κράν Τσι­του­νί θυ­μά­ται: «Εί­χα α­κού­σει ό­τι α­πορ­ρί­πτει τους φί­λους του. Αλ­λά το γε­μάτο μί­σος βλέμ­μα του με τρό­μαζε». Ο διά­ση­μος συγ­γρα­φέ­ας, Α­σα­ντούρ Να­βα­ριάν, κα­τα­δί­κα­σε δη­μο­σί­ως την α­πό­φα­ση ει­σα­γω­γής του Κο­μιτάς σε ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή. Κα­τη­γό­ρη­σε τους φί­λους του ό­τι τον α­ντι­με­τώ­πι­ζαν σαν να ή­ταν τρε­λός. Το θέ­μα αυ­τό είχαν θί­ξει πολ­λές φο­ρές και άλ­λοι, ό­μως τί­πο­τα δεν άλ­λαξε.

Η αρ­με­νι­κή εκ­κλη­σί­α της Βιέν­νης ή­ταν κο­ντά στο σπί­τι του Σί­γκμου­ντ Φρό­υ­ντ, γε­γο­νός που έ­δω­σε την ι­δέ­α στους φί­λους του να ε­πι­σκε­φτούν τον με­γά­λο ψυ­χί­α­τρο. Στα αρ­χεί­α του Πωλ Ζι­ρό, υ­πάρ­χει ένα έγ­γρα­φο που δη­λώ­νει ό­τι ε­πρόκει­το να με­τα­φερ­θεί στη Βιέν­νη. Με­τα­φο­ρά που τε­λι­κά για κά­ποιο λό­γο δεν έγι­νε.

Εί­ναι γνω­στό ό­τι ο Κο­μι­τάς πέ­θα­νε στις 22 Ο­κτω­βρί­ου του 1935. Η προ­φα­νής αι­τί­α θα­νά­του του ή­ταν η οστε­ΐ­τι­δα. Στην κλι­νι­κή, έ­δι­ναν στους α­σθε­νείς παπού­τσια με σκλη­ρές σό­λες. Ο Κο­μιτάς, α­πό μια πλη­γή στο πό­δι και λό­γω των πα­που­τσιών, α­νέ­πτυ­ξε μια φλεγ­μο­νή η ο­ποί­α ε­ξα­πλώ­θη­κε στα κόκ­κα­λά του. Πριν πε­θά­νει και πά­ντα σύμ­φω­να με τις μαρ­τυ­ρί­ες των πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νων, εί­χε νο­η­τι­κά πλήρη διαύ­γεια. Θυ­μό­ταν την πατρί­δα του και μι­λού­σε για τη γυ­ναί­κα του. Ζή­τησε α­πό ό­λους να γο­να­τί­σουν, για να τους ευ­λο­γή­σει και τα τε­λευ­ταί­α του λό­για ή­ταν: «Να α­γα­πά­τε και να φρο­ντί­ζε­τε τα Αρ­με­νό­παι­δα. Να α­γα­πά­τε αλλή­λους α­λη­θινά, για ό­σο διά­στη­μα ζεί­τε».

Κο­μι­τάς: «Δεν υ­πάρ­χει θά­νατος. Αλ­λά να, αν αυ­τό δεν εί­ναι τά­φος, τό­τε τι εί­ναι;»

«Μας πρό­δω­σε η συ­νεί­δη­σή μας»

Το Νο­έμ­βριο του 1991, στο Πανε­πι­στή­μιο Ια­τρι­κής του Πα­ρι­σιού, στη Γαλ­λι­κή Α­κα­δη­μί­α Ε­πι­στη­μών, η ε­πι­κε­φα­λής ει­δι­κός δύ­ο ψυ­χια­τρι­κών κλι­νι­κών του Πα­ρι­σιού, Λου­ίζ Φοβ-Χοβαν­νε­σιάν, ο­λο­κλή­ρω­σε το δι­δα­κτο­ρι­κό της, με θέ­μα την α­λη­θι­νή αι­τί­α της α­σθέ­νειας και του θα­νά­του του Κο­μι­τάς. Η έ­ρευ­νά της α­πέ­δει­ξε ό­τι ο Κο­μι­τάς δεν ή­ταν ψυ­χικά α­σθε­νής, ού­τε σχι­ζο­φρενής. Για να α­πο­κτή­σουμε μια κα­λύ­τε­ρη ει­κό­να, ήρ­θα­με σε ε­πα­φή με τη Δρ Φοβ-Χο­βαν­νε­σιάν.

Σύμ­φω­να με τη ε­παγ­γελ­μα­τι­κή σας ε­μπει­ρί­α, ή­ταν α­πα­ραί­τη­το ο Κο­μι­τάς να μπει σε ψυ­χια­τρι­κό νο­σο­κο­μεί­ο;

Δεν υ­πήρ­χε κα­μί­α α­πο­λύ­τως α­νά­γκη για αυ­τό. Δεν ε­πι­τέ­θη­κε πο­τέ σε κα­νέ­ναν. Η αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα της ε­πο­χής έ­κα­νε έ­να τρα­γι­κό λά­θος. Η α­πο­μό­νωση του Κο­μι­τάς δεν μπο­ρεί να δι­καιο­λο­γη­θεί με κα­νέ­ναν τρό­πο. Ε­πι­πλέ­ον, την ε­πο­χή εκεί­νη οι για­τροί δεν εί­χαν τις α­πα­ραί­τη­τες γνώ­σεις για να θε­ρα­πεύ­σουν την κα­τά­στα­σή του.

Δεν έ­χα­σε ό­μως το μυα­λό του;

Ο Κο­μι­τάς δεν υ­πήρ­ξε πο­τέ τρε­λός.

Τό­τε πώς θα δι­καιο­λογού­σατε την κα­τά­στα­σή του;

Ε­πέ­ζη­σε της Γε­νο­κτο­νί­ας το 1915. Έ­γι­νε μάρ­τυ­ρας φρι­κα­λε­ο­τή­των και ο ί­διος ή­ταν συ­γκλο­νισμέ­νος. Ό­ντας ευαίσθη­τος άν­θρω­πος, κλο­νί­στη­κε πνευ­μα­τι­κά. Υ­πέ­φε­ρε α­πό μετα­τραυ­μα­τι­κή αγ­χω­τι­κή δια­τα­ρα­χή. Δε χρεια­ζό­ταν νο­ση­λεί­α, ό­πως πί­στευαν και με­ρι­κοί για­τροί που δού­λευαν στην κλι­νι­κή τό­τε. Ο για­τρός του Κο­μι­τάς ό­μως εί­χε άλ­λη γνώ­μη. Έ­κα­νε έ­να τραγι­κό και α­πα­ρά­δε­κτο λά­θος στη διά­γνω­σή του.

Για­τί έ­νας λο­γι­κός άν­θρω­πος να ει­σα­χθεί σε έ­να ψυ­χια­τρι­κό ί­δρυ­μα;

Αυ­τό μπο­ρεί να το κα­τα­λά­βει κα­νείς, μό­νον αν κα­τα­λή­ξει ο ί­διος σε έ­να τέ­τοιο ί­δρυ­μα και βιώ­σει α­πό πρώ­το χέ­ρι την ια­τρι­κή προ­σέγ­γι­ση. Στο πε­δί­ο της ψυ­χια­τρι­κής, τί­πο­τα δεν εί­ναι ξε­κά­θα­ρο και δυ­στυ­χώς, δεν εί­ναι α­νά­γκη σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση, ό­λοι ό­σοι μπαί­νουν σε αυ­τά τα ι­δρύ­μα­τα να νο­ση­λευ­τούν για να θε­ρα­πευ­τούν.

Μα σύμ­φω­να με τα αρ­χεί­α, ο Κο­μι­τάς νο­ση­λεύ­τη­κε οι­κειο­θε­λώς…

Σε α­ντί­θε­ση με τη ση­με­ρι­νή πρα­κτι­κή, τό­τε δε ζη­τούσαν τη συ­γκα­τάθεση του α­σθενούς για την ει­σα­γω­γή του σε ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή.

Γνω­ρί­ζα­τε ό­τι οι Αρ­μέ­νιοι ή­θε­λαν να τον ε­ξε­τά­σει ο Φρόυ­ντ;

Εί­χαν την πρό­θε­ση αλ­λά τε­λι­κά για κά­ποιο λό­γο δεν το έ­καναν… Δεν έ­χει ση­μα­σί­α ό­μως αυ­τό, διό­τι εί­ναι ση­μα­ντι­κότε­ρο ό­τι ο Κο­μι­τάς υ­πέφε­ρε α­πό ό­σα εί­χε βιώ­σει και α­πό το γε­γο­νός ό­τι πή­ρε την «τα­μπέ­λα» του τρε­λού. Στα­μά­τη­σε να μι­λά, πράγ­μα που οι για­τροί το ε­ξέ­λα­βαν ως σύ­μπτω­μα της α­σθέ­νειάς του. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εί­χε α­πλά κου­ρα­στεί να ε­πι­κοι­νω­νεί με τους άλ­λους. Σε μια διά­γνω­ση ο Δρ Λε­βόφ έ­γρα­ψε: «Εί­ναι ε­πι­θε­τι­κός με τους για­τρούς, α­ντι­στέ­κε­ται στη θε­ρα­πεί­α, βα­σα­νί­ζε­ται α­πό αλ­λό­κο­τες σκέ­ψεις». Αλ­λό­κο­τες! Μα φυ­σι­κά, ό­λα ό­σα ο Κο­μι­τάς έ­ζη­σε θα μπο­ρού­σαν να φαί­νο­νται αλ­λό­κο­τες πα­ραι­σθή­σεις σε έ­ναν γάλ­λο για­τρό. Το μό­νο που χρεια­ζό­ταν ή­ταν κα­τα­νό­ηση και υ­πο­στή­ρι­ξη, ξε­κού­ρα­ση και α­πο­δο­χή. Αυτά ζη­τού­σε, μά­ταια, α­πό την αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα…

Η Δρ Φοβ-Χοβαν­νε­σιάν χρη­σι­μο­ποιεί πολ­λά α­πό τα γε­γο­νό­τα για να στη­ρί­ξει τα συ­μπε­ρά­σμα­τά της. Ο Κο­μι­τάς ε­ξα­πα­τή­θη­κε δύ­ο φο­ρές για να με­τα­φερ­θεί σε νο­σο­κο­μεία της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και του Παρι­σιού. Με­τά τη φρί­κη της σφα­γής, έ­τυ­χε να εί­ναι α­σθε­νής ε­νός τούρ­κου στρα­τιω­τικού για­τρού και αυτό μπο­ρού­σε μό­νο να ε­πι­δει­νώ­σει την κα­τάστα­σή του. Τον πή­γαν στο νο­σο­κο­μεί­ο του Πα­ρι­σιού για να διε­ρευνή­σουν τους λό­γους που ή­ταν τό­σο ευέ­ξα­πτος. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι α­κό­μα και τό­τε ή­ταν α­βέ­βαιο αν ο Κο­μι­τάς ή­ταν πα­ρά­φρων. Πολ­λές εί­ναι οι ανα­κρί­βειες του ια­τρι­κού ι­στο­ρι­κού, οι ο­ποί­ες ε­γεί­ρουν αμ­φι­βο­λί­ες. Έ­χει γραφτεί ό­τι ο Κο­μι­τάς εί­χε λά­βει ε­πα­νει­λημ­μέ­να α­γω­γή σε νο­σο­κο­μεί­α της Τουρ­κί­ας και της Ρω­σί­ας και ό­τι σε ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή πή­γε πρώ­τη φο­ρά το 1898. Αυ­τό δεν μπο­ρεί να εί­ναι αλή­θεια, καθώς εί­ναι γνω­στό ό­τι ε­κεί­νο τον και­ρό ο Κο­μι­τάς σπού­δα­ζε στη Γερ­μα­νί­α. Σώ­ζο­νται α­κό­μα τα γράμ­μα­τά του α­πό το Βε­ρο­λί­νο. Ό­ταν πή­γε για πρώ­τη φο­ρά σε ψυ­χια­τρικό νο­σο­κο­μεί­ο, ή­ταν ή­δη 48 ε­τών, σε η­λι­κί­α δη­λα­δή που η σχι­ζο­φρέ­νεια δύ­σκο­λα εμ­φα­νί­ζε­ται.

Ο Κο­μι­τάς μι­λού­σε με δυ­σκο­λί­α τα γαλ­λι­κά, τη στιγ­μή που στη ψυ­χια­τρι­κή εί­ναι ζω­τι­κή η ε­πι­κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ α­σθενούς και για­τρού. Αυ­τή η «α­συμ­βα­τό­τη­τα» γλώσ­σας μπο­ρεί να εί­ναι έ­νας α­κό­μα λό­γος για την α­προθυ­μί­α του Κο­μι­τάς να συ­νο­μι­λεί με για­τρούς και άλ­λους α­σθε­νείς.

Η «Ε­πι­τρο­πή Α­ρω­γής Κο­μι­τάς» υ­πέ­γρα­ψε εντο­λή να μην ε­πι­τρέ­πο­νται οι ε­πι­σκέψεις στον Κο­μι­τάς, χω­ρίς την ά­δειά της. Η Δρ Φοβ-Χο­βαν­νε­σιάν α­να­ρω­τιέ­ται ποιος ε­πέ­τρε­ψε στην Ε­πι­τρο­πή την έκ­δοση τέ­τοιας α­πό­φα­σης. Τι τους φό­βι­ζε, αν ή­ταν σί­γου­ροι ό­τι ο Κο­μι­τάς ή­ταν ό­ντως πα­ρά­φρων; Ί­σως γι’ αυ­τό να μην υ­πάρ­χει κα­νέ­να ό­νο­μα στο ε­πι­σκε­πτή­ριο των αρ­χεί­ων του νο­σο­κο­μεί­ου.

Στα τό­σα χρό­νια της α­πο­μό­νωσης, δε διά­βα­ζε πλέ­ον ε­φη­με­ρί­δες ού­τε χρησι­μο­ποιού­σε ρο­λό­ι ή η­με­ρο­λό­γιο. Ω­στό­σο, εί­ναι πο­λύ πα­ρά­ξε­νο ό­ταν κα­τά­φε­ρε να μαντέ­ψει την α­κρι­βή έ­ναρ­ξη της νη­στεί­ας της Σα­ρα­κο­στής και να την τη­ρή­σει.

Α­φού με­λέ­τη­σε το ια­τρι­κό ι­στο­ρι­κό και τα σχε­τι­κά έγ­γρα­φα, η Δρ Λου­ίζ Φοβ-Χο­βαν­νε­σιάν συ­μπέ­ρα­νε τη διά­γνω­ση του Κο­μιτάς «με­τα­τραυ­μα­τι­κή αγ­χω­τι­κή δια­τα­ρα­χή». Αυ­τή η δια­τα­ρα­χή θα μπο­ρού­σε να εί­χε θε­ρα­πευ­τεί με την ε­πα­να­φο­ρά του στο γνώ­ριμο πε­ρι­βάλ­λον, στον συ­νη­θι­σμέ­νο κα­θη­με­ρι­νό ρυθ­μό, στην τέ­χνη του, στη δη­μιουρ­γι­κή ζω­ή και στους αν­θρώ­πους.

Η Ρί­τα Σου­λα­χιάν-Κου­γιουμ­τζιάν έ­δω­σε την ί­δια α­κρι­βώς διά­γνω­ση: «Τώ­ρα, με τη βο­ή­θεια της ψυ­χα­νά­λυ­σης μπο­ρού­με να δη­λώ­σου­με ό­τι ο Κο­μιτάς βί­ω­σε μί­α ι­σχυ­ρή αγ­χώ­δη δια­τα­ρα­χή, παρό­μοια με τη με­τα­τραυ­μα­τι­κή αγ­χώ­δη δια­τα­ρα­χή, που συ­νή­θως πλήτ­τει ό­σους α­πει­λεί­ται η ζω­ή τους ή αυ­τή των κο­ντι­νών τους αν­θρώ­πων».

Κο­μι­τάς: «Κοί­τα­ξε μέ­σα στη ρί­ζα, ψά­ξε το νέ­ο, α­παλλά­ξου α­πό το πα­λιό, α­να­κά­λυ­ψε την α­λή­θεια».

Υ.Γ.

Ο Κο­μι­τάς πέ­ρα­σε 19 χρό­νια σε ψυ­χια­τρι­κά νο­σο­κο­μεί­α. Ό­λα αυ­τά τα χρό­νια δια­τή­ρη­σε μια κα­τά­στα­ση ει­κο­νι­κής σιω­πής. Οι ψυ­χο­λό­γοι λέ­νε ό­τι οι δη­μιουρ­γι­κοί άν­θρω­ποι ξε­περ­νούν την α­πώ­λεια δί­νο­ντας διέ­ξο­δο στα δημιουρ­γι­κά τους έν­στι­κτα. Ο Κο­μι­τάς α­νέ­συ­ρε τις με­λω­δί­ες που πή­γαζαν α­πό μέ­σα του κομ­μά­τι-κομ­μά­τι, για να πα­ρη­γο­ρή­σει την ορ­φα­νε­μέ­νη του ψυ­χή. Δημιούρ­γη­σε έ­ναν να­ό μου­σι­κής, που έγι­νε τό­πος προ­σκυ­νή­μα­τος για πολ­λούς. Ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος των Α­πα­ντα­χού Αρμε­νί­ων, Βα­σκέν Α΄ γράφει:

«Στα τρα­γού­δια του Κο­μι­τάς, οι Αρ­μέ­νιοι βρήκαν και α­να­γνώρισαν την ψυ­χή και την πνευ­μα­τι­κή τους ταυ­τό­τη­τα. Ο Κο­μι­τάς εί­ναι μια αρ­χή χω­ρίς τέ­λος. Πρέ­πει να ε­ξα­κολου­θεί να ζει μέ­σα α­πό τους Αρ­με­νίους, οι ο­ποί­οι πρέ­πει να ζουν μέ­σα α­πό αυ­τόν, τώ­ρα και για πά­ντα».

Bιογραφία

Ο Σο­γο­μόν Σο­γο­μο­νιάν (Κο­μι­τάς) γεν­νή­θη­κε στις 26 Σε­-πτεμ­βρί­ου του 1869 στην Κου­τί­να, μια πό­λη στα προ­ά­στεια της Κιου­τά­χειας. Έ­χα­σε τους γο­νείς του σε η­λι­κί­α 11 ε­τών. Το 1881, έ­γι­νε μα­θη­τής του Ιε­ρο­δι­δα­σκα­λεί­ου της Θε­ο­λογι­κής Σχο­λής του Ε­τσμια­τζίν. Το 1890, χει­ρο­το­νή­θη­κε μο­να­χός.

Το 1893, ο­λο­κλή­ρω­σε την εκ­παί­δευ­σή του στην ιε­ρα­τι­κή σχο­λή και χει­ρο­το­νή­θη­κε Βαρ­τα­μπέτ (υ­ψη­λό­τε­ρος α­κα­δη­μα­ϊ­κός βαθ­μός πνευ­μα­τι­κής α­φο­σί­ω­σης, για τους κλη­ρι­κούς - Επί­σκο­πος). Πή­ρε το ό­νο­μά του από τον «Αρ­χιε­πί­σκο­πο Κο­μι­τάς» του 7ου αιώνα, έ­ναν δη­μιουρ­γι­κό­τα­το ποι­η­τή και συν­θέ­τη εκ­κλη­σια­στι­κών ύ­μνων. Άρ­χι­σε την κα­ριέ­ρα του ως δά­σκα­λος μου­σι­κής στο ιε­ρο­δι­δα­σκα­λεί­ο.

Το 1895, έ­γι­νε Αρχι­μαν­δρί­της και έκα­νε μα­θή­μα­τα αρ­μο­νί­ας με τον συν­θέ­τη Μα­γκάρ Γιεκ­μα­λιάν. Τό­τε, με πρω­τοβου­λί­α του Αρ­χιε­πι­σκό­που και τη χο­ρη­γί­α του με­γι­στά­να της πε­τρε­λαιο­βιο­μη­χανί­ας, Α­λε­ξά­ντερ Μα­ντά­σεβ, τα­ξί­δε­ψε στο Βε­ρο­λίνο, ό­που σπού­δα­σε στο ι­διω­τι­κό ω­δεί­ο του Ρί­τσαρ­ντ Σμιτ. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε ε­πί­σης μα­θή­μα­τα φι­λο­σο­φί­ας, αι­σθη­τι­κής, γε­νι­κής ι­στο­ρί­ας και ι­στο­ρί­ας της μου­σι­κής στο Αυ­το­κρα­το­ρι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο του Βε­ρο­λί­νου. Ο ί­διος πα­ρέ­δι­δε μα­θή­μα­τα αρ­με­νι­κής εκ­κλη­σια­στι­κής μου­σι­κής, για λο­γα­ρια­σμό της Διε­θνούς Μου­σι­κής Κοι­νό­τη­τας.

Το 1899, ε­πέ­στρε­ψε στο Ε­τσμια­τζίν, ό­που γρήγο­ρα κα­τά­φε­ρε να αλλά­ξει το σύ­στη­μα δι­δα­σκα­λί­ας της ιε­ρα­τι­κής σχο­λής. Δη­μιούρ­γη­σε μια ορ­χή­στρα δω­μα­τί­ου και τε­λειο­ποί­η­σε τη χο­ρω­δί­α. Τα­ξι­δεύ­ο­ντας σε πολ­λές πε­ριο­χές της Αρ­με­νί­ας, η­χο­γρά­φη­σε και δού­λε­ψε πά­νω σε χι­λιά­δες τρα­γού­δια. Ένα α­πό τα ι­διαί­τε­ρα σχέ­διά του ή­ταν να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει την αρ­χαί­α αρ­με­νι­κή μου­σι­κή φθογ­γο­γρα­φί­α. Α­φιέ­ρω­σε πολ­λή ε­νέρ­γεια στη λα­ϊ­κή μου­σι­κή, πράγ­μα που τον ο­δή­γη­σε σε δια­μάχες με τους επι­σήμους της Εκ­κλη­σί­ας. Η α­δια­φορί­α και η α­δυ­να­μί­α κα­τα­νό­η­σης α­πό τον Κο­μι­τάς των κλη­ρι­κών αρ­χών και ο κλη­ρικός λί­βε­λος που ε­ξαπο­λύ­θη­κε ε­να­ντί­ον του, τον α­νά­γκασαν να γρά­ψει έ­να γράμ­μα στον Αρ­χιε­πί­σκο­πο, ζη­τώ­ντας του να του ε­πι­τρέ­ψει να ζει και να δη­μιουρ­γεί ε­λεύ­θε­ρα. Το γράμ­μα ό­μως, δεν έ­τυ­χε α­πά­ντη­σης και η δια­μά­χη συ­νε­χί­στη­κε.

Το 1910, Ο Κο­μι­τάς ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ό­που ί­δρυ­σε μια μι­κτή χορω­δί­α 300 α­τό­μων, την «Κουσάν». Ε­κτός α­πό συν­θέ­της, ή­ταν και διευ­θυ­ντής χο­ρω­δί­ας, σο­λί­στας και ε­ξαί­ρε­τος ερ­μη­νευ­τής στο πιά­νο και το φλά­ου­το. Συ­νέ­χι­σε να πα­ρα­θέ­τει ο­μι­λί­ες, ει­δι­κά στα συ­νέ­δρια της Διε­θνούς Μου­σικής Κοι­νότη­τας στο Πα­ρί­σι.

Το 1915, μα­ζί με άλ­λους δια­κε­κρι­μέ­νους Αρ­με­νί­ους, ε­ξο­ρί­στη­κε στα βά­θη της Α­να­το­λί­ας. Ό­μως, χά­ρη στη μεσο­λά­βη­ση ο­ρι­σμέ­νων αν­θρώ­πων με με­γά­λη ε­πιρ­ρο­ή, γλύ­τω­σε α­πό το θά­να­το και γύ­ρι­σε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.

Το 1916, ει­σή­χθη σε ψυχια­τρι­κό νο­σο­κο­μεί­ο. Η τε­λευ­ταί­α του κα­τοι­κί­α ή­ταν το νο­σο­κο­μεί­ο «Πωλ Ζι­ρό» στο Βιλ­ζου­ίφ της Γαλλί­ας, ό­που και πέ­θα­νε το 1935.

Το 1936, η τέ­φρα του με­τα­φέρ­θη­κε στην Αρ­με­νί­α και ε­ντα­φιά­στη­κε στο Πάν­θε­ον των πνευ­μα­τι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των στο Ε­ρε­βάν.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 23 επισκέπτες συνδεδεμένους