Η Μεσαιωνική Αρμενία (Μέρος Γ΄) - Η θλιβερή μοίρα του βασιλείου των Πακραντουνί |
Ρικάρντο Γεργκανιάν Μετά τον θάνατο, το 1020, του βασιλιά Γκαγκίκ Α΄ Πακραντουνί, οι δύο γιοι του –ο Χοβαννές Σμπατ και ο Ασότ– μάχονται ο ένας τον άλλο για τον θρόνο της Αρμενίας. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες... Πάντα σε επιφυλακή και με το βλέμμα στραμμένο στην Αρμενία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία σκοπεύει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Έτσι, με τις υπηρεσίες του γκατογιγκός (επικεφαλής πατριάρχης της Αρμενικής Εκκλησίας) Μπεντρός Κεντατάρτς και μιας ομάδας φεουδαρχών (ναχαράρ), ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ κατορθώνει να ανεβάσει στον θρόνο τον «υποψήφιό» του, τον Χοβαννές Σμπατ.
«Με ειρηνικό χαρακτήρα και αδύναμο ταμπεραμέντο, ο Χοβαννές Σμπατ δεν ήταν κατάλληλος για την πολεμική τέχνη λόγω της μεγάλης σωματικής του διάπλασης. Αντίθετα, ο αδελφός του Ασότ, που δεν μοιραζόταν ούτε το αίσθημα δικαιοσύνης ούτε την καλοσύνη του, ήταν ένας επιδέξιος και αδάμαστος πολεμιστής» υποστηρίζει ο F. Tournebize1. Τόσο που ο Ασότ δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, και με τη βοήθεια των βασιλιάδων του Βασπουρακάν και της Γεωργίας επιτίθεται εναντίον της πρωτεύουσας Ανί. Παρά την υπεροχή στα όπλα έναντι του αδελφού του, ο Ασότ δεν μπορεί να πάρει τον θρόνο: η πλειοψηφία των ναχαράρ αντιτίθεται σε αυτό. Ως εκ τούτου, συμβιβάζεται με την κατάκτηση ενός φέουδου (Λορί) στα βόρεια, και υπογράφει συμφωνία με τον αδελφό του, βάσει της οποίας και τα δύο μέρη του βασιλείου θα ενώνονταν ξανά μετά τον θάνατο ενός εκ των δύο, υπό την κυριαρχία εκείνου που θα είχε επιζήσει. Αυτή η νέα εσωτερική διαίρεση προκύπτει σε μια στιγμή που η Αρμενία χρειάζεται να ενώσει όλες τις δυνάμεις της όχι μόνο ενάντια στο Βυζάντιο αλλά και ενάντια στη νέα απειλή που διαφαίνεται πάνω από τη χώρα: τις εισβολές των Τουρανών. Ένα έγγραφο με τραγικές συνέπειες… Όταν η εσωτερική κατάσταση στην Αρμενία επιστρέφει σε σχετική ηρεμία μετά τη συμφωνία μεταξύ των αδελφών Πακραντουνί, ένα νέο μακιαβελικό σχέδιο τίθεται σε εφαρμογή: ο γκατογιγκός Μπεντρός Κεντατάρτς –πάντα σε συνεννόηση με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα– πείθει τον Χοβαννές Σμπατ να εκδώσει μια διαθήκη σύμφωνα με την οποία με τον θάνατο του τελευταίου, το βασίλειο της Ανί θα προσαρτηθεί στο Βυζάντιο. Πρόκειται για ένα από τα πολλά νεφελώματα της αρμενικής ιστορίας: οι ιστορικοί δεν είναι σε θέση να διευκρινίσουν τις λεπτομέρειες αυτής της κίνησης. Δεν είναι σαφές αν το χειρόγραφο ανήκει στον βασιλιά Πακραντουνί ή στον ίδιο τον γκατογιγκός, που –με δική του πρωτοβουλία ή με εντολή του βασιλιά– γράφει και υπογράφει το έγγραφο πριν το παραδώσει αυτοπροσώπως στον αυτοκράτορα Βασίλειο στην Τραπεζούντα2. Σύμφωνα με ορισμένους, ο Μπεντρός Κεντατάρτς και ένα μέρος των ναχαράρ εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι είναι καλύτερο να βρίσκονται υπό την κηδεμονία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρά ενός αδύναμου Αρμένιου βασιλιά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Κεντατάρτς επιδιώκει προσωπικά και οικονομικά συμφέροντα που ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είναι έτοιμος να ικανοποιήσει... Όπως και να ’χει, από πεποίθηση ή από προσωπική φιλοδοξία, το θέμα είναι ότι το βασίλειο της Ανί θα παραδοθεί στο πιάτο... Εδώ δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να κάνουμε έναν παραλληλισμό με τη σημερινή κατάσταση στην Αρμενία. Ακριβώς χίλια χρόνια μετά, πόσες ομοιότητες! Η αλήθεια είναι ότι, μέχρι σήμερα, το όνομα του Μπεντρός Κεντατάρτς είναι συνώνυμο της συνενοχής και του δοσιλογισμού. Και μάλλον δεν θα είναι ο μοναδικός στην ιστορία μας που θα κουβαλήσει στην πλάτη του τέτοιους «τίτλους»… Από εδώ πέρασαν οι Τουρανοί... Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, είναι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χοβαννές Σμπατ που οι ανατολικές τουρανικές φυλές εμφανίζονται για πρώτη φορά στα σύνορα της Αρμενίας. Προωθητές της είναι οι Σελτζούκοι, οι οποίοι εξαφανίζονται για ένα διάστημα μετά τις αρχικές επιδρομές. Ως τόπος καταγωγής των Τουρανών θεωρείται η τεράστια περιοχή της Κεντρικής Ασίας –μια αιώνια πηγή εισβολέων– που εκτείνεται από τη Μογγολία μέχρι το Τουρκεστάν. Οι εισβολές αυτών των λαών θα αλλάξουν την εικόνα και την ίδια την ουσία της Ανατολής. Νομάδες κατεξοχήν, τα αλλεπάλληλα και ποικίλα κύματα των Τουρανών –Σελτζούκοι Τούρκοι, Μογγόλοι, Τουρκμένοι, Οθωμανοί Τούρκοι– θα προχωρούν για αιώνες στην Εγγύς Ανατολή, διαγράφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Θα είναι επίσης αυτοί που θα προκαλέσουν την καταστροφή των αυτόχθονων πολιτισμών ή εκείνων που εμφανίστηκαν στην περιοχή αιώνες πριν: Αρμένιοι, Ιρανοί, Βυζαντινοί, βαλκανικοί λαοί, ακόμη και Άραβες θα δεχτούν πλήγματα... Βρισκόμαστε, λοιπόν, στις αρχές του 11ου αιώνα όταν οι εξαιρετικοί ιππείς Τουρκοσελτζούκοι στρατιώτες ξεκινούν τις επιθέσεις τους κατά της Αρμενίας. Τα αρμενικά βασίλεια της Ανί και του Βασπουρακάν θα είναι επιφορτισμένα με το αρχικό έργο της αντιμετώπισης των διαδοχικών επιδρομών. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι από την ίδια εποχή, η Αρμενία κατέστη το αμυντικό προπύργιο της Δύσης. Το Βυζάντιο, βέβαια, δεν το βλέπει έτσι, και από εκεί αρχίζουν οι συμφορές του. Και όλων, σε Μικρά Ασία και Ευρώπη. Χωρίς την υποστήριξη του Βυζαντίου, οι Αρμένιοι ενεργούν μόνοι τους ενάντια στις αδιάκοπες επιδρομές των Σελτζούκων. Το αρμενικό βασίλειο του Βασπουρακάν, λιγότερο ισχυρό από το γειτονικό βασίλειο των Πακραντουνί, δεν αντιστέκεται στις επιθέσεις: ο βασιλιάς Σενεκερίμ Αρτζρουνί εγκαταλείπει γρήγορα και συμφωνεί με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ να του παραδώσει το βασίλειό του, αποκτώντας ως αντάλλαγμα την πόλη Σεβάστεια και τα περίχωρά της. Εκεί μετακομίζει με τον λαό του και ιδρύει ένα νέο αρμενικό φέουδο, ένα βυζαντινό προτεκτοράτο. Ως συνέπεια αυτής της μαζικής μετανάστευσης, περίπου 70.000 Αρμένιοι εγκαταλείπουν τις νότιες περιοχές του Μετζ Χάικ και εγκαθίστανται στη Σεβάστεια και στο Αραπκίρ. Πρόκειται για μια απελπισμένη και άνευ προηγουμένου πράξη παράδοσης προγονικής επικράτειας με αρνητικές συνέπειες για το μέλλον της Αρμενίας. Από την πλευρά του, το βασίλειο των Πακραντουνί συνεχίζει να αντιστέκεται προς τους πάντες και τα πάντα. Το 1021, κάτω από τα τείχη της πόλης Ανί και με διοικητή τον Βασάκ Μπαχλαβουνί, οι αρμενικές δυνάμεις καταφέρνουν ένα σοβαρό πλήγμα στις ορδές των Σελτζούκων. Πόλεμος σε δύο μέτωπα Ας επιστρέψουμε στη συμφωνία της Τραπεζούντας με πρωταγωνιστή τον γκατογιγκός Μπεντρός Κεντατάρτς. Μετά τον θάνατο του Χοβαννές Σμπατ –και, περιέργως, τον ταυτόχρονο θάνατο του αδελφού του Ασότ–, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ΄ του Βυζαντίου ξεκινά με στρατό σχεδόν 100.000 ανδρών για να εκπληρώσει τους όρους της προαναφερθείσας διαθήκης. Είναι το έτος 1042. Και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας θέλει να εκπληρώσει τον πολυαναμενόμενο στόχο της προσάρτησης του βασιλείου της Ανί. Στην πραγματικότητα, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να διεκδικεί την «κληρονομιά» του. Αλλά δεν θα είναι εύκολο έργο: αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις προελάσεις των Σελτζούκων Τούρκων, ένας αρμενικός στρατός 30.000 ανδρών υπό τη διοίκηση του Βαχράμ Μπαχλαβουνί καταστρέφει τις δυνάμεις του Βυζαντίου. Παρά το νέο μέτωπο μάχης που επιβλήθηκε στην Αρμενία, οι Βυζαντινοί υπέστησαν σοβαρή ήττα και τα θύματά τους ανήλθαν σε αρκετές χιλιάδες. Στο μεταξύ, οι ναχαράρ στέφουν τον Γκαγκίκ Β΄ –ανιψιό του Χοβαννές Σμπατ– βασιλιά της Αρμενίας. Με τη σειρά του, ο νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Θ΄ «ο Μονομάχος» αποτυγχάνει επίσης να υποτάξει το βασίλειο των Πακραντουνί με τη βία. Και το επιχειρεί με άλλο τρόπο: καλεί τον Γκαγκίκ στην Κωνσταντινούπολη για διαβουλεύσεις με στόχο την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης. Μετά τη μεσολάβηση του ίδιου του γκατογιγκός και ενός Αρμένιου πράκτορα ονόματι Βεστ Σαρκίς στην υπηρεσία του Βυζαντίου, ο Γκαγκίκ πέφτει στην παγίδα και ταξιδεύει στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, παρά τις προειδοποιήσεις αρκετών ναχαράρ για το αντίθετο. Μόλις φτάνει εκεί, ο αυτοκράτορας τον αναγκάζει να απαρνηθεί τον θρόνο. Ο νεαρός Αρμένιος βασιλιάς αρνείται και πιάνεται αιχμάλωτος. Η Αρμενία μένει ακέφαλη. Το 1045, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κατευθύνεται στην πρωτεύουσα Ανί, και αυτή τη φορά καταφέρνει να την υποτάξει με την επαίσχυντη συνενοχή του Μπεντρός Κεντατάρτς, ο οποίος του είχε ήδη παραδώσει τα κλειδιά της πόλης… αυτά που του είχε εμπιστευτεί ο Αρμένιος βασιλιάς όταν έφυγε. Το Βυζάντιο πετυχαίνει τον στόχο του: κατακτά την πόλη Ανί. Αλλά η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η δεύτερη πτώση της Ανί Οι Σελτζούκοι, τώρα υπό τη διοίκηση του Τουγκρίλ Μπεγκ, εισβάλλουν ξανά στην Αρμενία το 1048. Καταστρέφουν το Βασπουρακάν, προχωρούν στην περιοχή του Ερζερούμ (Γκαρίν), και κατακτούν την πόλη Αρτζν, λεηλατώντας τους θησαυρούς της και σφαγιάζοντας τον πληθυσμό. Οι Αρμένιοι δεν είναι πλέον σε θέση να προβάλουν οργανωμένη και ευρεία ένοπλη αντίσταση όπως στο παρελθόν: το Βυζάντιο έχει καταλάβει τη χώρα, αλλά δεν είναι πρόθυμο –προς το παρόν– να πολεμήσει τους Σελτζούκους υποστηρίζοντας την άμυνα της Αρμενίας. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι στρατοί του Βυζαντίου αποτελούνται από μισθοφόρους. Ακόμη κι έτσι, οι αρμενικές δυνάμεις που παραμένουν σε οχυρωμένες πόλεις όπως η Ανί και το Μαναζκέρτ οργανώνουν αυτοάμυνα και αντιστέκονται στον Τούρκο εισβολέα. Ο Τουγκρίλ Μπεγκ επανεμφανίζεται στην Αρμενία το 1054, και οι Βυζαντινοί δεν αντιδρούν. Για άλλη μία φορά, οι Αρμένιοι εγκαταλείπονται στην τύχη τους και αναγκάζονται να υπερασπιστούν τη χώρα τους μόνοι τους. Οι Σελτζούκοι προελαύνουν στο βασίλειο του Καρς. Ο Αρμένιος διοικητής Τατούλ αντιστέκεται όσο καλύτερα μπορεί, αλλά ηττάται και αιχμαλωτίζεται. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ένας από τους αγαπημένους ανθυπολοχαγούς του Τουγκρίλ τραυματίζεται από τους Αρμένιους. «Αν η πληγή γιατρευτεί» λέει ο Σελτζούκος στον Τατούλ «θα σου χαρίσω τη ζωή. Αν πεθάνει, το τίμημα της εκδίκησης θα είναι η δική σου ζωή». «Αν το χτύπημα ήταν δικό μου, θα είναι θανατηφόρο» απαντά ο Τατούλ3. Παρά τη νέα ηρωική αντίσταση των αρμενικών όπλων στην Ανί, στο Μαναζκέρτ, ακόμη και στην Έδεσσα (Ούρφα) και στη Μελιτίνη (Μαλάτια), οι ορδές των Σελτζούκων τελικά επικρατούν. Θα είναι ο αδελφός και διάδοχος του Τουγκρίλ Μπεγκ, ο διάσημος Αλπ Ασλάν, εκείνος που θα καταφέρει τελικά να κατακτήσει την Ανί το 1064. Αυτή η δεύτερη πτώση της πάλαι ποτέ λαμπρής πρωτεύουσας του βασιλείου των Πακραντουνί θα συνοδευτεί από την καταστροφή της πόλης και τη σφαγή μεγάλου μέρους του πληθυσμού της. Μόλις καταλαμβάνεται το οχυρό της Ανί, οι Τουρανοί εισχωρούν στη Μικρά Ασία. Τώρα, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ θα προσπαθήσει, μάταια, να σώσει την κατάσταση: το 1071 προελαύνει με μεγάλο στρατό στο Μαναζκέρτ (Ματζικέρτ, βόρεια της λίμνης Βαν), όπου διεξάγεται μια ιστορική μάχη της οποίας οι συνέπειες εκτείνονται μέχρι σήμερα... Ελλείψει Αρμενίων –θυμάτων του βυζαντινού πολιτικού πείσματος–, το αποτέλεσμα της ένοπλης αντιπαράθεσης δεν μπορεί να είναι άλλο από τη νίκη του σουλτάνου Αλπ Ασλάν. Ο στρατός του Βυζαντίου δεν ξέρει πώς ή αδυνατεί να αντεπεξέλθει αποτελεσματικά, και ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίζεται. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν θα συνέλθει ποτέ από το πλήγμα που δέχτηκε στο Μαναζκέρτ. Αν και η ύπαρξή της θα διαρκέσει τέσσερις ακόμη αιώνες, δεν θα είναι πλέον η ισχυρή δύναμη που κάποτε κυριάρχησε σε όλη τη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια. Αντίθετα, καταναλώνεται πολιτικά και εδαφικά, μέχρι που πέφτει οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1453. Αυτές οι εισβολές σηματοδοτούν επίσης το τέλος της ανεξαρτησίας της Αρμενίας, η οποία, μέσα στους επόμενους αιώνες, θα βιώσει στο πετσί της όλο τον τρόμο των τουρανικών λαών: τους Σελτζούκους θα διαδεχτούν οι Μογγόλοι του Τζένγκιζ Χαν και του Ταμερλάνου, οι Τουρκμένοι, και τέλος οι Τούρκοι Οθωμανοί τον 16ο αιώνα. Όσο για την Ανί και το βασίλειό της, μέσα σε λίγες δεκαετίες θα μετατραπεί σε μια ημιέρημη περιοχή, όπως παραμένει μέχρι και σήμερα... Η πολιτιστική κληρονομιά Δεν είναι τυχαίο ότι στον τομέα του πολιτισμού, η ανάπτυξη είναι τεράστια: με το βασίλειο της Αρμενίας απαλλαγμένο από κάθε ξένη κυριαρχία και σε σχετικές συνθήκες ειρήνης, το έδαφος ευνοεί την αναγέννηση των τεχνών, ιδιαίτερα της λογοτεχνίας και της αρχιτεκτονικής. Για άλλη μία φορά, είναι στον τομέα της ιστοριογραφίας –τον προτιμώμενο τομέα των Αρμενίων συγγραφέων– εκεί όπου εμφανίζονται τα σημαντικότερα έργα της εποχής. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, αρκεί να επισημάνουμε εδώ το εξαιρετικό έργο των Τοβμά Αρτζρουνί, Μεσρόπ Γερέτς, Στεπανός Ασογίκ, Ματεός Ουρχαγετσί, Κρικόρ Μαγκιστρότς και Αριστακές Λαστιβερτσί4. Δύο μορφές ξεχωρίζουν τον 10ο και 12ο αιώνα αντίστοιχα: ο Κρικόρ Ναρεγκατσί (Άγιος Γρηγόριος του Ναρέκ), αλλιώς «Αρμένιος Πίνδαρος» ή «Άγιος Αυγουστίνος των Αρμενίων», ο πιο εξέχοντας θεολόγος, συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος της εποχής, με το διάσημο βιβλίο προσευχών ονόματι «Ναρέκ», και ο Μχιτάρ Γκος, πιστός εκπρόσωπος της Αρμενικής Αναγέννησης, με τον περίφημο κώδικα αστικών νόμων. Μέσα στην αρμενική πολιτιστική αναγέννηση της εποχής, η αρχιτεκτονική κατέχει προνομιακή θέση και αξίζει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Ας σημειωθεί ότι τον Μεσαίωνα, η αρχιτεκτονική κατέστη –παντού– μία από τις ανώτερες τέχνες: οι ζωγράφοι και οι γλύπτες έγιναν βοηθοί και υποτελείς της. Οι Πακραντουνί αναδεικνύονται σε ακούραστους οικοδόμους: η αρχιτεκτονική λάμπει σε όλο της το μεγαλείο στις εκκλησίες της Ανί. Το 1001 ολοκληρώνεται η ανέγερση του καθεδρικού ναού, έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Ντρταντ, ο οποίος αργότερα θα κληθεί να ανοικοδομήσει τον τρούλο της κατεστραμμένης από σεισμό Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι διάσημες εκκλησίες και τα παρεκκλήσια του Αγίου Γρηγορίου, των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Σωτήρος χρονολογούνται την ίδια περίοδο. Αλλά εξαιρετικά δείγματα αρμενικής αρχιτεκτονικής εμφανίζονται και εκτός της πόλης Ανί: η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο νησί Αχταμάρ της λίμνης Βαν (πιστό αντίγραφο της οποίας αποτελεί ο Αρμενικός Καθεδρικός Ναός στο Παρίσι), η εκκλησία του Μαρμασέν, αυτή του Αγίου Ιωάννη στο Γκοσαβάνκ, εκείνη των Αγίων Αποστόλων στο Καρς, και πολλές άλλες. Δυστυχώς, δεν έχουμε εδώ τον χώρο για να παραθέσουμε σχόλια Ευρωπαίων μελετητών, θαυμαστών αυτών των αριστουργημάτων της αρμενικής αρχιτεκτονικής. Εκείνο που αξίζει όμως να αναφέρουμε είναι ότι όλοι συμφωνούν στο γεγονός ότι το ευρωπαϊκό ρομανικό στιλ –πριν από το γοτθικό– εμπνεύστηκε από την αρμενική αρχιτεκτονική. Και αυτό δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, αφού τον 11ο αιώνα λαμβάνουν χώρα και οι πρώτες μαζικές μεταναστεύσεις Αρμενίων (ως συνέπεια των εισβολών των Τουρανών), όχι μόνο προς τη Μικρά Ασία αλλά και προς την Ευρώπη. Επίλογος Το βασίλειο των Πακραντουνί έχει διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία του αρμενικού λαού. Χάρη σε αυτό –και σε εκείνο που θα αναδυόταν αργότερα στην Κιλικία–, ο Μεσαίωνας θα γνώριζε την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου αρμενικού κράτους. Είναι το βασίλειο της Ανί εκείνο που θα συνδέσει την αρχαία εποχή με τους μεσαιωνικούς χρόνους. Χωρίς αυτό, η Αρμενία θα ήταν ένα από τα πολλά κράτη που υπήρχαν και εξαφανίστηκαν στην αρχαιότητα, δίχως σύνδεση με τη σύγχρονη εποχή. Όπως επισημαίνει ο A. Toynbee, «αυτό που έλειπε από τη μεσαιωνική Αρμενία ήταν ένας Τιγκράν Μέγας που θα επανένωνε τα εδάφη του Μετζ Χάικ και του Ποκρ Χάικ (τα δύο μέρη της ιστορικής Αρμενίας) σε ένα μεγάλο κράτος»5. Αντίθετα, οι εσωτερικές διαιρέσεις και η δημιουργία βασιλείων παράλληλων με αυτό της Ανί σε περιόδους που η ένωση χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ ήταν συνέπεια της υπάρχουσας φεουδαρχικής τάξης και των γεωγραφικών χαρακτηριστικών της Αρμενίας. Παρά τις εσωτερικές διαιρέσεις, το βασίλειο της Ανί κατάφερε να σταματήσει την προέλαση των Βυζαντινών και των Σελτζούκων σε πολλές περιπτώσεις. Ωστόσο, το ταυτόχρονο διπλό μέτωπο, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και η συμπαιγνία μεταξύ των δύο εισβολέων, ήταν αμείλικτοι παράγοντες. Η πολιτική τύφλωση του Βυζαντίου –που έφτασε στα άκρα εξαιτίας θεολογικών διαφωνιών με τους Αρμένιους «σχισματικούς»–, η οποία έδωσε τελικά τη θέση της στη σελτζουκική κατοχή, είναι μία από τις μεγαλύτερες ανοησίες στην ιστορία. Μερικοί Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν είχαν πάρει το μάθημα που γνώριζαν καλά οι Ρωμαίοι προκάτοχοί τους: η Αρμενία αποτελούσε ανέκαθεν προπύργιο για τη Δύση, και αυτό που είναι επιζήμιο για αυτήν είναι κίνδυνος για την Ευρώπη. (1) (3) F. Tournebize, Histoire politique et religieuse de l’Arménie, Παρίσι, 1910.
|