Διασχίζοντας το Αιγαίο: Το αρμενικό 1922 |
![]() |
![]() |
Μερίχ Ερόλ Οι συνέπειεςτου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22 ήταν δραματικές και για τους Αρμένιους. Περίπου ενενήντα χιλιάδες Αρμένιοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα. Μάλιστα, μετά την οριστικοποίηση της νίκης του τουρκικούστρατού,το θέμα της απέλασης των Αρμενίων από τη Μικρά Ασία και της ροής τους στην Ελλάδα παραμελήθηκε. Η τουρκική ιστοριογραφία δεν ασχολήθηκε, αφού την εποχή του «τουρκικού πολέμου της ανεξαρτησίας» έβλεπε τους ντόπιους Αρμένιους σαν προδότες. Αλλά και η ελληνική ιστοριογραφία εστίασε την προσοχή της στην τύχη των ελληνορθόδοξων κατά τα γεγονότα της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μικρασιατικής Καταστροφής τον Σεπτέμβριο του 19221. Στην εκατονταετηρίδα αυτούτου ιστορικούορόσημου, η ιστορία των Αρμενίων και άλλων χριστιανικών πληθυσμών που εκτοπίστηκαν τότε θα λάβει,νομίζω, την προσοχήπου τηςαξίζει. Η ιδιαίτερη βαρύτητα αυτού του διωγμού για τους Αρμένιους συνίσταται στο ότι η φυγή τους από τη Μικρά Ασία το 1922 αποτέλεσε και το τελειωτικό επεισόδιο βίας που τους επιβλήθηκε μετά τη Γενοκτονία του 1915. Την περίοδο 1920-1922, οι Αρμένιοι έφυγαν υποχρεωτικά από την Τουρκία, καθώς, με την αποχώρηση των συμμαχικών κατοχικών δυνάμεων, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Μετά την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να παραχωρήσει την Κιλικία στους Τούρκους με τη Συνθήκη της Άγκυρας (20 Οκτωβρίου 1921), και υπό τον φόβο αντιποίνων του τουρκικού στρατού, περίπου 9.100 Αρμένιοι της περιοχής κατέφυγαν στην Ελλάδα2. Λίγο αργότερα, δεκάδες χιλιάδες Αρμένιοι είχαν την ίδια τύχη με εκείνη ενός τεράστιου αριθμού ελληνορθόδοξων της Μικράς Ασίας. Μαζί διέσχισαν το Αιγαίο και έφτασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού τον Σεπτέμβριο του 1922. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη Διάσκεψη της Λοζάνηςτον Δεκέμβριο του 1922,η τουρκική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Ισμέτ Πασά επιχείρησε να επιτύχει την ανταλλαγή όλων των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένου και του αρμενικού πληθυσμού. Τελικά, οι Αρμένιοι δεν συγκαταλέχθηκαν στην ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας3. Οι εξορίες και οι σφαγές που έπληξαν τους Οθωμανούς Αρμένιους ως συλλογικότητα στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου τούς είχαν μετατρέψει σε ένα πλήθος ηλικιωμένων ανδρών, γυναικόπαιδων και ορφανών παιδιών. Η Ελλάδα (όπως και η Συρία και ο Λίβανος) ήταν από τους βασικούς αποδέκτες Αρμενίων προσφύγων μετά τον εκτοπισμό τους από τη Μικρά Ασία. Η παρουσία των Αρμενίων στην Ελλάδα χρονολογείται ήδη από τον 10ο αιώνα.Τότε εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη,και σε μεταγενέστερους αιώνες στην Κομοτηνή,στην Αλεξανδρούπολη και στη Θεσσαλονίκη, ενώ τον 19ο αιώνα στην Αθήνα. Όλες αυτές οι μετακινήσεις έγιναν υπό ποικίλες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922,οι περισσότεροι Αρμένιοι πρόσφυγες κατέληξαν με πλοία στον Πειραιά,στη Θεσσαλονίκη και στα νησιά, όπως στη Λέσβο,στη Χίο,στη Σάμο, στη Σύρο και στην Κέρκυρα. Πολλές φορές, κανείς δεν ήξερε εξαρχής πού θα αποβιβαστούν οι εξαντλημένοι πρόσφυγες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ζαβέν Τοκατλιάν για το ταξίδι των γονέων του με τη βοήθεια της κουάκερου ιεραποστόλου Miss Burgessαπό την Κωνσταντινούπολη στην Κέρκυρα:«Όταν ξεκίνησαν οι πιο δύσκολες ημέρες,πριν απ’ το ’22,οι ανησυχίες της Miss Burgess ήτανε πολύ έντονες, γιατί είχαν αρχίσει και άλλοι διωγμοί. Οι αρχές έφτασαν μέχρι τη Miss Burgess, κατηγορώντας την ότι προστατεύει άτομα επικίνδυνα... Το 1922, η Miss Burgess είπε σε όσους δουλεύανε μαζί της “μαζέψτε τα και φεύγουμε”…για την Αγγλία. Ένα πολεμικό πλοίο του αγγλικού ναυτικού μάζεψε όσους η Miss Burgess είχε ήδη υπό τη δική της προστασία και έβαλε πλώρη προς Αγγλία. Στον δρόμο για την Αγγλία, όμως, σταμάτησαν στην Κορφού (Κέρκυρα) για ανεφοδιασμό, επειδή οι Άγγλοι είχανε τη βάση τους εκεί... Ένα από τα προσφυγικά κέντρα, σαν αυτά που βλέπουμε σήμερα που έρχονται οι Σύριοι πρόσφυγες,τότε ήταν στην Κέρκυρα και η Miss Burgess θεώρησε σωστό να αποβιβαστούνε στην Κέρκυρα»4. Πολλά ορφανά Αρμενίων και Ελλήνων έφτασαν στην Ελλάδα με την πρωτοβουλία και τη βοήθεια των ιεραποστολικών οργανώσεων. Στη δεκαετία του 1920, ο αριθμός των ορφανών Αρμενίων στην Ελλάδα ήταν περίπου 8.000-8.500 και τα τρία μεγαλύτερα ορφανοτροφεία που φρόντισαν τα ορφανά Ελλήνων και Αρμενίων βρίσκονταν στην Κόρινθο,στην Κέρκυρα και στη Σύρο.Το ζήτημα των Αρμενίων ορφανών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Από τη βιογραφία της Σουσάν Παραγαμιάν (γεννημένη το 1911στο Ερζερούμ)γνωρίζουμε ότι μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων, τα αρμενόπαιδα που μπήκαν υπό τη φροντίδα οικογενειών μουσουλμάνων έγιναν το μήλο της έριδος μεταξύ των αρμενικών αρχών, των διεθνών οργανώσεων, που ήθελαν να τους «σώσουν» από τις νέες τους οικογένειες,και των τουρκικών αρχών, που δεν ήθελαν τα παιδιά να φύγουν από τη φροντίδα των μουσουλμάνων γονέων5. Μαθαίνουμε ότι η μικρή Σουσάν ήρθε τελικά στην Ελλάδα ως κόρη μιας αρμενικής οικογένειας που την υιοθέτησε και τη «διέσωσε» από τον κίνδυνο του εξισλαμισμού, κάτι που συνέβη με πολλά ορφανά Αρμενίων μετά τις σφαγές του 1915. Οι προφορικές αφηγήσεις των Ελληνοαρμενίων,δηλαδή των απογόνων των Αρμενίων που ήρθαν στην Ελλάδα το 1922,εξελίσσονται γύρω από τα θέματα απέλασης από τα διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας,την άφιξή τους στην Ελλάδα,την εγκατάστασή τους σε πρόχειρα σπίτια-παράγκες στους προσφυγικούς συνοικισμούς και τα πρώτα δύσκολα χρόνια. Η Φρανσουή Κασαρτζιάνγεννήθηκε το 1926 στο Νοσοκομείο των Αμερικανίδων Κυριών στην Κοκκινιά. Η γιαγιά της, η Βερόνικα Γιαμαλιάν,γυναίκα του έμπορου μεταξιού Αρισταγές Γιαμαλιάν, έφυγε από τη Σμύρνη με τα μικρά της παιδιά όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά, ενώ έχασε τον άντρα της, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ήταν στο νοσοκομείο6. Η μαρτυρία της Φρανσουή Κασαρτζιάνδείχνει, μεταξύ άλλων, τον μεγάλο βαθμό απώλειας της περιουσίας των Αρμενίων —και Ελλήνων— που επλήγησαν από την καταστροφή, καθώς και τη μεταβαλλόμενη κοινωνική θέση των γυναικών που βρέθηκαν πρόσφυγες:«Η γιαγιά μου όταν ήρθε,ξέρεις τι δουλειά έκανε; Πλίθρες έκοβε…λάσπη,τσαμούρ (τουρκικήλέξη για τη λάσπη),τούβλα από χώμα, για να χτίσουνε παράγκες και να κάτσει ο κόσμος». Ένα κοινό μοτίβο στις περισσότερες προφορικές αφηγήσεις των Ελληνοαρμενίων δεύτερης γενιάς είναι η απεικόνιση των πατεράδων τους ως σκληραγωγημένων και ευσυνείδητων εργατών. Μέσα από τις περιγραφές της ζωής των γονιώντους, οιαφηγητές αφήνουν να εννοηθεί ότι οι Αρμένιοι πρόσφυγες συνεισέφεραν στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας στα χρόνια του μεσοπολέμου. Ο Ζαβέν Τοκατλιάν διηγείται: «Στην Κέρκυρα, ο πατέρας μου δεν έκατσε να περιμένει βοήθεια από τη Miss Burgess. Πήρε μόνος του την πρωτοβουλία κι άνοιξε ένα εργαστήριο όπου άρχισε να εργάζεται,βρήκε σπίτι να μείνουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά του... Ήτανε ευχαριστημένος,πήγε και αγόρασε ένα γραμμόφωνο με κλασικούς δίσκους και αυτό που μου άρεσε εμένα όταν άκουγα τους δίσκους ήταν η ημιτελής συμφωνία του Σούμπερτ. Αυτό σας το είπα για να καταλάβετε σε ποια πλέον κατηγορία βρισκόταν ο μπαμπάς ως οικογενειάρχης... Ο μπαμπάς ήτανε πολυτεχνίτης,έκανε πολλές δουλειές στο εργαστήριο μέσα. Έφτιαχνε καροτσάκια για μωρά,έφτιαχνε ψαλίδια για τους ράφτες,έφτιαχνε μαχαίρια,πολλά πράγματα έκανε»7. Σήμερα, πολλοί Ελληνοαρμένιοι έχουν στεριώσει στον τόπο και ανήκουν στις μεσαίες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη τα κύματα επαναπατρισμού, με αποκορύφωμα τα έτη 1946-48, οπότε μεταφέρθηκαν απότην Ελλάδαστη Σοβιετική Αρμενία πάνω από 18.000 Αρμένιοι. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι ότι, λόγω των οικονομικών δυσκολιών και των εμποδίων σχετικά με την πολιτογράφησή τους στην Ελλάδα, ένα μεγάλο ποσοστό των Αρμενίων που ήρθαν στην Ελλάδα από το 1920 ως το 1922 μετανάστευσαν αργότερα σε άλλες χώρες, όπως Γαλλία, Σοβιετική Αρμενία, Νότια Αμερική, και μετά ΗΠΑ και Καναδά. |