Η εγκατάσταση των Αρμενίων στη Σμύρνη |
![]() |
![]() |
Δρ Ερβέ Ζορζελέν* Πολλοί αναρωτιούνται πώς υπήρχε τόσο μεγάλος πληθυσμός Αρμενίων στην οθωμανική Σμύρνη. Ακόμη και οι πιο ενημερωμένοι γύρω από την αρμενική ιστορία διερωτώνται με ποιον τρόπο και γιατί έφτασαν ως το Αιγαίο αρμενικές οικογένειες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν και, παρά τη μικρή δημογραφικά παρουσία τους, συνέβαλαν σημαντικά στην οικονομία και στην πολιτισμική ζωή της μεγάλης πόλης-λιμένα της Μικράς Ασίας, έως τον Σεπτέμβριο του 1922. Σε γενικές γραμμές, οι ανά τους αιώνες σχέσεις του αρμενικού πληθυσμού με ένα «εθνικό» έδαφος δεν είναι η πιο απλή περίπτωση που συναντάνε οι ιστορικοί. Αν και μπορεί να πρόκειται για θέμα ταμπού, γεγονός είναι ότι και κατά την περίοδο του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, η αρμενική αριστοκρατία είχε την τάση να εντάσσεται στους κόλπους της αυτοκρατορίας και να απομακρύνεται από την ιστορική περιοχή της αρχαίας Αρμενίας. Τον 11ο αιώνα, η επέλαση των σελτζουκικών φυλών —κατερχόμενων από την Κεντρική Ασία αλλά και διαμέσου της Περσίας, όπου εξισλαμίστηκαν— στις ανατολικές περιοχές του Βυζαντίου διατάραξε την υπάρχουσα κατάσταση. Την εποχή εκείνη, στην περιοχή του αρμενικού οροπεδίου υπήρχε κάποια μορφή πολιτικής αυτονομίας με έντονο εθνικό αρμενικό χαρακτήρα. Με τη νέα δυσμενή κατάσταση που διαμορφωνόταν, σημαντικοί αρμενικοί πληθυσμοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την περιοχή και να εγκαθίστανται σε διάφορες περιοχές όπου έπρεπε κατά περίπτωση να προσαρμοστούν σε άγνωστες για αυτούς πολιτικές συνθήκες, οι οποίες δεν ήταν πάντα δυσμενείς, όπως, για παράδειγμα, στην Κριμαία, στη Βεσσαραβία και στη Μολδαβία. Όσον αφορά την αρμενική ελίτ που μετακόμισε εντός του βυζαντινού κράτους, κατάφερε να ιδρύσει, μετά από μερικές αλλαγές τόπου εγκατάστασης, ένα αρμενικό βασίλειο στην περιοχή της Κιλικίας, το οποίο δεν είχε μόνο Αρμένιους κατοίκους αλλά μεικτό πληθυσμό, με ορθόδοξους, Σύριους χριστιανούς, και με πυκνές επαφές με Φράγκους της Εγγύς Ανατολής που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή των σταυροφοριών. Αν δεν λάβουμε υπόψη τη βραχύβια Δημοκρατία της Αρμενίας του Καυκάσου (1918-20), το πιο πρόσφατο αρμενικό κράτος με μακρά ιστορία βρισκόταν εκτός των ορίων του αρμενικού οροπεδίου. Κατανοώντας αυτή τη διάσταση της αρμενικής ιστορίας, τότε γίνεται πιο εύκολο να θεωρήσουμε την παρουσία Αρμενίων στη Σμύρνη ως κάτι φυσιολογικό. Η κινητικότητα των πληθυσμών συνιστά σπουδαίο ιστορικό φαινόμενο και συχνό μοτίβο για πολλούς λαούς, για τους περισσότερους ίσως μακριά από τη Δυτική Ευρώπη. Ιστορικά τεκμηριωμένα κύματα εγκατάστασης Αρμενίων στη Σμύρνη Το αρμενικό βασίλειο της Κιλικίας έπεσε θύμα των ηγετών της εξισλαμισμένης Αιγύπτου το 1375. Από καταφύγιο για αρμενικές αριστοκρατικές οικογένειες, η περιοχή μετατράπηκε σε ζώνη του ισλαμικού κόσμου, και δεν προσέφερε πλέον ασφάλεια σε όσους δεν ήταν έτοιμοι να ενταχθούν σε ισλαμική τάξη. Πολλοί μετακόμισαν στην Κύπρο, όπου η δυναστεία των Λουζινιάν παρέμεινε στην εξουσία ως το 1489. Ο τελευταίος βασιλιάς της Κιλικίας κρατήθηκε όμηρος των Αράβων κατακτητών για επτά χρόνια, ενώ μετά την πληρωμή των απαιτούμενων λύτρων από τη γαλλική μοναρχία, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Την εποχή αυτή, κάποιοι Αρμένιοι έφυγαν για τη Σμύρνη. Να υπενθυμίσουμε ότι η Σμύρνη εκείνη την εποχή ήταν η πόλη των Οσπιταλίων ιπποτών, αργότερα όμως, το 1402, έγινε η πόλη των Τουρκομογγόλων του Ταμερλάνου, και μετά κατακτήθηκε σταδιακά από τους Οθωμανούς, το 1415 και το 1424. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι παρέμεινε ασήμαντη κωμόπολη ως το 1580. Ήταν πόλη μουσουλμανική στα 4/5. Ο αριθμός των Αρμενίων που διέμενε εκεί πρέπει να ήταν πολύ μικρός. Σταδιακά, η πόλη απέκτησε εκ νέου μεγάλη οικονομική σημασία, όπως και αντίστοιχη δημογραφική δυναμική, προσελκύοντας τους Αρμένιους από την ευρύτερη περιοχή της αυτοκρατορίας. Όλη αυτή η διαδικασία μετεγκατάστασης και εσωτερικής μετανάστευσης πληθυσμών άρχισε να εντείνεται κατά τρόπο αποφασιστικό ήδη από τον 17ο αιώνα. Άλλο αξιοσημείωτο στάδιο εγκατάστασης Αρμενίων στη Σμύρνη αποτελεί ο ερχομός εκείνων των Αρμενίων που έφευγαν από το αρμενικό οροπέδιο προκειμένου να μην εκτεθούν στις επιδρομές, στις λεηλασίες και στις καταστροφές που ανά τακτά χρονικά διαστήματα λάμβαναν χώρα σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή. Η εν λόγω περιοχή έγινε πεδίο μάχης μεταξύ Οθωμανών και Σαφαβίδων, και προπαντός του Σαφαβίδη Σάχη Αμπάς Α΄ (1571-1629), ο οποίος εφάρμοζε την πολιτική της καμένης γης για να εμποδίσει την εγκατάσταση των Οθωμανών σε ιρανικά εδάφη. Ο Σάχης έγινε γνωστός για τον εκτοπισμό 300.000 Αρμενίων σε βόρειο προάστιο της Ισφαχάνης, όπου δημιούργησε τη Νέα Τζούλφα, το 1606. Υποτίθεται ότι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν τότε στη Σμύρνη και ενσωματώθηκαν στην ντόπια καθολική κοινότητα. Ο Εντουάρ Μπαλαντίρ, πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας (1993-1995), ο οποίος γεννήθηκε στο τουρκικό Ιζμίρ το 1929, αποτελεί το πιο γνωστό παράδειγμα απογόνου αυτού του πληθυσμού. Στην καθολική εκκλησία του Αγίου Πολυκάρπου, η οποία ιδρύθηκε το 1625, υπάρχουν ως σήμερα επιτύμβιες πέτρες γραμμένες στα αρμενικά που τεκμηριώνουν αυτή την ιστορική πορεία. Ο αρμενικός πληθυσμός της Σμύρνης παραμένει συνολικά σχεδόν σταθερός από τα τέλη του 17ου αιώνα ως το 1914. Ήταν περίπου 10.000. Αυτή η σταθερότητα δεν πρέπει να μας παραπλανά. Ο πληθυσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αντιμετώπιζε αυστηρούς περιορισμούς εγκατάστασης. Ιδιαίτερα, το φαινόμενο της ξενιτιάς των νέων ανδρών μακριά από χωριά της οθωμανικής ενδοχώρας προς τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Σμύρνη ή η Κωνσταντινούπολη, συνιστά παλαιό φαινόμενο. Οι αφίξεις στο λιμάνι προς την πλευρά του Αιγαίου, σε μια εποχή που έσφυζε από την άνθηση του εμπορίου, ήταν συχνά το πρώτο στάδιο για πιο σταθερές εγκαταστάσεις τα επόμενα χρόνια. Κοινωνική συμπεριφορά και μετανάστευση Νύφες μεταφέρθηκαν αργότερα από το χωριό ή την κωμόπολη, ή αναζητούνταν απαραιτήτως εντός της αρμενικής κοινότητας, και αυτή η πρακτική αφορούσε όλα ανεξαιρέτως τα κοινωνικά στρώματα. Γάμοι έξω από την αρμενική κοινότητα ήταν μια σοβαρή προοπτική που, εκ των υστέρων, θεωρούνταν επιλήψιμη απειλή για την κοινότητα. Η αλήθεια είναι ότι οι Λεβαντίνοι, υπήκοοι των δυτικών ευρωπαϊκών κρατών ή απλώς προστατευόμενοι των δυτικών προξενείων στη Σμύρνη, έλκυαν νύφες ή γαμπρούς από άλλες κοινότητες, ιδιαίτερα από τις ελληνορθόδοξες και τις αρμενικές. Αλλαγές χριστιανικού δόγματος για έναν γάμο δεν ήταν σπάνιες πριν από την αποκρυστάλλωση της εθνικιστικής ρητορικής. Άξιζε αν είχαν ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση σε οικονομικά πιο ισχυρούς κύκλους, με εύκολη πρόσβαση στα καλύτερα σχολεία της Σμύρνης, ή την απόκτηση δυτικού διαβατηρίου. Άλλη αιτία της μείωσης του αριθμού των Αρμενίων της Σμύρνης ήταν η μετανάστευση προς πόλεις της Δύσης, όπως η Τεργέστη, η Βενετία, το Άμστερνταμ, η Μασσαλία, ή προς οικονομικά πιο δυναμικούς ή πολιτικά πιο ευνοϊκούς τόπους της Εγγύς Ανατολής, όπως το Χεδιβάτο της Αιγύπτου. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σμύρνη αποτελεί εξαίρεση: Δεν εκτοπίστηκε ο αρμενικός πληθυσμός, παρά μόνο με λίγες εξαιρέσεις. Όμως, από τα πέριξ, όπως η Μαγνησία, εκτοπίστηκαν και δολοφονήθηκαν αρκετοί Αρμένιοι. Οι νεαροί Αρμένιοι όφειλαν να υπηρετήσουν, όπως και οι Ρωμιοί συνομήλικοί τους, στον οθωμανικό στρατό, από όπου όμως, κατά τη συνήθη πρακτική, ήταν απίθανο να γυρίσουν σπίτι τους. Οι πρόκριτοι της αρμενικής κοινότητας της Σμύρνης χρηματοδοτούσαν την ευνοϊκή στάση του Οθωμανού Βαλή Ραχμί Μπέη, με επανειλημμένες δωρεές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο φόβος των επιζησάντων, σε κατάσταση αναβολής, εξασφάλιζε την υποταγή τους στο καθεστώς του Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος. Πρόσφυγες και ελληνική αρωγή Την εποχή της ανακωχής, η Σμύρνη αποτελούσε τη μόνη οργανωμένη κοινότητα της ηττημένης αυτοκρατορίας. Εννοείται ότι ο αρμενικός πληθυσμός εκεί, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, είχε λάβει νέα από τις ανατολικές επαρχίες και γνώριζε για τη συστηματική επιχείρηση ξεκληρίσματος των Αρμενίων της ενδοχώρας. Από το 1918 και εξής, πολλοί επιζήσαντες και πρόσφυγες από την ενδοχώρα έφταναν στη Σμύρνη. Η ελληνική διοίκηση της πόλης, από τον Μάιο του 1919, υποσχόταν ασφάλεια και ιδιαίτερη προστασία για όσους Αρμένιους βρίσκονταν στη ζώνη διοίκησης και κατοχής των Ελλήνων. Ως εκ τούτου, γέμιζε η Σμύρνη με Αρμένιους. Γνωστό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της οικογένειας της Ανζέλ Κουρτιάν, η οποία άφησε με τη μητέρα της και τις αδελφές της το Αφιόν Καραχισάρ το 1920, ευθύς μόλις έφτασε ο ελληνικός στρατός εκεί. Η μαντάμ Σοφί ήταν πεπεισμένη ότι η Σμύρνη θα τους προσέφερε οικονομική ευημερία και ασφάλεια κατά των βιαιοπραγιών, κάτι που πράγματι έγινε σε πρώτη φάση. Η μητέρα της Ανζέλ είχε κάποια ατού υπέρ αυτής της κίνησης: ήταν πλέον καλή μοδίστρα —γεγονός που της είχε ήδη επιτρέψει να επιζήσει σχετικά άνετα στο Αφιόν, χωρίς να εκτοπιστούν πιο πέρα, προς τις ερήμους της οθωμανικής Συρίας και του Ιράκ— και ήξερε καλά ελληνικά από τα νιάτα της, οπότε είχε ζήσει σε προστατευμένο περιβάλλον στην Προύσα, και κατάφερε να επωφεληθεί προσωρινά από τη βοήθεια ενός Έλληνα αξιωματικού. Η επίσημη Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει τις υπηρεσίες της κοινότητας προς όφελος των επιζησάντων. Υιοθετήθηκε μια πολιτική ρητορικής συμμαχίας μεταξύ των ελληνικών και αρμενικών εθνών. Η Αρμενία και η Ελλάδα συνεργάζονταν στις διασκέψεις στο Παρίσι, και επί χάρτου βγήκαν εν τέλει κερδισμένες χάρη στη Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920. Η στοχοποίηση των Αρμενίων Τον Αύγουστο του 1922, ο σμυρναίικος πληθυσμός είχε υπερδιπλασιαστεί με την άφιξη των προσφύγων. Ο αρμενικός πληθυσμός πρέπει να είχε φτάσει κάτι παραπάνω από τους 25.000 στον συνολικό πληθυσμό του μισού εκατομμυρίου, ωστόσο εξακολουθούσε να παραμένει στο στόχαστρο των νέων ηγετών και μετά την αλλαγή εξουσίας. Αυτοί θα φρόντιζαν να ενθαρρύνουν τους βιασμούς και τους σκοτωμούς, με απώτερο στόχο να εκδιώξουν —προφανώς οριστικά— τον αρμενικό πληθυσμό της Σμύρνης. Η εχθρότητα και η στοχοποίηση των Αρμενίων είναι καλά τεκμηριωμένη ιστορικά. Η κεντρική στον αστικό ιστό με τη χαρακτηριστική σύγχρονη εμφάνιση αρμενική συνοικία, με τον καθεδρικό ναό του Σουρπ Στεπανός (Αγίου Στεφάνου) και άλλα «ασκαΐν» (εθνικά) αρμενικά ιδρύματα, κάηκε πρώτη, και πλέον σήμερα στο Ιζμίρ δεν έχει απομείνει το παραμικρό ίχνος της. Το μανιώδες και άσβεστο μίσος εναντίον των Αρμενίων δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται. Έμειναν πίσω πολλοί Αρμένιοι και Έλληνες αιχμάλωτοι που επωμίστηκαν τις βαριές εργασίες και οι οποίοι δεν έπρεπε με τίποτα να φανερώσουν την αρμενική τους ταυτότητα. Άλλαξαν όνομα ώστε να κρυφτούν, και προσπάθησαν να μην ακουστεί η αρμενική τους προφορά ή η υπερβολική ευγλωττία τους στα τουρκικά, που επίσης θα τους πρόδιδε. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1922, η εθνικιστική παραζάλη των Κεμαλικών είχε πρώτο αποδέκτη εξόντωσης τον αρμενικό πληθυσμό. *Λέκτορας Ιστορίας στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Διδάκτωρ Ιστορίας και Πολιτισμών του École des Hautes Études en Sciences Sociales, εργάστηκε ως ερευνητής στην έδρα Ζαν Μονέ του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας και αποτέλεσε μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Το γνωστικό του αντικείμενο είναι η «ιστορία των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Ανατολής κατά τους νεότερους και σύγχρονους χρόνους».
|