Γιατί δεν αναδεικνύονται οι αιτίες και οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής; |
Του Βλάση Αγτζίδη * Η επέτειος των 100 χρόνων από την ολοκλήρωση της Μικρασιατικής Καταστροφής και η υποβάθμισή της από την πολιτική ηγεσία, ανέδειξε για άλλη μια φορά το έλλειμμα γνώσης και σχετικής ευαισθησίας για τα δραματικά εκείνα γεγονότα. Τελικά στην επικρατούσα κρατική ιδεολογία, ουδέποτε η Μικρασιατική Καταστροφή και η ολοκληρωτική Έξοδος των χριστιανικών κοινοτήτων από την Καθ’ Ημάς Ανατολή, θεωρήθηκε ότι αφορούσε όλους και ειδικά το κράτος. Έτσι κι αλλιώς οι κυρίαρχες ελίτ βγήκαν κερδισμένες. Ο γεωγραφικός χώρος που ήλεγχαν στις Νέες Χώρες ελληνοποιήθηκε πλήρως, οι νέοι παραγωγικοί πληθυσμοί των προσφύγων μετέτρεψαν σε εύφορες -και άρα φοροαποδοτικές- τις εκτάσεις που τους παραχωρήθηκαν, τα διασωθέντα κεφάλαια που εισήλθαν στην ελλαδική οικονομία πυροδότησαν την οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας του ’30. Η τεχνογνωσία που είχαν αποκτήσει στις πατρίδες τους οι Μικρασιάτες, Πόντιοι και Αρμένιοι ευνόησε τη δημιουργία μιας αξιοσημείωτης μεσαίας αστικής τάξης, ενώ οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί υπήρξαν το φτηνό εργατικό δυναμικό για την βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Στην πραγματικότητα η Καταστροφή αφορούσε μόνο τους πρόσφυγες, καθώς και τις οικογένειες των άτυχων στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους εξ αιτίας των εγκληματικών λαθών της τότε κυβέρνησης. Απόδειξη των παραπάνω είναι ότι δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο για την Μικρασιατική Καταστροφή δημιουργημένο από το κράτος και ούτε ένα κεντρικό Μουσείο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη για τον ελληνισμό της Ανατολής. Αντιθέτως, το μεγαλύτερο άγαλμα στην Αθήνα είναι του κύριου υπεύθυνου του Εθνικού Διχασμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής, του Κωνσταντίνου Α’ Γλύξμπουργκ στο πεδίο του Άρεως. Αιτίες της υποτίμησης Ας προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τις διεργασίες που οδήγησαν σε αυτή την υποτίμηση: Η επίσημη ιστοριογραφία μας είχε έως την εμφάνιση μιας προσφυγικής ιστοριογραφίας από τη δεκαετία του ’90, επεξεργαστεί σχήματα που ερμήνευαν με διαφορετικό τρόπο τις συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Οι κυρίαρχες ερμηνείες αντιμετώπισαν τις περιόδους αυτές μέσα από δεδομένες εικόνες που διαμορφώθηκαν σε πολιτικά και ιδεολογικά θερμοκήπια, αγνοώντας ή παρακάμπτοντας συνειδητά κρίσιμες παραμέτρους. Αρνούμενοι να εφαρμόσουν τις διαλεκτικές μεθόδους που ανιχνεύουν τις ιστορικές εξελίξεις στον υπαρκτό κόσμο των κοινωνικών αντιθέσεων και όχι στον μεταφυσικό κόσμο των ιδεών που ενυπάρχουν στη σκηνή ενός ανύπαρκτου φανταστικού θεάτρου. Μελετώντας τη νεοελληνική ιστοριογραφία, τον τρόπο πρόσληψης της σύγχρονης Ιστορίας και ειδικά του συγκεκριμένου ιστορικού μεταίχμιου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ελληνική εκδοχή του κεμαλικού ερμηνευτικού σχήματος. Στη νεοελληνική ιστοριογραφία δεν υπάρχει ρήξη μεταξύ οθωμανικού και τουρκικού χώρου, αλλά αντιθέτως υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη και ενιαία τουρκική εθνική κυριαρχία στη Μικρά Ασία και στην Ανατολία, την οποία έρχονται να αμφισβητήσουν έξωθεν οι Έλληνες. Δεν συνειδητοποιείται η -ανεξάρτητη από το ελληνικό κράτος- ύπαρξη της παραμέτρου «Έλληνες της Ανατολής». Μια παράμετρος ουσιαστικότατη και ένας πληθυσμός υπαρκτός και πολυάριθμος, που διεκδικούσε είτε τη συνύπαρξη με τους άλλους λαούς σε έναν κοινό δημοκρατικό πολυπολιτισμικό οθωμανικό κόσμο, είτε την αυτόνομη πολιτική του υπόσταση από τη στιγμή που οι Νεότουρκοι απέκλεισαν κάθε δυνατότητα δημοκρατικής μετεξέλιξης. Η ανάλυση των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών που οδήγησαν στην υιοθέτηση από την πλευρά των Νεότουρκων συγκεκριμένων πολιτικών Γενοκτονίας των μη αφομοιώσιμων οθωμανικών κοινοτήτων δεν απασχόλησε ποτέ την κυρίαρχη εκδοχή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Η αντίληψη που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ήταν απολύτως συμβατή με την επίσημη γραμμική καθεστωτική αντίληψη, που επικράτησε και στην ίδια την Τουρκία. Για τις ηγεμονικές τάσεις της ιστοριογραφίας μας δεν υπάρχει Γενοκτονία και οργανωμένο σχέδιο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Νεότουρκους, γιατί απλώς οι Νεότουρκοι αντιμετωπίζονται ως θετική δύναμη και η πολιτική τους θεωρείται «νόμιμη αντίδραση». Επίσης, δεν αναλύεται η επόμενη μέρα της οθωμανικής κατάρρευσης (Νοέμβρης ’18) ως ευκαιρία επίλυσης του εσωτερικού εθνικού ζητήματος, γιατί απλώς οι χριστιανικές κοινότητες δεν αντιμετωπίζονται ως συλλογικά υποκείμενα με πολιτικά δικαιώματα. Η νομιμοποίηση των εθνικών εκκαθαρίσεων που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε κοινός τόπος. Ως εξέλιξη της ίδιας πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί η αποσιώπηση και η απουσία κάθε ερευνητικής απόπειρας για τις σταλινικές διώξεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης από το 1937. Με την εμφάνιση της νέας ανάγνωσης του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος, η κυρίαρχη νεοελληνική ιστοριογραφία επέλεξε το δρόμο είτε της παραγνώρισης είτε της περιφρόνησης είτε της στείρας άρνησης. Έτσι, τα χρόνια αυτά διαμορφώθηκαν για τη μελέτη αυτών των εποχών δύο ασύμβατοι κόσμοι με μηδενικές δυνατότητες επικοινωνίας. Η «επίσημη» ιστοριογραφία («αριστερή» και «δεξιά» σε θαυμαστή συμφωνία) δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση για ανάπτυξη διαλόγου. Ένα από τα σημεία διαφωνίας, που έχει λάβει πλέον χαρακτήρα συμβόλου, είναι εάν τα γεγονότα εκείνης της περιόδου μπορούν να χαρακτηριστούν «Γενοκτονία» ή είναι απλώς συνήθη εγκλήματα πολέμου, με ίσως μεγαλύτερη ένταση. Στην αρνητική επιχειρηματολογία αντιτείνεται το σχόλιο ότι ο όρος «Γενοκτονία» είναι απλώς ένας όρος του Διεθνούς Δικαίου, ο οποίος ορίζεται με συγκεκριμένα και απολύτως σαφή κριτήρια. Αντί το ερώτημα να τεθεί στην πραγματική του βάση -δηλαδή εάν οι εθνικές εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησαν οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί εμπίπτουν στα κριτήρια αυτά, παρουσιάζεται o όρος με τρόπο τέτοιον, που δεν αντιστοιχεί στον πραγματικό νομικό ορισμό. Με μια έννοια, οι «Αρνητές» συνειδητά αλλοιώνουν το περιεχόμενο του όρου «Γενοκτονία», ακολουθώντας μια παρελκυστική πολιτική που αποσκοπεί στην υποβάθμιση των ιστορικών γεγονότων και στην εντέλει αθώωση των εθνικιστικών εγκλημάτων. Αποσιωπούν παράλληλα σημαντικές αποφάσεις διεθνών οργανισμών, όπως αυτόν της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars), που εντάσσει τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής στις μεγάλες Γενοκτονίες του 20ού αιώνα. Η ακύρωση της Δίκης των 'Εξι Εκτός από την παραδοσιακή υποτίμηση μέσω της ουδετερότητας και του αγνωστικισμού των γεγονότων που σχετίζονται με τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και με τις αιτίες και τις συνέπειες της Ήττας του 1922, εμφανίστηκε και μια άλλη τάση. Δηλαδή μια ρεβανσιστική σχολή των πολιτικών απογόνων των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής που επιχειρεί να αποδείξει ότι ουδεμία ευθύνη για την Ήττα είχε η τότε πολιτική ηγεσία. Αυτό το εγχείρημα ευοδώθηκε πριν λίγα χρόνια με την ακύρωση της Δίκης των Εξ από ένα τμήμα του Άρειου Πάγου και τη συνεχή προσπάθεια να επιβάλουν την αναθεωρητική εκδοχή. Έτσι, επιχειρήθηκε η ηθική αθώωση των πραγματικών υπευθύνων εκείνης της ήττας που η σημασία της υπήρξε μεγαλύτερη από την Άλωση του 1453. Γιατί η τότε μοναρχική ηγεσία -που μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 διαχειρίστηκε τη μικρασιατική πρόκληση- εν πλήρει συνειδήσει υποβάθμισε την ελληνική θέση στο μικρασιατικό πόλεμο και μετέτρεψε μια διασυμμαχική επιχείρηση σε καθαρό ελληνοτουρκικό πόλεμο με αντίπαλο τους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ. Παράλληλα αμέλησαν παντελώς, μετά τις πρώτες ήττες του Καλοκαιριού του 1921, να οχυρώσουν την περιοχή της Σμύρνης, μετατρέποντάς την σε απόρθητο φρούριο, κατά τον τύπο της οχύρωσης της Άγκυρας από τον Μουσταφά Κεμάλ. Επίσης εξέθεσε σε θανάσιμο κίνδυνο τους εναπομείναντες Έλληνες του Πόντου, όταν δημοσίως και προσχηματικά οι ηγέτες της δήλωσαν στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Μάρτιο του 1921, ότι θα οργάνωναν στρατιωτική επέμβαση εκεί, χωρίς να έχουν την παραμικρή τέτοια πρόθεση. Έτσι κατάφεραν να προκαλέσουν την δεύτερη φάση της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, εφόσον ο Μουσταφά Κεμάλ με βίαιο τρόπο εκτόπισε τον ελληνικό πληθυσμό από την περιοχή προς τα βάθη της Ανατολίας. Επίσης δεν έλαβαν κανένα μέτρο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού της Ιωνίας (Ελλήνων και Αρμενίων), ενώ ήταν γνωστό ότι σε περίπτωση αποχώρησης του ελληνικού στρατού θα εσφαγιάζετο από τους κεμαλιστές. Αντιθέτως, μετά την κατάρρευση του μετώπου και πέντε ημέρες πριν εισβάλλει ο κεμαλικός στρατός στη Σμύρνη αποστέλλεται η τελευταία εντολή της μοναρχικής κυβέρνησης με την υπογραφή του πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαππαδάκη: «Εγκρίνετε εμποδισθώσι αναχωρίσωσι Έλληνες Μικρασιάται δι Ελλάδα, ακόμα και όταν είναι εύποροι δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια.» Ως αποτέλεσμα αυτής της αδιαφορίας για τη μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού χιλιάδες Έλληνες υπέστησαν τη βία των άτακτων κεμαλικών συμμοριών. Συνελήφθησαν 100-150.000 άμαχοι από τα κεμαλικά στρατεύματα εκ των οποίων μόνο 15.000 άτομα επέζησαν και έφτασαν στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, ενώ εξολοθρεύτηκε σχεδόν ολοκληρωτικά η αρμενική κοινότητα της Σμύρνης. Το πραγματικό ζήτημα και μια νέα γενιά ιστορικών Σήμερα η προσπάθεια έγκειται στο να ενσωματωθεί αυτή η τραγική εμπειρία στη νεοελληνική συλλογική μνήμη. Δηλαδή την αποδοχή της ιστορικής εμπειρίας του ελληνισμού της Ανατολής και την ενσωμάτωσή της στη συλλογική εθνική μνήμη. Και φορέας αυτής της προσπάθειας είναι το κίνημα πολιτών μέσα από τις εκατοντάδες προσφυγικές οργανώσεις, καθώς και οι ιστορικοί προσφυγικής καταγωγής. Το πραγματικό διακύβευμα του κινήματος της προσφυγικής Μνήμης, που εμφανίστηκε αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά εξωτερίκευσε τις επιδιώξεις του από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, αφορά το ηθικό μέρος. Οι βασικές επιδιώξεις, η αντίληψη που το διακατέχει, αποτυπώθηκαν με σαφήνεια στα πορίσματα των παγκόσμιων προσφυγικών συνεδρίων. Ακριβώς γι’ αυτό είναι υπερβολική η ενόχληση που προκαλεί σε κάποιους κύκλους η προσπάθεια του συνόλου των προσφυγικών οργανώσεων -και όχι μόνο των ποντιακών- να συμμετέχουν και αυτοί στο συλλογικό αφήγημα (ή ακόμα και στον εθνικό μύθο) αυτού του εθνικού κράτους, με του οποίου τη μοίρα πραγματικά ή φαντασιακά έχουν συνδεθεί1. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η ελληνική εθνική Ιστορία είναι αποτέλεσμα Είναι σημαντικό το γεγονός ότι έχει ήδη εμφανιστεί μια νέα γενιά ιστορικών που κάνουν μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές για τα επίμαχα ζητήματα. Προσπαθώντας με τις περιορισμένες τους δυνάμεις, έξω από το σύστημα, απομονωμένοι πολλές φορές, να μαζέψουν τις ψηφίδες, να περιγράψουν τις κρυμμένες παραμέτρους, να κατανοήσουν το παλίμψηστο εκείνων των εποχών (1908-1923 και 1937-1949). Παράλληλα, προσπαθούν να δημιουργήσουν γέφυρες με την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Με ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες που μοιράζονται την ίδια αρνητική άποψη για τις επικρατούσες τάσεις, οι οποίες λειτουργούν ως θεραπαινίδες του συστήματος και των κυρίαρχων ελίτ, παραδοσιακών ή «εκσυγχρονιστικών». Το μόνο πραγματικό ζήτημα που υπάρχει για το ζήτημα της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυροχαλδαίων) δυστυχώς δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό: Είναι η σωστή προσέγγιση και η τοποθέτηση του ζητήματος σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, ώστε να αποφευχθεί η ιδεολογική χρήση των πραγματικών ιστορικών γεγονότων από ακροδεξιούς, ρατσιστές, αλυτρωτιστές. Και αυτό είναι απολύτως εφικτό, αρκεί να γίνει κατανοητό και να σταματήσουν οι σκιαμαχίες, οι οποίες προσπαθούν είτε να αμφισβητήσουν ή να μειώσουν τη σημασία μιας πραγματικά τραγικής σελίδας της σύγχρονης Ιστορίας, είτε να αθωώσουν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπεύθυνους εκείνης της μεγάλης Καταστροφής. * Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, συγγραφέας 1. Η έως τώρα πολιτική για τη συγκρότηση εθνικού ιστορικού αφηγήματος τοποθετεί την ελληνική εμπειρία στο χώρο της «συναινετικής» ιστοριογραφίας. Δηλαδή μιας εξωραϊσμένης θεώρησης του παρελθόντος, όπου οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, καθώς και οι ασυνέχειες και ρήξεις αποκρύπτονταν. Για τη «συναινετική» ιστοριογραφία βλ. Γιώργος Κόκκινος, Η σκουριά και το πυρ. Προσεγγίζοντας τη σχέση ιστορίας, τραύματος και μνήμης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2012, σελ. 24-31. 2. Χριστίνα Κουλούρη, «Η Δίκη των Έξι και ο Κολοκοτρώνης», εφημ. «Το Βήμα», 14 Φεβρουαρίου 2010.
|