Ελληνοαρμενική ιστορική περιήγηση Εκτύπωση E-mail

Ιστορικη Περιηγηση

Άρντα Τζελαλιάν - Βερζίν Καραμπετιάν

Στα ίχνη της Σμύρνης

Λίκνο πολιτισμών και γενέτειρα θρύλων, πατρίδα του Ομήρου και έμπνευση των ποιητών, η Σμύρνη, «η πιο εξευγενισμένη πόλη στην Ασία» κατά τον Στράβωνα, προσέλκυσε από την αρχαιότητα λαούς και θρησκείες, κυβερνήτες και κατακτητές, δόξα και καταστροφές.

Ο Μέγας Αλέξανδρος αναστήλωσε τη Σμύρνη όταν τη βρήκε κατεστραμμένη από Λυδούς και Ίωνες. Οι Ρωμαίοι την προστάτεψαν, αναδεικνύοντάς την ως «το στέμμα της Ιωνίας», όπως έγινε γνωστή. Στα χρόνια του Βυζαντίου, η Σμύρνη γνώρισε περιόδους ακμής αλλά και πτώσης, ως συνέπεια μεγάλων εσωτερικών αναταραχών και συνεχών πολέμων. Το 1424 η πόλη περιήλθε στην απόλυτη κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων.

Κατά την Τουρκοκρατία (1424-1919), και ειδικά τον 19ο αιώνα, η Σμύρνη αναδείχθηκε σε εξέχουσα πόλη, σύμβολο πολυπολιτισμικότητας και κοσμοπολιτισμού, εμπορικό σταυροδρόμι και κέντρο ανάπτυξης μιας πλούσιας πνευματικής και κοινωνικής ζωής. Την αναγνώριση αυτή τη χρωστούσε στην ιδιόμορφη υπεροχή των χριστιανικών μειονοτήτων, κατά κύριο λόγο Ελλήνων, αλλά και Αρμενίων και Ευρωπαίων. Ο τουρκικός χαρακτηρισμός «Γκιαούρ Ιζμίρ» μαρτυρούσε ακριβώς αυτό. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του 1912, ο ελληνισμός αποτελούσε σχεδόν το 20% της Μικράς Ασίας, συγκροτώντας τη μεγαλύτερη μειονότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε μια περίοδο που απογραφές γίνονταν κυρίως βάσει θρησκείας και δόγματος, οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι, Κούρδοι, Κιρκάσιοι, Άραβες και Αλβανοί)ανέρχονταν σε 7,2 εκατομμύρια, οι Έλληνες σε 2 εκατομμύρια, οι Αρμένιοι σε 649.000, οι Εβραίοι σε 78.000, οι Βούλγαροι σε 6.000, οι Αθίγγανοι σε 19.000 και ο ξένος πληθυσμός σε 220.000. Σύμφωνα με την απογραφή, το σύνολο του πληθυσμού της Μικράς Ασίας άγγιζε τότε τα 10,2 εκατομμύρια.

Οι Αρμένιοι στη Σμύρνη πριν το 1922

Η πρώτη γραπτή αναφορά περί διαβίωσης Αρμενίων στη Σμύρνη ανάγεται στo 1261, με θέμα τη συμμετοχή των Αρμενίων εμπόρων στη Β΄ Συνθήκη του Νυμφαίου. Αργότερα, σε περιόδους αναγκαστικών μεταναστεύσεων από τα πάτρια εδάφη, όπως μετά την πτώση της Κιλικίας (1375) ή τη βίαιη εκτόπιση πληθυσμών από την Αρμενία υπό τον Σαχ Αμπάς Α΄ (1604), ο αρμενικός πληθυσμός αυξήθηκε σταδιακά. Έτσι, στις αρχές του 17ου αιώνα, στη Σμύρνη ζούσαν περί τους 8.000 Αρμένιους, στα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρονται 10.000, ενώ το 1915 ο αρμενικός πληθυσμός ανήλθε σε περίπου 30.000. Η Σμύρνη ήταν η δεύτερη πόλη με τον μεγαλύτερο αρμενικό πληθυσμό στη Μικρά Ασία μετά την Κωνσταντινούπολη.

Η αρμενική Σμύρνη (Զմիւռնիա), πριν την καταστροφή, ήταν μια πλήρως ανεπτυγμένη κοινότητα σε όλους τους τομείς, καθώς επίσης και σημαντικό κέντρο πολιτισμού της αρμενικής διασποράς. Η Αρμενοσυνοικία ή Αρμενομαχαλάς «Χαϊνότς» (Հայնոց - σημερινό Μπασμανέ), όπου δέσποζε ο μαρμαρόστρωτος ναός και το επιβλητικό καμπαναριό του Αγίου Στεφάνου (Սուրբ Ստեփանոս), μαζί με τις συνοικίες Κεντεζέρκ (Գետեզերգ) και Καράπ (Քարափ) η προκυμαία Καισυνιστούσαν τα βασικά σημεία διαμονής του αρμενικού πληθυσμού στην πόλη. Πολυάριθμοι Αρμένιοι κατοικούσαν επίσης στις γύρω συνοικίες, όπως στο Κορδελιό, στο Μπουρνόβα, στο Καρατάς και στο Γκιοζτεπέ.

Μικρότερες αλλά στιβαρές κοινότητες Αρμενίων συναντώνται σε κωμοπόλεις και χωριά της ευρύτερης περιοχής: Μάνισα, Αϊδίνι, Κιρκαγάτζ, Οδεμήσιο, Κουσαντά, Κάσαμπα, Μαϊντίρ, Ναζιλί, Σεκέ και αλλού.

Ο τόπος και χρόνος προέλευσης των κατοίκων του κάθε χωριού ποικίλλει ανάλογα με την εποχή μετανάστευσής τους, συνήθως τον 17ο αιώνα. Η κάθε μία από τις προαναφερθείσες πόλεις είχε τη δική της εκκλησία και σχολείο, ενώ οι πιο συνήθεις επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων περιελάμβαναν το εμπόριο και τις αγροτικές ασχολίες.

Στη Σμύρνη, εκτός από τη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου (τέλος 16ου-αρχές 17ου αιώνα), που καταστράφηκε ολοσχερώς, μνημονεύονται πολυάριθμες αρμενικές εκκλησίες. Εκεί λειτουργούσαν Αρμένιοι αποστολικοί κληρικοί, καθώς και καθολικοί και ευαγγελικοί σε μικρότερο αριθμό. Οι αποστολικές εκκλησίες υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Στο καθολικό δόγμα, μέχρι το 1894, την ιερατική εξουσία ασκούσαν εναλλάξ Λατίνοι ιερείς και Αρμένιοι Μεχιταριστές μοναχοί από τη Βιέννη. Οι ευαγγελικοί ίδρυσαν τη δική τους εκκλησία το 1881, με τη βοήθεια Αμερικανών ιεραποστόλων.

Περίφημη η Σμύρνη και για τα εκπαιδευτικά της ιδρύματα, μετρούσε τουλάχιστον έξι αρμενικά εκπαιδευτήρια. Λαμπρότερο όλων το «Κολλέγιο Μεσροπιάν», που ιδρύθηκε το 1799, αλλά και το εκπαιδευτήριο θηλέων «Χριψιμιάν», το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1830. Το 1904 εγκαινιάστηκε το μεικτό «Εθνικό Νηπιαγωγείο». Σχολεία υπήρχαν και στο Κορδελιό, στο Καρατάς και σε άλλες συνοικίες.

Φημισμένα ήταν τα σχολεία των Μεχιταριστών μοναχών και το Ιεραποστολικό Λύκειο. Το αρμενικό νοσοκομείο της Σμύρνης «Σουρπ Λουσαβορίτς» ανεγέρθηκε το 1802, ενώ το 1879 κατασκευάστηκε ακόμη ένα νέο νοσοκομείο. Το νέο αρμενικό κοιμητήριο μεταφέρθηκε στην περιοχή Μελάς το 1882.

Οι Αρμένιοι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης, κυρίως με το εγχώριο και διεθνές εμπόριο (χαλιά, δέρμα, μαλλί, σιτηρά, ξηροί καρποί), την τέχνη (χρυσοχοΐα, ωρολογοποιία, χαρακτική) και την παραγωγή. Πλήρως ενταγμένοι στην κοινωνική ζωή της πόλης, είχαν τις δικές τους οργανώσεις και λέσχες, με σκοπό τη φιλανθρωπία (ανθρωπιστικές οργανώσεις), την ανάπτυξη της λογοτεχνίας και των τεχνών (πολιτιστικοί σύλλογοι, βιβλιοθήκες, μπάντα, θεατρικοί όμιλοι), την ψυχαγωγία και τον αθλητισμό (κυνηγετικές λέσχες, ομάδες ποδοσφαίρου, εκδηλώσεις).

Το πρώτο αρμενικό τυπογραφείο ιδρύθηκε το 1759 από τον Μαχτές Μαχράρ. Στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν τουλάχιστον πέντε τυπογραφεία. Η πρώτη αρμενική εφημερίδα της Σμύρνης, το «Αρσαλούις Αραρατιάν» (Αυγή του Αραράτ), κυκλοφόρησε το 1840. Μέχρι το 1922 είχαν εκδοθεί 36 τίτλοι εφημερίδων και περιοδικών, όπως και σημαντικός αριθμός λογοτεχνικών και σχολικών βιβλίων.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Αρμενική Λεγεώνα

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα χρόνια που προηγήθηκαν χαρακτηρίζονται από ένα έντονο διπλωματικό παρασκήνιο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, με συμμαχίες που ανατρέπονται, υποσχέσεις για αλύτρωτες πατρίδες, διχασμούς και διλήμματα σχετικά με την κυριαρχία εδαφών και το μέλλον των λαών. Τα γεγονότα ορίζουν τη μοίρα της Εγγύς Ανατολής και των πληθυσμών της. Η άνοδος των Νεότουρκων στην εξουσία το 1908 είναι καθοριστική και αποβαίνει μοιραία. Από τις πρώτες εθνοτικές συγκρούσεις μέχρι την προσχεδιασμένη Γενοκτονία των Αρμενίων και την καταστροφή της Σμύρνης, σκοπός είναι η βίαιη συρρίκνωση των χριστιανικών κοινοτήτων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, ταγμένος υπέρ της «Αντάντ» (Entente) και στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, σε μια τελευταία ευκαιρία για ανάκαμψη και γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των εθνοτήτων, παίρνει την έγκριση από τους Συμμάχους, στη Σύνοδο Ειρήνης των Παρισίων, για τον έλεγχο της Σμύρνης. Και ενώ ο τουρκικός στρατός με ηγέτη τον Μουσταφά Κεμάλ πότιζε με αίμα την ενδοχώρα και οι Μεγάλες Δυνάμεις αναλώνονταν σε πολιτικά διλήμματα, τον Μάιο του 1919 τα ελληνικά στρατεύματα, με 13.000 άνδρες, ίππους, δίτροχα και αντιτορπιλικά, αποβιβάζονται στη Σμύρνη. Για τα επόμενα τρία χρόνια, η ελληνική διοίκηση θα προχωρήσει σε θετικές μεταρρυθμίσεις στην πόλη, και η Μικρασιατική Εκστρατεία θα πάρει όλη την ευθύνη για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών και την αποκατάσταση της ειρήνης στη ζώνη κυριαρχίας. Θα ακολουθήσει μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων, με αλλεπάλληλες νίκες και τη σταδιακή υποχώρηση του τουρκικού στρατού στα βάθη της Ανατολής.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, στις τάξεις του ελληνικού στρατού οργανώνεται ένα ξεχωριστό στρατιωτικό σώμα, η Αρμενική Λεγεώνα, υπό τον συνταγματάρχη Τορκόμ. Η Λεγεώνα αποτελείται από Αρμένιους εμπειροπόλεμους εθελοντές, αξιωματικούς και στρατιώτες που κατέφθασαν από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Κιλικία, τη Νικομήδεια και άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας. Αμέσως μετά, οι άνδρες μετακινήθηκαν στη Σμύρνη για να εκπαιδευτούν. Η παρουσία της Λεγεώνας, σε όλες τις μάχες στις οποίες συμμετείχε, ήταν αποφασιστικής σημασίας, απέσπασε δε τα εύσημα της ελληνικής διοίκησης για τη γενναιότητα και την αυτοθυσία της. Ήταν αυτή που εγκατέλειψε τελευταία τη Σμύρνη, αφού παρέλασε στην προκυμαία κρατώντας την ελληνική και την αρμενική σημαία. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο συνταγματάρχης Τορκόμ παρασημοφορήθηκε.

Η καταστροφή της ελληνικής και της αρμενικής Σμύρνης

Το καλοκαίρι του 1922, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος συνεχίζεται, με τα τουρκικά στρατεύματα να περνούν στην αντεπίθεση. Έχει προηγηθεί η ανεφάρμοστη Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 και η πτώση του Ελευθέριου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Ο κεμαλικός τακτικός στρατός, μαζί με τους Τσέτες (άτακτοι ληστές), αναγκάζουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς —Έλληνες, Αρμένιους, Κιρκάδιους και άλλους— να υποχωρούν διαρκώς, επιτυγχάνοντας τη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων και τελικά τη συντριβή τους. Τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα έχουν ήδη ξεκινήσει, με την Ελλάδα να υποδέχεται περίπου 4.000 Αρμένιους πρόσφυγες, τον Δεκέμβριο του 1921, που εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε Πειραιά, Καλαμάτα, Λαύριο, Βόλο, Σάμο, Μυτιλήνη, Χίο και Σύρο.

Με την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922, οι Μεγάλες Δυνάμεις απαγκιστρώνονται από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, μετατρέποντας σταδιακά την πολιτική τους σε φιλοτουρκική, ενώ τα ξένα συμφέροντα πρωταγωνιστούν. Η Μεγάλη Ιδέα καταρρέει και η Σμύρνη μένει ανυπεράσπιστη. Το μεγάλο παράδοξο είναι πως, παρόλες τις σοβαρές πολεμικές αναταραχές στην ενδοχώρα, η ζωή στη Σμύρνη είχε παραμείνει αφύσικα ανεπηρέαστη, με μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, χάριν της παρουσία των 21 ξένων πολεμικών πλοίων στο λιμάνι. Η χαλαρή καθημερινότητα αλλάζει απότομα στις 6 Σεπτεμβρίου 1922, όταν αναχωρεί και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα και ακολουθεί η φυγή της ελληνικής διοίκησης.

Οι σκηνές που έπονται είναι τραγικές. Το τουρκικό ιππικό εισβάλλει στη Σμύρνη και ντύνει την πόλη με κόκκινες σημαίες και μισοφέγγαρα.

Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες βάφονται με κόκκινο καθώς οι Τσέτες σφάζουν ανελέητα, βεβηλώνουν τους νεκρούς και λεηλατούν οικίες και καταστήματα. Γυναίκες κακοποιούνται, ενώ οι άνδρες αιχμάλωτοι βρίσκουν τραγικό τέλος σε τάγματα εργασίας ή εκτελούνται. Πέντε χιλιάδες Αρμένιοι που είχαν βρει καταφύγιο στην αυλή του ναού του «Σουρπ Στεπανός» σφαγιάζονται και ο πρόσφατα ανακαινισμένος ναός καταστρέφεται. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος βρίσκει μαρτυρικό θάνατο στα χέρια του τουρκικού όχλου. Οι διπλωματικοί κύκλοι «μυρίζονται» την επερχόμενη καταστροφή, μαζί με τις οσμές της βενζίνης και της πυρίτιδας που ραντίζουν την πόλη. Τα μεσάνυχτα εκείνης της Τρίτης, ο άνεμος αλλάζει κατεύθυνση.

Η τουρκική και η εβραϊκή συνοικία δεν θα επηρεαστούν. Οι πρώτες εστίες φωτιάς εκδηλώθηκαν στην αρμενική συνοικία. Τις επόμενες ώρες, νέες στήλες καπνού υψώνονταν αλλεπάλληλα. Ο αέρας μετέφερε τις φλόγες προς την ευρωπαϊκή και ελληνική συνοικία, καταπίνοντας ζωές και περιουσίες. Ανάμεσα στα πασίγνωστα ορόσημα της παλαιάς πόλης που έπαψαν να υπάρχουν ήταν ο αρμενικός, ο γαλλικός και ο ελληνικός καθεδρικός ναός.

Την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 1922, η Σμύρνη είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στις φλόγες. «Ούτε ο Θεός βοήθησε» ειπώθηκε χαρακτηριστικά. Ο ουρανός άναβε πορτοκαλί φοβισμένες λάμψεις, το ασφυκτικό νέφος πρόσταζε την άμεση εκκένωση, και καθώς οι Τούρκοι με πολυβόλα έφραζαν κάθε άλλη πιθανή διέξοδο, περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες και Αρμένιοι εγκλωβίστηκαν συνωστισμένοι και τρομοκρατημένοι στα δύο χιλιόμετρα της προκυμαίας, μεταξύ θάλασσας και φωτιάς. Γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, έχοντας καταφέρει να περισώσουν ίσως μερικά κοσμήματα, λίρες χρυσές και κάποιο προσευχητάρι, περίμεναν για ημέρες ολόκληρες στο λιμάνι, βιώνοντας την κόλαση του επιλόγου.

Οι περιγραφές και οι μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές. Η θάλασσα είχε γεμίσει με τα πρησμένα πτώματα εκείνων που απεγνωσμένα έψαχναν πρόσβαση και λύτρωση στα ξένα πλοία. Δεν είχαν δοθεί ακόμη διαταγές για διάσωση προσφύγων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επενέβησαν άμεσα και τα περισσότερα πλοία αρνούνταν αρχικά να τους περισώσουν, μέχρι που οι σκηνές αλλοφροσύνης και οι εικόνες φρίκης επέφεραν τη συμπόνοια και την ανθρωπιστική βοήθεια, ειδικά των Γάλλων πλοιάρχων. Με την αρωγή φιλανθρωπικών οργανώσεων και την ιδιωτική πρωτοβουλία του Αμερικανού Έιζα Τζένινγκς, πολλά πλοία ήρθαν αργότερα για τη διάσωση των προσφύγων. Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του 1922, οπότε και δόθηκε προθεσμία από τις τουρκικές αρχές για την έξοδό τους, όσοι δεν χάθηκαν, δεν κάηκαν, δεν πνίγηκαν ή δεν αιχμαλωτίστηκαν πέρασαν στα απέναντι παράλια αναζητώντας νέες πατρίδες.

Οι Αρμένιοι στην Ελλάδα πριν την καταστροφή

Η Ελλάδα είχε ήδη υπάρξει ένας σχετικά κοντινός και ασφαλής προορισμός για Αρμένιους αγωνιστές, καθώς και για αρκετούς πρόσφυγες μετά τις διώξεις και τις σφαγές του 1894-1896 από τον Αμπντούλ Χαμίτ. Από το 1890, η ηγετική ομάδα του αρμενικού επαναστατικού κόμματος «Χιντσακιάν» μετέφερε μεγάλο μέρος της δράσης του στην Αθήνα, όπου εξέδιδε το κεντρικό όργανο του κόμματος «Χιντσάκ», που μαζί με άλλες εφημερίδες και περιοδικά διανεμόταν στην οθωμανική επικράτεια, στην Ευρώπη και στον Καύκασο.

Στην Αθήνα και στον Πειραιά, το διάστημα 1890-1922 υπήρχαν καταγεγραμμένα 150 με 200 άτομα, ενώ στην καταμέτρηση του 1901 οι μόνιμα εγκατεστημένοι Αρμένιοι ήταν 105. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έμποροι και τεχνίτες.

Το 1875, στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Θεσσαλονίκη, είχαν εγκατασταθεί μερικές εκατοντάδες Αρμενίων, που υπηρετούσαν ως διοικητικοί υπάλληλοι του οθωμανικού κράτους. Την ίδια εποχή, 150 περίπου Αρμένιοι εργάτες έφθασαν στο Δεδέ Aγάτς (Αλεξανδρούπολη) για να ασχοληθούν με τα έργα επέκτασης της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης, ενώ μια άλλη ομάδα περίπου 1.000 εργατών από το Μους έφθασε το 1882 για να εργαστεί στην κατασκευή της διώρυγας της Κορίνθου.

Άφιξη και οργάνωση των προσφύγων

Σε καμία άλλη σελίδα της ιστορίας η μοίρα Ελλήνων και Αρμενίων δεν υπήρξε τόσο στενά συνυφασμένη. Οι πρόσφυγες έφθαναν κατά χιλιάδες στα λιμάνια του Πειραιά, της Μυτιλήνης, της Ύδρας και αλλού, ενώ το ελληνικό κράτος, ήδη εξαντλημένο οικονομικά, ήταν υποχρεωμένο να τους στεγάσει, να τους θρέψει και να τους εντάξει κοινωνικά. Έως το 1924, με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, βάσει της Συνθήκης της Λοζάνης, γύρω στους 1.250.000 Έλληνες και 100.000 Αρμένιοι πρόσφυγες —συμπεριλαμβανομένων 8.000 ορφανών παιδιών από τα κέντρα περίθαλψης της Τουρκίας— έφθασαν στην Ελλάδα. Στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής συμπεριλαμβάνονταν επιζώντες της Γενοκτονίας από την Κιουτάχεια, το Αφιόν Καραχισάρ, τη Νικομήδεια και την Κιλικία που είχαν βρει διέξοδο στο λιμάνι της Σμύρνης.

Παρόλο που οι Αρμένιοι δεν εντάσσονταν στην ανταλλαγή, η Ελλάδα τους υποδέχθηκε με την ίδια αντιμετώπιση όπως τους Έλληνες, δίχως διακρίσεις. Η κοινή τους ταυτότητα ήταν ο περήφανος τόπος καταγωγής τους και η νοσταλγία που δεν έσβησε ποτέ. Οι πρόσφυγες διασκορπίστηκαν σε όλη την επικράτεια, από το Δεδέ Aγάτς μέχρι την Κρήτη και από τη Μυτιλήνη μέχρι την Κέρκυρα. Οι συνθήκες διαβίωσης, ειδικά κατά το πρώτο διάστημα, δεν ήταν καθόλου καλές και οι υποδομές ανύπαρκτες.

Το Νοέμβριο του 1922 η Πολιτεία ιδρύει το Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων, ένα ανεξάρτητο κρατικό όργανο που στελεχώνεται από Έλληνες, μεταξύ των οποίων και πρόσφυγες, και λειτουργεί ως το 1925. Το Ταμείο αναλαμβάνει, παράλληλα με το Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, την κατασκευή οικημάτων για τη στέγαση των προσφύγων. Θέτονται σε λειτουργία νέοι μηχανισμοί οικοδόμησης.

Στην Αθήνα και στον Πειραιά δημιουργήθηκαν 46 προσφυγικοί συνοικισμοί —12 μεγάλοι και 34 μικρότεροι— σε ακατοίκητες περιοχές, στην περίμετρο των δύο πόλεων, οι οποίες έτσι ενώθηκαν. Το Ταμείο διαχειρίζεται ποσά που προέρχονται από εράνους, δωρεές και κληροδοτήματα.

Με τη χρηματοδότηση της «Κοινωνίας των Εθνών» ρυθμίζεται η προσωρινή στέγαση σε σκηνές και παράγκες, ενώ συγχρόνως οργανώνεται η αρωγή. Ζωτική υπήρξε η βοήθεια των ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων, κυρίως της «Near East Relief» —που ήδη δρούσε στην Εγγύς Ανατολή—, του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, της «Save the Children Fund», της Αρμενικής Ένωσης Αγαθοεργίας και του Αρμενικού Κυανού Σταυρού, που είτε με χρηματικά ποσά είτε με φάρμακα, ρουχισμό, σίτιση και ψυχολογική στήριξη περιέθαλψαν τους πρόσφυγες κατά το πρώτο διάστημα.

Το 1937 έρχεται στην Ελλάδα το φιλανθρωπικό ίδρυμα «Χάουαρντ Καραγκεοζιάν» (ιδρυθέν στη Νέα Υόρκη το 1921) που ήδη είχε δράσεις σε χώρες με αρμενική διασπορά. Στην Ελλάδα, σκοπός είναι η βοήθεια των Αρμενίων προσφύγων, ειδικότερα παιδιών. Η προσφορά του ιδρύματος τις επόμενες δεκαετίες υπήρξε ουσιαστική.

Στην Αθήνα, οι Αρμένιοι εγκαθίστανται βασικά σε πέντε περιοχές: Δουργούτι (7.000), Παγκράτι και Καισαριανή (3.000), Λιπάσματα, Άγιος Διονύσιος - Πειραιάς (5.000), Κοκκινιά (6.000) και στο κέντρο της Αθήνας (5.000).

Χαρακτηριστικό είναι ότι σε ορισμένες από αυτές τις περιοχές δόθηκαν αργότερα ενδεικτικές λαϊκές προσωνυμίες, όπως «Αρμένικα» για το Δουργούτι, την Καισαριανή και τα Σεπόλια, και «Αρμενοχώρι» για τις Συκιές στη Θεσσαλονίκη. Τα ορφανά Αρμενόπουλα στέλνονται στα ορφανοτροφεία της Σύρου, της Κορίνθου, του Ωρωπού και της Κέρκυρας, και από εκεί πολλά διοχετεύονται σε ορφανοτροφεία του εξωτερικού.

Τα επόμενα χρόνια ο αριθμός των Αρμενίων προσφύγων υπόκειται σε σταδιακή μείωση. Την πρώτη περίοδο αναφέρονται περίπου 3.000 θάνατοι λόγω αρρώστιας, κακουχιών και ανθυγιεινών συνθηκών διαβίωσης. Στα χρόνια 1924 -1925 και 1931-1932, ένα μεγάλο μέρος του αρμενικού προσφυγικού πληθυσμού αφήνει την Ελλάδα και εγκαθίσταται στη Σοβιετική Αρμενία.

Οι εναπομείναντες στην Ελλάδα Μικρασιάτες πρόσφυγες, προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, μετέφεραν τις παραδόσεις τους, τις ενδυματολογικές και διατροφικές τους συνήθειες, τη μουσική και τον χορό τους στη νέα τους πατρίδα. Η διαφορετικότητα αυτή συχνά παρεξηγήθηκε και αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τους γηγενείς. Η πολιτισμική επιρροή στην ευρύτερη κοινότητα, η σταδιακή αφομοίωση και η εξέλιξη του έντιμου βίου των προσφύγων προσέφερε τελικά μια κοινωνική ανανέωση στη χώρα.

Οι Αρμένιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα, με γνώση της ελληνικής γλώσσας, της μουσικής και των εθίμων ήδη από την κοσμοπολίτικη Σμύρνη, σχημάτισαν μια ιδιαίτερη τυπολογία «Αρμένιου της Διασποράς», χαρακτηρισμένη από την κοινή μοίρα, τον ίδιο τόπο αφετηρίας και προορισμού.

Ορφανοτροφεία

Μεταξύ των χιλιάδων προσφύγων που έφθασαν στην ελληνική επικράτεια περιλαμβάνονταν 8.000 ορφανά Αρμενόπουλα που επέζησαν από τη Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915 και διασώθηκαν χάριν στο ανθρωπιστικό έργο των ιεραποστολικών οργανώσεων και της Αμερικανικής «Near East Relief». Το έργο της περίθαλψης και της αποκατάστασής τους υπήρξε τιτάνιο. Σε μια καταστροφή δίχως προηγούμενο, το έργο αυτό ήταν που θα διασφάλιζε το μέλλον και τη συνέχεια της ζωής. Ορφανοτροφεία και κέντρα περίθαλψης που υπήρχαν ήδη στη Σμύρνη και στις ευρύτερες περιοχές της Ανατολίας μετέφεραν συνολικά 17.500 ορφανά και τα εγκατέστησαν σε διάφορες υποδομές της Ελλάδας. Βάσει των καταγραφών, στην Κόρινθο, όπου διαμορφώθηκε ένας παλαιός στρατώνας, εγκαταστάθηκαν 3.300 ορφανά, στο φρούριο της Κέρκυρας 2.720 και στην Αγροτική Σχολή του Ωρωπού και στο Ζάππειο Μέγαρο, που μετατράπηκαν σε ορφανοτροφεία, εγκαταστάθηκαν από 2.000 Αρμενόπουλα αντίστοιχα. Αργότερα, ο αριθμός τους έφθασε τις 20.000 και τα παιδιά μεταφέρθηκαν κυρίως στη Σύρο και στην Κόρινθο.

Το 1926, μετά το κλείσιμο του ορφανοτροφείου της Κορίνθου, το ορφανοτροφείο της Σύρου —το μεγαλύτερο ορφανοτροφείο της Μεσογείου— φιλοξένησε τα ορφανά στις εγκαταστάσεις του.

Τα ιδρύματα αυτά αποτέλεσαν σημαντικά εκπαιδευτήρια για τα Αρμενόπουλα, διότι πέρα από την κάλυψη των βασικών αναγκών, την εκμάθηση της αρμενικής γλώσσας και την εκπαίδευση, δόθηκε έμφαση στην επαγγελματική τους κατάρτιση. Στο πλαίσιο των θεωρητικών μαθημάτων, αρκετοί Αρμένιοι δάσκαλοι και διανοούμενοι δίδαξαν την αρμενική γλώσσα στα παιδιά και τα προετοίμασαν για την ένταξή τους στις νεοσύστατες αρμενικές κοινότητες της Ελλάδας.

Σχολεία

Από την πρώτη ημέρα, η αρμενική προσφυγική κοινότητα στην Ελλάδα προσπάθησε, μέσω των σχολείων και των οργανώσεών της, να διαφυλάξει την εθνική ταυτότητα των μελών της. Με κύριο μέλημα τη διατήρηση της αρμενικής γλώσσας και της μακραίωνης ιστορίας της, ίδρυσε σχεδόν σε κάθε μικρή κοινότητα που δημιουργήθηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και από ένα σχολείο. Τα πρώτα σχολεία για τους Αρμένιους πρόσφυγες ήταν αυτοσχέδια, σε υπαίθριους χώρους, μέσα σε σκηνές, σε παραπήγματα, μέσα σε σπίτια και στις περισσότερες περιπτώσεις στον ίδιο τον χώρο της εκκλησίας. Κυριακές και αργίες, ο χώρος λειτουργούσε για την προσευχή των πιστών, και όταν έκλεινε η «αυλαία» του Ιερού, άνοιγε η «αυλαία» της μάθησης.

Το πρώτο αρμενικό σχολείο λειτούργησε στη Μυτιλήνη το 1921, όπου είχαν καταφύγει 500 οικογένειες από την περιοχή της Νικομήδειας. Το σχολείο αυτό έκλεισε με την εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων, και επαναλειτούργησε αργότερα μέσα στις παράγκες του καταυλισμού, ως επτατάξιο.

Πριν την καταστροφή της Σμύρνης αρμενικά σχολεία υπήρχαν σε Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη και Διδυμότειχο τα οποία συνέχισαν τη λειτουργία τους, ενώ παράλληλα άνοιξαν καινούργια σχολεία σε Ξάνθη, Καβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Βόλο, Αθήνα, Πειραιά, Κοκκινιά, Δουργούτι, Καισαριανή, Παλαιό Φάληρο, Κηφισιά, Μοσχάτο, Μαρούσι, Δραπετσώνα, Πάτρα, Καλαμάτα, Χίο, Λαύριο, Χανιά, Ηράκλειο και Ρέθυμνο.

Τον Σεπτέμβριο του 1923, μια έρευνα της αμερικανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης «Near East Relief» ανέφερε ότι περίπου 4.048 Αρμένιοι μαθητές φοιτούσαν στις 30 και πλέον περιοχές της Ελλάδας όπου υπήρχαν αρμενικές κοινότητες. Σε όλη την επικράτεια λειτούργησαν πλήρη σχολεία, νηπιαγωγεία, δημοτικά αλλά και τεχνικές σχολές. Στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο της πόλης, το ιδιόκτητο σχολείο της κοινότητας, που χτίστηκε δίπλα στην εκκλησία το 1907, λειτούργησε ως νηπιαγωγείο, δημοτικό αλλά και ως ορφανοτροφείο, με τη συρροή εκατοντάδων άστεγων προσφυγόπουλων.

Στην Αττική, μέχρι τη δεκαετία του ’30 λειτουργούσαν 16 σχολεία. Στο Δουργούτι τρία δημοτικά σχολεία με τα αντίστοιχα νηπιαγωγεία τους, ενώ στη Δραπετσώνα και στην Κοκκινιά λειτούργησαν πέντε δημοτικά σχολεία με τα νηπιαγωγεία τους. Αρμένιοι λόγιοι, ποιητές, μουσικοί, εκπαιδευτικοί αλλά και κληρικοί, με αυτοθυσία και υψηλό φρόνημα, δίδαξαν στα σχολεία αυτά.

Αξιοσημείωτη η συνεισφορά του τυφλού αιδεσιμότατου Κρικόρ Ντεμιρτζιάν, του μουσικοσυνθέτη και ποιητή Κεβόρκ Γκαρβαρέντς, και του δασκάλου, λογοτέχνη και λαογράφου Σος Βανί.

Πεποίθηση και ανάγκη της εποχής στις μεσοαστικές οικογένειες ήταν τα αγόρια να αποκατασταθούν επαγγελματικά και τα κορίτσια να αποκτήσουν ολοκληρωμένη μόρφωση. Με τη φιλομάθεια που τις διέκρινε, εκατοντάδες προσφυγοπούλες πήραν υποτροφία και φοίτησαν στο αμερικανικό «Junior College for Girls», που λειτούργησε από το 1923 αρχικά στο Παλαιό Φάληρο και μετέπειτα στο Ελληνικό (1932), αντικαθιστώντας το «The American School for Girls» της Σμύρνης —και μελλοντικό «Pierce College» της Αθήνας. Εκεί, περίπου το 40% των μαθητριών ήταν Αρμενοπούλες και υπήρχε ειδικό τμήμα διδασκαλίας της αρμενικής γλώσσας. Αντίστοιχα, το Κολέγιο «Anatolia», ιδρυθέν στη Μερζιφούντα το 1886, ξανάνοιξε τις πύλες του στη Θεσσαλονίκη το 1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, για να υποδεχθεί Έλληνες και Αρμένιους μαθητές.

Εκκλησίες

Η χριστιανοσύνη, ταυτόσημη με την αρμενική υπόσταση, υπήρξε, μαζί με τη γλώσσα, ο ισχυρότερος πυλώνας επιβίωσης των ξενιτεμένων Αρμενίων. Οι αρχαιότερες αρμενικές εκκλησίες στην Ελλάδα είναι αυτές του Ηρακλείου Κρήτης (1669), του Διδυμοτείχου (1735), της Κομοτηνής (1834) και της Αλεξανδρούπολης (1875). Προϋπήρχαν επίσης, ο ναός Σουρπ Αστβατζατζίν (Θεομήτορος) στη Θεσσαλονίκη (1903), ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή στην Αθήνα (1913) και ο ναός Σουρπ Αστβατζατζίν (Κοίμησης της Θεοτόκου) στο Περιστέρι, που από το 1917 στεγαζόταν στην ανατολική πτέρυγα της οικίας ενός εύπορου Αρμενίου.

Στους νέους τόπους, οι Αρμένιοι πρόσφυγες δημιούργησαν σύντομα τις πρώτες υποτυπώδεις και αυτοσχέδιες εκκλησίες και παρεκκλήσια. Στην Καισαριανή (η περιοχή ονομαζόταν Καισαριανή-Συγγρού, λόγω του παραπλήσιου νοσοκομείου), μια παράγκα λειτουργούσε ήδη ως παρεκκλήσι και σχολείο από το 1924. Η ξυλόκτιστη εκκλησία «Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς» (Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής) κατασκευάστηκε το 1937 και λειτούργησε για 20 χρόνια. Στην ίδια περιοχή λειτουργούσε και αρμενική ευαγγελική εκκλησία.

Στον προσφυγικό καταυλισμό του Δουργουτίου, η εκκλησία «Σουρπ Γκαραμπέτ» (Αγίου Ιωάννη Προδρόμου) ήταν μια ξύλινη κατασκευή που λειτουργούσε ως εκκλησία τις Κυριακές, ενώ τις καθημερινές μετατρεπόταν σε σχολείο. Οι ευαγγελικοί διατηρούσαν ένα κτήριο για εκκλησία και σχολείο από τα πρώτα χρόνια της εγκαταστάσης στην περιοχή.

Η εκκλησιαστική ζωή των Αρμενίων ευαγγελικών της Κοκκινιάς ξεκινά επίσης κάτω από τέντες και παραπήγματα. Σύντομα, τον Νοέμβριο του 1922, με ιδιωτική προσπάθεια, εξασφαλίζεται ένα παλαιό εργοστάσιο από τον Δήμο Πειραιά, που λειτουργεί ως εθνικό σχολείο και εκκλησία για την αποστολική και ευαγγελική κοινότητα παράλληλα. Το 1928 οι ευαγγελικοί αποκτούν δικό τους κτήριο στην Κοκκινιά, ενώ διατηρούν επίσης εκκλησία στα Λιπάσματα και στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Για μία δεκαετία περίπου λειτουργούν προσωρινοί χώροι εκπαίδευσης και αίθουσες προσευχής στη Σύρο, στην Κεφαλλονιά, στην Κέρκυρα και στην Κόρινθο.

Η αποστολική εκκλησία του «Σουρπ Αγκόπ» (Αγίου Ιακώβου) της Κοκκινιάς θεμελιώνεται το 1929 από τον τότε Μητροπολίτη Αρχιεπίσκοπο Γκαραμπέτ Μαζλιμιάν (1870-1951), απεσταλμένο του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης το 1923 ως αντικαταστάτη του τελευταίου Αρχιεπισκόπου Σμύρνης Γεβόντ Τουριάν. Ο Αρχιεπίσκοπος Γκαραμπέτ Μαζλιμιάν υπηρέτησε για 28 χρόνια, μεριμνώντας με το οργανωτικό και δημιουργικό του έργο για την αποκατάσταση των προσφύγων.

Η Ξάνθη θεμελιώνει τον αποστολικό ναό «Σουρπ Αστβατζατζίν» (Κοίμησης της Θεοτόκου) το 1927, ενώ μέχρι τότε η λειτουργία γινόταν σε άλλο χώρο. Η παροικία της Καβάλας, που είχε ήδη μια μικρή κοινότητα από τα τέλη του 19ου αιώνα, αφού υποδέχεται πρόσφυγες και ορφανά, αποκτά ιδιόκτητο χώρο μόλις το 1932, όπου στεγάζονται η εκκλησία του «Σουρπ Χατς» (Τιμίου Σταυρού) και το σχολείο.

Σε όλη την περίοδο της πρώτης εγκατάστασης και ανέγερσης εκκλησιών, οι Αρμένιοι υπήρξαν ενωμένοι και αλληλέγγυοι, ανεξαρτήτως δογμάτων. Ως «απόστολος των προσφύγων» μνημονεύεται ο Αρμένιος Καθολικός Επίσκοπος του τάγματος των Καπουτσίνων Πάτερ Γκιουρέγ (Κύριλλος) Ζοχραμπιάν (Ερζερούμ, 1881 - Ρώμη 1972), που με την αγάπη και την αυτοθυσία του έχτισε το 1926 στην Κοκκινιά την πρώτη εκκλησία, αφιερωμένη στην Αγία Θηρεσία του Βρέφους Ιησού (Αγία Τερέζα), ενώ την επόμενη χρονιά έβαλε τα θεμέλια για τον ναό του «Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς» στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος), στις κτηριακές εγκαταστάσεις του οποίου λειτούργησε, έως το 1969, το πολυπληθέστερο αρμενικό σχολείο στην Ελλάδα.      

Ο Γκαραμπέτ Σταμπολιάν (1882-1945), πρώτος αιδεσιμότατος πάσης της ελληνοαρμενικής ευαγγελικής κοινότητας, λόγιος και πνευματικός, προσέφερε φιλανθρωπικό έργο στην εκκλησία και στην πατρίδα. Ο ακόλουθός του, αιδεσιμότατος Κρικόρ Ντεμιρτζιάν (1897-1985), εξέχουσα μορφή και ιδιαίτερα αγαπητός, υπηρέτησε και μερίμνησε όχι μόνο για το ποίμνιό του αλλά και για όσους έχρηζαν βοήθειας, Έλληνες και Αρμένιους, επιτελώντας έργο εκκλησιαστικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό.

Τύπος

Μακραίωνη παράδοση αποτελεί για τους Αρμένιους η τυπογραφία. Το πρώτο αρμενικό βιβλίο εκδόθηκε το 1592 στη Βενετία από τον Αγκόπ Μεγαμπάρντ και ακολούθησε μαζική εκτύπωση αρμενικών βιβλίων, με θρησκευτικό και επιστημονικό περιεχόμενο. Κατά τον 19ο αιώνα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λειτουργούσαν 20 αρμενικά τυπογραφεία, τα οποία εξέδιδαν εκατοντάδες τίτλους εφημερίδων και περιοδικών.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τα σοβαρά θέματα επιβίωσης, οι Αρμένιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως την έκδοση εφημερίδων, με πρώτη την πολιτική «Γεργκούνκ» το 1922. Ακολούθησαν κάποιες ανεξάρτητες και όργανα των αρμενικών πολιτικών κομμάτων «Χιντσακιάν», «Ραμγκαβάρ» και «Ντασνάκ».

Στην Αθήνα εκδίδονταν οι εφημερίδες «Νορ Ορ» (1923), «Αραράτ» (1924),«Χαγτανάγκ»(1926), «Αρτσακάνκ» (1928), «Ζογοβουρτί Τσάιν» (1930) και «Νορ Σαρζούμ» (1930), με πανελλαδική κυκλοφορία. Στη Θεσσαλονίκη κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες «Αλίκ» (1923), «Ασχαντάνκ» (1926) και «Χοριζόν» (1927). Ακόμη, εκδόθηκαν εφημερίδες με αποκλειστικά σατιρικό περιεχόμενο, όπως οι «Φορτιφόρ» (1924) και «Χιγκάρ» (1925) στην Αθήνα, οι «Μεγού» και «Γκισμίτ» στη Θεσσαλονίκη. Περιοδικά με πολιτιστικό, λογοτεχνικό και αθλητικό περιεχόμενο ήταν τα «Ναϊρί», «Χρασντάν», «Κναρ», «Αϊκεστάν» «Αρεβακάλ» και «Νορ Σερούντ». Το 1926 κυκλοφόρησε η γαλλόφωνη «L’ Arménie», του στρατηγού Τορκόμ, την οποία έστελνε σε ξένες πρεσβείες, επετηρίδες και περιοδικά. Εκτός από την ενημέρωση που παρείχαν, οι εφημερίδες και τα περιοδικά εκείνης της εποχής διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στις αναζητήσεις χαμένων μελών και οικογενειών, με αποτέλεσμα, πολλές οικογένειες να σμίξουν ξανά.

Σύλλογοι και σωματεία

   Στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων, παράλληλα με τις ξένες οργανώσεις αρωγής, ιδρύθηκαν οι πρώτες αρμενικές φιλανθρωπικές οργανώσεις και σύλλογοι, για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, συσσιτίων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των απόρων και ορφανών.

   Με την πάροδο του χρόνου οι σύλλογοι πρόσθεσαν στις δραστηριότητές τους διάφορες εκδηλώσεις, παιδικές κατασκηνώσεις, εκδρομές και άλλες δράσεις εκπαιδευτικού και ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Ο αθλητισμός, με μαζική συμμετοχή, αποτέλεσε τη σημαντικότερη ενασχόληση της αρμενικής νεολαίας κατά τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα.

Στις περισσότερες πόλεις όπου εγκαταστάθηκαν, οι Αρμένιοι δημιούργησαν ομάδες ποδοσφαίρου, οι οποίες πολλές φορές συμμετείχαν στα τοπικά πρωταθλήματα. Αξίζει να μνημονεύσουμε πως το 1925 η Αρμενική Αθηνών αποκλείστηκε από την ΑΕΚ με 1-0 στους ημιτελικούς αγώνες του πρωταθλήματος.

   Τη δεκαετία του ’30, στην Αθήνα, διοργανώθηκαν πολλές φορές παναρμενικοί αγώνες στίβου με την ονομασία «Παναρμενικοί Ολυμπιακοί Αγώνες». Στους αγώνες αυτούς, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στα γήπεδα του Πανελληνίου και του Πανιωνίου, συμμετείχαν Αρμένιοι από όλη την Ελλάδα, ενώ οι επιδόσεις των αθλητών μαζί με πλούσιο φωτογραφικό υλικό δημοσιεύτηκαν στον αρμενικό Τύπο της εποχής. Ο προσκοπισμός εδραιώθηκε από τα πρώτα χρόνια στις μεγάλες αστικές περιοχές της Ελλάδας.

Πρόσφυγες Αρμένιοι βαθμοφόροι επανίδρυσαν και λειτούργησαν συστήματα Αρμενίων προσκόπων, προσφέροντας την αρωγή τους όχι μόνο στις αρμενικές κοινότητες αλλά και σε οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας έχρηζε βοήθειας, όπως στον σεισμό της Κορίνθου το 1928.

Ομάδες φίλων νεαρών Αρμενίων που επιθυμούσαν ψυχαγωγία μέσω αποδράσεων στη φύση οργανώθηκαν σε φυσιολατρικούς συλλόγους. Στην Αθήνα προγραμμάτιζαν εκδρομές, πικνίκ, ορειβασία και κολύμπι σε διάφορες περιοχές, όπως στον Διόνυσο, στο Κρυονέρι, στην Πάρνηθα και στην Εκάλη.

Εκατοντάδες ήταν οι καλλιτέχνες που είχαν έρθει με το προσφυγικό κύμα, οι οποίοι οργάνωσαν άμεσα πολιτιστικούς συλλόγους και ξεκίνησαν πολιτιστικές δράσεις, κυρίως θεατρικές παραστάσεις με έργα αρμενικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Στην Αθήνα και σε διάφορες πόλεις λειτούργησαν μεικτές χορωδίες υπό τη διεύθυνση ιδιαίτερα ταλαντούχων Αρμενίων μουσικών και συνθετών. Οι θίασοι και οι χορωδίες, εκτός από Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καλούνταν συχνά να παρουσιάσουν τα έργα τους και σε άλλες αρμενικές κοινότητες της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, δίνονταν παραστάσεις από ομάδες παραδοσιακών αρμενικών χορών με τη συνοδεία αρμενικών μουσικών συγκροτημάτων και πραγματοποιούνταν πολλές πνευματικές συναθροίσεις αφιερωμένες σε Αρμένιους διανοούμενους και λογοτέχνες.

Με την πάροδο του χρόνου η δομή των νεοσύστατων αρμενικών κοινοτήτων μορφοποιήθηκε και εκσυγχρονίστηκε, βασισμένη στις αρμενικές αξίες και παραδόσεις, λαμβάνοντας παράλληλα νέα διάσταση μέσα στο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο του Ελλαδικού χώρου.

Σήμερα, έναν αιώνα μετά, βρισκόμαστε και πάλι στα ίχνη της Σμύρνης, με μια διαφορετική νοσταλγία, που αποτυπώνεται στη συνείδησή μας ως μνήμη και φόρος τιμής για όσους χάθηκαν και σεβασμός προς τους εναπομείναντες, που ξόρκισαν το θάνατο και την καταστροφή προσβλέποντας σε μια καινούργια αρχή.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 36 επισκέπτες συνδεδεμένους