Καπριέλ Λαζιάν Εκτύπωση E-mail

lazianΜάικ Τσιλιγκιριάν
Αύγουστος- Οκτώβριος 2018, τεύχος 98

Η επαναστατική δράση του λαού μας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τα γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα συνδέθηκαν άρρηκτα με τη μοίρα του αρμενικού λαού και καθόρισαν την πορεία του έως σήμερα. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του αρμενικού πληθυσμού βρισκόταν μέσα στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο λαός μας αγωνίστηκε για τα δικαιώματά του και αντιστάθηκε στην πολιτική της αφομοίωσης και του αφανισμού.
Η εφαρμογή του σχεδίου της Γενοκτονίας ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1915 από το καθεστώς των Νεοτούρκων, με πλήρη μυστικότητα και έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση της συμμάχου Γερμανίας. Η προσπάθεια του ολοκληρωτικού αφανισμού του αρμενικού έθνους, εκτός των εκατομμυρίων δολοφονημένων αθώων θυμάτων, προκάλεσε μια χαώδη κατάσταση με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στις αρμενικές πόλεις και στα χωριά του αρμενικού Καυκάσου
Επικρατούσε πείνα, καθημερινά υπήρχαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες νεκροί από τις ασθένειες και τις κακουχίες, ενώ τα ορφανά ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες. Παρόλα αυτά, το ηθικό και το σθένος του αρμενικού λαού δεν κάμφθηκε, και τον Μάιο του 1918 νίκησε τον τουρκικό στρατό στην προσπάθειά του να κατακτήσει και το τελευταίο κομμάτι της Αρμενίας.
Σε έναν πόλεμο καθοριστικό για την ίδια τη φυσική ύπαρξη των Αρμενίων ως έθνος, δόθηκαν λυσσαλέες μάχες που διεξήχθησαν σε τρία μέτωπα και κατέληξαν σε θριαμβευτική νίκη. Ακολούθησε η ανακήρυξη της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Αρμενίας. Μια βραχύβια ανεξαρτησία δύο ετών, για την οποία ο αρμενικός λαός και η ηγεσία του αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν και δοκιμάστηκαν. Δύο χρόνια μεγάλης προσπάθειας με ένα άδοξο τέλος, που όμως υπήρξε κομβικό σημείο για την ιστορία του έθνους μας, καθώς σε αυτά τα χρόνια θεμελιώθηκαν οι πνευματικές και ηθικές αξίες πάνω στις οποίες στηρίζεται η σύγχρονη Δημοκρατία της Αρμενίας.
Το 1920, όταν η κυβέρνηση της Αρμενίας βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς η χώρα έχει κυκλωθεί και πιέζεται νοτιοανατολικά από τους Μπολσεβίκους και δυτικά -για ακόμη μια φορά- από τους τούρκους, επιλέγεται το μη χείρον βέλτιστον, που, κατά γενική ομολογία, ήταν η παράδοση της χώρας στους κομμουνιστές. Ακολούθησαν φυλακίσεις και εξορίες για τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τους αγωνιστές της ανεξαρτησίας. Πολλοί διέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στις παλιές ή τις νέες αρμενικές κοινότητες που δημιουργούνταν εκείνη την εποχή.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές τις καθοριστικές εξελίξεις είχε ο Καπριέλ Λαζιάν, που για πενήντα χρόνια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την ελευθερία και την πνευματική αφύπνιση του αρμενικού λαού. Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες στην οργάνωση της ελληνο-αρμενικής κοινότητας και αυτός που διαμόρφωσε το πλαίσιο για την εδραίωση και ανάπτυξη του αρμενικού Τύπου στην Ελλάδα. Υπηρέτησε υποδειγματικά το λαό του ως στρατιώτης, αξιωματικός, εκδότης, δημοσιογράφος, δημοσιολόγος, πολιτικός και διανοούμενος.
Ο Καπριέλ Λαζιάν γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1893 στο Ερζινκάν από μια σχετικά εύπορη και πολυμελή οικογένεια. Η οικογένεια του πατέρα του είχε εγκατασταθεί στην πόλη πριν από δυο γενιές και είχε αλλάξει το επώνυμο από Γκουρτζιάν σε Λαζιάν. Ο Κουρκέν Λαζιάν παντρεύτηκε σε ηλικία 21 ετών την Ζαρουχή Τζιζμετζιάν και απέκτησαν τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τα δύο πρώτα αγόρια, ο Καπριέλ και ο Μικαέλ, ήταν δίδυμα, και ακολούθησαν ο Ραφαέλ, ο Κεβόρκ, η Χριψιμέ, η Καϊανέ, η Σατενίκ και η Κναρίκ.
Το 1895, ο πατέρας του Καπριέλ, υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα των αρμενίων αγροτών, ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με Τούρκους κρατικούς υπαλλήλους, συνελήφθη, και μετά από ένα χρόνο κράτησης στη φυλακή του Ερζινκάν, μεταφέρθηκε στο δικαστήριο του Ερζερούμ, το οποίο του επέβαλε πολυετή κάθειρξη. Παρόλα αυτά, αποφυλακίστηκε σχετικά σύντομα.
Ο Καπριέλ ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση στα σχολεία «Σουρπ Πργκιτς» και «Γκετροναγκάν».
Το 1910 αποφοιτεί από τη σχολή «Γιεζνικιάν» και γίνεται μέλος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας «Τασνακτσουτιούν», έχοντας καθοδηγητή και αρχηγό τον Χαϊνταράμ Ντερ Χατσαντουριάν. Ήταν η εποχή της «επανάστασης» των Νεοτούρκων και της «συνταγματικής» μεταπολίτευσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με παρότρυνση του πατέρα του, δίνει εξετάσεις και μπαίνει σε στρατιωτική σχολή του Ερζινκάν. Το 1913 εισάγεται στην στρατιωτική σχολή πολέμου «Χαρμπιέ» στην Κωνσταντινούπολη.

Αξιωματικός στον τουρκικό στρατό

Με την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τη διοίκηση και την εκπαίδευση της σχολής αναλαμβάνουν Γερμανοί αξιωματικοί, οι οποίοι επισπεύδουν την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης. Ο Καπριέλ Λαζιάν, μαζί με άλλους αρμένιους αξιωματικούς, τοποθετούνται αρχικά σε στρατόπεδο στο Μιχαλίτς (Πάνορμος) και μετά στη Μενεμένη της Σμύρνης.
Το 1915, μαζί με άλλους δέκα αρμένιους αξιωματικούς, επιλέγονται από τον Γερμανό διοικητή του 5ου Συντάγματος Πάιφερ, για να εκπαιδεύσουν τους νεοσύλλεκτους.
Ο Πάιφερ, ένας εξαιρετικά αυστηρός αξιωματικός, διέκρινε το ήθος και την αποτελεσματικότητα των αρμενίων αξιωματικών και τους έθεσε υπό την προστασία του. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια του πολέμου, του ζητήθηκε να μετατεθούν οι αρμένιοι αξιωματικοί, αλλά ο Πάιφερ ήταν ανένδοτος. Έγινε ο φύλακας άγγελός τους.
Για αυτόν το λόγο, η συγκεκριμένη ομάδα κατάφερε να επιζήσει και δεν είχε την τύχη των χιλιάδων άλλων αρμενίων νεοσυλλέκτων και αξιωματικών που πέθαναν από τις κακουχίες ή εκτελέστηκαν στα «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας).
Σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας του 1915, ο πατέρας του Λαζιάν δολοφονήθηκε με τσεκούρι στο χωριό Ζορπεράν, στην κοίτη του ποταμού Ευφράτη. Τα αδέλφια, οι αδελφές και η μητέρα του πέθαναν στις πορείες θανάτου και όλοι σχεδόν οι συγγενείς -περισσότερα από εβδομήντα άτομα- σφαγιάστηκαν. Ο Καπριέλ, όταν έμαθε το τραγικό νέο, θέλησε να πάει στη γενέτειρά του, αλλά τον πληροφόρησαν πως δεν έχει νόημα, καθώς δεν υπήρχε ούτε ένας αρμένιος ζωντανός στην πόλη. Αυτή η τραγική απώλεια τον σημάδεψε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Την ίδια εποχή, κάνει μια αποτυχημένη προσπάθεια διαφυγής προς την Ευρώπη.
Το 1917, στη Σμύρνη, γνωρίζει και αρραβωνιάζεται τη Ναταλί Οικονομίδου, μια Ελληνίδα της οποίας η οικογένεια είχε υποστεί πολλές ταλαιπωρίες από το οθωμανικό καθεστώς. Η μητέρα της ήταν από το Αϊδίνιο κι ο πατέρας της από το Μπιτλίς. Ο γάμος τους έγινε το 1919, και το 1924 απέκτησαν την κόρη τους, Άιντα. Λίγους μήνες πριν τη λήξη του πολέμου, το Σύνταγμα που υπηρετούσε ο Καπριέλ μεταφέρεται στην Καλλίπολη, όπου το 1915 είχαν διεξαχθεί σκληρές μάχες μεταξύ των τούρκων και της αγγλο-γαλλικής συμμαχίας. Μετά από λίγο καιρό επιστρέφει στη Σμύρνη και μαζί με άλλους αρμένιους αξιωματικούς ιδρύει την «Ένωση Αρμενίων Αξιωματικών Σμύρνης». Την εποχή εκείνη κάνει κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να ασχοληθεί με το εμπόριο και τελικά προσλαμβάνεται ως υπάλληλος σε ένα εργοστάσιο υφασμάτων.

Στον στρατό της Αρμενίας

Το 1919, μερικούς μήνες μετά τον γάμο του με τη Ναταλί, πληροφορείται από την αντίστοιχη «Ένωση Αρμενίων Αξιωματικών της Κωνσταντινούπολης» πως η νεοσύστατη κυβέρνηση της Αρμενίας καλεί έμπειρους αξιωματικούς στην πατρίδα.
Δίχως δεύτερη σκέψη, τον Σεπτέμβρη του 1919, μαζί με τους φίλους του, τα αδέρφια Αγκόπ και Κεβόρκ Κεβορκιάν, πηγαίνει στην Αρμενία και εντάσσεται στην 4η Ταξιαρχία ως υπαξιωματικός στον Λόχο Μηχανικού.
Η πρώτη αποστολή τους ήταν στο Ικτίρ, όπου έσκαψαν ορύγματα και δημιούργησαν οχυρώματα. Την άνοιξη, κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες, έφτιαξαν μια πλωτή γέφυρα στον ποταμό Αράξη.
Ο Κωνσταντινουπολίτης, Κρικόρ Αμιριάν, ενταγμένος και αυτός στον αρμενικό στρατό, γράφει για τον Καπριέλ: «…Ο στρατηγός Σεμπούχ πήρε εντολή από το Υπουργείο να κατασκευαστεί γέφυρα στον ποταμό και διέταξε τον Καπριέλ να ξεκινήσει το έργο. Εκείνος έφευγε από το Ικτίρ νωρίς το πρωί, που ήταν αρκετά μακριά από τον ποταμό Αραξή, και επέστρεφε αργά το βράδυ.
Την εποχή εκείνη, ο Καπριέλ πήρε μέρος σε μια μάχη κοντά στο Ναχιτσεβάν. Η δύναμη, η εργατικότητα και η ευρηματικότητα του Καπριέλ τον έκαναν να ξεχωρίσει και να γίνει ένας από τους πιο έμπιστους αξιωματικούς του Σεμπούχ. Για να έχετε ολοκληρωμένη εικόνα, θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας την ελλιπή σίτιση που είχαμε. Όπως λέει και ο λαός μας, καθόμασταν στο τραπέζι χορτάτοι και σηκωνόμασταν πεινασμένοι…».
Όταν, τον Οκτώβριο του 1920, φτάνει στην Αρμενία και η Ναταλί, βρίσκει τον Καπριέλ λίγο έξω από το Γερεβάν, στο χωριό Ταζά, όπου διευθύνει οχυρωματικά έργα.

Η Αρμενία στα χέρια των Σοβιετικών

Οι Τούρκοι πρόσφατα είχαν καταλάβει το Αλεξανδραπόλ (Γκιουμρί) και ετοιμάζονταν για γενικευμένη επίθεση. Στις 2 Δεκεμβρίου, η αρμενική κυβέρνηση υπογράφει την παράδοση της χώρας στους κομμουνιστές και η Αρμενία σοβιετοποιείται.
Οι διώξεις κατά των μελών της παλιάς κυβέρνησης δεν άργησαν. Ο Καπριέλ, διαισθανόμενος τον κίνδυνο που παραμόνευε, θέλησε να απομακρύνει τη Ναταλί από τη χώρα. Έτσι, φρόντισε να πάρει την κατάλληλη άδεια, ώστε, μαζί με δεκαέξι ακόμη άτομα -οι περισσότεροι Σμυρνιοί και Κωνσταντινουπολίτες- να επιβιβαστεί στο τρένο που θα μετέφερε τον Αλεξάντερ Πεκζαντιάν, υπουργό Εξωτερικών της νέας Σοβιετικής Κυβέρνησης, προς το λιμάνι του Μπατούμ στη Γεωργία. Είχαν γίνει οι κατάλληλες ενέργειες για την ασφάλεια του τρένου, διότι θα περνούσε μέσα από περιοχές που έλεγχαν τα τουρκικά στρατεύματα.
Όταν το τρένο έφτασε στο Σαναχίν, που την εποχή εκείνη ήταν χαρακτηρισμένη ως ουδέτερη ζώνη, τους απαγόρευσαν να συνεχίσουν τη διαδρομή και τους κατέβασαν. Έμειναν εκεί για ένα μήνα, και τελικά αποφάσισαν να πάνε περπατώντας στην Τιφλίδα. Όταν, ύστερα από μια εβδομάδα πεζοπορίας, έφτασαν, οι αρχές τους συνέλαβαν και τους φυλάκισαν.
Οι γεωργιανοί παρακολουθούσαν με τρόμο την επέλαση των Μπολσεβίκων στον Καύκασο και ήταν επιφυλακτικοί με τους ξένους, καθώς έβλεπαν παντού πράκτορες και συνεργάτες των κομμουνιστών. Για καλή τους τύχη, ένας από τους αξιωματικούς στη φυλακή ήταν Έλληνας και όταν άκουσε τη Ναταλί να μιλάει ελληνικά της είπε πως θα φροντίσει να την αφήσουν ελεύθερη. Εκείνη του απάντησε: «…Όλοι μας είμαστε λίγο πολύ Έλληνες, δεν μας ακούς που μιλάμε μεταξύ μας ελληνικά;»
Έτσι αποφυλακίσθηκαν, και λίγο καιρό μετά έφτασαν στο Μπατούμ και από εκεί στη Σμύρνη.
Στο Γερεβάν, περισσότεροι από χίλιοι αξιωματικοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν περπατώντας μέσα από τα χιόνια στο Βόρειο Αζερμπαϊτζάν, στην πόλη Άγσταφα (Αγστέβ), και από εκεί με τρένο στο Μπακού. Ανάμεσά τους ήταν και ο Καπριέλ, ο οποίος, μαζί με τον φίλο του Μγκιρντίτς Μγκριάν, κατάφερε να διαφύγει για το Ροστόφ. Βρέθηκαν και οι δύο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ένα νοσοκομείο, με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαγητό. Εκεί, ο διευθυντής ήταν αρμένιος. Όταν ανακοινώθηκε γενική αμνηστία από τη σοβιετική κυβέρνηση, ο Καπριέλ επέστρεψε στο Γερεβάν, αλλά αντιλήφθηκε πως είναι παρακινδυνευμένη η παραμονή του εκεί, γιατί με την παραμικρή πολιτική οξύτητα, που ήταν πολύ πιθανό να προκληθεί, ο ίδιος θα ήταν από τα πρώτα θύματα. Φεύγει για το Μπατούμ, από εκεί για Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Σμύρνη, όπου βρίσκει τη γυναίκα του Ναταλί. Για ένα μικρό διάστημα δουλεύει ως υπάλληλος, μέχρι την άφιξη του στρατηγού Τορκόμ, που πήγε στη Σμύρνη για να οργανώσει την Αρμενική Λεγεώνα. Η Μικρασιατική Εκστρατεία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και ο στρατηγός δεν άφησε περιθώρια επιλογής στον Καπριέλ. Έτσι, εντάχθηκε στο γραφείο «Στρατιωτικής Λογοκρισίας», με τον βαθμό του υπολοχαγού.
Τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε και ο στρατηγός Τορκόμ κάλεσε τον Καπριέλ και του είπε να φύγει για την Ελλάδα, διότι εάν συλληφθεί από τους Τούρκους, ως πρώην αξιωματικός του τουρκικού στρατού, θα οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στις 22 Αυγούστου παραλαμβάνει την άδεια μεταβίβασης για τον Πειραιά. Έρχεται στην Αθήνα μαζί με τη Ναταλί και νοικιάζουν ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο στην οδό Ευριπίδου.

Η εφημερίδα «Νορ Ορ»

Toν Σεπτέμβριο του 1922, κατά τη μικρασιατική τραγωδία και την ολοκληρωτική καταστροφή της Σμύρνης, μαζί με τους Έλληνες έφτασαν στην Ελλάδα και 90.000 έως 100.000 Αρμένιοι πρόσφυγες από την Ιωνία, την Ανατολική Θράκη και την Κιλικία. Ο Καπριέλ με την Ναταλί κάθε πρωί πήγαιναν στον Πειραιά για να τους υποδεχτούν, να τους εμψυχώσουν και να δώσουν οδηγίες.
Την ίδια περίοδο, η Ναταλί, για να βοηθήσει στο μεγάλο πρόβλημα που είχαν οι πρόσφυγες με τους αγνοούμενους, από το δωμάτιο του ξενοδοχείου χώριζε, πακετάριζε και έστελνε ταχυδρομικά την εφημερίδα «Τζαγκανταμάρντ» της Κωνσταντινούπολης στις προσφυγικές εστίες σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η εφημερίδα αυτή δημοσίευε αγγελίες αναζητήσεων και πληροφορίες για επιζήσαντες.
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1922, στελέχη του «Τασνακτσουτιούν» συναντιούνται σε ένα καφενείο της πλατείας Κουμουνδούρου, όπου σχεδιάζουν τον τρόπο ίδρυσης τοπικών κομματικών οργανώσεων σε όλους τους προσφυγικούς καταυλισμούς της Αττικής όπου υπάρχει σημαντικός αριθμός Αρμενίων προσφύγων.
Στην «ιδρυτική» αυτή συνάντηση, μεταξύ άλλων, συμμετέχουν και ο Αντόν Γκαζέλ, ο Καρεκίν Μαρκαριάν, ο Αράμ Σιρινιάν και ο αιδεσιμότατος Χαρουτιούν Ατζεμιάν. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση αναλαμβάνει ο Καπριέλ Λαζιάν.
Το 1923, με δική του πρωτοβουλία και σε συνεργασία με τους Αντόν Γκαζέλ, Αράμ Σιρινιάν και Μπογός Σβατζιάν, ιδρύεται η εφημερίδα «Νορ Ορ» (Νέα Μέρα). Η συντακτική ομάδα κατάφερε να φέρει δύο κιβώτια με τυπογραφικά στοιχεία από την εφημερίδα «Τζαγκανταμάρντ» και ενοικίασε γραφείο στην οδό Περικλέους 16, όπου γινόταν η σύνταξη και η στοιχειοθεσία της εφημερίδας. Την εκτύπωση αναλαμβάνει το τυπογραφείο του Παρασκευά Λεωνή στο οποίο τυπώνονταν η αρμενική εφημερίδα «Μιουτιούν» (Ένωση) από το 1896 έως το 1901.
Εκδότης της εφημερίδας θα γινόταν ο Καπριέλ Λαζιάν και έπρεπε, βάσει νομοθεσίας, να έχει ελληνική υπηκοότητα, κάτι που κατάφερε με τη μεσολάβηση κάποιων φίλων Ελλήνων αξιωματικών. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου 1923 στην Αθήνα, αρχικά ως εβδομαδιαία. Από το πρώτο κιόλας φύλλο, η «Νορ Ορ» είχε μεγάλη απήχηση. Διανεμόταν σε όλη την Ελλάδα, όπου υπήρχαν Αρμένιοι πρόσφυγες.
Λίγους μήνες αργότερα, έγινε διημερήσια και από την 1η Ιανουαρίου 1924 καθημερινή απογευματινή εφημερίδα, κυκλοφορώντας αδιαλείπτως μέχρι την κατοχή. Αργότερα, θα επανεκδοθεί με τον τίτλο «Αζάτ Ορ», παραμένοντας το μοναδικό καθημερινό αρμενόφωνο έντυπο στην Ελλάδα μέχρι σήμερα.
Τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της, η εφημερίδα συνέβαλε σημαντικά στην εύρεση χαμένων μελών οικογενειών, δημοσιεύοντας αναζητήσεις και λίστες ονομάτων των αιχμαλώτων που απελευθερώνονταν κατά διαστήματα από τις τουρκικές φυλακές κι έφταναν στην Αθήνα. Στο διάστημα της κυκλοφορίας της, εξέδωσε δεκάδες τίτλους βιβλίων αρμενικής λογοτεχνίας, μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, βιογραφίες, μελέτες κλπ.

Συνέχεια… στην Αίγυπτο

Το 1938 πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο το τακτικό Παγκόσμιο Συμβούλιο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας «Τασνακτσουτιούν», όπου ο Καπριέλ εκλέγεται στο ανώτατο όργανο του κόμματος «Bureau», και επανεκλέγεται συνεχώς μέχρι τον θάνατό του.
Το 1939 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Αίγυπτο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση και σύνταξη της εφημερίδας «Χουσαπέρ» (Ελπιδοφόρος) του Καΐρου. Εκσυγχρονίζει το τυπογραφείο της εφημερίδας και παράλληλα δίνει όλο του τον εαυτό στα εθνικά και κομματικά ζητήματα. Επίσης, αρθρογραφεί τακτικά στη «Χουσαπέρ» και την «Χαϊρενίκ» της Αμερικής.
Τη δεκαετία του ΄50 εξέδωσε το τρίτομο έργο του «Η Αρμενία και το Αρμενικό Ζήτημα», το δίτομο «Προσωπικότητες του αρμενικού απελευθερωτικού αγώνα» και το 1950 ένα ιστορικό φωτογραφικό άλμπουμ για τα 60 χρόνια από την ίδρυση του «Τασνακτσουτιούν».
Πιστός στην ιδεολογία του, στάθηκε δίπλα στον πόνο, στην αγωνία και στον αγώνα του λαού του σε όλες τις συνθήκες.
Η πίστη του για κοινωνική αλληλεγγύη εκφράζεται στα λόγια της γυναίκας του Ναταλί: «Για τον Καπριέλ δεν υπήρχε κακός άνθρωπος. Δεν τον έχω ακούσει ούτε μια φορά να κατηγορεί κάποιον, πάντα μίλαγε για τα θετικά των ανθρώπων, στα αρνητικά απέφευγε να αναφερθεί…».
Ο Καπριέλ Λαζιάν φεύγει απροσδόκητα στις 25 Αυγούστου του 1959, αφήνοντας πίσω του ως παρακαταθήκη ένα τεράστιο έργο που ενέπνευσε για πολλά χρόνια τις νέες γενιές των αρμενικών κοινοτήτων της Ελλάδας και της Αιγύπτου.

Οι αδημοσίευτες φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι από το αρχείο της Άιντας Λαζιάν.

Πηγές:
Περιοδικό «Χαϊρενίκ», Βοστόνη, Φεβρουάριος 1960.
Εφημερίδα «Χουσαπέρ», Κάιρο, 26 και 28 Αυγούστου 1959, 4 και 11 Σεπτεμβρίου 1959.
Ειδική έκδοση αφιέρωμα της εφημερίδας «Χουσαπέρ» για τα 160 χρόνια της Αρμενικής δημοσιογραφίας, Δεκέμβριος 1954.
Εφημερίδα «Αζάτ Ορ», Αθήνα, 26 και 27 Αυγούστου 1959, 1, 2 και 18 Σεπτεμβρίου 1959.
«Ο Αρμενικός Τύπος στην Ελλάδα», έκδοση «Αρμενικά», Αθήνα 2009.
«Aμενούν Νταρεκίρκ» (Γενικό ημερολόγιο) 1953, 1960, Γκάρο Κεβορκιάν.
Αδημοσίευτο, αυτοβιογραφικό σημείωμα του Λαζιάν.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 6 επισκέπτες συνδεδεμένους