Μισάκ Μανουσιάν: Ένας διανοούμενος επαναστάτης |
Κρικόρ Μιχικιάν Ποιητής, αγωνιστής και στρατιωτικός επίτροπος των Άτακτων Αλλοδαπών Παρτιζάνων (ΑΑΠ) στην περιφέρεια του Παρισιού, ο Μισάκ Μανουσιάν ήταν 37 ετών όταν εκτελέστηκε από τους Γερμανούς λόγω των αντιστασιακών του δράσεων. Αν και ο ίδιος έγινε γνωστός για τις ηγετικές του ικανότητες κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Αντίστασης ήταν, πάνω απ’ όλα, ένας διανοούμενος και ταλαντούχος ποιητής. Ο Μισάκ Μανουσιάν γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1906 στην Adύyaman της τουρκοκρατούμενης Αρμενίας, μια πόλη κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Ο πατέρας του ήταν ένα από τα θύματα της Γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915, ενώ η μητέρα του πέθανε λίγο αργότερα. Έτσι λοιπόν, ο Μισάκ και ο αδελφός του Καραμπέτ -ορφανά πλέον- μαζί με άλλους Αρμένιους πρόσφυγες κατευθύνθηκαν νότια με προορισμό το γαλλικό προτεκτοράτο της Συρίας. Τα αδέλφια έγιναν δεκτά σε ορφανοτροφείο της περιοχής, όπου έμαθαν τη γαλλική γλώσσα, ενώ το 1925 μετακόμισαν στη Μασσαλία. Τότε, ο Μισάκ ήταν πια 19 ετών. Έπειτα από κάποια χρόνια και διάφορες περιπλανήσεις και αφού ο αδερφός του είχε φύγει από τη ζωή, ο ίδιος τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο της Citroen ως χειριστής τόρνου, ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του ’30, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έμεινε άνεργος. Δυσαρεστημένος από τον καπιταλισμό και αναζητώντας νέα εργασία, άρχισε να κερδίζει τα προς το ζην ποζάροντας ως μοντέλο σε γλύπτες. Όλο αυτό το διάστημα, η ποίηση είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του Μανουσιάν. Μάλιστα, ο ίδιος σε συνεργασία με τον φίλο του -επίσης Αρμένιο- Σεμμές ίδρυσαν τα δύο λογοτεχνικά περιοδικά «Τσανκ» (Προσπάθεια) και Μεσαγκούιτ (Πολιτισμός), ενώ μετέφρασαν στη μητρική τους γλώσσα ποιήματα των Μπωντλαίρ, Βερλαίν και Ρεμπώ. Επιδιώκοντας, δε, να διευρύνουν τις γνώσεις τους, οι δυο τους γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης παρακολουθώντας μαθήματα λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, οικονομικών και ιστορίας. Ήταν το 1934 όταν ο Μανουσιάν προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ μόλις τον επόμενο χρόνο εξελέγη γραμματέας της Επιτροπής Αρωγής για την Αρμενία, μιας οργάνωσης που συνδεόταν με το υπουργείο Εσωτερικών. Ιδιαίτερα σημαντική ωστόσο υπήρξε για τον ίδιο η συνεδρίαση των Άτακτων Αλλοδαπών Παρτιζάνων (ΑΑΠ) το 1935, όχι απαραίτητα για όλα όσα ειπώθηκαν στο πλαίσιό της αλλά επειδή εκεί συνάντησε την Μελινέ Ασαντουριάν, τη μελλοντική του σύζυγο. Η εν λόγω χρονιά έμελλε να είναι ιδιαίτερα τυχερή για τον Μανουσιάν αφού εκτός από τη γνωριμία με τη σύντροφό του, ο ίδιος ανέλαβε και την ευθύνη για την αρμενόγλωσση εβδομαδιαία εφημερίδα «Ζανγκού», η οποία πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο αρμενικό ποταμό.
Ο ρόλος του στην Αντίσταση Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Σεπτέμβριο του 1939, ο Μανουσιάν ως αλλοδαπός διώχθηκε από το Παρίσι. Βρήκε δουλειά στην περιοχή Ρουέν και πάλι ως χειριστής τόρνου. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1940 επέστρεψε στο Παρίσι για να διαπιστώσει ότι οι δραστηριότητές του δεν ήταν πλέον νόμιμες (οι γαλλικές αρχές είχαν ήδη κηρύξει παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα από το Σεπτέμβριο του 1939). Η πρώτη σύλληψη δεν άργησε να έρθει, καθώς στις 22 Ιουνίου 1941 όταν οι Ναζί εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, ο Μανουσιάν συνελήφθη από τις κατοχικές δυνάμεις των Γερμανών. Αφέθηκε ωστόσο ελεύθερος μετά από μερικές εβδομάδες. Στη συνέχεια, ο ίδιος έγινε πολιτικός επικεφαλής του αρμενικού τμήματος των ΑΑΠ, όμως λίγα είναι γνωστά για τις τότε δραστηριότητές του μέχρι το 1943. Το Φεβρουάριο του ίδιου έτους, ο Μανουσιάν μεταφέρθηκε στο Παρίσι, σε μια ομάδα ενόπλων και σαμποτέρ που συνδέονται με το υπουργείο Εσωτερικών. Πρόκειται για μια ένοπλη παράταξη των ΑΑΠ που είχε διαμορφωθεί τον Απρίλιο του 1942. Το πρώτο κλιμάκιο στο οποίο ο ίδιος είχε τοποθετηθεί, περιελάμβανε κυρίως Εβραίους, Ρουμάνους, Ούγγρους και μόνο λίγους Αρμένιους. Στις 17 Μαρτίου του 1943, ο 36χρονος τότε Μανουσιάν συμμετείχε στην πρώτη ένοπλη δράση του στο Λεβαλουά Περέ. Τότε, λόγω έλλειψης πειθαρχίας επιπλήχτηκε και δεν του επετράπη να συμμετέχει σε άλλες δραστηριότητες. Τον Ιούλιο του 1943 έγινε τεχνικός επίτροπος της ίδιας ομάδας στο Παρίσι, ενώ τον Αύγουστο ο στρατιωτικός επίτροπός της. Στη συνέχεια, ανέλαβε τη διοίκηση των τριών αποσπασμάτων, τα οποία στελεχώνονταν από 50 μαχητές, γνωστούς στο εξής ως: «ομάδα Μανουσιάν». Σε αυτή την ομάδα αποδίδεται η δολοφονία των: Μαρσέλ Rayman, Lio Kneller, Celestino Alfonso στις 28 Σεπτεμβρίου 1943, καθώς και του Στρατηγού Julius Ritter, βοηθού του Fritz Sauckel στη Γαλλία. Αξίζει να σημειωθεί, πως τα τρία αποσπάσματα υπό την ηγεσία του Μανουσιάν, από τον Αύγουστο έως και το Νοέμβριο του 1943 πραγ-ματοποίησαν σχεδόν τριάντα επιτυχείς επιθέσεις ενάντια των γερμανικών συμφερόντων. Την ίδια χρονιά, ομάδες των Ειδικών Ταξιαρχών- δωσίλογοι της γαλλικής αστυνομίας που ειδικεύονταν στον εντοπισμό «εσωτερικών εχθρών», ψάχνοντας για ταραχοποιούς συνέλαβαν συνολικά 68 άτομα, ανάμεσα στα οποία και τον Μανουσιάν. Πιο συγκεκριμένα, το πρωί της16ης Νοεμβρίου του 1943, ο ίδιος μαζί με 22 συντρόφους του, αφού βασανίστηκε παραδόθηκε στους Γερμανούς. Όλοι τους συμμετείχαν σε μια δίκη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρωδία για σκοπούς προπαγάνδας και στη συνέχεια εκτελέστηκαν στο Φορ Μον Βαλεριέν, κοντά στο Παρίσι, στις 21 Φεβρουαρίου 1944. Στην τελευταία του επιστολή προς τη σύζυγό του (το πρωτότυπο έγγραφο φυλάσσεται σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον), λίγο πριν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο ίδιος μεταξύ άλλων αναφέρει: «…Είμαι σίγουρος ότι ο γαλλικός λαός και όλοι εκείνοι που αγωνίζονται για την ελευθερία, θα ξέρουν πώς να τιμήσουν τη μνήμη μας με αξιοπρέπεια. Λίγο πριν το θάνατό μου, δηλώνω ότι δεν έχω κανένα μίσος για τον γερμανικό λαό ή για οποιονδήποτε άλλο. Ο καθένας θα λάβει αυτό που του αξίζει, ως τιμωρία και ως ανταμοιβή…». Αυτό το κείμενο αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στον Μανουσιάν και την ομάδα του. Η ιστορία του αποδεικνύει πως ο αρμενικός λαός διακατέχεται από υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης. Όπως ακριβώς ανέφερε και ο Μανουσιάν, «ο καθένας θα λάβει αυτό που του αξίζει, ως τιμωρία και ως ανταμοιβή». Ο καιρός γαρ εγγύς…
Η κόκκινη αφίσα Στον απόηχο των εκτελέσεων, οι Γερμανοί τύπωσαν περίπου 15.000 προπαγανδιστικές αφίσες. Οι περίφημες Κόκκινες Αφίσες έφεραν τις φωτογραφίες δέκα ανταρτών, ενώ στο κέντρο της κάθε μιας υπήρχε η εικόνα του Μανουσιάν που συνοδευόταν από την επιγραφή: «Αρμένιος ηγέτης συμμορίας, 56 βομβιστικές επιθέσεις, 150 νεκροί, 600 τραυματίες». Η παραπάνω κίνηση είχε ως στόχο να πείσει τους Γάλλους πολίτες ότι τα μέλη της εν λόγω ομάδας, αλλά και η Αντίσταση εν γένει δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ορισμένους αλλοδαπούς δολοφόνους που αποτελούσαν κίνδυνο για όποιον νομοταγή πολίτη συνεργαζόταν μαζί τους. Ωστόσο, όσο και αν προσπάθησαν οι Γερμανοί δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Αντίθετα, οι Κόκκινες Αφίσες -κολλημένες στους τοίχους ολόκληρου του Παρισιού- έγιναν έμβλημα μαχητικότητας και ελευθερίας, ενώ η λαϊκή υποστήριξη για την Αντίσταση μεγάλωσε. Ηθική αναγνώριση Με αφορμή την ονοματοδοσία «Ομάδα Μανουσιάν», οδού στο 20ο διαμέρισμα του Παρισιού το 1955, ο Λουί Αραγκόν έγραψε το ποίημα «Στροφές για να το θυμόμαστε» (Strophes pour se souvenir). Οι στίχοι του είναι εμπνευσμένοι από την τελευταία επιστολή του Μανουσιάν προς τη σύζυγό του, Μελινά, ενώ η τελευταία του στροφή είναι η εξής: Ήταν είκοσι τρεις όταν τα τουφέκια άνθισαν, Αναγνώριση της αποστολής και του σθένους του Μανουσιάν αποτελεί η κίνηση του δημάρχου της πόλης Εβρί να ονομάσει «Μισάκ Μανουσιάν» ένα πάρκο κατά μήκος του Σηκουάνα, αλλά και να στήσει μνημείο στον τόπο της σύλληψής του. Ακόμη και το 2009 όμως, συγκεκριμένα στις 21 Φεβρουαρίου, εγκαταστάθηκε αναμνηστική πλάκα στην οδό de Plaisance 11, στο 14ο διαμέρισμα του Παρισιού στη μνήμη του μεγάλου αγωνιστή, παρουσία πλήθους πρώην ανταρτών.
Η ζωή του στη μεγάλη οθόνη Στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο εργάτης και ποιητής Μισάκ Μανουσιάν τίθεται επικεφαλής μιας ομάδας αλλοδαπών νεαρών, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν προκειμένου να απελευθερώσουν τη Γαλλία που αγαπούν, τη χώρα που διαπνέεται από το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ζώντας μέσα στην παρανομία και διακινδυνεύοντας τα πάντα, θα γίνουν ήρωες. Οι επιθέσεις αυτών των ξένων ανταρτών θα προκαλέσουν μεγάλη ενόχληση στους Ναζί και τους συνεργάτες τους. Έτσι, η γαλλική αστυνομία θα αντιδράσει πολύ σκληρά, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις δυνάμεις της, θα καταφύγει στην παρακολούθηση υπόπτων, σε καταγγελίες, απειλές, βασανιστήρια… Κάπως έτσι περιγράφεται με λίγα λόγια η πλοκή της κινηματογραφικής ταινίας «Ο Στρατός των Εγκληματιών» (L’Armιe du crime). Πρόκειται για φιλμ βασισμένο στην πραγματική ιστορία του Μανουσιάν και της ομάδας του. Φέρει την υπογραφή του σκηνοθέτη Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, ενώ έκανε πρεμιέρα στη μεγάλη οθόνη το 2009. |