Μοβσές Σιλικιάν: Ελευθερία ή Θάνατος |
Πηγή: Περιοδικό Εrevan Μετάφραση: Σαρκίς Αγαμπατιάν Τεύχος: Μάιος-Ιούνιος 2010
Αποτιμώντας τις εξελίξεις του πολέμου το Μάιο του 1918, ο βρετανός ιστορικός Κρίστοφερ Γουόκερ έγραψε ότι, «αν οι Αρμένιοι είχαν ηττηθεί στη μάχη του Σαρνταραμπάντ, η λέξη “Aρμενία” θα ήταν απλώς ένας γεωγραφικός όρος». Ο στρατηγός Μοβσές Σιλίκοφ (Σιλικιάν) ηγήθηκε σ’ αυτήν την αποφασιστική μάχη για την επβίωση του αρμενικού έθνους.
Ταραγμένα χρόνια
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1914, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία ως απάντηση στην οθωμανική επίθεση κατά μήκος της ρωσικής ακτογραμμής στη Μαύρη θάλασσα. Η στρατιωτική εκστρατεία εξελισσόταν θετικά για τη Ρωσία, προκαλώντας πρωτοφανή ενθουσιασμό μεταξύ του αρμενικού πληθυσμού και μεγάλες ελπίδες στις τάξεις των πολιτικών αρχηγών του. Μέσα σε διάστημα δύο ετών, τα ρωσικά στρατεύματα κατάφεραν να ελέγξουν σχεδόν το σύνολο των εδαφών της Δυτικής Αρμενίας. Ωστόσο παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες, ξέσπασε μεγάλη πολιτική κρίση στη Ρωσία εξ αιτίας της σοβαρής οικονομικής κατάστασης, της αναποφασιστικότητας της κυβέρνησης και των διαφωνιών ανάμεσα στην άρχουσα τάξη, γεγονός που άνοιξε το δρόμο στην μπολσεβική επανάσταση. Το αρμενικό μέτωπο διαλύθηκε και ο ρωσικός στρατός τράπηκε σε φυγή. Το Αρμενικό Εθνικό Συμβούλιο από την προσωρινή έδρα του στην Τιφλίδα, εξουσιοδότησε τον στρατηγό Ναζαρμπεκιάν να συγκροτήσει αρμενικές μονάδες. Ο έμπειρος στρατιωτικός επιδεικνύοντας εξαιρετικές οργανωτικές ικανότητες, κατάφερε να σχηματίσει ικανά σώματα στρατού που αποτελούνταν από δύο μεραρχίες και βοηθητικές μονάδες υποστήριξης. Ο στρατηγός Αρέσοφ διορίστηκε διοικητής της πρώτης μεραρχίας και ο στρατηγός Σιλίκοφ της δεύτερης.
Ο επαγγελματίας Ο Μοβσές Σιλίκοφ γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1862 στην επαρχία της Ελιζαβετπόλ. Η οικογένεια Σιλίκοφ είχε μια άνετη ζωή καθώς διατηρούσε ένα μικρό εργοστάσιο. Συνεχίζοντας τη στρατιωτική παράδοση των προγόνων του, ο Μοβσές μαθήτευσε στο Πρώτο Στρατιωτικό Γυμνάσιο της Μόσχας, που ήταν μια από τις καλύτερες στρατιωτικές σχολές της Ρωσίας. Ο Μοβσές συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Τρίτο Στρατιωτικό Κολέγιο Αλεξαντρόφσκι που ήταν υπό την αιγίδα του Αυτοκράτορα. Τον Αύγουστο του 1884, ο Σιλίκοφ έλαβε το βαθμό του ανθυπολοχαγού και αργότερα με απόσπαση στο 155ό Σύνταγμα Κουμπίνσκι στο Καρς το βαθμό του λοχαγού. Το 1901, ο Σιλίκοφ νυμφεύφθηκε την Ναταλία Ζντανόφσκαγια, κόρη Πολωνού αξιωματικού του ρωσικού στρατού που δίδασκε στο τοπικό γυμνάσιο. Από εκείνη την περίοδο διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του μελλοντικού στρατηγού η ηρεμία, η αποφασιστικότητα και η λογική του σε συνδυασμό με τον εύθυμο χαρακτήρα του, τον βοήθησαν ν’ ανταπεξέλθει τις δυσκολίες του επαγγέλματός του. Αρκετά δημοφιλής, η φωτογραφία και ο τουρισμός ήταν μερικά από τα χόμπι του. Αγαπούσε τη μουσική, ήταν βαθύς γνώστης της όπερας και έχοντας αρκετά καλή φωνή διηύθυνε τη χορωδία του συντάγματος. Τον Ιανουάριο του 1904, ο Σιλίκοφ αποφοίτησε με τιμές από τη Σχολή Αξιωματικών Πεζικού Ορανιενμπόμσκι και υπηρέτησε στην Αλεξανδρούπολη (σημερινό Γκιουμρί) μέχρι το 1911. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ο αντισυνταγματάρχης Σιλίκοφ επικεφαλής του 8ου Συντάγματος Πεζικού αναχώρησε για την Περσία με ένα εκστρατευτικό σώμα. Στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν επικεφαλής του 6ου Συντάγματος Πεζικού στην Ταυρίδα με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Συμμετείχε σε πολλές μάχες, ως διοικητής των διμοιριών του Βαν και του Μους. Ο Σιλίκοφ έλαβε πολλά παράσημα για τις στρατιωτικές του υπηρεσίες και το 1916 προήχθη στο βαθμό του υποστρατήγου.
Η τελευταία επίθεση Ο Στρατηγός αποδέχθηκε το διορισμό του ως διοικητή της Αρμενικής Μεραρχίας και αφήνοντας πίσω την οικογένειά του στην Τιφλίδα, ξεκίνησε με ενθουσιασμό την οργάνωση του στρατού. Το τεράστιο μέτωπο που κρατούσαν οι δυνάμεις διαφόρων μεραρχιών του ρωσικού στρατού, έπρεπε τώρα να υπερασπίσουν μερικές μονάδες του αρμενικού στρατού που μόλις είχαν σχηματιστεί. Την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν επαρκή πολεμοφόδια, ενώ οι μαζικές λιποταξίες, ο τεράστιος αριθμός προσφύγων, το σαμποτάζ των υπερκαυκασιανών αρχών και κυρίως η ανεπάρκεια και αναποφασιστικότητα ορισμένων πολιτικών αρχηγών δυσχέραιναν αφάνταστα την κατάσταση. Το στρατηγείο στην Τιφλίδα, από την άλλη, ήταν απασχολημένο όχι τόσο με την άμυνα, αλλά με τη μεταφορά σε ασφαλέστερο μέρος της προσωπικής περιουσίας των μελών του. Οι Τούρκοι που ήταν σε απελπιστική κατάσταση πριν από λίγο διάστημα, αναθάρρεψαν από τη διαφαινόμενη αδυναμία των αρμενικών δυνάμεων και ξανάρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Παρά την ηρωική αντίσταση των τακτικών μονάδων και των εθελοντικών ταγμάτων, το μέτωπο μέσα σε λίγους μήνες επανήλθε στην κατάσταση που βρισκόταν πριν τον πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1918, η μπολσεβικική Ρωσία επικύρωσε τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόβσκ σύμφωνα με την οποία η Τουρκία θα λάμβανε τις αρμενικές επαρχίες του Καρς και του Αρνταχάν, που αποτελούσαν τμήμα της Ρωσίας στην αρχή του πολέμου. Η Υπερκαυκασιανή Βουλή (Σεΐμ), η οποία στο μεταξύ είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία, αρνήθηκε να δεχτεί τους όρους της Συνθήκης σχετικά με τον Καύκασο, αλλά κάτω από την πίεση της Γερμανίας τελικά έδωσε εντολή να παραδοθούν το Καρς, το Αρνταχάν και το Βατούμ. Ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, Λόυδ Τζορτζ, δήλωσε στα απομνημονεύματά του ότι ένας από τους στόχους των συμμαχικών κυβερνήσεων ήταν «η απελευθέρωση των λαών που είχαν παγιδευτεί στην αιματοβαμμένη τυραννία των Τούρκων και η αποπομπή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ενός πολιτισμού τελείως ξένου προς τη Δύση». Ωστόσο, το αρμενικό έθνος εγκλωβισμένο στη διαμάχη των μεγάλων δυνάμεων, βίωσε μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας του απειλείτο η ίδια η ύπαρξη του. Ήταν ξεκάθαρο ότι στόχος της τουρκικής κυβέρνησης δεν ήταν απλώς η κατοχή της Δυτικής Αρμενίας, αλλά η πλήρης εξόντωση του αρμενικού πληθυσμού. Όλη η ευθύνη για τη μοίρα του έθνους έπεσε στους ώμους των στρατιωτικών και κυρίως σ’ αυτούς του στρατηγού Σιλίκοφ που ήταν διοικητής του στρατού στο Ερεβάν. Όπως δήλωσε ο στρατάρχης Ιβάν Μπαγκραμιάν, ο Σιλίκοφ ήταν «ο πιο χαρισματικός στρατιωτικός ηγέτης εκείνη την εποχή».
Μάχη για την επίβιωση Το Μάιο του 1918, η κατάσταση στο Ερεβάν έγινε εξαιρετικά περίπλοκη. Η 36η τουρκική μεραρχία πλησίαζε από τα δυτικά. Κατέλαβε τη βάση του Αράξη και εισχωρώντας μέσα από την κοιλάδα του Αραράτ, κατέλαβε το Σαρνταμπάντ. Η 9η τουρκική μεραρχία εισήλθε από το Βορρά και διασχίζοντας τα βουνά κατέλαβε το ΜπαςΑμπαράν. Επιπροσθέτως κι άλλες τουρκικές δυνάμεις προχωρούσαν προς τον Αράξη από το Νότο. Η κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη που ο στρατηγός Σιλίκοφ συνέστησε στον Καθολικό να εγκαταλείψει το Ετσμιατζίν και να αποσυρθεί στο μοναστήρι στο νησάκι της λίμνης Σεβάν. Η Αυτού Παναγιότης Κεβόρκ Ε΄ αρνήθηκε και, απευθυνόμενος στο λαό που είχε συγκεντρωθεί στην αυλή του καθεδρικού ναού, δήλωσε, «δεν θα προδώσω τη μητέρα των εκκλησιών μας που μας κληροδότησαν οι Άγιοι πρόγονοί μας. Δεν θα εγκαταλείψω την εστία της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας. Αν ο αρμενικός στρατός και ο αρμενικός λαός δεν είναι άξιοι να σταματήσουν την εχθρική εισβολή, αν δεν μπορέσουν να σώσουν τα ιερά μας λείψανα, τότε είμαι έτοιμος να χαθώ ακριβώς εδώ μπροστά στο κατώφλι του ναού μας, ως πνευματικός ηγέτης σας με την ευλογία του Θεού. Κι αν το τέλος είναι κοντά, γιατί να μην το δεχτώ με θάρρος και τιμή και να μη λυγίσω μπροστά στο σπαθί του εχθρού!» Με εντολή του Καθολικού Κεβόρκ Ε΄, από τις 20 ως τις 29 Μαΐου, οι ιερείς από το Αραγκατσότν μέχρι το Σεβάν χτυπούσαν ασταμάτητα τις καμπάνες των εκκλησιών, παροτρύνοντας τον κόσμο να πάρει τα όπλα και να σπεύσει στο πεδίο της μάχης. Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση το στρατηγείο του αρμενικού στρατού πήρε μια γενναία απόφαση ν’ αλλάξει στρατηγική και να περάσει από την παθητική άμυνα στην αντεπίθεση, μη επιτρέποντας στον εχθρό να σφίξει τον κλοιό, να πάρει την πρωτοβουλία στα χέρια του και να προσπαθήσει να τον νικήσει. Την παραμονή της κρίσιμης μάχης, ο στρατηγός Σιλίκοφ απευθύνθηκε στον αρμενικό λαό λέγοντας, «Αρμένιοι! Ήρθε η στιγμή για τον καθένα μας να παραμερίσει τα προσωπικά ζητήματα και στ’ όνομα της μεγάλης υπόθεσης να μη φεισθεί καμιάς προσπάθειας και να επιτεθεί στον εχθρό. Δεν θέλουμε τον πόλεμο. Στο όνομα της ειρήνης είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τα πάντα, αλλά ο άπιστος εχθρός μας συνεχίζει το δρόμο που επέλεξε. Θέλει να μας αφανίσει. Αλλά αν είναι γραφτό να εξαλειφθούμε είναι προτιμότερο να υπερασπίσουμε τον εαυτό μας με το όπλο στο χέρι…» Ο Σιλίκοφ εγκατέστησε το αρχηγείο του στο κτίριο της θεολογικής σχολής του Ετσμιατζίν, μεταξύ Σαρνταραμπάντ και ΜπαςΑμπαράν, στο κέντρο της τουρκικής επίθεσης. Γνωρίζοντας ότι η 4η τουρκική μεραρχία που πλησίαζε από το Ιράν ήταν ακόμη μακριά και ότι ο κίνδυνος από το Νότο ήταν μόνο από τις μονάδες στη γραμμή του μετώπου, ο Σιλίκοφ διέταξε να καταστραφούν οι γέφυρες κατά μήκος του Αράξη ποταμού και ανέθεσε στη διμοιρία ιππικού του Ζεϊτούν και σε δύο εθελοντικές μονάδες να εξασφαλίσουν την άμυνα της αριστερής όχθης. Ο στρατηγός τοποθέτησε επίσης εφεδρικές δυνάμεις στο Βορρά θεωρώντας ότι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος από αυτή την πλευρά. Στις 22 Μαΐου, οι μονάδες του Τρο και του Πιρούμοφ κατάφεραν τα πρώτα χτυπήματα στον εχθρό. Οι δυνάμεις του Τρο απώθησαν τον εχθρό από το ΜπαςΑμπαράν, αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρήσει τριάντα χιλιόμετρα μακριά, κοντά στο Σπιτάκ. Οι δυνάμεις του Πιρούμοφ από την άλλη, επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων στο Σαρνταραμπάντ και μετά από μια λυσσαλέα μάχη, τους εκδίωξαν από τη βάση και την πόλη. Έχοντας υποστεί βαριές απώλειες και καταδιωκόμενος από τις αρμενικές δυνάμεις, ο εχθρός υποχώρησε αλλά κατάφερε να εδραιώσει τις θέσεις του στα υψώματα κοντά στη βάση του Αράξη. Στις 24 Μαΐου, οι μονάδες του Ναζαρμπεκιάν έκαναν επίθεση στο Καρακιλισέ (Βανατζόρ). Παρά την υπεροχή των Τούρκων (10.000 στρατιώτες, 70 κανόνια και 40 μηχανοκίνητα πυροβόλα), οι Αρμένιοι νίκησαν τον εχθρό, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. Οι επιθέσεις εναντίον των τουρκικών θέσεων συνεχίστηκαν επί τρεις μέρες στη βάση του Αράξη, αλλά η ηρωική έφοδος δεν έφερε αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι και τμήματα του στρατού του Πιρούμοφ είχαν εξαντληθεί και υποστεί σοβαρές απώλειες. Ωστόσο, με την αναδίπλωση της 9ης τουρκικής μεραρχίας, η απειλή στο Καρακιλισέ από το Βορρά εξαλείφθηκε και ο Σιλίκοφ άρπαξε αμέσως την ευκαιρία να αναδιατάξει τις εφεδρικές του δυνάμεις από το Γκζνόσκ στο Σαρνταραμπάντ. Ο στρατηγός σχημάτισε μια ομάδα κρούσης από τις εφεδρικές μονάδες τακτικός στρατός μαζί με αποσπάσματα ανταρτών και την έστειλε για να περικυκλώσει τις τουρκικές θέσεις. Νωρίς το πρωί της 27ης Μαΐου, οι Τούρκοι δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από τα νώτα και τα πλευρά ενώ οι κύριες δυνάμεις των Αρμενίων επιχείρησαν μετωπική επίθεση. Οι τουρκικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν στις επιθέσεις και υποχώρησαν προς την Αλεξανδρούπολη. Η υποχώρησή τους ήταν άτακτη και οι μονάδες του Σιλίκοφ τις καταδίωξαν. Η νίκη ήταν αδιαμφισβήτητη: οι Τούρκοι απώλεσαν σημαντικά εδάφη στη μάχη καθώς και γύρω στους 4.000 στρατιώτες. Οι αρμένιοι στρατιώτες και αξιωματικοί επιδεικνύοντας μοναδικό ηρωισμό, όχι μόνο σταμάτησαν την προέλαση του εχθρού αλλά προκάλεσαν τεράστιες απώλειες. Ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων στο μέτωπο του Καυκάσου Βεχίμπ Πασάς, αποκάλεσε την ήττα των στρατιωτών του ολοκληρωτική κααστροφή.
Ο πολιτικός χάρτης του κόσμου Το αρμενικό επιτελείο ήταν έτοιμο να εκμεταλλευθεί την επιτυχία και την εκδίωξη του εχθρού. Ο στρατηγός Σιλίκοφ επεξεργάστηκε μάλιστα ένα σχέδιο για να απελευθερώσει την Αλεξανδρούπολη. Όμως και πάλι οι πολιτικοί επενέβησαν. Στις διαπραγματεύσεις στο Βατούμ, οι Καυκασιανοί αντιπρόσωποι δεν είχαν πληροφορηθεί τις στρατιωτικές επιτυχίες και ήταν έτοιμοι να υπογράψουν μια εκεχειρία με οποιουσδήποτε όρους. Αλλά οι Τούρκοι που ήταν πλήρως ενημερωμένοι για τις λεπτομέρειες των πρόσφατων γεγονότων, συμφώνησαν να εδραιώσουν τις θέσεις που δεν βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους. Όπως πριν, μετά την ανάκτηση των πατρογονικών εδαφών με κόστος χιλιάδες ζωές, οι Αρμένιοι έπρεπε να τις επιστρέψουν εξ αιτίας της μετριότητας των πολιτικών που κατελήφθησαν από απόγνωση και πανικό. Η διακήρυξη της «ανεξαρτησίας» του εναπομείναντος τμήματος γης στη ρημαγμένη Αρμενία υπεγράφη χωρίς φανφάρες και ενθουσιασμούς. Ο Σιλίκοφ ως μέλος της καινούργιας κυβέρνησης που σχηματίστηκε στην Αρμενία, ανέλαβε δράση στο στρατιωτικό τομέα, οργάνωσε εκστρατείες για την καταπολέμηση των επιδημιών τύφου και χολέρας και κατηύθυνε με επιτυχία στρατιωτικές επιχειρήσεις, ειδικά στις βόρειες επαρχίες της Αρμενίας, για την εκδίωξη των γεωργιανών στρατευμάτων που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Στο μεταξύ, οι δυνάμεις της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας συνέχισαν τις επιθέσεις τους εναντίον των Τούρκων, αναγκάζοντάς τους να συνθηκολογήσουν και να αποσύρουν το στρατό τους από αρκετές περιοχές. Τον Απρίλιο του 1920, ο στρατηγός Σιλίκοφ ως μέλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας έγινε δεκτός στο Καρς το οποίο οι Τούρκοι εγκατέλειψαν χωρίς μάχη. Για άλλη μια φορά, μια ακτίνα ελπίδας άρχισε να λάμπει, κυρίως όταν η Αρμενία μεταξύ των συμμαχικών χωρών της Τριπλής Αντάντ υπέγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών αποσπώντας τη Δυτική Αρμενία από την Τουρκία. Τα ακριβή σύνορα του μελλοντικού κράτους θα καθορίζονταν από την διαιτητική απόφαση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Γούντροου Ουίλσον, με την πρόβλεψη μιας τεράστιας έκτασης για έξοδο προς τη θάλασσα. Η ελπίδα όμως αυτή δεν κράτησε πολύ, καθώς ακολούθησε μια καινούργια απογοήτευση ο Κεμάλ Πασάς που ηγήθηκε της εξέγερσης εναντίον της κυβέρνησης του σουλτάνου, ακύρωσε όλες τις ελπίδες των Αρμενίων που γεννήθηκαν απ’ αυτή τη συμφωνία. Η επιτυχία του Κεμάλ επικυρώθηκε από τη ασυμφωνία μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ και από την υποστήριξη των μπολσεβίκων που εφοδίασαν τον Κεμάλ με χρήματα, όπλα, ειδικούς και στρατιωτικό υλικό. Τον Οκτώβριο του 1920, η Αρμενία υπερασπιζόμενη μόνη της όλα τα μέτωπα, και αναγκασμένη να ελιχθεί ανάμεσα στις μονάδες του Κόκκινου Στρατού που πίεζαν από ανατολικά, και των Κεμαλικών που προέλαυναν από τα δυτικά, υπέκυψε τελικά στους μπολσεβίκους που ανακήρυξαν την Αρμενική Σοβιετική Δημοκρατία στα εναπομείνοντα εδάφη.
Χωρίς ημερομηνία και τόπο θανάτου Την ημέρα πριν από την εγκαθίδρυση της νέας κρατικής εξουσίας, ο στρατηγός Σιλίκοφ αποτάχθηκε από το στρατό, αλλά παρέμεινε στην Αρμενία κερδίζοντας τα προς το ζην από μια μικρή επιχείρηση υφαντουργίας. Μετά από λίγο διάστημα μαζί με άλλους πρώην στρατιωτικούς εξορίστηκε προληπτικά στο Ριαζάν. Αργότερα η υπόθεσή του επανεξετάστηκε και το 1921 επέστρεψε στο Ερεβάν για να εργαστεί σε μια σουηδική εταιρία εμπορίας γεωργικών μηχανημάτων. Για πολλά χρόνια, ο Σιλίκοφ εργάστηκε στο νοσοκομείο του αμερικανικού φιλανθρωπικού σωματείου «Αμερικόμ», ένας από τους υπεύθυνους του οποίου ήταν ο πρώην πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρυ Μοργκεντάου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο στρατηγός είχε ως στήριγμα τη σύζυγο και το γιο του, ο οποίος κατόπιν επιμονής του πατέρα του, είχε επιλέξει το επάγγελμα του υδρομηχανικού. Ο Σιλίκοφ περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του με στενούς του φίλους παίζοντας σκάκι και αναπολώντας τις στρατιωτικές εκστρατείες στις οποίες είχε λάβει μέρος. Επειδή το όνομα του Σιλίκοφ αναφερόταν συχνά από τους ηγέτες της Πρώτης Αρμενικής Δημοκρατίας, συνελήφθη εκ νέου. Ο γιος του στρατηγού θυμόταν, «τον Σεπτέμβριο του 1937 έχοντας παραδώσει το τελευταίο δέμα, η Μητέρα επέστρεψε αγανακτισμένη λέγοντας ότι στη σημείωσή του, ο Πατέρας είχε παραγγείλει να του πλύνουν πιο προσεκτικά τα μανίκια των πουκαμίσων του. Από αφέλεια ή ανοησία, δεν καταλάβαμε τίποτα. Και μόνο όταν η γυναίκα μας έφερε τα πλυμένα πουκάμισα ό,τι είχε απομείνει από το σημείωμα με ανεξίτηλο μελάνι που είχε τοποθετηθεί στο μανίκι του πουκαμίσου πληροφορηθήκαμε ότι ο πατέρας ήθελε να μας προειδοποιήσει για κάτι». Η οικογένεια μετακόμισε πρώτα στην Τιφλίδα για ν’ αποφύγει τη σύλληψη και αργότερα στο Μπακού. Το όνομα του στρατηγού περιέπεσε στη λήθη για δεκαετίες. Την περίοδο του Κρούστσεφ, ο Γκεόργκι Σιλίκοφ προσπάθησε να αποκαταστήσει το καλό όνομα του πατέρα του χωρίς επιτυχία. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Στρατάρχης Μπαγκραμιάν εγκωμίασε με επαινετικά σχόλια τον ήρωα του Σαρνταραμπάντ στα απομνημονεύματά του, και ακολούθησαν άρθρα γι’ αυτόν στην αρμενική εγκυκλοπαίδεια. Το 1988 οι αρχές τελικά ενημέρωσαν το γιο του για την κατάργηση της ποινής. Αν και είναι καθαρό το ποινικό μητρώο του, ο φάκελος του Μοβσές Σιλίκοφ παραμένει ελλιπής μέχρι σήμερα ο τόπος και η ημερομηνία θανάτου του είναι ακόμη άγνωστοι.
|