...μην κρυώσει το παιδί |
Μετάφραση: Κουήν Μινασιάν Αρμενικά Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013 τεύχος 79 Στις σελίδες αυτές δίνουμε χώρο στη σύγχρονη αρμενική λογοτεχνία και παρουσιάζουμε μικρά διηγήματα ή αποσπάσματα μεταφρασμένα στα ελληνικά. Σ’ αυτό το τεύχος παρουσιάζουμε ακόμη μια ιστορία από την συλλογή διηγημάτων του Πακράτ Εστουκιάν “Ξενιτεμένα τραγούδια”, εκδόσεις Αράς, Κωνσταντινούπολη, α’ έκδοση Φεβρουάριος 2013. “Εδώ, σ’ αυτό το υψίπεδο, μιαν απομονωμένη νησίδα μέσα στα ψηλά βουνά, χειμώνας σημαίνει λευκό, χειμώνας σημαίνει δριμύ πολικό ψύχος, ανατριχίλα. Η ιστορία κι η γεωγραφία έτσι το περιγράφουν από παλιά. Όμως τα τελευταία εβδομήντα χρόνια οι άνθρωποι ξέχασαν αυτό το γεγονός. Είχαν αντιμετωπίσει πολλές αντιξοότητες, εν τούτοις χρόνο με το χρόνο το βιοτικό τους επίπεδο βελτιώθηκε τόσο, που με ευχαρίστηση πλέον κοιτούσαν τη θέα του χιονιά μέσα από τα παράθυρα του ζεστού τους σπιτιού. Την πρωτεύουσά μας Eρεβάν την αποκαλούσαν πόλη του φωτός. Ξέρω, τα λόγια μου ηχούν απίστευτα σ’ εσάς τους εφήμερους επισκέπτες. Εσείς, δυστυχώς, είστε μάρτυρες στα πέτρινα χρόνια μας. Όμως κάποτε ήταν η πόλη του φωτός εδώ. Ένας ολόκληρος λαός μέρα με τη μέρα χαιρόταν όλο και περισσότερο που είναι πολίτες αυτής της χώρας. Στη μεγάλη αυτή πλατεία, όπου βρίσκεται και το ξενοδοχείο σας, κάθε νύχτα ο κόσμος ξεφάντωνε με τις χαρμόσυνες μουσικές, τα πολύχρωμα φώτα και τον συντονισμένο με αυτά χορό των σιντριβανιών. Οι άνθρωποι έκαναν τον περίπατό τους εδώ, συζητούσαν, έπιναν τον καφέ τους κι έτρωγαν αγνό, ανόθευτο παγωτό, που μοσχοβολούσε γάλα. Τώρα δεν θέλουμε ούτε και την ανάμνηση αυτού του παγωτού, αφού και το ψωμί πια είναι παγωτό, η ζεστή σούπα είναι παγωτό, το πόσιμο νερό παγωτό, κάθε κτήριο, κάθε φούρνος, όλα ψυγείο. Ο πολιτισμένος μας λαός ντρέπεται πια για την κατάντιά του. Σήμερα τα μέσα μεταφοράς δεν λειτουργούν στις φαρδιές λεωφόρους της πόλης μας, τα εργοστάσια δεν είναι μελίσσια όπως κάποτε και τα σχολεία έρημα πια από μαθητές. Δεν βλέπεις ούτε διαβάτες πια στους δρόμους. Μόνον για σοβαρούς λόγους βγαίνει κανείς από το σπίτι του. Έτσι κι ο ήρωας αυτής της ιστορίας. Παρότι τον γνωρίζω καλά, θα αρκεστώ να σας περιγράψω μερικές μόνον ώρες από τη ζωή του”. Ο ξεναγός σώπασε για λίγο, κοίταξε τριγύρω. Στο γκρουπ των επισκεπτών, που είχαν έρθει από διάφορες χώρες, συμμετείχε κι ένα ζευγάρι δάσκαλοι από τη μακρινή Βενεζουέλα. Περίμεναν όλοι τον οδηγό του πούλμαν στον χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου. Ο βοηθός του ήταν ήδη εκεί. “Πήγαινε ζήτα ποτήρια από τους σερβιτόρους! Έχω φέρει τρεις μποτίλιες κονιάκ από το σπίτι, να πιούμε, για να αρχίσει καλά η μέρα μας”, είπε ο ξεναγός και συνέχισε. “Σας μιλώ για τον Αμλέτ Μικιρδιτσιάν, τον υπεύθυνο ηλεκτρολόγο μηχανικό δικτύου διανομής ρεύματος. Μη γελάτε παρακαλώ, για μας είναι πια φυσικό και κανείς δεν παρεξηγεί όποιον φορά τη ματσόνκα της γυναίκας του. Αν δεν ήταν όλα τόσο πρωτοφανή, αν το κρύο του Φλεβάρη δεν ήταν τόσο τρομερό, τότε κι εσείς δεν θα βλέπατε ένα παλικάρι σαν τον Αμλέτ με γυναικεία ρούχα. Μη γελάτε ούτε με την περπατησιά του. Συνηθίσαμε πια στο βαρύγδουπο βηματισμό. Είναι κουραστικό, αλλά καλύτερο από το να παγώνουν τα πόδια. Εκείνος περπατάει δυο ώρες τώρα, από τον βόρειο τομέα προς το κέντρο της πόλης, προς το κρατικό νοσοκομείο. Η γυναίκα του, η Καγιανέ, γέννησε αγοράκι πριν δυο μέρες. Έρχεται να πάρει στο σπίτι τη μάνα με το νεογέννητο. Ο Ζιρίκ, ο ξάδερφός του, θα εξασφάλιζε λίγη βενζίνη για να φτάσουν με το αμάξι ως το σπίτι, να μην κρυώσει το μωρό. Έφτασε εξαντλημένος στο νοσοκομείο. Έκατσε για λίγο στην είσοδο, έβγαλε τα παγωμένα από το χιόνι παπούτσια, τις βρεμένες του κάλτσες και βάλθηκε να τρίβει τα πόδια του, για να τα ζεστάνει. Όταν συνήλθε, έβγαλε από την τσέπη του ένα ζευγάρι καθαρές κάλτσες και τις φόρεσε. Με βιαστικές κινήσεις πήρε τα παπούτσια στα χέρια και ανέβηκε προς το δωμάτιο της Καγιανέ. Κανείς δεν τον είχε εμποδίσει ως εκεί, πράγμα αφύσικο, αφού δεν επιτρέπεται κάτι τέτοιο. Με την ίδια άνεση μπήκε στο δωμάτιό της. Αμέσως αντιλήφθηκε πως δίπλα από τη γυναίκα του έλειπε το κρεβατάκι που είχαν οι άλλες λεχώνες στο πλάι τους. Το βλέμμα του συναντήθηκε με της Καγιανέ. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τον έζωσαν τα φίδια, οι κακές σκέψεις. Από τα μάτια του σαν σπίθες ξεπηδούσαν τα ερωτηματικά, η απελπισία. -Πέθανε..., ακούστηκε η κραυγή της Καγιανέ. Πέθανε το λεχούδι μου, Αμλέτ τζαν, πέθανε ο Αρμέν μου, δεν άντεξε στην παγωνιά, πέθανε το μωρό μου, Αμλέτ, πέθανε... Και οι λέξεις πνίγηκαν μέσα στα αναφιλητά. Ο Αμλέτ θέλησε να αγκαλιάσει τη γυναίκα του, να την παρηγορήσει, μα εκείνη είχε πέσει ήδη σε λήθαργο. Μια μαία μπήκε τότε στο θάλαμο και του είπε πως της κάνουν συχνά ηρεμιστικές ενέσεις, έτσι εξηγείται ο ξαφνικός ύπνος. Και πρόσθεσε: -Μείνετε ήσυχος για εκείνην. Εσείς πηγαίνετε καλύτερα στο διευθυντή. Ο γιατρός εξέφρασε τα συλλυπητήριά του. Ύστερα ομολόγησε πως μέσα σε μια βδομάδα αυτό ήταν το όγδοο νεογέννητο που απεβίωσε λόγω της παγωνιάς. Πρότεινε η μάνα να μείνει για δυο ακόμη ημέρες στο μαιευτήριο, να ολοκληρώσουν τη θεραπεία της πριν πάει σπίτι. Ακατάληπτες ήταν οι λέξεις που βγήκαν ως απάντηση από τα χείλη του Αμλέτ, λέξεις που ακόμη και για τον ίδιο ήταν ασυνάρτητες. Ήταν τόσο σαστισμένος, που κρατούσε ακόμη στα χέρια του τα παπούτσια του. Τα φόρεσε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Μα ξάφνου γύρισε πίσω. Είχε θυμηθεί το βελάκι στον τοίχο, πλάι στη στενή σκάλα, που έγραφε Νεκροτομείο. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σ’ αυτόν το τομέα. Το φανταζόταν και ήταν λευκό και κρύο. Κι εδώ δεν υπήρχε κάποιος υπάλληλος να τον εμποδίσει να μπει. Έσπρωξε τη βαριά μεταλλική πόρτα και μπήκε. Στον παγωμένο θάλαμο, πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια κείτονταν έξι κορμιά τυλιγμένα σε λευκά σάβανα, τα δυο πολύ μικρά. Τα πόδια τους ήταν ξεσκέπαστα και από το μεγάλο δάχτυλο κρεμόταν μια καρτέλα. Βρήκε αυτό που έγραφε το όνομα της συζύγου του. Ο Αμλέτ βγήκε βιαστικά από το νοσοκομείο κρατώντας στην αγκαλιά του το παγωμένο κορμάκι του Αρμέν. Μες τη σαστιμάρα του αναρωτιόταν προς τα πού να πάει. Κι ο Ζιρίκ δεν είχε φανεί, φαίνεται δεν βρήκε βενζίνη, αναλογίστηκε. Σπίτι του δεν μπορούσε να πάει. Ένιωσε το ψύχος στο πρόσωπό του. Μην κρυώσει το παιδί. Μην κρυώσει το παιδί. Μην κρυώσει το παιδί. Όσες φορές τον είχαν συμβουλέψει -η μάνα του, ο πατέρας του, η αδερφή του, η γυναίκα του Ζιρίκ- άλλες τόσες έλεγε τώρα και ξανάλεγε: μη κρυώσει το παιδί... Έβγαλε τη ματσόνκα και κάλυψε το κρύο κορμί του Αρμέν. Περπατούσε στους έρημους δρόμους της πόλης, μα δεν ήξερε που πηγαίνει. Δεν έδινε προσοχή σε κανέναν τριγύρω, ούτε υπήρχε κανείς για να ασχοληθεί μαζί του. Έτσι σαν χαμένος έφτασε στο ύψωμα. Το ήξερε καλά αυτό το μέρος. Ερχόταν συχνά στο λόφο. Εδώ είχαν πάρει σάρκα και οστά οι λαχτάρες του λαού του. Με τη φλόγα που έκαιγε εδώ, έμενε αθάνατη η μνήμη των εκατομμυρίων θυμάτων. Μια μελωδία έβγαινε θαρρείς από τη γη. Ντερ Βογορμιά. Έκανε μερικές φορές τον γύρω του μνημείου και στάθηκε μπροστά στις δύο στήλες, μια μεγάλη και μια μικρή, σύμβολα του ιερού δίκορφου βουνού της χώρας του. Δυο βήματα από κει που στεκόταν είχε χώμα. Ήταν κατάλληλο το μέρος. Δεν θα το πατήσουν εδώ, σκέφτηκε. Απέθεσε κάτω το κορμάκι με προσοχή και βάλθηκε να σκάβει στο χιόνι. Έσκαβε, μα αντί για χιόνι έβρισκε πάγο. Δυσκολευόταν, είχε ιδρώσει. Έβγαλε το πανωφόρι του και συνέχισε να σκάβει. Έπιασε χώμα μα κι αυτό παγωμένο. Κοντοστάθηκε, σκούπισε τον ιδρώτα του, κοίταξε τριγύρω, μήπως βρει κάτι να σκάψει πιο εύκολα. Ένα κομμάτι βράχου τον διευκόλυνε κάπως, αλλά και πάλι, όλα ήταν πάγος. Όσο έσκαβε, τόσο αφαιρούσε ρούχα από πάνω του. Όταν έφτασε αρκετά βαθιά, είχε μείνει πια γυμνός από την μέση και πάνω. Ήταν εντελώς αποκαμωμένος, βαριανάσαινε, είχε ανάγκη από αέρα, του φαινόταν λιγοστό το οξυγόνο που έμπαινε στα πνευμόνια του. Ήθελε ένα τσιγάρο. Έβγαλε από το πεταμένο παλτό το πακέτο με τα σπίρτα. Άναψε. Με μια ρουφηξιά έκαψε το τσιγάρο ίσαμε τη μέση. Πλησίασε στο κορμάκι, το ξετύλιξε προσεκτικά και είδε για πρώτη φορά το πρόσωπο του γιου του. Τα ματάκια κλειστά, το πρόσωπο χλωμό, τα μαλλιά του μαύρα. Κάπνισε άλλα τέσσερα τσιγάρα, τα ρούφαγε το ένα πίσω από το άλλο. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο παγωμένο πρόσωπο του Αρμέν. Ήρθαν στη μνήμη του ξανά τα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Αυτό ήταν το πρώτο τους παιδί. Με την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης της η Καγιανέ δεν είχε την υπομονή να περιμένει τον Αμλέτ να γυρίσει από τη δουλειά. Γεμάτη ενθουσιασμό είχε τηλεφωνήσει στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού. Όσο μαζεμένος κι αν ήταν στις εκφράσεις του, ο διευθυντής τα είχε καταλάβει όλα και είχε ανοίξει ένα μπουκάλι κονιάκ για να ευχηθούν όλοι μαζί τον ερχομό του Αρμέν. Η χαρά είχε συνεχιστεί και στο σπίτι ως αργά εκείνο το βράδυ. Ο πατέρας του Αμλέτ είχε ανοίξει την έξπορτ βότκα, που την φύλαγε για ιδιαίτερες περιστάσεις. Οι εικόνες ξεπηδούσαν από τη μνήμη του σαν κινηματογραφική ταινία. Μη μας πάρει η νύχτα, σκέφτηκε. Στοργικά σκέπασε το προσωπάκι του παιδιού του και με προσοχή το απέθεσε στη γη. -Ένα ακόμη θύμα κι εσύ, αγόρι μου Αρμέν, ψιθύρισε. Με τις χούφτες του τον σκέπασε με χώμα, χώμα με δάκρυα. Πολλά ήταν τα θύματα εκείνων των ημερών. Το μερτικό των Μικιρδιτσιάν είχε πέσει στο νεογέννητο Αρμέν. Είχε θάψει πια το παιδί. Στη λευκή, χιονισμένη έκταση ξεχώριζε τώρα ένας σκούρος σωρός με χώμα. Κανονικά δεν θα επέτρεπαν να θαφτεί κανείς εδώ. “Μόνον εγώ θα το ξέρω, ούτε στην Καγιανέ δεν θα το πω”, σκέφτηκε και στάθηκε. Σαν κάτι να τον εμπόδιζε να απομακρυνθεί από κει, λες και είχε αφήσει κάτι ατελές, μισοτελειωμένο. Ναι... βέβαια, ήταν η ανάγκη για μια προσευχή! Δεν γινόταν να φύγει δίχως την ευλογία μιας προσευχής. Ο Αμλέτ πανικοβλήθηκε μ’ αυτήν τη σκέψη, εκείνος δεν ήξερε απ’ αυτά. Όμως όχι, αδύνατον, έπρεπε να διαβαστεί μια προσευχή για το παιδί! Έριξε μια ματιά γύρω του. Δεν ήταν κατοικημένη η περιοχή. Ψυχή δεν υπήρχε, μόνο το επιβλητικό μέγαρο λίγο παραπέρα. Κάποιος θα υπάρχει σκέφτηκε και έτρεξε κει. Το μέγαρο έδειχνε άδειο, όπως και η πόλη, κάτω. Χτύπησε τα τζάμια, βρόντηξε τις πόρτες, μήπως κάποιος από μέσα ακούσει τις κραυγές του. Έκανε τον γύρω του κτιρίου, είχε απελπιστεί όταν ξαφνικά κάπου πίσω του άκουσε έναν ήχο, σαν ξεκλείδωμα πόρτας. Ήταν ένας γέρος φύλακας. -Είναι κλειστά, τι θες άνθρωπέ μου; είπε κι άφησε μισή τη φράση του. Είχε σαστίσει με την όψη του Αμλέτ, μισόγυμνο και λασπωμένο. Κοντοστάθηκε, να δει τι θέλει. -Ξέρεις να προσεύχεσαι; ρώτησε ο Άμλετ. Ο γέροντας τα ’χασε. Αυτός αντίκρυ του ήταν αλλόκοτος, αλλά δεν φαινόταν τρελός. Ήταν φανερό πως κάτι παράδοξο και τρομερό του είχε συμβεί. -Μα τι στην ευχή, τι προσευχή; ψέλλισε. Ναι, ξέρω, απάντησε τελικά. Ο Αμλέτ άρπαξε τον γέροντα από το χέρι και τον οδήγησε προς το μνημείο της γενοκτονίας, μπροστά στο μνήμα του γιου του. -Σε παρακαλώ πατέρα, πες μια προσευχή, να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου, είπε ο Αμλέτ. Ο γέροντας σταυροκοπήθηκε, άνοιξε τα χέρια προς τον ουρανό και άρχισε να λέει με φωνή δυνατή τη μόνη προσευχή που ήξερε. -Χάιρ μερ... Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς... Ο Αμλέτ στάθηκε όπως κι ο φύλακας. Ένας νέος κι ένας γέρος, ο ένας μισόγυμνος, ο άλλος ντυμένος βαριά. Είναι η στιγμή που στο γεμάτο μηνύματα ύψωμα, πάνω από τη μικρή σωρό του Αρμέν, απλώνεται στον αέρα ο γοερός θρήνος δύο ανθρώπων. -...αλλά ρήσε ημάς από του πονηρού. Ευχαρίστησε τον γέροντα. Τώρα πια ήταν ήσυχος. Μετά από τόσες ώρες, μόλις τώρα ένιωθε το κρύο. Φόρεσε τα ρούχα του, έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του και αναλογίστηκε πως εδώ και δεκαεφτά μέρες δεν έχει πάει στο εργοστάσιο. Δεν έχουμε ρεύμα, δεν λειτουργεί τίποτε, όμως πρέπει να λαδώσω τα γρανάζια, να είναι έτοιμα για δουλειά, σκέφτηκε. Και κατευθύνθηκε προς την ζωή. Ο ξεναγός είχε ήδη αντιληφθεί πως ο οδηγός είχε έρθει κι είχε βάλει μπρος το πούλμαν διακριτικά. Δεν θέλησε να διακόψει. “Αγαπητοί επισκέπτες, αυτό το γεγονός συνέβη πέρσι τον Φλεβάρη(1993). Κι από τότε, κάθε φορά που επισκέπτομαι το λόφο, εκείνος ο μικρός σωρός χώμα είναι γεμάτος λουλούδια. Για τον κόσμο μας το μικρό εκείνο μνήμα είναι το σύμβολο για τα βάσανα του σήμερα. Το πρόγραμμά μας προβλέπει επίσκεψη στο ύψωμα, στο Μνημείο των Θυμάτων της Γενοκτονίας. Σας προτρέπω να φέρετε κι εσείς λουλούδια”. Το γκρουπ αποτελείτο από συμπατριώτες της διασποράς, που είχαν έρθει από διάφορα μέρη για να επισκεφτούν την πατρίδα. Η μοναδική ξένη, ήταν μια δεκαπεντάχρονη μελαμψή Γαλλίδα, η Ιζαμπέλ Μπουλανζέν. -Κύριε ξεναγέ, είπε χαμογελώντας παρά τη συγκίνηση. Είπατε πως γνωρίζατε τον Αμλέτ Μικιρδιτσιάν. Τι κάνει εκείνος τώρα; -Εμείς χθες επισκεφτήκαμε το μετρό της πόλης μας. Οι γεννήτριες που χρησιμοποιούνται εκεί είναι δικής του επινόησης και τώρα ο Αμλέτ ασχολείται με την κατασκευή ηλεκτρογεννητριών. Ο οδηγός είχε παρακολουθήσει το τελευταίο μέρος της αφήγησης από το κατώφλι της πόρτας του ξενοδοχείου. Ζύγωσε στην ομάδα και πρότεινε την τελευταία γουλιά κονιάκ να την πιουν στην υγειά των Αγωνιστών της Ζωής. |