Ο Λοχαγός Βλαντιμίρ Σακηλλάρης και το προσωπικό της πυροβολαρχίας του, 1918.
Φεβρουάριος- Απρίλιος 2018, τεύχος 96 Απόσπασμα από το βιβλίο του Σαμβέλ Ραμαζιάν «Ιστορία των Αρμενο-ελληνικών στρατιωτικών σχέσεων και συνεργασίας», εκδόσεις «Σταμούλη».
Το 1917-18 στους κόλπους του Αρμενικού Σώματος Στρατού υπήρχε ξεχωριστή ελληνική μοίρα, που απαρτιζόταν από Έλληνες της Αρμενίας και Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί. Την περίοδο Δεκεμβρίου 1917 – Ιανουαρίου 1918 άρχισε να προβάλλεται από το Κομισαριάτο της Υπερκαυκασίας η ιδέα δημιουργίας εθνικών σωμάτων στρατού (αρμενικού, γεωργιανού, ρωσικού και μουσουλμανικού), καθώς και ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Μετά την απομάκρυνση των ρωσικών στρατευμάτων, το 1918, αρχίζει να διαμορφώνεται η Ελληνική Εθνική Μεραρχία, διοικητής της οποίας ήταν ο υποστράτηγος Μιχαήλ Θεόδωρος (Φεοντόροβιτς) Ανάνιος, πρώην αρχηγός του επιτελείου της Β΄ Καυκασιανής μεραρχίας πεζικού, που έδρασε στο τουρκικό μέτωπο με κατεύθυνση τη Δυτική Αρμενία και τον Πόντο. Ο Ανάνιος γεννήθηκε το 1873, στον Καύκασο και πέθανε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Διετέλεσε πρόεδρος του «Σωματείου των Ελλήνων Αξιωματικών του πρώην Ρωσικού Στρατού στην Ελλάδα». Από τη διοίκηση της Ελληνικής Εθνικής Μεραρχίας ήταν επίσης γνωστός ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Δημοσθένης Πανταζίδης. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία στην ελληνική μονάδα είχε διατεθεί εξοπλισμός από τον υποχωρούντα Ρωσικό Στρατό. Δυστυχώς, λόγω των περιστάσεων η ίδρυση της Ελληνικής Εθνικής Μεραρχίας (κατά άλλους, ταξιαρχία) δεν πραγματοποιήθηκε τελικά. Κατά τα απομνημονεύματα του διοικητή του Αρμενικού Σώματος Στρατού Αντιστράτηγου Τοβμάς Ναζαρμπεκιάν, στη διάρκεια της σύσκεψης των διοικητών των εθνικών στρατιωτικών μονάδων, που συγκλήθηκε το Φεβρουάριο του 1918 με σκοπό την πρόληψη της τουρκικής επίθεσης, ο Ανάνιος δήλωνε ότι, παρά το τρίμηνο διάστημα από την απόφαση για τον σχηματισμό της, δεν είχε επιτευχθεί η δημιουργία ούτε μίας τακτικής μονάδας που να βρισκόταν στη διάθεση της Ελληνικής Μεραρχίας. Είναι γεγονός όμως, ότι μόνο στα εδάφη της Αρμενίας έδρασαν ελληνικές ένοπλες ομάδες. Σύμφωνα με αρμενικές πηγές πολλοί, ελληνικής καταγωγής, στρατιωτικοί και εθελοντές συμμετείχαν στην υπεράσπιση της οχυρής πόλης Καρς, ενώ οι Έλληνες κάτοικοί της σφαγιάστηκαν ή αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στα βάθη της Αρμενίας μετά την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων. Κατά πάσα πιθανότητα, πολλοί ήταν οι Έλληνες που τον Μάιο του 1918 συμμετείχαν στη γνωστή Μάχη του Σαρνταραπάτ, για την υπεράσπιση της αρμενικής πρωτεύουσας Γερεβάν, όπου το Αρμενικό Σώμα Στρατού συνέτριψε τον αποτελούμενο από 60 χιλιάδες άνδρες τουρκικό στρατό, που είχε εισβάλει στην Ανατολική Αρμενία. Τότε διακρίθηκε ιδιαίτερα για τον ηρωισμό του ο ελληνικής καταγωγής διοικητής της πυροβολαρχίας της 2ης μεραρχίας του Αρμενικού Σώματος Στρατού Λοχαγός Βλαντιμίρ Γκεοργκίεβιτς Σακηλλάρης (σε διάφορες πηγές αναφέρεται και ως Σακελιάρης). Βάσει των υφιστάμενων στοιχείων, ο τελευταίος, γεννήθηκε το 1891 στην πόλη Μανγκλίς της Γεωργίας, ήταν επαγγελματίας στρατιωτικός, συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στους κόλπους του Ρωσικού Στρατού, συνέχισε την υπηρεσία του στη Δημοκρατία της Αρμενίας και αργότερα στις Ένοπλες Δυνάμεις της ΕΣΣΔ, φτάνοντας στον βαθμό του Συνταγματάρχη. Στη διάρκεια της υπηρεσίας του, μέχρι τον τραγικό του θάνατο, το 1941, στο Σακηλλάρη απονεμήθηκαν στρατιωτικά μετάλλια. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες συγχρόνων του, η διοικούμενη από τον Σακηλλάρη πυροβολαρχία συνέβαλε σημαντικά στη νίκη που επιτεύχθηκε στο Σαρνταραπάτ. Eίναι αξιοσημείωτο ότι αργότερα ο γιός του Σακηλλάρη, ο συνθέτης Μπορίς Σακηλλάρης, διακεκριμένος καλλιτέχνης της Σοβιετικής Αρμενίας, αφιέρωσε μια συμφωνία στη μνήμη των ηρώων της μάχης του Σαρνταραπάτ. Απόρροια της νίκης στο Σαρνταραπάτ ήταν η ανακήρυξη, στις 28 Μαΐου 1918, της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Αρμενίας. Η Ελλάδα ήταν ένα από τα πρώτα κράτη, που την αναγνώρισαν. Επίσης, ο βασιλεύς της Ελλάδας Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος μονάρχης, που αναγνώρισε με επίσημο έγγραφο την ανεξαρτησία της Αρμενίας και τα εθνικά δικαιώματα των Αρμενίων. Για τη δημιουργία σοβαρής και πρακτικής συνεργασίας είχαν ήδη από το 1917-18 πραγματοποιηθεί αρκετές επαφές στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι, στη Μασσαλία και στην Αθήνα μεταξύ των εκκλησιαστικών και λαϊκών εκπροσώπων των δύο πλευρών. Ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Μούδρου, στις 30 Οκτωβρίου 1918, είχαν γίνει αμοιβαίες εξαγγελίες ως προς τις εδαφικές απαιτήσεις από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την αναγνώριση των εθνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων και των Αρμενίων.
|