Αϊντάμπ, 1920: από την αντίσταση στη διασπορά |
Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχε στην Κιλικία μια σειρά πόλεων με μεγάλο πληθυσμό Αρμενίων, όπως τα ΄Άδανα, το Μαράς, το Χατζίν, το Ζεϊτούν, το Μερσίν και το Αϊντάμπ. Χάρη στη γεωγραφική τους θέση και τη σχέση τους με το εξωτερικό, αποτελούσαν σημαντικά κέντρα εμπορίου και αγροτικής παραγωγής. Τα προϊόντα του Μαράς και του Αϊντάμπ διανέμονταν σε ευρεία κλίμακα στην Ανατολή και έφταναν να ανταγωνίζονται αυτά ευρωπαϊκών πόλεων. Το Αϊντάμπ είχε συνάψει εμπορικές σχέσεις με τη Βηρυτό, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξανδρέττα και άλλες πόλεις. Εκείνη την εποχή απαριθμούσε 2.300 επιχειρήσεις, 54 βυρσοδεψεία και βαφεία υφασμάτων, 5 εργοστάσια σαπουνιού και 3.800 βιομηχανικά μηχανήματα, ενώ σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η οικιακή παραγωγή, με μεγάλο όγκο παραγωγής και μεταποίησης προϊόντων. Πέραν αυτής της οικονομικής δραστηριότητας, το Αϊντάμπ ήταν ένα από τα πολιτιστικά κέντρα του Αρμενισμού της Ανατολής, με δημοτικά σχολεία, γυμνάσια, ένα ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και άλλα, αφιερωμένα σε διάφορες πτυχές της αρμενικής διανόησης. Στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε 80.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 36.000 ήταν Αρμένιοι. Μεταξύ των προαστίων του Αϊντάμπ και των πόλεων του Κιλίς, της Αντιόχειας, της Αλεξανδρέττας και του Κεσάμπ, που αποτελούσαν το σαντζάκι του Χαλεπίου, υπήρχαν επιπλέον 48.900 Αρμένιοι, δηλαδή ένα σύνολο 84.900 Αρμενίων, χωρίς να συνυπολογίζεται ο πληθυσμός της πόλης του Χαλεπίου. Πασκουάλ Οχανιάν - Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν Μετά από τις σφαγές του 1895 στο Ζεϊτούν, με διαταγή του σουλτάνου οι στρατιωτικές δυνάμεις στραφήκαν προς το Χαλέπι, το Μαράς και το Αϊντάμπ και εφάρμοσαν ένα σχέδιο τρομοκράτησης του αρμενικού πληθυσμού, με εμπρησμούς σπιτιών τη καταστροφή επιχειρήσεων και τη λεηλασία αγαθών. Οι εγκληματικές αυτές ενέργειες επαναλήφθηκαν με μεγαλύτερη ένταση και το 1909, όταν οι Νεότουρκοι έκαψαν εξολοκλήρου την αρμενική περιοχή των Αδάνων και θανάτωσαν 30.000 Αρμενίους. Το κύμα αίματος επεκτάθηκε στην ευρύτερη περιοχή και έφτασε και στο Αϊντάμπ. Λίγο αργότερα οργανώθηκαν ορφανοτροφεία για τη στέγαση των χιλιάδων παιδιών που έμεναν χωρίς οικογένεια από τις σφαγές του 1909. Το μοιραίο έτος 1915, στις 7 Απριλίου εκδόθηκε διαταγή απέλασης των Αρμενίων του Ζεϊτούν. Αξίζει να υπογραμμιστεί η σημαντική αυτή ημερομηνία. Η έναρξη της γενοκτονίας έγινε στο Ζεϊτούν, στις 7 Απριλίου του 1915. Οι Τούρκοι ιστορικοί διαφωνούν, λέγοντας ότι η «μετακίνηση» των Αρμενίων αποτελούσε συνέπεια της υποτιθέμενης επανάστασης του Βαν. Η μηχανή της γενοκτονίας τέθηκε σε λειτουργία λοιπόν, στις 7 Απριλίου του 1915, δηλαδή 13 ημέρες πριν από τη στάση αυτοάμυνας του Βαν, η οποία άρχισε στις 20 Απριλίου του 1915. ΄Όταν οι κάτοικοι του Βαν αντιστάθηκαν στο σχέδιο αφανισμού τους, οι εξόριστοι του Ζεϊτούν είχαν ήδη φτάσει στην έρημο της Συρίας. Ουδεμία σχέση είχαν οι γενοκτονικές βλέψεις στις απελάσεις του Ζεϊτούν με τα γεγονότα στο Βαν. Η οργάνωση της ηρωικής αυτοάμυνας του Βαν ήταν επιβεβλημένη μετά τα τρομακτικά νέα που έφτασαν από το Ζεϊτούν, την πρώτη πόλη που εφαρμόστηκε το σχέδιο της Γενοκτονίας. Λίγες μέρες μετά οι σφαγές επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις της Κιλικίας, μεταξύ των οποίων και το Αϊντάμπ. ΄Όσοι Αρμένιοι γλύτωσαν στάλθηκαν στα καραβάνια του θανάτου προς την έρημο του Ντελ Ζορ. Μέχρι τότε το Αϊντάμπ είχε διατηρήσει σχέσεις με άλλες πόλεις της περιοχής και γενικά με την Ανατολή, ακόμα και με ξένες χώρες. Οι τουρκικές κυβερνήσεις, που ανέβηκαν στην εξουσία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ισχυρίζονταν ότι οι Αρμένιοι ετοίμαζαν επανάσταση για να καταλάβουν την Τουρκία. Αν είχε υπάρξει τέτοια προετοιμασία, δε θα είχαν χάσει ενάμιση εκατομμύριο θύματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις λίγες περιοχές που οι Αρμένιοι αντιστάθηκαν ήταν αυτά που είχαν στην κατοχή τους έναν υποτυπώδη οπλισμό. Ο αρμενικός λαός δεν υποψιάστηκε ότι η τουρκική κυβέρνηση θα εφαρμόσει ένα τόσο εγκληματικό σχέδιο. Δεν αντιλήφθηκε το σχέδιο που καταστρωνόταν σκοτεινά και σιωπηλά. Με το ξέσπασμα του πολέμου, διακόπηκαν οι δίοδοι επικοινωνίας του αρμενικού πληθυσμού με τον έξω κόσμο, ακόμα και σε πόλεις με ισχυρό αρμενικό στοιχείο. Τι τύπος επανάστασης ήταν αυτός άραγε; Ποιον προσπαθούν να πείσουν οι κυβερνήσεις και οι διανοούμενοι της Τουρκίας, με τόσο ευτελείς δικαιολογίες, στις οποίες έρχονται να αντιταχθούν αδιάσειστα στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο; Τα αρχεία της Αρμενίας, των ΗΠΑ και της Ευρώπης διατηρούν συλλογές αποδείξεων που επιβεβαιώνονται από όσες υπάρχουν στην Τουρκία. Δε χρειάζεται η Τουρκία να «ανοίξει» τα αρχεία της. Αυτό θα ήταν βέβαια το καλύτερο. Αλλά ακόμα και αν δεν τα διαθέσει δημόσια ή διαστρεβλώσει την αλήθεια ή καταστρέψει ό,τι δεν τη συμφέρει, εμείς έχουμε στην κατοχή μας συλλογές τουρκικών εφημερίδων, στις σελίδες των οποίων υπάρχουν αδιάψευστες αποδείξεις της Γενοκτονίας, ομολογημένες από τους ίδιους τους Τούρκους δημοσιογράφους. Όσο και να προσπαθούν οι τουρκικές κυβερνήσεις να παραφράσουν την αλήθεια και να παρουσιαστούν ως δίκαιοι και ως θύματα, τα λόγια τους είναι στείρα. Θα έπρεπε να καταστρέψουν οτιδήποτε δημοσιεύτηκε αφελώς κατοπινά από τους ίδιους, ενώ τα πρωτότυπά τους φιγουράρουν σε χιλιάδες αρχεία ανά τον κόσμο. Στατιστικές για την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία, τον πληθυσμό των πόλεων και της επαρχίας, τον εξοπλισμό της γεωργίας και των εργαστηρίων, όλα αποτελούν αποδείξεις που ανασυνθέτουν ό,τι συνέβη, με μαθηματική ακρίβεια. Και από όλα αυτά αναδύεται διαβόητα ότι το τουρκικό κράτος είναι υπεύθυνο για τη Γενοκτονία του αρμενικού λαού από το 1915 έως το 1923 και υπόλογο για την εδαφική αποκατάσταση και την αποζημίωση των βλαβών. Αλλά ας συνεχίσουμε με το θέμα του Αϊντάμπ. Η απέλαση από την Κιλικία αφορούσε παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένους. ΄Ήδη οι στρατιώτες και οι άρρενες είχαν διαχωριστεί και δολοφονηθεί. Το δίχως άλλο, καθώς τα επαγγέλματα και οι υπηρεσίες ασκούνταν και προσφέρονταν από τους Αρμενίους, οι τοπικοί Τούρκοι άρχοντες, φοβούμενοι την παράλυση της αστικής ζωής, εξαίρεσαν από το διωγμό τις οικογένειες των σιδηρουργών, των ξυλουργών, των φαρμακοποιών, των κατασκευαστών ιπποσκευής και άλλων επαγγελματιών και τεχνιτών. ΄Όταν η κεντρική κυβέρνηση κατάλαβε ότι με αυτόν τον τρόπο δεκάδες χιλιάδες Αρμένιοι σώζονταν από τη σφαγή, οργισμένη απέστειλε στις επαρχίες διατάγματα υπογεγραμμένα από τον Ταλαάτ Πασά, Υπουργό Εσωτερικών, που επέβαλαν τη μη εξαίρεση μηδενός Αρμενίου, ούτε λόγω ηλικίας, ούτε λόγω φύλου, ούτε λόγω ρόλου ή εργασίας. ΄Όλοι ανεξαιρέτως οι Αρμένιοι θα έπρεπε να θανατωθούν. Με το φόβο να λειτουργήσει η εκκλησία ως αρωγός, μέσω της οποίας οι εξόριστοι θα είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν κάποια συνοχή, στις 28 Ιουλίου του 1916, η τουρκική κυβέρνηση κατήργησε τα Πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης και της Ιερουσαλήμ, αλλά και τα Καθολικοσάτα της Κιλικίας και του Αχταμάρ και δημιούργησε μια ενιαία θέση Καθολικού στην Τουρκία και Πατριάρχη στην Ιερουσαλήμ και την Πόλη, διατάζοντας τη μεταφορά της έδρας στην Ιερουσαλήμ, όπου ανέλαβε το ποιμαντικό του έργο ακίνδυνα πια. Σαν να μην ήταν αρκετή η τραγωδία αυτή, μετέφερε στο Αϊντάμπ και σε άλλες πόλεις, χιλιάδες Τούρκους πρόσφυγες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα άδεια, πλέον, σπίτια των Αρμενίων· εκείνοι όντας αμόρφωτοι και άξεστοι, χρησιμοποιούσαν τα ξύλα των τοίχων, των πατωμάτων και των στεγών ως καύσιμη ύλη το χειμώνα· καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο τις κατοικίες, κατόπιν μετακόμιζαν σε γειτονικά σπίτια, τα οποία ακολουθούσαν την ίδια μοίρα. ΄Έτσι, ένα μεγάλο μέρος του Αϊντάμπ ερειπώθηκε. Ο πόλεμος τέλειωσε και η Τουρκία ηττήθηκε. Στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπογράφηκε με τη Μεγάλη Βρετανία το σύμφωνο παράδοσης πάνω στο θωρηκτό «Αγαμέμνων», το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στο χωριό Μούδρος της Λήμνου. Η ανακωχή του Μούδρου όπως ονομάστηκε, αποτελεί μία επιπλέον απόδειξη για τις προθέσεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέναντι στον αρμενικό λαό. Καταρχάς, χωρίζει την Αρμενία σε τρεις γεωγραφικές ζώνες. Το άρθρο 11 του συμφώνου επέτασσε την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων από τον Καύκασο αλλά εξαιρούσε το Καρς και το Μπατούμ, πράγμα που σήμαινε τη σιωπηλή αναγνώριση του δικαιώματος κατοχής τους για λόγους πολέμου. Ούτε αποκαθιστούσε τα τουρκο-ρωσικά σύνορα του 1914, από τη στιγμή που ο πολιτικός χάρτης είχε μεταβληθεί με το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης το 1917 και οι Σύμμαχοι ήθελαν να εμποδίσουν την εδραίωση των Σοβιετικών στον Καύκασο, τον οποίο ήθελαν να χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι ως επιχειρησιακή βάση. Η Δυτική Αρμενία εγκαταλείφθηκε στα χέρια της Τουρκίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά τη Γενοκτονία, ήταν μια περιοχή «άδεια» από Αρμενίους. Επίσης, οι πόλεις της Κιλικίας με σημαντικό πληθυσμό αρμενικό, θα αποτελούσαν μια περιοχή παροδικής κυριαρχίας και αντικείμενο διαπραγματεύσεων, μέσω των οποίων θα αποδίδονταν οικονομικο-εδαφικά οφέλη. Δεδομένης της στάσης των αγγλικών και γαλλικών δυνάμεων και το πολύ μικρό ποσοστό στρατού που κατευθύνθηκε στην Κιλικία, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο στόχος των Συμμάχων ήταν να παραδοθεί και αυτή η περιοχή στους Τούρκους. Μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 1919, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν το Αϊντάμπ. Πρώτοι έφτασαν οι ΄Άγγλοι, που το παραχώρησαν στους Γάλλους, αφού σύμφωνα με τη Συμφωνία Σάικς –Πικό1, η Κιλικία θα εκχωρούνταν στη Γαλλία. Επιπλέον, η Γαλλία ενδιαφερόταν για την Κιλικία, τόσο επειδή οι οικονομικές της επενδύσεις στην Τουρκία υπερέβαιναν κατά πολύ τις άλλες δυνάμεις, όσο και επειδή ήταν μία αγορά παραγωγής πρώτων υλών με φθηνά εργατικά χέρια. Με την εγγύηση του πιο ευνοημένου έθνους, μπορούσε να αποκομίσει τεράστια οφέλη στην αγορά του βαμβακιού προπολεμικά. Τώρα με την ήττα της Γερμανίας – της μεγαλύτερής της ανταγωνίστριας στην Τουρκία – αυτό το όφελος επανερχόταν επαυξημένο όχι μόνο σε σχέση με το βαμβάκι αλλά και με το σιτάρι, τα καπνά, τις ελιές, τα καρυκεύματα και τους σπόρους για την παρασκευή αιθέριων ελαίων για αρώματα και φάρμακα. Υπήρχε, βέβαια, και το πολιτικό συμφέρον της Γαλλίας, όπως και το πολιτιστικό, που αμφότερα εξυπηρετούσαν ως λόγοι εισβολής. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, η Γαλλία θέλησε να επαναφέρει το φιλικό κλίμα με την Τουρκία, με τις ίδιες οικονομικές απολαβές, την ίδια πολιτική ηγεμονία και την πολιτιστική διείσδυση. Βέβαια, η κατάσταση είχε αλλάξει και πλέον η Μεγάλη Βρετανία ήταν η δύναμη που όριζε τους κανόνες και η Γαλλία όφειλε να την ακολουθεί, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση. Αν και εξυπηρετούσε εξίσου τη Γαλλία να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις και να λάβει το μερίδιό της από τη διαμελιζόμενη Τουρκία, η Μεγάλη Βρετανία προώθησε το στρατό της και πρόλαβε να καταλάβει την Κιλικία. Αν ήταν δυνατόν, θα είχε σκίσει τη Συμφωνία Σάικς – Πικό και θα κρατούσε τα εδάφη που επιζητούσε, ωστόσο δεν τη συνέφερε πολιτικά να ανταγωνιστεί το βασικό της σύμμαχο. Οι ΄Άγγλοι, ανταποκρινόμενοι στις εντολές του στρατηγού ΄Άλενμπυ, κατέλαβαν το Κιλίς, το Μαράς, την Ούρφα και το Αϊντάμπ. Στα τέλη του 1919, οι γαλλικές δυνάμεις αντικατέστησαν τις αγγλικές. Η κατοχή της Κιλικίας από τους Συμμάχους επέτρεψε σε έναν αμελητέο αριθμό Αρμενίων επιζώντων να επιστρέψουν στη γη τους, ασκώντας το δικαίωμα που τους αναγνώριζε το άρθρο 6 του παραρτήματος της ανακωχής του Μούδρου. Μόλις επέστρεψαν στον τόπο καταγωγής τους ήρθαν αντιμέτωποι με τα καταπατημένα από τους Τούρκους, αν όχι και εντελώς κατεστραμμένα, σπίτια, χωράφια, επιχειρήσεις, εργαστήρια και μηχανήματά τους. Δεν ήταν εύκολο να ξαναστήσουν τη ζωή τους. Οι Αρμένιοι που επέστρεψαν στο Αϊντάμπ ανέρχονταν στις 10.000, συν 8.000 εξόριστοι που ήρθαν από το χωριό Σίβας, μεταξύ των οποίων και πολλά ορφανά. Αλλά οι Αρμένιοι του Αϊντάμπ, όπως και αυτοί άλλων πόλεων της Κιλικίας, με αναπτερωμένες ελπίδες πίστεψαν τις υποσχέσεις των Γάλλων. Δημιουργήθηκε η Εθνική ΄Ένωση «Αρμενία», η οποία ανέλαβε τη διοίκηση και τον έλεγχο των επαναπατριζόμενων. Οι Γάλλοι, με τη σειρά τους και παρά το ότι ήταν νικητές, δεν επέβαλαν την εξουσία τους και τη στρατιωτική τους υπεροχή, επιτρέποντας έτσι, τη σταδιακή ενίσχυση των εθνικιστών Τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ. ΄Όλα δείχνουν ότι, παρά τα φαινόμενα, υπήρχε μια μυστική συμφωνία μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας. Οι Αρμένιοι δεν είχαν καμία σημασία για τους πρώτους και ήταν μισητοί από τους Κεμαλιστές. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων θα αργούσε να εξωτερικευθεί. Οι Αρμένιοι αποφάσισαν να προβάλλουν αντίσταση στο καταστροφικό σχέδιο των Κεμαλιστών. Αν για τους Τούρκους η καταστροφή της Κιλικίας ήταν Ιερός Πόλεμος, για τους Αρμένιους η υπεράσπισή της σήμαινε μάχη για την ελευθερία. Για τους Αρμενίους του Αϊντάμπ, αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία. Αν η Τουρκία επεδείκνυε για ακόμα μια φορά την περιφρόνησή της, θα ήταν προτιμότερο να σκορπίσουν σε όλον τον κόσμο και να αφιερώσουν τις ζωές τους σε χώρες που θα αναγνώριζαν την αξία τους. Αϊντάμπ 1920: από την αντίσταση στη διασπορά Η αντίσταση κράτησε περισσότερο από 10 μήνες, με επιμονή και αποτελεσματικότητα. Οι διαπραγματεύσεις όμως της Γαλλίας με την Κεμαλική Τουρκία είχαν ως αποτέλεσμα τα γαλλικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν το Αϊντάμπ στις 15 Μαρτίου του 1921. Ακόμα μία απόδειξη της απαράλλαχτης πολιτικής που η Δυτική Ευρώπη τηρούσε προς τους Αρμενίους. ΄Έχοντας συνάψει την ποταπή συμφωνία με την Αγγλία ότι το Αϊντάμπ θα προσαρτούταν στη Γαλλία, ότι θα κατείχαν τα εδάφη με το στρατό τους, ότι οι Κεμαλιστές θα ηττούνταν και ότι η πόλη θα ελεγχόταν από τους Γάλλους, αυτοί παρέδωσαν το Αϊντάμπ στους Τούρκους. Οι Αρμένιοι κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να παραμείνουν στην πόλη και στο έλεος των Τούρκων, αφού εκείνοι ήδη δήλωναν ότι θα ανοικοδομούσαν τα τζαμιά τους με τα κρανία των Αρμενίων. Σύντομο ιστορικό της πόλης Στην αρχή το Αϊντάμπ ήταν ένα φρούριο, που σύμφωνα με την παράδοση, χρονολογείται από την εποχή του Χριστού. Η πρώτη ιστορική αναφορά στην πόλη γίνεται το 640, σε χρονικά της αραβικής κατοχής. Το Αϊντάμπ οργανώθηκε σε χωριό το 10ο αιώνα. Την εποχή των Σταυροφοριών, αποτελούσε μέρος της κομητείας της ΄Έδεσσας2. Το 1266, ο Χετούμ ο Α΄, βασιλιάς της Κιλικίας, προσπάθησε να το κυριεύσει δύο φορές, χωρίς επιτυχία. Το 13ο και 14ο αιώνα, βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Μαμελούκων Σουλτάνων της Αιγύπτου και τελικά, το 1516 κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Μεταξύ του 18ου και 19ου αιώνα, η πόλη διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, καθένα από τα οποία αναπτύχθηκε ανεξάρτητα. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε μια αλυσίδα εμπορίου, εργαστηρίων και οπωρώνων, που οι Τούρκοι ονόμαζαν «Ουσούν Τσαρσί» και οι Αρμένιοι «Κοτς Σουγκά». Στα τέλη του 19ου αιώνα τα δύο τμήματα ενώθηκαν, αποτελώντας ξανά μία αστική ενότητα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι 20.000 Αρμένιοι του Αϊντάμπ ασχολούνταν με το εμπόριο και εξασκούσαν επαγγέλματα και τέχνες, όπως η κλωστοϋφαντουργία και η επεξεργασία της πέτρας. Επιπλέον, η μεταλλουργία, η κοσμηματοποιία, η τέχνη της βαφής και η τύπωση υφασμάτων ήταν πολύ διαδεδομένες. Οι Αρμένιοι επιδίδονταν ακόμα στη βιοτεχνία του μαλλιού, την ταπητουργία και ειδικά στο λεγόμενο «ασεγνακορτζουτιούν», δηλαδή τα κεντημένα υφάσματα, προϊόν τυπικά αρμενικό, που χρησιμοποιούνταν τόσο στη διακόσμηση όσο και στην ενδυματολογία. Μέσω των ευαγγελικών και καθολικών αποστολών, τα κεντήματα αυτά εξάγονταν σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Η μητρόπολη του Αϊντάμπ, αφιερωμένη στην Παρθένο, κτίστηκε μεταξύ του 1873 και 1893, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Σαρκίς Μπαλιάν, μέλους της αρμενικής οικογένειας, στην οποία η Τουρκία όφειλε το μεγαλύτερο μέρος του αρχιτεκτονικού της πλούτου. Κατά το 18ο αιώνα, τα χωριά που περιέβαλλαν το Αϊντάμπ, κατοικούνταν εξ ολοκλήρου από Αρμενίους. Αυτό το γεγονός ανησύχησε τους Σουλτάνους, οι οποίοι μετέφεραν Κούρδους στην περιοχή για να αναγκάσουν τους Αρμενίους να μιλούν τουρκικά. Χάρη στη δράση αρμενικών πολιτιστικών ιδρυμάτων, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Αρμένιοι του Αϊντάμπ ήδη ομιλούσαν και πάλι την αρμενική γλώσσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Η παραγωγική και πολιτιστική ανάπτυξη των Αρμενίων του Αϊντάμπ καταστράφηκε από τους Τούρκους, όπως θα δούμε, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διαπραγματεύσεις Στις 19 Οκτωβρίου 1919, ο συνταγματάρχης Μπρεμόν, ακολουθώντας οδηγίες του υψηλόβαθμου Επιτρόπου των Συμμάχων, τηλεγράφησε στον Κεμάλ, ενημερώνοντάς τον ότι τα γαλλικά στρατεύματα δε θα καταλάμβαναν ούτε το Γκιοκσού, ούτε το Αζιζιέ, πράγμα που τρομοκράτησε τους Κιρκάσιους3, που κατά πλειοψηφία έμεναν σε εκείνες τις περιοχές, καθώς φοβήθηκαν την επέλαση των Τούρκων εθνικιστών. Σε απάντηση, ο Κεμάλ, με τηλεγράφημά του στις 30 του ιδίου μήνα, εξέφρασε την ελπίδα οι Γάλλοι να αφήσουν επίσης το Μαράς, την Ούρφα και το Αϊντάμπ, «προς τιμήν της μακρόχρονης φιλίας με τη Γαλλία». Στην πραγματικότητα, ο Κεμάλ δε θα συμβιβαζόταν μόνο με αυτές τις τρεις πόλεις, ούτε θα δεχόταν την κατοχή κανενός τμήματος των τουρκικών εδαφών. Συνεπώς, διέταξε τους απεσταλμένους του να απαιτήσουν την αποκατάσταση της περιοχής υπό τουρκικό έλεγχο και να καταπνίξουν κάθε αντίδραση, ενώ παράλληλα, όρισε τον Κιλίχ Αλί άρχοντα της ζώνης Μαράς-Αϊντάμπ, με εντολή να αντιμετωπίσει ενδεχομένως τους Γάλλους. Οι συνελεύσεις των Κεμαλιστών επεδίωκαν το νότιο σύνορο της Τουρκίας να ορίζεται από μία ευθεία γραμμή που να ενώνει τη Μοσούλη με την Αλεξανδρέττα, δηλαδή με το Αϊντάμπ εντός συνόρων της χώρας τους. Μπροστά στην αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, ο αντισυνταγματάρχης Αντρέα, τοπικός υπεύθυνος των γαλλικών δυνάμεων, ζήτησε ενισχύσεις από το συνταγματάρχη Σαν Μαρί, που είχε βάση στο Αϊντάμπ· εκείνος τον κάλεσε για να εξετάσουν την κατάσταση και κατόπιν τον συμβούλεψε να απευθυνθεί στα ΄Άδανα. Τελικά, οι ενισχύσεις δεν έφτασαν ποτέ. Ωστόσο, ο Κεμάλ οργάνωνε έντονα διπλωματική επιθετική στρατηγική. Υπέγραψε σύμφωνο με την Ιταλία στις 15 Μαρτίου του 1920, σύμφωνα με το οποίο οι όροι της τριμερούς σύμβασης, που όριζε ζώνες οικονομικής επιρροής για τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, δε γίνονταν πλέον αποδεκτοί και εδραιώνονταν νέοι, πιο ευνοϊκοί για την Ιταλία. Ακόμη εξασφάλισε τη δέσμευση της Σοβιετικής Ρωσίας για την παραχώρηση δανείου. Είδαμε ήδη την κακή τύχη που είχε το Μαράς. Στο Χατζίν, οι Αρμένιοι είχαν καταφέρει να τα βγάλουν πέρα μόνοι, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Μόνο που χρειάζονταν όπλα και τα ζήτησαν από τους Γάλλους, οι οποίοι όμως αρνήθηκαν να τους δώσουν. Δεν προκαλεί έκπληξη η προδοτική συμπεριφορά των Γάλλων. Σε μια ιδιωτική σύσκεψη με τον Λόυντ Τζώρτζ, ο Κλεμανσώ είπε ότι «οι Αρμένιοι είναι ένας επικίνδυνος λαός για να ανακατευτείς μαζί του», ειδικά επειδή ζητούσε μεγάλη οικονομική βοήθεια και προσέφερε μικρό όφελος. Πρόσθεσε ότι μπορούσαν να έχουν μια δημοκρατία ή ό,τι άλλο ήθελαν αλλά να μην περιμένουν ότι η Γαλλία θα έμπαινε σε έξοδα προς όφελός τους. ΄Όταν ο Λόρδος Κόρζον προειδοποίησε ότι έπρεπε να αποτραπούν νέες σφαγές αρμενικού πληθυσμού από τους Τούρκους, ο Κλεμανσώ απάντησε ότι η οικονομική εξάρτηση των Τούρκων από την Ευρώπη θα ήταν αρκετή για να τους αποτρέψει από κάτι τέτοιο. Η αρμενική αντίσταση Οι επαναπατρισμένοι Αρμένιοι είχαν εγκατασταθεί στη γειτονιά τους, παντελώς χωρισμένοι από τους τουρκικούς τομείς. Ο διαχωρισμός ήταν πιο εμφανής, αφού το 1915 οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει μια πλατεία, που χρησίμευε ως όριο ανάμεσα στις δύο ζώνες. Μπροστά στις φήμες μιας πιθανής επίθεσης των Τούρκων και το προηγούμενο του Μαράς, οι Αρμένιοι του Αϊντάμπ αποφάσισαν να οργανωθούν για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Σχημάτισαν στρατιωτικά σώματα ανεφοδιασμού και πυροβολικού, όπως επίσης και αστυνομικές, κοινωνικές, υγειονομικές και δικαστικές υπηρεσίες. Η γειτονιά χωρίστηκε σε έντεκα τομείς άμυνας, ο καθένας με αντίστοιχες ένοπλες ομάδες. Η γενική διοίκηση είχε ανατεθεί στο Κεντρικό Σώμα Στρατού. Στις δράσεις άμυνας ξεχώρισαν οι Α. Λεβονιάν, Α. Καλεμκεριάν και ο πατήρ Νερσές Ταβουκτζιάν. Οι αρμενικές δυνάμεις έφταναν τους 800 μαχητές και είχαν οργανώσει εργαστήρια κατασκευής και επισκευής όπλων. Την 1η Απριλίου του 1920, μια διμοιρία Γάλλων στρατιωτών εγκατέλειψε το Αϊντάμπ και πήγε στο Κιλίς, αφήνοντας το πεδίο ανυπεράσπιστο σε κεμαλική επίθεση, η οποία και πραγματοποιήθηκε, χωρίς μεγάλες απώλειες για την αρμενική πλευρά. Μέρα και νύχτα, σε έναν πυρετώδη αγώνα, οι Αρμένιοι του Αϊντάμπ μετέφεραν λίθους, έσκαβαν ορύγματα και ύψωναν φράγματα γύρω από την αρμενική συνοικία, ενώ οι Τούρκοι δούλευαν σε δύο επίπεδα. Από τη μία δήλωναν πρόθυμοι να συζητήσουν και από την άλλη καταλάμβαναν το τζαμί του Κοζανλί και το Σεΐχ Τζαμί στο Κουρντ Μαχλεσί και στη γειτονιά Σουμακλί. Αντιλαμβανόμενοι την τουρκική πλάνη, οι Αρμένιοι πέρασαν στην άμυνα. Πήραν τον έλεγχο του τζαμιού του Κοζανλί, του Σεΐχ Τζαμί, τη γειτονιά του Ακ λολ και την οδό Τσιναρλί Τζαμί και κατέλαβαν το καθολικό μοναστήρι γυναικών. Στις 17 Απριλίου έφτασε ο συνταγματάρχης Νορμάν, με μια δύναμη άνω των 3.000 ανδρών. Η δυναμική των Τούρκων έφθινε και στις 29 Μαΐου ξεκίνησαν συζητήσεις με τους Γάλλους. Ως αποτέλεσμα αυτών, οι Γάλλοι απέσυραν τα στρατεύματά τους από διάφορα σημεία και προσπάθησαν να πείσουν τους Αρμενίους να κάνουν το ίδιο. Καθώς η υποστήριξη του Γαλλικού στρατού ήταν απαραίτητη, οι Αρμένιοι του Αϊντάμπ δέχτηκαν να επιστρέψουν ορισμένες θέσεις από αυτές που είχαν καταλάβει και να γκρεμίσουν κάποια αναχώματα και φράγμα. Καθώς οι απαιτήσεις του εχθρού μεγάλωναν διαρκώς, οι Αρμένιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το επιχείρημα της ουδετερότητάς τους στη διαμάχη Γάλλων και Τούρκων και να εμμένουν στις θέσεις τους. Δεν άργησε, όμως, να αποκαλυφθεί ο πραγματικός στόχος τους. Οι Τούρκοι πέρασαν και πάλι στην επίθεση. Οι Αρμένιοι οργάνωσαν άμεσα μια δυναμική άμυνα, προς έκπληξη τόσο των Τούρκων όσο και των Γάλλων. Στις 13 Αυγούστου, ο αντισυνταγματάρχης Αντρέα άρχισε τον βομβαρδισμό της τουρκικής συνοικίας και στις 17 αποσύρθηκε στο λατινικό γυναικείο μοναστήρι. ΄Έως τις 16 του μήνα η μάχη είχε εξαπλωθεί και οι Αρμένιοι υπερασπίζονταν όχι μόνο τις δικές τους θέσεις αλλά και αυτές των Γάλλων. Στο Παρίσι οι πολιτικοί έπαιζαν τα διάφορα σκοτεινά παιχνίδια των οικονομικών συμφερόντων. Ενώ ο αντιπρόσωπος Ερνέστ Λαφόν διαβεβαίωνε ότι η θέση της Κιλικίας ήταν ένα δικαίωμα και λόγος πολέμου για τη Γαλλία, ο Νταλαντιέ δήλωνε ότι οι Τούρκοι ήταν πατριώτες, που υπερασπίζονταν την πατρίδα τους ενάντια στην ξένη κατοχή, την ίδια στιγμή που ο Μπριάν υποστήριζε ότι η Γαλλία ήταν εκεί παρούσα «για να σώσει τους επαναπατρισμένους Αρμένιους από τη σφαγή». Το φθινόπωρο του 1920 έφτασαν περισσότερα γαλλικά στρατεύματα, συνολικά περίπου 12.000 άνδρες. Η μάχη συνεχίστηκε και οι Τούρκοι άντεξαν μέχρι που έφτασαν οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Από τις 10 έως τις 30 του Δεκέμβρη, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Αν και οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Αμερικανική Σχολή που χρησίμευε ως φρούριο για τους Γάλλους, η τραχύτητα του χειμώνα και η μείωση των αποθεμάτων σε προμήθειες και στρατιωτικό εξοπλισμό έδρασε καταλυτικά στην αποτελεσματικότητα και αντοχή τους. Επιπλέον, οι Γάλλοι συνέχιζαν να δέχονται ενισχύσεις. Οι Τούρκοι είχαν μεταφέρει 15.000 άνδρες από το Μαράς για να επιχειρήσουν μια τελευταία επίθεση στις 31 Δεκεμβρίου, αλλά ήταν ανώφελο, καθώς οι Γάλλοι κατάφεραν να διακόψουν την επικοινωνία μεταξύ του Αϊντάμπ και του δρόμου του Ρουμ Καλέ, από όπου έρχονταν οι ενισχύσεις. Η πείνα και το κρύο αποδεκάτισαν τους μουσουλμάνους και ο Εούς Ντεμίρ, αρχηγός των Τούρκων, ήταν αποφασισμένος να βολιδοσκοπήσει τους Γάλλους, για να ενημερωθεί για τους όρους μιας ενδεχόμενης παράδοσης. Τα μέρη συμφώνησαν να κάνουν ανακωχή από τις 6 έως τις 7 του Φλεβάρη του 1921 και στις 8 του μήνα οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Η αυτοάμυνα του Αϊντάμπ, που είχε αρχίσει την 1η Απριλίου του 1920, ολοκληρώθηκε στις 8 Φλεβάρη του 1921. Η παράδοση υπογράφηκε από έξι αντιπροσώπους, απεσταλμένους της προσωρινής κεμαλικής κυβέρνησης. Αυτοί ανακάλυψαν ότι, τόσο ο Σαμπρί Μπέη όπως και ο λοχαγός Εούς Ντεμίρ, το είχαν βάλει στα πόδια. Επρόκειτο για το αποτέλεσμα των δέκα μηνών ισχυρής και αποτελεσματικής αντίστασης. ΄Όμως στην πραγματικότητα, αποτέλεσμα της γαλλο-τουρκικής συμφωνίας ήταν ότι στις 15 Μαρτίου του 1921 τα γαλλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το Αϊντάμπ -ακόμα μία εκδήλωση της ανεύθυνης πολιτικής που εφάρμοσε συστηματικά η Δυτική Ευρώπη προς τον αρμενικό λαό. Το τέλος Υπήρξε στην αρχή μια μαζική υποχώρηση και την άνοιξη του 1921, άρχισε η τελευταία έξοδος των Αρμενίων του Αϊνταμπ και ο διασκορπισμός στη μεγάλη Διασπορά. Στις 30 Μαΐου του 1921 η Τουρκία υπέγραψε εκεχειρία με τους Γάλλους. Τρεις μέρες πριν, ο Κεμάλ ανακοίνωνε στον τουρκικό Τύπο το σχέδιό του για το σύμφωνο ειρήνης. Στο κείμενό του πρότεινε να υποχωρήσουν οι Γάλλοι μέχρι τη γραμμή Αδάνων - Μερσίνης και οι Τούρκοι να διατηρήσουν το δικαίωμα να επιβάλλουν τους δικούς τους όρους για την εκκένωση των περιοχών Μποζαντί, Σις και Αϊντάμπ. Περισσότερο από αίτημα μιας ηττημένης κυβέρνησης, έμοιαζε με την αλαζονική επιβολή μιας νικηφόρας δύναμης. Η περήφανη Γαλλία -παραδόξως- δέχτηκε την προσβολή. Στις 20 Οκτωβρίου του ιδίου έτους, υπογράφηκε το σύμφωνο «Φρανκλέν Μπουιγιόν» ή συνθήκη της Άγκυρας4, μεταξύ Γάλλων και Τούρκων. Η Γαλλία αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κιλικία, με εξαίρεση το Σαντζάκι της Αλεξανδρέττας και να σεβαστεί την πολιτιστική αυτονομία του τουρκικού πληθυσμού του. Από τη μεριά της, η Τουρκία παραχωρούσε στη Γαλλία δικαιώματα πάνω στους σιδηροδρόμους της Βαγδάτης. Η συνθήκη αυτή ήταν στην ουσία ένα διπλωματικό «χτυπηματάκι» στην πλάτη του Μουσταφά Κεμάλ, αναγνωρίζοντάς τον ως νόμιμο κυβερνήτη της Τουρκίας. Αυτός ο θρίαμβος των Κεμαλιστών σήμαινε επιπλέον την υπαγωγή της χώρας τους στη γραμμή των Συμμάχων εναντίον της Ρωσίας. Γλωσσάρι 1. Η Συμφωνία αυτή υπογράφηκε μεταξύ του σερ Μάικ Σπάικς (Μ. Βρετανία) και του Ζωρζ Πικό (Γαλλία), στις 9 Μαϊου 1916. |