Η Αρμενική Λεγεώνα του στρατηγού Τορκόμ: η οπισθοφυλακή των Ελλήνων κατά την υποχώρησή τους από τη Μικρά Ασία |
Χρήστος Ρανταβέλλας Μία από τις άγνωστες πτυχές της Μικρασιατικής Εκστρατείας είναι η συμμετοχή αρμενικών μονάδων στον ελληνικό στρατό. Από αυτές τις μονάδες, η πιο γνωστή είναι η Αρμενική Λεγεώνα του στρατηγού Τορκόμ, καθώς, σύμφωνα με αρμενικές και ελληνικές πηγές, ήταν το τελευταίο τμήμα του ελληνικού στρατού που αποχώρησε μαχόμενο από την πόλη της Σμύρνης λίγο πριν μπουν οι Τούρκοι. Τα βιογραφικά στοιχεία και η στρατιωτική δράση του Τορκόμ Κατά τη διάρκεια της ακρόασής του από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας το 1919, ο στρατηγός Τορκόμ παρέθεσε αναλυτικά σημαντικά βιογραφικά του στοιχεία1. Το πραγματικό του όνομα είναι Αρσέν Αρσάγκ Χαριτόν Νακασιάν. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 1878. Όταν ήταν 12 ετών, ο πατέρας του δολοφονήθηκε στην Κιλικία, και έτσι έφυγαν οικογενειακώς για τη Βουλγαρία σε μια περίοδο που οι Βούλγαροι συμπαθούσαν τους Αρμένιους καθώς και οι ίδιοι είχαν υποστεί σφαγές από τους Τούρκους. Στη συνέχεια έγινε Βούλγαρος υπήκοος, και αποφοίτησε το 1903 από στρατιωτική σχολή στη Βουλγαρία ως ανθυπολοχαγός. Το 1907 εστάλη από τη βουλγαρική κυβέρνηση στη Γαλλία, στο στρατιωτικό σχολείο του Saint-Cyr, και στη συνέχεια υπηρέτησε στον ελβετικό στρατό, στο ιππικό, στο ορεινό πυροβολικό και στο πεζικό. Ο λόγος που εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά στην Ελβετία ήταν επειδή επεδίωκε να εξοικειωθεί με την ορεινή στρατιωτική εκπαίδευση και επειδή, όπως δήλωνε ο ίδιος, «τότε στα Βαλκάνια προετοιμαζόμασταν για έναν πόλεμο εναντίον της Τουρκίας προκειμένου να σώσουμε τη Μακεδονία». Πήρε μέρος στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο με τον βουλγαρικό στρατό εναντίον των Τούρκων, και του απονεμήθηκαν δύο βουλγαρικά στρατιωτικά παράσημα, συμπεριλαμβανομένου και του ύψιστου. Συμβούλευσε τους Βούλγαρους να μην κινηθούν στρατιωτικά εναντίον των Σέρβων την παραμονή του σερβο-βουλγαρικού πολέμου, καθώς ήταν υπέρ μιας βαλκανικής ένωσης σε ένα είδος συνομοσπονδίας. To 1914 έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει τους Βούλγαρους να πάρουν το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων έναντι της Αντάντ. Όταν οι Βούλγαροι δεν ακολούθησαν τις συμβουλές του, παραιτήθηκε από τον βουλγαρικό στρατό, έφυγε από τη Βουλγαρία, και εντάχθηκε στον ρωσικό στρατό, για να πολεμήσει εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων. Υπηρέτησε τον ρωσικό στρατό από το 1914 έως το 1917, τραυματίστηκε τρεις φορές στα πεδία των μαχών, και έλαβε ρωσικό στρατιωτικό παράσημο. Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917, πήγε στην Αρμενία προκειμένου να οργανώσει μια στρατιωτική δύναμη. Το εγχείρημά του ήταν πολύ δύσκολο, καθώς οι Αρμένιοι βρίσκονταν περικυκλωμένοι από εχθρούς, δεν είχαν χρήματα, όπλα, εξοπλισμό και συμμάχους, ενώ οι Μπολσεβίκοι, σύμφωνα με τον Τορκόμ, δεν ήταν διατεθειμένοι να επωμιστούν το οικονομικό κόστος μεταφοράς των αρμενικών δυνάμεων που υπηρετούσαν στον ρωσικό στρατό στην Αρμενία. Ζήτησε επίσης στρατεύματα από τους Γάλλους και τους Άγγλους, χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση. Υπό αυτές τις συνθήκες, συγκέντρωσε όλες τις διαθέσιμες αρμενικές στρατιωτικές δυνάμεις στις 31 Ιανουαρίου 1918 στο Γκαρίν (Ερζερούμ). Εκεί ανακήρυξαν την ανεξαρτησία της Αρμενίας, ενώ στον Τορκόμ αποδόθηκε από τους συγκεντρωμένους ο τίτλος του «Αρχιστράτηγου της Αρμενίας». Από το 1918 έως το 1919 βρίσκεται στο εξωτερικό για μεγάλο χρονικό διάστημα και επισκέπτεται, μεταξύ άλλων, την Πετρούπολη, το Αρχάγγελσκ, το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Συμμαχικών Δυνάμεων για την αναδιοργάνωση του αρμενικού στρατού. Η Αρμενική Λεγεώνα στις τάξεις του ελληνικού στρατού και η στρατιωτική της δράση Η ιδέα μιας στρατιωτικής ελληνο-αρμενικής συνεργασίας χρονολογείται στις αρχές του 1919, ύστερα από συναντήσεις που είχε ο Τορκόμ στο Λονδίνο μαζί με τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο και τον διπλωματικό αντιπρόσωπο Δημήτριο Κακλαμάνο. Συζήτησαν για έναν σχηματισμό αποτελούμενο από τρεις μεραρχίες αρμενικές και μία μεραρχία των Ελλήνων του Πόντου. Μεσολάβησαν δύο ολόκληρα χρόνια πολιτικών και στρατιωτικών ζυμώσεων και η αλλαγή της κυβέρνησης στην Ελλάδα μέχρι να λάβει ο Τορκόμ άδεια για τον σχηματισμό της Αρμενικής Λεγεώνας. Με δύο επιστολές του στις 24 και 31 Μαρτίου 1921, ο Τορκόμ έθετε τους άξονες της ελληνο-αρμενικής συνεργασίας κατά των Τούρκων και πρότεινε τη δομή και το πλαίσιο στο οποίο θα δρούσε η Αρμενική Λεγεώνα στις τάξεις του ελληνικού στρατού (ξεχωριστό στρατιωτικό σώμα με δική του σημαία, δικό του σώμα αξιωματικών και υπαξιωματικών, με τις διαταγές να δίνονται στην αρμενική γλώσσα)2. Στις 28 Μαρτίου 1922, ο Τορκόμ, που βρισκόταν στη Σμύρνη, δήλωσε σε ανταποκριτή ξένης εφημερίδας: «Οι αξιωματικοί μου και εγώ θα είμεθα υπερήφανοι και ευτυχείς αν δυνηθώμεν να υπηρετήσομεν υπό τας σημαίας του ένδοξου ελληνικού στρατού. Ήλθον, ενταύθα, όπως ανανεώσω τας αρχαίας παραδόσεις μας κατά τας οποίας Έλληνες και Αρμένιοι ομού συνεπολέμησαν κατά των βαρβάρων. Ούτω πάλιν η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ασπλάχνως εγκαταλειφθείσα υπό της ακατανομάστου εγωιστικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, η Αρμενία επαφίεται ελπίζουσα επί της τελικής νίκης των ελληνικών όπλων. Κυκλωμένη πανταχόθεν υπό πλείστων εχθρών και απομεμονωμένη λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, η εμπόλεμος Αρμενία, πληγείσα θανασίμως, άφηκε να καταπέση το ξίφος αυτής. Έχομεν όμως στερεάν ελπίδα ότι θα ανεγείρωμεν το ξίφος τούτο, τη βοήθεια της ελληνο-αρμενικής συναδελφώσεως. Η Μικρά Ασία επί πολλούς αιώνας εποτίσθη δι’ αίματος ελληνικού και αρμενικού. Εις ημάς ανήκει αυτή, οτιδήποτε και αν πράξωσιν οι Τούρκοι ή οτιδήποτε σκέπτεται η Ευρώπη σήμερον. Έχω βαθειάν πεποίθησιν ότι θάττον ή βράδιον ο κώδων του θανάτου θα ηχήση διά τους Τούρκους εσπέραν τινά εις πεδιάδα της Ανατολίας, οπότε αι ελληνικαί και αρμενικαί στρατιαί θα συγχαρώσιν αλλήλας προ του ηττηθέντος πτώματος των βαρβάρων σφαγέων. Όπως προετοιμασθή το μέλλον τούτο το οποίον ήθελεν είσθαι το κοινόν και αμοιβαίον πεπρωμένον, εύχομαι όπως εκεί ένθα υπάρχει εις Έλλην και Αρμένιος υψώσωσι την φωνήν των, ως εις άνθρωπος, και διακηρύξωσι τα απαράγραπτα δίκαια της Ελλάδος και της Αρμενίας εν Μικρά Ασία3». H Αρμενική Λεγεώνα του ελληνικού στρατού σχηματίστηκε από Αρμένιους εθελοντές αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, και βρισκόταν υπό τις άμεσες διαταγές του αρχιστράτηγου της στρατιάς της Μικράς Ασίας. Επικεφαλής της Λεγεώνας ήταν ο στρατηγός Τορκόμ, και οι εντολές δίνονταν στην αρμενική γλώσσα. Τον Απρίλιο και Μάιο του 1922, η λεγεώνα τοποθετήθηκε στη βάση της Μπάλτσοβα (κοντά στη Σμύρνη), με σκοπό να συμπεριληφθούν αργότερα 2.500 εθελοντές από την περιοχή της Προύσας και 3.500 περίπου από τη Συρία και την Κωνσταντινούπολη. Η αλλαγή του αρχιστράτηγου Παπούλα τον Μάιο του 1922 προκάλεσε μια σημαντική μεταστροφή στην κατάσταση και ματαίωσε τα φιλόδοξα αυτά σχέδια. Σε έκθεσή του που γράφτηκε αρκετά χρόνια αργότερα —το 1929—, ο Τορκόμ υπολογίζει συνολικά τους εθελοντές της Αρμενικής Λεγεώνας του ελληνικού στρατού σε 2.500 άντρες, χωρίς να συμπεριλαμβάνει σε αυτούς τους Αρμένιους που μεμονωμένα υπηρέτησαν τον ελληνικό στρατό4. Ο Τορκόμ αρνήθηκε τη διαταγή του στρατηγού Χατζηανέστη να αφοπλίσει την Αρμενική Λεγεώνα και να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία χωρίς αγώνα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καπριέλ Λαζιάν5, υπολοχαγού της Αρμενικής Λεγεώνας και μέλους της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας «Τασνακτσουτιούν», όταν το μέτωπο στο Αφιόν Καραχισάρ είχε ήδη καταρρεύσει και ξεκινούσε η υποχώρηση, ένα πρωί, ο στρατηγός Τορκόμ μαζί με τους λεγεωνάριους, τους Αρμένιους στρατιώτες, μπήκαν στον αρμενικό τομέα της Σμύρνης, το Χαϊνότς, συνέλαβαν όλους τους νέους που θα μπορούσαν να φέρουν όπλο, και τους μετέφεραν στο στρατόπεδο της λεγεώνας, στην περιοχή Κιλιζμάν. Ο Αρχιεπίσκοπος Μητροπολίτης Λεβόν Τουριάν και το Συμβούλιο της Μητρόπολης δεν περίμεναν αυτή την ενέργεια του Τορκόμ και προσπάθησαν να «απελευθερώσουν» τους Αρμένιους νέους από το στρατόπεδο. Την επόμενη ημέρα πήγαν στη διοίκηση της ελληνικής στρατιάς, και συγκεκριμένα στον διοικητή Στεργιάδη, και έκαναν διάβημα διαμαρτυρίας απαιτώντας να αφήσουν τους Αρμένιους ελεύθερους. Ο Στεργιάδης έδωσε την εντολή να αφεθούν ελεύθεροι μερικές εκατοντάδες Αρμένιοι νέοι, οι οποίοι, όπως επισημαίνει ο Λαζιάν, μετά από δύο εβδομάδες «σφαγιάστηκαν σαν τα πρόβατα από τον κεμαλικό στρατό». Μερικούς μήνες νωρίτερα είχε αναλάβει τη διοίκηση του ελληνικού στρατού ο στρατηγός Χατζηανέστης. Εκείνος όχι μόνο συμφώνησε και έδωσε τη συγκατάθεσή του για το αίτημα του Τουριάν, αλλά έδωσε επίσης εντολή να αφοπλίσουν και την Αρμενική Λεγεώνα συνολικά6. Και αυτή η εντολή εξετελέσθη άμεσα. Την επόμενη ημέρα, ο στρατηγός Τορκόμ με τον ίδιο τον Λαζιάν πήγαν στη διοίκηση και συνάντησαν τον Χατζηανέστη. Σύμφωνα με τον Λαζιάν, ο Τορκόμ —στη γαλλική γλώσσα και με πολλή ευφράδεια— προσπάθησε να πείσει τον Χατζηανέστη να επιστρέψει τον οπλισμό στη λεγεώνα. Η συζήτηση πήρε έντονο χαρακτήρα, και εξελίχθηκε σε τσακωμό. Η Αρμενική Λεγεώνα, η οποία σύμφωνα με τον Λαζιάν αριθμούσε πλέον περίπου 300 άτομα, χωρίς οπλισμό, κατευθύνθηκε προς το λιμάνι της Πούντας, και τις τελευταίες ημέρες, όταν ο γενικός πανικός είχε σκορπίσει στην πόλη, έσπασε τις πόρτες των αποθηκών του στρατού και πήρε τον οπλισμό της πίσω. Τη μαρτυρία αυτή του Λαζιάν επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Τορκόμ, υποστηρίζοντας ότι είχε δώσει εντολή όλοι οι Αρμένιοι 18 έως 35 ετών να πάρουν τα όπλα, αλλά ο Μητροπολίτης Τουριάν και οι ακόλουθοί του (Αζναβουριάν, Μπαλατουσιάν και άλλοι) ζήτησαν από τον Στεργιάδη τη διάλυση της λεγεώνας. Το αίτημα αυτό μεταφέρθηκε, μέσω του Στεργιάδη, στον νέο στρατηγό Χατζηανέστη, ο οποίος με τη σειρά του διέταξε τον Τορκόμ να διαλύσει το στρατιωτικό του σώμα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τορκόμ σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε το 1929, «για πρώτη φορά στη διάρκεια της στρατιωτικής μου καριέρας δεν υπάκουσα σε εντολή που δόθηκε από ανώτερό μου»7. Αρνήθηκε, λοιπόν, να εκτελέσει την εντολή του αρχιστράτηγου Χατζηανέστη και να διαλύσει την Αρμενική Λεγεώνα. Η αποφασιστικότητα του Τορκόμ να πολεμήσει μέχρι την τελευταία στιγμή αποτυπώνεται στην υπ’ αριθμόν 271 έκθεσή του προς τον Χατζηανέστη, η οποία γράφτηκε στις 24 Αυγούστου, μερικές ημέρες μετά τη διαταγή διάλυσης της Αρμενικής Λεγεώνας: «Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω τα εξής: Η Αρμενική Λεγεώνα αποχωρεί τελευταία από τη Σμύρνη Σύμφωνα με τον Τορκόμ, από τις 21 έως τις 23 Αυγούστου, η Αρμενική Λεγεώνα ήταν εξοπλισμένη «μέχρι τα δόντια» από όπλα που είχαν εγκαταλείψει ελληνικές στρατιωτικές μονάδες οι οποίες είχαν υποχωρήσει. Αυτή αρνήθηκε να ακολουθήσει τον στρατό που αποσυρόταν από το Τσεσμέ, καθώς έπρεπε να προστατέψει την υποχώρηση 40.000 Ελλήνων προσφύγων από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Στις 26 και 27 Αυγούστου, η λεγεώνα, κρατώντας τις θέσεις μεταξύ Χαλκά Μπουνάρκ και Μπουρνόβα, συγκράτησε τις επιθέσεις των άτακτων τουρκικών σωμάτων κατά των υποχωρούντων ελληνικών στρατευμάτων και προστάτεψε περίπου 2.000 στρατιώτες άρρωστους και τραυματίες που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τον στρατό που υποχώρησε μέσω Τσεσμέ. Σύμφωνα με τον Λαζιάν, όταν στις 27 Αυγούστου το πρωί (9 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) η εμπροσθοφυλακή του κεμαλικού στρατού είχε μπει στο Κορδελιό, συνοικία της Σμύρνης, η Αρμενική Λεγεώνα παρέλασε με κανονικό βηματισμό στο λιμάνι του Γκαράπ. Ο τρομοκρατημένος κόσμος, ενώ νόμιζε ότι θα έβλεπε την εμπροσθοφυλακή του Κεμάλ, με έκπληξη είδε τους τελευταίους εναπομείναντες Έλληνες στρατιώτες της πόλης. Ορισμένοι νέοι οι οποίοι είχαν κρυφτεί μέσα στα ελληνικά σπίτια ενώνονταν με τους στρατιώτες της Αρμενικής Λεγεώνας. Όταν η λεγεώνα πέρασε μέσα από την τουρκική συνοικία, σημειώθηκε μια μικρή ένοπλη αψιμαχία, και ύστερα αυτή κατευθύνθηκε προς το Τσεσμέ, όπου θα αποβιβαζόταν ο ελληνικός στρατός. Εκεί βρισκόταν ο στρατηγός Πλαστήρας, ο οποίος έδινε την τελευταία του μάχη, όταν ξαφνικά είδε με έκπληξη ότι είχε δίπλα του την Αρμενική Λεγεώνα. Τη μαρτυρία του Λαζιάν σύμφωνα με την οποία το τελευταίο τμήμα του ελληνικού στρατού που αποχώρησε από τη Σμύρνη ήταν η Αρμενική Λεγεώνα του στρατηγού Τορκόμ επιβεβαιώνει και ο φωτορεπόρτερ Μανόλης Μεγαλοκονόμος, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων: «Μισή ώρα προτού οι Τούρκοι μπουν στη Σμύρνη, ένα μεγάλο στρατιωτικό τμήμα Αρμενίων βάδισε με σταθερό βήμα στον πλακόστρωτο δρόμο του “Και”, φορώντας τη στολή του Έλληνος στρατιώτου και με τη λόγχη εφ’ όπλου, με επικεφαλής τον στρατηγό Τορκόμ επάνω σε άσπρο άλογο, με μια μαντίλα στο κεφάλι —που είναι το κάλυμμα των Αρμενίων επαναστατών. Μπροστά, δύο σημαιοφόροι που κρατούσαν την ελληνική και την αρμενική σημαία. Πολλά μάτια έκλαιγαν βλέποντας με ελπίδα αυτό το τμήμα να βαδίζει προς τους τουρκικούς μαχαλάδες και το διοικητήριο. Οι Σμυρνιοί τούς φώναξαν ότι οι Τούρκοι είχαν στήσει ενέδρες. “Δεν τους φοβόμαστε” απάντησαν, και προχώρησαν. Πολεμώντας κάθε βήμα, κατόρθωσαν και έφτασαν στο Τσεσμέ. Αυτές ήταν οι τελευταίες σημαίες, η ελληνική και η αρμενική, που πέρασαν υπερήφανες από την προκυμαία της Σμύρνης. Οι Σμυρνιοί ας χρωστούν ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς τους συναδέλφους, στους Αρμένιους πολεμιστές»8. Μία ακόμη μαρτυρία που επιβεβαιώνει ότι το τελευταίο τμήμα του ελληνικού στρατού που αποχώρησε από τη Σμύρνη ήταν η Αρμενική Λεγεώνα του στρατηγού Τορκόμ δημοσιεύτηκε το 1955 στην Απογευματινή από απομνημονεύματα αυτόπτη μάρτυρα, και αναδημοσιεύτηκε από τον Σαμβέλ Ραμαζιάν —πρώην Ακόλουθο Άμυνας της Δημοκρατίας της Αρμενίας στην Ελλάδα και στην Κυπριακή Δημοκρατία— στο βιβλίο του Ιστορία των αρμενο-ελληνικών στρατιωτικών σχέσεων και συνεργασίας, το πρώτο βιβλίο που παρουσίασε αναλυτικά τη στρατιωτική δράση της Αρμενικής Λεγεώνας, και γενικότερα τη συμμετοχή αρμενικών μονάδων στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα που δημοσίευσε η Απογευματινή αναφέρει τα εξής: «Αντήχησαν σάλπιγγες, και εφάνηκαν ν’ ανεμίζουν σημαίες. Δεν ήσαν τουρκικές. Οι Τούρκοι δεν είχαν προβάλει ακόμη. Ήταν μία ελληνική και μία αρμενική. Στο θερμό ηλιόλουστο πρωινό αστραποβολούσαν οι λόγχες ενός στρατιωτικού τμήματος… Ήταν ο λόχος των Αρμενίων εθελοντών με τον στρατηγό Τορκόμ. Καβάλα στο άσπρο άλογό του, ο στρατηγός, μ’ ένα κόκκινο και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι —χαρακτηριστικό του Αρμένιου αντάρτου— λίγο ωχρός αλλά και υπερήφανος, οδηγούσε το τμήμα του προς την οδό Διοικητηρίου, το κέντρο της τουρκικής συνοικίας. Χωρίς κανέναν δισταγμό, αποφασισμένος να αντιμετωπίση σκληρά κάθε επίθεση του τουρκικού όχλου, διέσχισε την προκυμαία, την πλατεία Διοικητηρίου, επήρε τον δρόμο προς την Ερυθραία, και κατόρθωσε να φθάση ανέπαφος. Εκεί επεβιβάσθη με τα άλλα ελληνικά τμήματα. Ο λόχος του Τορκόμ ήταν η τελευταία συντεταγμένη ελληνική δύναμις που επέρασε μέσα από τη Σμύρνη… Ένα ρίγος έφερε το αντίκρισμα του λόχου του Τορκόμ, τα μάτια εβούρκωσαν, ως τα φυλλόκαρδα εστάλαξε η θαλπωρή της ελπίδας». Το γεγονός ότι η Αρμενική Λεγεώνα «λειτούργησε εντυπωσιακά μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, σχηματίζοντας μια οπισθοφυλακή προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίβαση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων σε πλοία που είχαν προορισμό τα ελληνικά νησιά», καθώς και το γεγονός ότι «μαρτυρίες των τελευταίων στιγμών της Σμύρνης αναφέρουν την επίμονη άμυνά τους μέχρι και μισή ώρα πριν οι κεμαλικοί πλησιάσουν το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης» αναγνωρίζεται από τον ιστορικό Ιωάννη Χασιώτη. Ο Χασιώτης ήταν ο πρώτος που μελέτησε διεξοδικά το ζήτημα της ελληνο-αρμενικής συνεργασίας στη Μικρά Ασία και στον Καύκασο την περίοδο 1917-19229, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία που προέκυψαν πολλά χρόνια αργότερα από την έρευνα του Ραμαζιάν. Στο τέλος της έκθεσής του για τη δράση της Αρμενικής Λεγεώνας που γράφτηκε το 1929, ο στρατηγός Τορκόμ αναφέρει τα ακόλουθα προκειμένου να ερμηνεύσει την αντοχή της Αρμενικής Λεγεώνας μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες: «Είστε υποχρεωμένοι να θέσετε την ακόλουθη ερώτηση: Πώς έγινε και στη μέση μιας κατάστασης γενικής αποτυχίας, η Αρμενική Λεγεώνα έμεινε στη θέση της, παρά τις τόσες δυσκολίες, χωρίς να αποδυναμωθεί; Η απάντηση είναι απλή: Κάθε φορά που μια στρατιωτική δύναμη έχει τη φλόγα, την πίστη στον αρχηγό της, πρέπει και μπορεί να κάνει θαύματα». Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, ο στρατηγός Τορκόμ μετέβη στη Χίο και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με την Αρμενική Λεγεώνα. Τον Νοέμβριο του 1922 πραγματοποιήθηκε η τελευταία επιθεώρηση της μοίρας, και ακολούθησε η διάλυσή της. Ο Τορκόμ έζησε στην Αθήνα έως το 1936. Εκεί ίδρυσε τον «Ελληνο-Αρμενικό Σύνδεσμο», με επίτιμο πρόεδρο τον υποστράτηγο Γεώργιο Κονδύλη, μετέπειτα υπουργό Στρατιωτικών και πρωθυπουργό της Ελλάδας. Αργότερα πέρασε στην Ιταλία, και τέλος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και πέθανε το 1953. Υπήρξαν και άλλοι αξιωματικοί της Αρμενικής Λεγεώνας που συνέχισαν τις υπηρεσίες τους στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Ένας από αυτούς μάλιστα, ο Γκουργκέν Μπεκζατιάν, έφτασε μέχρι τον βαθμό του Συνταγματάρχη, ενώ κατά τη δεκαετία του 1930 δρούσε υπό την ηγεσία του ο «Σύνδεσμος Βετεράνων της Αρμενικής Λεγεώνας» στην Αθήνα. Λάβαρο προσφέρθηκε στο αρμενικό σώμα του Γκαρίν (Ερζερούμ), κατασκευασμένο από τα ορφανά του Βασπουραγκάν. Κεντημένο όλο από μετάξι, πρόκειται για ένα αριστούργημα και μια καταπληκτική δουλειά με βελόνα. Η αλληγορία είναι η ακόλουθη: το κόκκινο χωράφι αντιπροσωπεύει το αίμα που χύθηκε από τον λαό της Αρμενίας, ο χρυσός σταυρός (με στιλ από την Ανί) τη χριστιανική πίστη των Αρμενίων, ενώ ο δικέφαλος αετός συμβολίζει τις δύο Αρμενίες επανενωμένες (ρωσoκρατούμενη και τουρκοκρατούμενη), μαζί με την αλυσίδα της σκλαβιάς σπασμένη και το σπαθί της δύναμης. Το λάβαρο του Γκαρίν ταξίδεψε στη Ρωσία των Μπολσεβίκων το 1918, στο Αρχάγγελσκ, μέσω Καυκάσου, μετά στο Λονδίνο, στον Καναδά, όπου έγινε αντικείμενο θαυμασμού στην έκθεση του Τορόντο το 1919, στις ΗΠΑ, στο Παρίσι, στη συνέχεια στην Αθήνα και στη Μικρά Ασία, όπου ήταν η σημαία της Αρμενικής Λεγεώνας. Με σεβασμό στην επιθυμία που εκφράστηκε από τα ορφανά, που το κέντησαν «με αγάπη και μίσος» —όπως είπε ο ζωγράφος Φετβατζιάν, ο σχεδιαστής—, το λάβαρο του Γκαρίν θα παραμένει μεσίστιο μέχρι την ολοκληρωτική απελευθέρωση της Αρμενίας. Πηγή: L’ Armenie, Organe de Defense Helleno-Armenien, 1er Janvier 1933, p. 6 (αρχείοπεριοδικούΑρμενικά)
1. Maintenance of Peace in Armenia. Hearings before a subcommittee of the committee on foreign relations, United States Senate, Sixty-Sixth Congress. First session on S. J. R. 106. A joint resolution for the maintenance of peace in Armenia. Washington, Government Printing Office, 1919.
|