Οι πιονιέροι του αρμενικού κινηματογράφου |
Του Ραζμίκ Αγαμπατιάν Iανουάριος – Μάρτιος 2013 τεύχος 76 Το 1923, το Κομισαριάτο Λαϊκής Δια-φώτισης διέθεσε κονδύλια για την ίδρυση του πρώτου αρμενικού κινηματογραφικού στούντιο, το οποίο αρκετά χρόνια αργότερα έγινε γνωστό ως Armenfilm. Το αρχικό κεφάλαιο, αξίας 6 δουκάτων, αποδείχθηκε αρκετό για εκείνη την εποχή ώστε να μπορέσει ο αρμενικός κινηματογράφος να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, ο διευθυντής του στούντιο Ντανιέλ Ντιτζνουνί, δεν θα είχε καταφέρει τίποτα χωρίς τη σημαντική συμβολή του νεαρού σκηνοθέτη Αμό Μπεκναζαριάν από την Τιφλίδα. Το πρώτο τέκνο του σκηνοθέτη για λογαριασμό του Armenfilm, ήταν η ταινία «Ναμούς» και γρήγορα χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο ως «το μεγαλύτερο μπλογκμπάστερ της εποχής».
Η πρώτη γνωριμία με το «θαύμα» Ήταν η χρονιά του 1899 και ο επτάχρονος Αμό είχε κάνει μόλις κοπάνα από το σχολείο, για να δει την πρώτη του ταινία. Ένα καινούργιο «θαύμα» άνοιγε τις πόρτες του στο κοινό του Ερεβάν, όπου με 10 καπίκια μπορούσε κανείς να δει «ζωντανές εικόνες». Με τη δικαιολογία ότι πονούσε η κοιλιά του, ο Αμό βρέθηκε να τρέχει στο δρόμο προς το κέντρο της πόλης. Με τα δύο πενταράκια που είχε κρατήσει από το χαρτζιλίκι του, πέρασε τις πόρτες του πλημυρισμένου από κόσμο κινηματογράφου. Ήταν μια ξύλινη σιταποθήκη. Παιδιά, άντρες, γυναίκες και ηλικιωμένοι κάθονταν σε παγκάκια και περίμεναν ανυπόμονα. Ένας άνδρας διέσχισε το πλήθος κρατώντας έναν κουβά νερό και κατέβρεξε την «οθόνη», ώστε η εικόνα να είναι πιο καθαρή. Τελικά η αίθουσα άρχισε να σκοτεινιάζει και εικόνες άρχισαν να διαγράφονται στο βρεγμένο καμβά. Στην αρχή έβλεπαν λόφους, ποτάμια, μια γέφυρα και ξαφνικά από το βάθος ξεπρόβαλε μια ατμομηχανή που έτρεχε απειλητικά προς το κοινό. Έμοιαζε σαν να πήγαινε να τους πατήσει. Όλοι πανικοβλήθηκαν και ακούστηκε μια γυναίκα να φωνάζει «αυτά είναι διαβολικές εικόνες». Ο Αμό όμως είχε απλά μαγευτεί και επανέλαβε με φίλους την εμπειρία του «θαύματος» πολλές φορές. Δεν μπορούσαν όμως να καταλάβουν, ούτε να μαντέψουν το μυστικό πίσω από τις κινούμενες εικόνες. Οπότε αποφάσισαν να ρωτήσουν τον μηχανικό προβολής. Με αντάλλαγμα μερικά τσαμπιά σταφύλι, εκείνος τους εξήγησε πώς λειτουργούσε ο προβολέας του κινηματογράφου και έδειξε στα παιδιά τις μπομπίνες και τις κορδέλες του φιλμ. Επικίνδυνες αποστολές για τον Αμό Προτού αποφασίσει όμως να γίνει κινηματογραφιστής, ο Μπεκναζαριάν έκανε καριέρα επαγγελματία πυγμάχου, έζησε για 6 χρόνια στο Βερολίνο και ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Έπειτα από έναν τραυματισμό, εγκατέλειψε τον αθλητισμό και γράφτηκε στην εμπορική σχολή της Μόσχας. Με το ξέσπασμα το Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο κινηματογράφος άρχισε να ανθίζει στη Ρωσία, κυρίως επειδή περιορίστηκε η ενοικίαση ξένων ταινιών. Ο πρώτος ρόλος του Μπεκναζαριάν ήταν ενός τούρ-κου στρατιώτη στην υπηρεσία του Εμβέρ Πασά. Αργότερα, θα ομολογούσε ότι η επιθυμία του να εμφανιστεί στην οθόνη ήταν τόσο μεγάλη, που ξεπέρασε την άρνησή του να παίξει έναν Τούρκο. Οι αθλητικές του ικανότητες δε, τον ανέδειξαν ως έναν από τους πρώτους κασκαντέρ της εποχής. Στην ταινία «Ο Πρόσφυγας» ο σκηνοθέτης Ανατόλι Καμένσκι έμεινε τόσο ικανοποιημένος με την απόδοση του Αμό, ώστε σχεδίασε καινούργιες σκηνές δράσης προσαρμοσμένες στον κασκαντέρ του. Οι παραγωγοί και οι συντελεστές γενικότερα ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι με τα κέρδη και την αποδοχή της ταινίας, σε αντίθεση με τον Μπεκναζαριάν που ήταν βαθιά απογοητευμένος με το φτηνιάρικο περιεχόμενο και τη βαρετή πλοκή της ταινίας. Ως κασκαντέρ συμμετείχε σε περισ-σότερες από 70 ταινίες. Όλες τους ως επί το πλείστον ήταν μέτριας καλλιτεχνικής αξίας. Επιχείρηση «Ναμούς» Η αγάπη του Αμό για το σινεμά ήταν τόσο μεγάλη όμως, που όταν το 1921 του δόθηκε η ευκαιρία, πήρε τη θέση του γενικού υπεύθυνου του τμήματος του κινηματογράφου του Κομισαριάτου Λαϊκής Διαφώτισης στη Γεωργία και χάρις στο πάθος του έγινε μάρτυρας της γέννησης μιας πολλά υποσχόμενης βιομηχανίας ταινιών. Το 1923 έκανε το προσωπικό του ντεμπούτο ως σκηνοθέτης με την ταινία «Πατροκτονία», η οποία εισέπραξε θετικές κριτικές από τον τοπικό Τύπο της Τιφλίδας και της Μόσχας. Με την ενθάρρυνση δε και του Κομισαριάτου, γύρισε δύο ακόμη ταινίες στη Γεωργία, το «Χαμένο Θησαυρό» και τη «Νατέλλα». Έτσι φτάνουμε στο 1924, όπου ο Ντανιέλ Ντιτζνουνί του ζητάει να σκηνοθετήσει την πρώτη αρμενική ταινία. Η απόφαση το Μπεκναζαριάν να πάει στο Ερεβάν ήταν πολύ ριψοκίνδυνη. Στην Αρμενία δεν υπήρχε πρακτικά βιομηχανία κινηματογράφου, αλλά μπροστά στην πρόκληση να γίνει ο θεμελιωτής του αρμενικού κινηματογράφου, το γεγονός αυτό ήταν μάλλον ασήμαντο για τον Αμό. Μάλιστα αποφάσισε να βασίσει το σενάριο της ταινίας στο μυθιστόρημα του Σιρβανζαντέ «Ναμούς». Επρόκειτο για την ιστορία μια νεαρής κοπέλας που έρχεται αντιμέτωπη με τις οπισθοδρομικές παραδόσεις και γίνεται θύμα τους. Το Ερεβάν μάλιστα αποτέλεσε το τέλειο σκηνικό για να ξαναζωντανέψει η Σαμάκ - μια ζωηρή αρμενική πόλη της Ανατολής με έντονο το πολυπολιτισμικό στοιχείο. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στον κινηματογράφο «Ναϊρί» τον Απρίλιο του 1926. Η επιτυχία ήταν τεράστια. Κόπιες διανεμήθηκαν σε Ευρώπη, Αμερική και Μικρά Ασία και έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στη Μόσχα. Η ρωσική πρωτεύουσα γέμισε πολύχρωμες διαφημιστικές αφίσες, η διακόσμηση στο φουαγιέ του κινηματογράφου Μαλάγια Ντιμιτρόβκα ήταν αρμενικής αισθητικής, ενώ στα διαλλείματα έπαιζε παραδοσιακή μουσική! Το καπνεργοστάσιο Τζάβα έφτασε στο σημείο να λανσάρει ένα νέο τύπο τσιγάρων με το όνομα «Ναμούς» προς τιμήν της πρώτης αρμενικής ταινίας! Ύστερα από τις διθυραμβικές κριτικές και την ευρύτατη αποδοχή της ταινίας, ο Μπεκναζαριάν αναγνωρίζεται ως ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που του επιτρέπει μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία στα κατοπινά σχέδιά του. O πρωταγωνιστής δε της «Ναμούς», Χρατσιά Νερσεσιάν - ένας ταλαντούχος νέος ηθοποιός - σε κάθε νέα του συνεργασία με τον Αμό, θα ανέβαζε το άστρο του ακόμη πιο ψηλά. Δουλειά δεν είχε ο διάολος… Με ενδιάμεσο σταθμό την ταινία «Ζαρέ» (1927), που γνώρισε κι αυτή μεγάλη επιτυχία, η επόμενη δημιουργία του Μπεκναζαριάν ήταν μια κωμωδία με τίτλο «Σορ και Σορσόρ» (1928), που προέκυψε κάτω από ενδιαφέρουσες περιστάσεις. Η ταινία «Ζαρέ» λοιπόν ήταν έτοιμη και προκειμένου να τη στείλουν στη Μόσχα, όπου εκεί θα γινόταν η κεντρική διανομή, έπρεπε να ετοιμαστούν κάμποσες κόπιες. Η διαδικασία θα έπαιρνε τουλάχιστον 20 με 25 μέρες. Επειδή όμως ο Μπεκναζαριάν και ο σκηνοθέτης Ντιζνουνί δεν άντεχαν να κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια και να περιμένουν, αποφάσισαν να στείλουν όχι μία… αλλά δύο ταινίες στη Μόσχα. Το σενάριο του «Σορ και Σορσόρ» γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα και τα γυρίσματα μαζί με το μοντάζ διήρκησαν 11 μόλις μέρες. Οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης αυτοσχεδίαζαν όλη την ώρα και γενικά η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα γυρίσματα θύμιζε περιφερόμενο θίασο σε πανηγύρι. Το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπο και αυθεντικό και έτσι άλλη μια επιτυχία καταγράφηκε στο ενεργητικό της Armenfilm, αφού η ταινία είχε πάνω από 3000 ενοικιάσεις. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό σημαίνει ένα πολύ αξιόλογο ταμείο. Η αποστολή του Μπεκναζαριάν ολοκληρώθηκε ύστερα από άλλες πέντε παραγωγές. Τα θεμέλια του αρμενικού κινηματογράφου είχαν ήδη μπει και στο τέλος του 1920 δεκάδες κινηματογραφιστές εργάζονταν στα στούντιο του Ερεβάν. «Πέπο»: Ομιλείτε αρμενικά Η αρχή του ομιλούντα κινηματογράφου έγινε τη δεκαετία του 1930. Κατά τη γνώμη του Μπεκναζαριάν, ο χρόνος είχε ωριμάσει για τη μεταφορά του θεατρικού «Πέπο» του Γκαμπριέλ Σουντουκιάν στο σελιλόιντ. Φυσικά, η μουσική και η τεχνολογία ηχοληψίας ήταν πάρα πολύ σημαντική για τον σκηνοθέτη μας. Τα τραγούδια των Αρμενίων που ζούσαν στην Τιφλίδα - μιας και τα γυρίσματα έγιναν στην πρωτεύουσα της Γεωργίας - και η μουσική ευφυΐα του νεαρού τότε συνθέτη Αράμ Χατσατουριάν, ήταν αναπόσπαστα κομμάτια της ταινίας. Κάθε βράδυ, ο Χατσατουριάν και ο Μπεκναζαριάν θα γύριζαν τις ταβέρνες της Τιφλίδας για να ακούσουν τους Σαζαντάρ (ανατολίτες μουσικούς) να παίζουν, και να καταγράψουν τις αγαπημένες τους μελωδίες. Ήταν άλλωστε η πρώτη κινηματογραφική εμπειρία του Χατσατουριάν και ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός από τον εαυτό του. Συνέθεσε άλλωστε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές του βασικού μουσικού θέματος του «Πέπο». Σημαντική όμως ήταν και η συμβολή των Αρμενίων της Τιφλίδας που είχαν το παρατσούκλι «Κιντό». Η πρωτεύουσα της Γεωργίας είχε αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που την άφησε ο Μπεκναζαριάν. Οι άλλοτε ακοίμητοι γραφικοί δρόμοι της Τιφλίδας που έσφυζαν από ζωντάνια είχαν «ξεφτίσει». Μόνο όταν πέρασε από την αρμενική αγορά, ξαναβρήκε τους παλιούς γνωστούς Κιντό με τις παραδοσιακές φορεσιές τους να πουλάνε καρπούζια και μήλα στους περαστικούς και να διασκεδάζουν με όσους εκτιμούσαν τα ωραία αστεία. Το θεατρικό έργο του Σουντουκιάν ήταν πάρα πολύ γνωστό στην Τιφλίδα και όταν διαδόθηκαν τα νέα ότι ο Μπεκναζαριάν σκόπευε να γυρίσει τη δική του εκδοχή του «Πέπο»! ο ενθουσιασμός των ντόπιων Αρμενίων ήταν τόσο μεγάλος, ώστε του βρήκαν ακόμη και τον τελευταίο ράφτη που ήξερε να ράβει τις παραδοσιακές ενδυμασίες των Κιντό. Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος και η αφοσίωση του Αμό στην προσπάθειά του να καταγράψει την ατμόσφαιρα του «Παρισιού του Καυκάσου», ώστε όταν αποφάσισε να κινηματογραφήσει ένα συγκρότημα παλιών νερόμυλων που επρόκειτο να κατεδαφιστεί πριν τα γυρίσματα, παρενέβησαν οι ντόπιοι παράγοντες ώστε να δοθεί παράταση ζωής στα κτίσματα αυτά. Και κάπως έτσι, απαθανατίστηκαν «τα τελευταία σύμβολα» μιας αλλοτινής εποχής. Τα γυρίσματα έλαβαν χώρα εκτός από την Τιφλίδα, στο Ερεβάν αλλά και στη Μόσχα. Υπήρχε όμως ένα σοβαρό πρόβλημα: Σε ποια γλώσσα θα ήταν η ταινία; Αν ήταν στα αρμενικά, η ταινία δε θα μπορούσε να προβληθεί εκτός Αρμενίας, καθώς τότε δεν υπήρχε η τεχνολογία μεταγλώττισης. Τελικά, ύστερα από πολλούς προβληματισμούς, αποφάσισαν να βγάλουν δυο εκδοχές - μία στα αρμενικά και μία στα ρωσικά. Οι ηθοποιοί που είχαν παίξει στο αρμενικό σανίδι για όλη τους σχεδόν τη ζωή, κλήθηκαν να αφιερώσουν άπειρο χρόνο για να βελτιώσουν την προφορά τους στα ρωσικά. Στο τέλος όμως οι κόποι όλων δικαιώθηκαν. Για άλλη μια φορά το αρμενικό θαύμα είχε ξαναγίνει. Ειδικά στις αρμενικές συνοικίες της Τιφλίδας όπου διαδραματιζόταν η ταινία, οι κάτοικοι ήταν κατενθουσιασμένοι. Κατά τη διάρκεια των προβολών, πολλοί από αυτούς έπιναν κρασί και τραγουδούσαν τα τραγούδια των Κιντό μαζί με τους ήρωες της ταινίας στο πανί, κάνοντας δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ κοινού και οθόνης. Ο Μπεκναζαριάν δε χόρταινε να πηγαίνει στις προβολές ινκόγκνιτο και να χαζεύει τους θεατές, αδυνατώντας κάθε φορά να κρατήσει τα δάκρυα χαράς. Ήταν ένας αληθινός θρίαμβος! Και ύστερα ήρθε η παρακμή Το κινηματογραφικό μέλλον του Μπεκναζαριάν διαγραφόταν λαμπρό. Είχε καταφέρει να τραβήξει την προσοχή ακόμη και του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ίδιος ο Στάλιν διαμήνυσε στους συντελεστές του «Πέπο», ότι επιθυμούσε να γυρίσουν μια ιστορική ταινία υψηλών προδιαγραφών που θα εξυμνούσε την Οκτωβριανή επανάσταση. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν αυτό το φιλόδοξο σχέδιο, ο αναντικατάστατος συνεργάτης του Μπεκναζαριάν, Αγκασί Καντζιάν πέθανε κάτω από μυστηριώδεις περιστάσεις. Λίγο αργότερα, ένας άλλος συλλαμβάνεται - όπως συνηθιζόταν εξάλλου εκείνο τον καιρό σε όλη την χώρα. Ο ίδιος ο Μπεκναζαριάν είχε προσαχθεί πάμπολλες φορές. Σε μια από τις προσαγωγές του μάλιστα, ο επιθεωρητής που τον ανέκρινε, έσκισε μπροστά στα μάτια του το ένταλμα σύλληψης, λέγοντας απλά ότι εκτιμάει πολύ το έργο του και λατρεύει τις ταινίες του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Αμό ολοκλήρωσε τελικά την ταινία με τίτλο «Ζανκεζούρ», η οποία παρ’ όλες τις θετικές κριτικές που απέσπασε, ήταν σαφές ότι δεν ανήκε στη χρυσή εποχή του Μπεκναζαριάν. Η συνέχεια ήταν εξίσου «άνοστη» με το ντοκιμαντέρ «Οι χωρικοί» και την ταινία «Σαμπουκί». Το επόμενο και μεγαλεπήβολο σχέδιό του είχε τον όνομα «Νταβίτ-Μπεκ», με βασικό θέμα τους απελευθερωτικούς αγώνες των Αρμενίων εναντίων των Περσών στις αρχές του 18ου αιώνα. Ήταν πολύ σημαντικό που η ταινία έλαβε την έγκριση της κυβέρνησης και μάλιστα επειδή ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν τότε σε εξέλιξη και το κοινό διψούσε για ταινίες πατριωτικού περιεχομένου, η αποδοχή της ήταν δεδομένη και απέσπασε πολλά κρατικά βραβεία. Το τέλος μια εποχής, η αρχή μιας άλλης Η λαχτάρα του Μπεκναζαριάν όμως ήταν να γυρίσει μια ακόμη επική ταινία με κεντρικό ήρωα τον στρατηλάτη Βαρτάν Μαμιγκονιάν. Δυστυχώς το όνειρο έμεινε ανεκπλήρωτο, διότι μετά τον πόλεμο, η βιομηχανία κινηματογράφου μπήκε «στον πάγο». Ο σκηνοθέτης υποχρεώθηκε από την κυβέρνηση να γυρίσει μια σειρά ανέμπνευστων ντοκιμαντέρ χαμηλής καλλιτεχνικής αξίας, ενώ δεν του επετράπη να σκηνοθετήσει ούτε μια ταινία σχετικά με τον Σουρέν Σπανταριάν, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Η ασφυκτική περίοδος καλλιτεχνικής λογοκρισίας του Σταλινισμού είχε σαρώσει τα πάντα. Το τελευταίο χτύπημα ήρθε με την ταινία «Το Δεύτερο Καραβάνι» σχετικά με τον επαναπατρισμό των Αρμενίων της Δύσης. Εκατομμύρια ρούβλια ξοδεύτηκαν και ενώ η παραγωγή είχε φτάσει στα τελειώματα, προσέκρουσε τελικά στο βράχο που λεγόταν Στάλιν. Απλά δεν του άρεσε το σενάριο… Ο Μπεκναζαριάν έφυγε από την Armenfilm, για να καταλήξει να γυρίσει μερικά ακόμη ασήμαντα ντοκιμαντέρ. Πάντως για προληπτικούς και μη, το κοντέρ της φιλμογραφίας του τερμάτισε στον αριθμό 13. Η τελευταία του ταινία με τίτλο «Ο Νασρεντίν Χότζας» υπήρξε η μοναδική έγχρωμη. Το 1965 αποχαιρέτησε τον μάταιο τούτο κόσμο, υποχρεωμένος σε απόσυρση, μακριά από τους αγαπημένους του, στη Μόσχα. Μια ολόκληρη εποχή έφυγε μαζί του, όμως ο αρμενικός κινηματογράφος δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Μια νέα γενιά νέων και ταλαντούχων σκηνοθετών ξεκινούσε το δικό της ταξίδι, βαδίζοντας στα χνάρια του Αμό Μπεκναζαριάν, γοητευμένη από την παρακαταθήκη του, όπως ένα παιδί κάποτε μαγεύτηκε από το θαύμα του σελιλόιντ μέσα σε μια ξύλινη σιταποθήκη. |