Ο εκδοτικός οίκος "Ντεντεγιάν" της Σμύρνης, 1853-1892 |
![]() |
![]() |
Τζένιφερ Μανουκιάν. Μετάφραση: Αγκόπ Χανικιάν Τον Δεκέμβριο του 1868, ένας 36χρονος άνδρας βρέθηκε νεκρός στην πόλη της Σμύρνης. Δεκαπέντε χρόνια ακατάπαυστης εργασίας ως μεταφραστής, συγγραφέας, στοιχειοθέτης, διορθωτής, διευθυντής Τύπου και εκδότης τον είχαν καταβάλει. Αυτός ο άνθρωπος —ο Ντικράν-Χαρουτιούν Ντεντεγιάν— είχε διαθέσει όλες του τις δυνάμεις στον εκδοτικό του οίκο. Ήταν ο πρώτος που έφτανε το πρωί και ο τελευταίος που έφευγε το βράδυ. Ούτε καν η επιδημία χολέρας του 1865 δεν τον εμπόδισε να πηγαίνει στη δουλειά κάθε μέρα. «Δεν ήξερε πώς να κάνει διάλειμμα» θυμάται ένας φίλος του. «Για εκείνον δεν υπήρχε εναλλακτική, δεν υπήρχε άλλη πηγή απόλαυσης. Ολόκληρος ο κόσμος του ήταν ο εκδοτικός οίκος». Αλλά όσο ο εκδοτικός οίκος μεγάλωνε και ευημερούσε, τόσο πιο εξουθενωμένος γινόταν ο Ντικράν. «Ξέρεις τι με στενοχωρεί περισσότερο;» φέρεται να είπε στο νεκροκρέβατό του, με μια στοίβα αποδείξεις στην αγκαλιά του και ένα μολύβι ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Βλέπεις αυτά τα χρήματα; Έφτασα τη δουλειά σε ένα σημείο όπου σχεδόν κάθε βδομάδα έρχονται τακτικά ποσά σαν αυτά από την Κωνσταντινούπολη, την Τιφλίδα, το Ερζερούμ, την Ιερουσαλήμ και αλλού. Και σε αυτή την ακμάζουσα κατάσταση του Τύπου, τον αφήνω πίσω μου». Όταν ο Ντεντεγιάν άνοιξε τον εκδοτικό του οίκο το 1853, αυτού του είδους η εμπορική επιτυχία δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένη. Αν και οι εκδόσεις στα αρμενικά δεν συνιστούσαν κάτι νέο για τη Σμύρνη ή για την υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπήρχαν μια σειρά από κοινωνικά εμπόδια προς την επιτυχία. Η συντριπτική πλειονότητα του αρμενικού πληθυσμού ήταν αναλφάβητοι. Τα σχολεία που θα διευκόλυναν τη διάδοση των αρμενικών γραμμάτων ήταν λίγα και απομακρυσμένα και η βαθιά ριζωμένη αντίληψη πως μόνο οι κληρικοί έπρεπε να ξέρουν ανάγνωση μόλις είχε αρχίσει να αμφισβητείται. Έχοντας πρόσβαση στην επίσημη εκπαίδευση, και γνωρίζοντας πολλές γλώσσες, διανοούμενοι, όπως ο Ντεντεγιάν και οι σύγχρονοι ομοϊδεάτες του, ήταν σχετικά σπάνιοι μεταξύ του οθωμανικού αρμενικού πληθυσμού και συγκεντρωμένοι κυρίως στις παράκτιες πόλεις της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Η επιρροή τους, ωστόσο, ήταν εκτεταμένη, και χρησιμοποίησαν τον έντυπο λόγο για να υποστηρίξουν, άμεσα ή έμμεσα, τη σημασία του μαζικού αλφαβητισμού, τη διάδοση των πληροφοριών και τη δημιουργία μιας δυναμικής εθνικής δημόσιας σφαίρας. Ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν, ο οποίος λειτούργησε μεταξύ 1853 και 1892, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ιδρύματος που είχε αυτές τις πεποιθήσεις. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα εξετάσω πώς ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν χρησιμοποίησε τις εκδόσεις του για να εκπαιδεύσει τους Οθωμανούς Αρμένιους για τον κόσμο πέρα και έξω από τα οθωμανικά αυτοκρατορικά σύνορα, και να τους ενσταλάξει την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια αρμενική εθνική κοινότητα. Αυτή η αποστολή συνδέθηκε με την επικρατούσα άποψη, στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, ότι η διάδοση της ανάγνωσης, της εκπαίδευσης και της πληροφόρησης μεταξύ των Αρμενίων θα οδηγούσε σε «εθνική πρόοδο», ένα πολύπλευρο ιδανικό που κυριαρχούσε σε ένα τμήμα της οθωμανικής αρμενικής διανόησης εκείνη την εποχή. Η επιτομή της προόδου για τον Ντεντεγιάν και πολλούς από τους συγχρόνούς του ήταν η Δυτική Ευρώπη, η οποία θεώρησαν ότι προσφέρει το απόλυτο κοινωνικοπολιτισμικό μοντέλο που έπρεπε να ακολουθήσουν για την αναμόρφωση της δικής τους κοινωνίας. Αν και αυτή η κοσμοθεωρία ήταν αναμφισβήτητα ευρωκεντρική, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί η δράση των Αρμενίων διανοουμένων σε αυτό το έργο κοινωνικής μετάλλαξης. Από κάθε άποψη δεν μιμούνταν άκριτα τους Δυτικοευρωπαίους. Αντίθετα, επέλεξαν πτυχές της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής κουλτούρας που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ωφελήσουν τους Οθωμανούς Αρμένιους, απορρίπτοντας άλλες που θεωρούσαν επιβλαβείς ή ακατάλληλες. Η εστίαση στη διάδοση της γνώσης και η διεύρυνση της λαϊκής συμμετοχής στη δημόσια ζωή μέσω της ανάγνωσης θεωρήθηκαν μερικές από τις καλύτερες πτυχές της δυτικοευρωπαϊκής συλλογικής κουλτούρας, και έτσι υιοθετήθηκαν και προσαρμόστηκαν στο οθωμανικό αρμενικό πλαίσιο. Σε αυτή τη διαδικασία υιοθεσίας και προσαρμογής, ελάχιστοι μηχανισμοί ήταν τόσο σημαντικοί όσο οι εκδοτικοί οίκοι. Η ίδρυση του εκδοτικού οίκου Ντεντεγιάν Ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν ιδρύθηκε το 1853 από τον 21χρονο Ντικράν-Χαρουτιούν Ντεντεγιάν και βρισκόταν στην οδό Ρεσιντιγιέ (Reshidiye) 50, κύρια οδός της αρμενικής συνοικίας στη Σμύρνη. Ο Ντικράν γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1832. Μητέρα του ήταν η Μαρί Μαργκοσιάν Αζαντέντς (MarieMargossianAzadentz, 1797-1875), και πατέρας του ο Χοβαννές Ντεντεγιάν (HovhannesDedeyan, 1795-1878), ο οποίος εργαζόταν ως εξαγωγέας γεωργικών προϊόντων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ευρώπη. Ως παιδί, φοίτησε στη Σχολή Μεσροπιάν της πόλης, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της υπό τη διεύθυνση του Ρουπέν-Ανδρέα Παπαζιάν. Εκείνος, όντας ποιητής και μεταφραστής, κατέστησε τη μελέτη των ευρωπαϊκών γλωσσών έναν από τους πυλώνες του σχολείου, εκπαιδεύοντας πολλούς από τους νέους που αργότερα θα συνδέονταν με τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν ως συγγραφείς, μεταφραστές και εκδότες εφημερίδων. Ο Ντικράν κατόρθωσε, με την ενθάρρυνση του Παπαζιάν και την οικονομική υποστήριξη του πατέρα του και των δύο αδερφών του —Αράμ-Γκαραμπέτ (1824-1901) και Στεπάν (1827-1906)— να ιδρύσει σε τόσο νεαρή ηλικία τον εκδοτικό του οίκο. Πριν ανοίξει η επιχείρηση, ο Ντικράν χρειαζόταν να εξειδικευτεί σε τεχνολογίες εκτύπωσης από διάφορα μέρη του κόσμου. Πηγές αναφέρουν πως το πιεστήριο προερχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή από τη Γαλλία. Οι πολλές αρμενικές γραμματοσειρές του παραγγέλθηκαν ήταν αναμφίβολα από τη Βενετία, τη Βιέννη, το Παρίσι και την Κωνσταντινούπολη. Όπως δείχνουν οι παρακάτω εικόνες, ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν χρησιμοποίησε μια ποικιλία απλών και περίτεχνων γραμματοσειρών, με αποτέλεσμα να διακρίνονται οι εκδόσεις του από τις εκδόσεις άλλων οίκων της ίδιας περιόδου. Αφού συγκροτήθηκαν όλα τα απαραίτητα τμήματα και άρχισε να λειτουργεί το πιεστήριο, στον εκδοτικό οίκο πιστώθηκε το ότι προσέφερε την ευκαιρία σε Αρμένιους συγγραφείς της Σμύρνης να τυπώσουν το αδημοσίευτο έργο τους, ενώ θεωρήθηκε ότι ενθάρρυνε άλλους να πάρουν τα «μολύβια» τους για πρώτη φορά, τροφοδοτώντας μια πιο δυναμική και διαφοροποιημένη πνευματική κουλτούρα μεταξύ των Αρμενίων της πόλης. Παρακάτω ταξινομώ τους κύριους τύπους εκδόσεων που παράγονταν από τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν, επισημαίνοντας ορισμένα υλικά που μας δίνουν μια εικόνα του ρόλου του Τύπου ως φορέα γνώσης και αρχιτέκτονα της εθνικής συνοχής. Ενώ έργα στα κλασικά αρμενικά και αρμενοτουρκικά (τουρκικά γραμμένα με αρμενικά γράμματα) εκπροσωπούνται πράγματι σε αυτό το σύνολο έργων, η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιεύσεων γράφτηκαν σε μια πρώιμη μορφή της δυτικοαρμενικής. Πολλές από τις δημοσιεύσεις του Τύπου έχουν ψηφιοποιηθεί και έχουν καταστεί ελεύθερα προσβάσιμες στο διαδίκτυο από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αρμενίας και από άλλα ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Περιοδικά Ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν τύπωνε πολλά μηνιαία, διμηνιαία και τριμηνιαία περιοδικά, κάποια από τα οποία είχαν μικρή διάρκεια ζωής, ενώ άλλα εκδίδονταν επί σειρά ετών. Αν και το καθένα είχε τον δικό του επιμελητή και τη δική του θεματική εστίαση, όλα τα περιοδικά του οίκου μοιράζονταν έναν κοινό στόχο που συνίστατο στη διευκόλυνση της διάδοσης πληροφοριών μεταξύ των Οθωμανών Αρμενίων και στη δημιουργία μιας αίσθησης εθνικής συνείδησης. Για τους ιστορικούς, αυτά τα περιοδικά αποτελούν μια σπάνια ευκαιρία να γνωρίσουν τα είδη των θεμάτων που απασχολούσαν τους συντάκτες και τους αναγνώστες. Φανερώνουν επίσης τον βαθμό στον οποίο οι εκδότες βρίσκονταν σε διάλογο με εκδότες άλλων πόλεων, αναδημοσιεύοντας και συζητώντας άρθρα σε αρμενικά περιοδικά που εκδίδονταν σε Βενετία, Κωνσταντινούπολη, Μόσχα και αλλού. Αυτά τα περιοδικά έφτασαν σε αναγνώστες σε διάφορα μέρη, εντός και εκτός της αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, ο εκδότης της «Τζαγίκ» (λουλούδι), μίας από τις εφημερίδες που παρουσιάζονται παρακάτω, τύπωσε γράμματα αναγνωστών προς τον εκδότη τα οποία προέρχονταν από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, το Χαλέπι, το Μπέλεν, το Καϊσέρι, τη Μανίσα, τα Άδανα, τη Μερσίνα, τη Νέα Υόρκη, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, καθώς και άλλες μακρινές πόλεις. Παρά τη γεωγραφική τους εμβέλεια, οι συντάκτες συχνά παραπονιόνταν για τα χαμηλά ποσοστά συνδρομής και για αναγνώστες που λάμβαναν τα τεύχη τους χωρίς όμως να πληρώνουν τα τέλη συνδρομής. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπουμε τους συντάκτες να παρακαλούν τους αναγνώστες να στείλουν τα χρήματα των συνδρομών που οφείλουν, με τον τόνο τους να γίνεται ολοένα και πιο σκληρός με την πάροδο των μηνών. Ακολουθούν σύντομες αναφορές σε τρία από τα περιοδικά, με επιλογές άρθρων που μας προσφέρουν μια εικόνα ως προς τις ιδέες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους Αρμένιους αναγνώστες στη Σμύρνη αλλά και πέρα από αυτή, κατά τις δεκαετίες 1850-1860. Αρπί Αραραντιάν Το «Αρπί Αραραντιάν» ήταν το πρώτο περιοδικό του οίκου Ντεντεγιάν και μία από τις πρώτες του εκδόσεις. Εκδιδόταν κάθε μήνα υπό την επιμέλεια των αδερφών Ντεντεγιάν. Εκτός από τα δικά τους άρθρα και έργα από καταξιωμένους Σμυρναίους συγγραφείς, είναι αξιοσημείωτο ότι τα αδέρφια εξέδωσαν και έργα μαθητών από την τοπική Σχολή Μεσροπιάν, αποδεχόμενοι και ενθαρρύνοντας τις μεταφράσεις και τις πρωτότυπες δημιουργίες τους. Τα αδέρφια δήλωναν ρητά την ελπίδα τους ότι το περιοδικό θα αποτελούσε «ένα βοήθημα για τη βελτίωση του έθνους», προφανώς εκθέτοντας τους αναγνώστες του σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και ζητημάτων. Δημοσιεύτηκαν άρθρα σχετικά με: - τοποθεσίες ανά τον κόσμο, όπως Καλιφόρνια, Αυστραλία, Δαμασκός και Κίνα. Ακόμη, συμπεριλαμβανόταν ένα σύντομο κομμάτι για τις τοπικές κουζίνες διαφορετικών πολιτισμών (1855, αρ. 4, σελ. 31-32) - το πώς λειτουργούσε ο τηλέγραφος (1854, αρ. 1, σελ. 15-17) - τη ζωή του Βελιεντίν Ριφάτ Πασά, Οθωμανού πρεσβευτή στη Γαλλία (1854, αρ. 4, σελ. 42-43). Αυτό το άρθρο ήταν μέρος της σειράς του περιοδικού για την οθωμανική ιστορία - την ιστορία της Αρμενίας (1854, αρ. 6, σελ. 57-59). Αυτό το άρθρο αποτελούσε μετάφραση από τα γαλλικά. Δεν ήταν ασυνήθιστο εκείνη την εποχή για τους Οθωμανούς Αρμένιους να μεταφράζουν και να εκτυπώνουν πληροφορίες που είχαν γράψει οι Ευρωπαίοι γι’ αυτούς, βασιζόμενοι, παραδόξως, σε Βρετανούς και Γάλλους γνώστες της Ανατολής για να τους πληροφορήσουν σχετικά με το παρελθόν και το παρόν τους. Χαβερζαχάρς Το «Χαβερζαχάρς» (νύμφη) ήταν ένα από τα λίγα βραχύβια περιοδικά που τύπωσε ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν στις αρχές της δεκαετίας του 1860. Εκδόθηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου 1862 και περιελάμβανε συνολικά δεκατέσσερα τεύχη. Στο τιμόνι της σύνταξης ήταν ο Σαρκίς Παπαζιάν, μια μορφή για την οποία έχουν διασωθεί ελάχιστες πληροφορίες. Ωστόσο, τα άρθρα του σε αυτό το περιοδικό υποδηλώνουν ότι ήταν ένας συντάκτης που γνώριζε πολύ καλά και ανταποκρινόταν στις ποικίλες ανάγκες και επιθυμίες των αναγνωστών. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα περιοδικά εκείνης της εποχής εκδίδονταν αποκλειστικά σε μια μορφή αρμενικής γλώσσας που στερούνταν τουρκικών δανεικών λέξεων, παρά την κυρίαρχη παρουσία τους σε πολλές διαλέκτους της αρμενικής γλώσσας. Ο Παπαζιάν, ωστόσο, σκόπιμα συμπεριελάμβανε σε κάθε τεύχος μια ενότητα με άρθρα στην καθομιλουμένη προφορική αρμενική γλώσσα —εμπλουτισμένη με οικεία τουρκικά δάνεια— έτσι ώστε όλοι οι αναγνώστες, ανεξαρτήτως μορφωτικού υποβάθρου, να ήταν σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο. Προσκαλούσε επίσης τους αναγνώστες να επικοινωνήσουν μαζί του εάν αδυνατούσαν να καταλάβουν οτιδήποτε δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του, σημειώνοντας ότι ήταν πρόθυμος να εξηγήσει τις ιδέες του προφορικά ή γραπτά μέχρι να γίνουν απολύτως ξεκάθαρες. Κατά τη σύντομη διάρκεια ζωής του, το Χαβερζαχάρς δημοσίευσε: - συνταγή για κατασκευή φθηνού μελανιού (1862, αρ. 6, σελ. 47) - άρθρο για τις αρχές της φωτογραφίας (1862, αρ. 3, σελ. 22-23) - σειρά από το θεατρικό έργο «Ο έμπορος της Βενετίας» του Σαίξπηρ μεταφρασμένη από τον Αράμ-Γκαραμπέτ Ντεντεγιάν. Μέρη αυτής της μετάφρασης εμφανίστηκαν στα πρώτα δώδεκα τεύχη του «Χαβερζαχάρς». Αυτό αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα λογοτεχνικών μεταφράσεων στα αρμενικά, προερχόμενων από τη Σμύρνη και αλλού, που δεν εκδόθηκαν ποτέ σε μορφή βιβλίου, γεγονός που καθιστά δύσκολο για τους μελετητές να τις εντοπίσουν - μια σπουδή σχετικά με δύο βρισιές που χρησιμοποιούνταν εναντίον των Αρμενίων από τους Τούρκους και τους Έλληνες γείτονές τους: το γκιαούρ (gavur, άπιστος) και το «μποκτζί» (bokji, αυτός που φτυαρίζει κόπρανα) (1862, αρ. 12, σελ. 97-98). Ο συγγραφέας αναλογίστηκε τις ψυχολογικές επιπτώσεις που είχαν αυτές οι προσβολές στον ίδιο ως παιδί, με αποτέλεσμα να ντρέπεται που ήταν Αρμένιος.Τη δεκαετία του 1830, ένας Αμερικανός ομογενής σημείωσε ότι το «μποκτζί» χρησιμοποιήθηκε επίσης για να περιγράψει τους Αρμένιους μέσα και γύρω από την Κωνσταντινούπολη, υποδηλώνοντας ότι η αφήγηση του συγγραφέα είχε απήχηση και πέρα από τη Σμύρνη. Τζαγίκ Το «Τζαγίκ» (λουλούδι) ήταν ένα από τα μακροβιότερα περιοδικά του εκδοτικού οίκου Ντεντεγιάν. Γνωστό για τη μεταρρυθμιστική πολιτική του, ιδρύθηκε από τον 22χρονο Κρικόρ Τσιλιγκιριάν, ο οποίος με συνέπεια υποστήριζε την ανάγκη θεμελιωδών κοινωνικών αλλαγών μεταξύ των Οθωμανών Αρμενίων. Ο πρωταρχικός στόχος της κριτικής του ήταν ο αρμενικός αποστολικός κλήρος και οι λαϊκοί σύμμαχοί του, των οποίων η ισχύς επεκτάθηκε σχεδόν σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, και τους οποίους ο Τσιλιγκιριάν και οι ομοϊδεάτες του θεωρούσαν «αντίθετους με το πνεύμα του αιώνα». Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοσμοθεωριών είναι πάντα παρούσες στις σελίδες του «Τζαγίκ», το οποίο ανεστάλη πολλές φορές με εντολή των ισχυρών παραγόντων τους οποίους αψηφούσε ο εκδότης. Η επιλογή των παρακάτω άρθρων είναι ένα δείγμα των αμφιλεγόμενων κοινωνικών ζητημάτων που έθιξε ο Τσιλιγκιριάν και που ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν τόλμησε να τυπώσει: - το Αρμενικό Εθνικό Σύνταγμα συνιστούσε μόνιμο θέμα συζήτησης στο «Τζαγίκ» κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της τελικής επικύρωσής του το 1863, καθώς και στη μετέπειτα περίοδο. Τα άρθρα που προηγήθηκαν της επικύρωσης δείχνουν τη μεγάλη υπόσχεση που αντιπροσώπευε το Σύνταγμα για τον Τσιλιγκιριάν και τους υποστηρικτές του, οι οποίοι πίστευαν ότι θα περιόριζε την εξουσία τού κλήρου, θα εκδημοκράτιζε τη διοίκηση των κοινοτικών υποθέσεων και θα διευκόλυνε τη διάδοση της εκπαίδευσης. Ωστόσο, τα άρθρα μετά την επικύρωση αντανακλούν την απογοήτευσή τους για τον αργό ρυθμό των αλλαγών. Αυτή η στάση αποτυπώνεται σε ένα άρθρο του Ματεός Μαμουριάν με τίτλο «Το Εθνικό Σύνταγμα: Τι συνέβη;» (1867, αρ. 135, σελ. 578-580) - η εκπαίδευση των κοριτσιών και η συμμετοχή των Αρμενισσών γυναικών στην πνευματική ζωή ήταν ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για τον Τσιλιγκιριάν. Για εκείνον, η εθνική πρόοδος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν ο μισός πληθυσμός έμενε αναλφάβητος, αμόρφωτος, και αν οι κοινωνικές συμβάσεις τού απαγόρευαν να συμμετέχει στη δημόσια ζωή. Εκτός από δημοσιεύσεις σχετικά με τα επιτεύγματα των Ευρωπαίων γυναικών, καλοδέχτηκε άρθρα, μεταφράσεις και επιστολές προς τη σύνταξη από Αρμένισσες γυναίκες, των οποίων οι θέσεις σπάνια παρουσιάζονταν στον Τύπο της εποχής. Αξιοποίησε επίσης το περιοδικό του για να τονίσει τις πρωτοβουλίες των γυναικών. Για παράδειγμα, το 1862 τον βλέπουμε να γιορτάζει την ίδρυση του «Γκιτάρ» (Gitar), ενός περιοδικού με έδρα την Κωνσταντινούπολη με επιμελήτρια την Ελμπίς Γκεσαρατσιάν, η οποία είχε επικριθεί ευρέως για το θράσος της να ιδρύσει το δικό της περιοδικό. Ο Τσιλιγκιριάν, αντίθετα, υποστήριξε πως η Γκεσαρατσιάν όχι μόνο δεν ήταν θρασεία, αλλά εκτελούσε ένα «ουσιαστικό καθήκον». Όπως θα δούμε παρακάτω, ο Τσιλιγκιριάν απέκτησε φήμη για την πλήρη μετάφραση του βιβλίου «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκό, την οποία ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν τύπωσε σε δέκα τόμους μεταξύ 1868 και 1870. Ο εκδοτικός οίκος ανέλαβε το ρίσκο της έκδοσης, παραβλέποντας την άγρια αντίδραση ορισμένων Αρμενίων κληρικών εναντίον αποσπάσματων του μυθιστορήματος που είχε δημοσιεύσει ο Τσιλιγκιριάν στο «Τζαγίκ» ξεκινώντας από τον Νοέμβριο του 1863. Ένας ιδιαίτερα συντηρητικός κληρικός, ο Χοβαννές Μπρουσατσί Ντερ Γκαραμπετιάν Τσαμουριάν Ντερογιέντς, χρησιμοποίησε συκοφαντίες, ποινές φυλάκισης και άλλες απειλές στην προσπάθειά του να ματαιώσει την έκδοση του βιβλίου, θεωρώντας ότι η πολιτική στάση και οι απόψεις του Ουγκό για τη θρησκεία ήταν επικίνδυνες για τους Αρμένιους αναγνώστες. Η επιμονή του Τσιλιγκιριάν και του εκδοτικού οίκου Ντεντεγιάν τόσο να συνεχίσουν τη δημοσίευση των τόμων του βιβλίου στο «Τζαγίκ» όσο και να εκδώσουν την πλήρη μετάφραση σε μορφή βιβλίου λίγα χρόνια αργότερα δείχνει τη δέσμευσή τους να προσφέρουν στους Οθωμανούς Αρμένιους αναγνώστες μια πληθώρα προοπτικών, καθώς και την τόλμη τους στην έκφραση ιδεών μη δημοφιλών μεταξύ εκείνων που κατείχαν την εξουσία. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαρκή επίθεση που αντιμετώπισε από τη θρησκευτική ελίτ, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Τσιλιγκιριάν αφιέρωσε επίσης αρκετό χώρο στο «Τζαγίκ» για να προβάλει τη σημασία της ελευθεροτυπίας. Η πεζογραφία ως δημόσια εκπαίδευση Οι τόμοι πεζογραφίας που τύπωσε ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν παρουσίαζαν συχνά θέματα παρόμοια με αυτά των περιοδικών που εξέδιδε. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα είναι η σειρά του Καλούστ Κοσνταντιάν «Βιβλιοθήκη του κοινού», η οποία δημοσιεύτηκε το 1858. Ο δεκαοκτάχρονος Κοσνταντιάν αφιέρωσε κάθε έναν από τους δεκαέξι τόμους του σε σύντομες μελέτες επιστημονικών θεμάτων, όπως η φρενολογία, η ύπνωση, ο ηλεκτρισμός, η χημεία, η αστρονομία και οι φυσικοί νόμοι της κίνησης των σωμάτων. Ο Κοσνταντιάν έγραψε ότι είχε παρουσιάσει σκόπιμα τις πληροφορίες αυτές με συμπυκνωμένο και ελκυστικό τρόπο ώστε να βοηθήσει τους αναγνώστες να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν τις νέες πληροφορίες. «Ο κύριος στόχος μου μέσα από αυτή τη Βιβλιοθήκη» σημειώνει στην εισαγωγή του πρώτου τόμου «ήταν να προσφέρω στον λαό μας όλα όσα ο (ευρωπαϊκός) εκπαιδευτικός κόσμος προσφέρει στους Ευρωπαίους». Ανέφερε επίσης πως είχε επιλέξει προσεκτικά τα θέματα, με γνώμονα την έλλειψη εκτενούς βιβλιογραφίας στα αρμενικά, ελπίζοντας ότι το έργο του θα κεντρίσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών για τις επιστήμες. Προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η διάδοση πληροφοριών, ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν διένειμε αυτά τα βιβλία στους αναγνώστες δωρεάν. Εκτός από τη διάδοση της επιστημονικής γνώσης, ο εκδοτικός οίκος τύπωσε επίσης μεταφρασμένα πεζογραφήματα που βοήθησαν τους αναγνώστες να γνωρίσουν παγκόσμιους ηγέτες όπως ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, οι δώδεκα Ρωμαίοι αυτοκράτορες και οι Γάλλοι μονάρχες. Δημοσίευσε επίσης ένα δίγλωσσο αγγλο-αρμενικό βιβλίο του Σαρκίς Μιρζά Βαναντετσί, ο οποίος προχώρησε στον αυθαίρετο ισχυρισμό πως η βασίλισσα Βικτώρια της Αγγλίας ήταν απόγονος των Αρσακιδών, δυναστείας που είχε κυβερνήσει το βασίλειο της Αρμενίας κατά τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του. Ο συγκεκριμένος τόμος παρουσιάστηκε στη βασίλισσα τον Φεβρουάριο του 1880 και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί μέρος της Βασιλικής Συλλογής Βιβλίων στο Λονδίνο. Πολεμικά φυλλάδια και κείμενα με θρησκευτικό θέμα Ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν ιδρύθηκε σε μια εποχή έντονων θρησκευτικών συζητήσεων μεταξύ καθολικών και αποστολικών Αρμενίων. Όλες οι γνώμες, υπέρ ή κατά, των αρχών, της ηγεσίας και των μορφών θρησκευτικής πρακτικής κάθε δόγματος, εμφανίζονταν τακτικά σε εφημερίδες και φυλλάδια σε πολλά κέντρα αρμενικής τυπογραφίας στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Στη Σμύρνη, αυτού του είδους τα κείμενα αποτελούσαν μερικές από τις πρώτες εκδόσεις του εκδοτικού οίκου Ντεντεγιάν, ο οποίος τύπωνε σε μεγάλο βαθμό υλικό εναντίον των καθολικών. Σύμφωνα με έναν συνεργάτη του εκδοτικού οίκου, αυτά τα φυλλάδια ήταν αρκετά δημοφιλή μεταξύ των αναγνωστών, και πιθανότατα αντιπροσώπευαν μια σημαντική πηγή εσόδων για τον Τύπο της εποχής. Από την έναρξη της αρμενικής τυπογραφίας τον δέκατο έκτο αιώνα έως τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, τα βιβλία θρησκευτικής εκπαίδευσης και λατρείας κυριαρχούσαν στην αρμενική έντυπη κουλτούρα. Αυτά, μεταξύ άλλων, περιελάμβαναν προσευχητάρια, κατηχήσεις, ύμνους και ψαλτήρια. Μπορούμε να δούμε το αποτύπωμα αυτής της μακρόχρονης παράδοσης σε μερικές από τις εκδόσεις του οίκου Ντεντεγιάν, συμπεριλαμβανομένου και ενός εικονογραφημένου προσευχηταρίου που εκδόθηκε το 1866 και προοριζόταν αποκλειστικά για τους αποστολικούς Αρμένιους. Ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν, όταν δημοσίευε θρησκευτικά θέματα, επέμενε να παρουσιάζει στους αναγνώστες του τον κόσμο πέρα και έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1856 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο στα αρμενο-τουρκικά το οποίο περιείχε την πρωινή προσευχή, την απογευματινή προσευχή και το λειτουργικό της Θείας Kοινωνίας στην Ενωμένη Εκκλησία της Αγγλίας και της Ιρλανδίας. Αν και δεν αναφέρεται, πιθανόν αποτελεί μετάφραση επιλεγμένων κεφαλαίων από τις καθημερινές λειτουργίες της Ενωμένης Εκκλησίας της Αγγλίας και της Ιρλανδίας, που δημοσιεύτηκε το 1849 στη Βρετανία. Σχολικά βιβλία Πολλά από τα υπόλοιπα βιβλία του εκδοτικού οίκου με θρησκευτικό θέμα προορίζονταν πιθανότατα για να χρησιμοποιηθούν ως σχολικά βιβλία. Η εκπαίδευση των Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ελεγχόταν σε μεγάλο βαθμό από τις θρησκευτικές αρχές και, μέχρι τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, τα σχολικά βιβλία περιορίζονταν κυρίως σε θρησκευτικά κείμενα. Δύο από τους Αρμένιους της Σμύρνης που συνεισέφεραν το έργο τους στον Τύπο έγραψαν απομνημονεύματα της παιδικής τους ηλικίας στα οποία περιέγραφαν τις τάξεις της δεκαετίας του 1840 και του 1850 που κυριαρχούνταν από απαγγελία θρησκευτικών κειμένων στα κλασικά-αρχαία αρμενικά, μια μορφή αρμενικής γλώσσας διαφορετική από την καθομιλουμένη. Στη Σμύρνη, και αλλού στην αυτοκρατορία, οι δάσκαλοι έβαζαν τους μαθητές να εξασκηθούν στην ανάγνωση με κατηχήσεις, με το Βιβλίο των Ψαλμών και με το Βιβλίο των Θρήνων του Κρικόρ Ναρεγκατσί, τα οποία εκδόθηκαν όλα από τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν και δείχνουν τη χρήση παλαιών και παρωχημένων παιδαγωγικών μεθόδων. Τη δεκαετία του 1860, ωστόσο, παρατηρείται ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη μεταρρύθμιση των μεθόδων διδασκαλίας, με τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν να πρωτοστατεί αυτής της προσπάθειας, εκδίδοντας σχολικά βιβλία κάθε είδους με στόχο την προσέλκυση των μαθητών. Ο ίδιος ο Ντικράν έγραψε ένα βιβλίο γραμματικής, ένα αλφαβητάρι και ένα αναγνωστικό με επιλογή σύντομων αποσπασμάτων για μικρούς μαθητές. Στην εισαγωγή του αναγνωστικού του ανέφερε πώς είχε δημιουργήσει το βιβλίο με ιδιαίτερο τρόπο ώστε αυτό να είναι ευχάριστο στα παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας εικονογραφήσεις, χρησιμοποιώντας απλή γλώσσα και επιλέγοντας θέματα που θα τα ενδιέφεραν, όλα αυτά με την ελπίδα ότι θα μάθουν να διαβάζουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Ο αυξανόμενος βαθμός προσοχής στις μεθόδους εκμάθησης των παιδιών είναι ενδεικτικός μιας ευρύτερης αλλαγής στην παιδαγωγική σκέψη που παρατηρήθηκε σε πολλούς Οθωμανούς Αρμένιους μεταρρυθμιστές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Τη δεκαετία του 1870, ο Ματεός Μαμουριάν συμπλήρωσε το παιδαγωγικό έργο του Ντικράν με εκπαιδευτικό υλικό τόσο για παιδιά δημοτικού όσο και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο Μαμουριάν διετέλεσε επί μακρόν διευθυντής του αρρεναγωγείου Μεσροπιάν και του παρθεναγωγείου Χριψιμιάν στη Σμύρνη και με αυτή του την ιδιότητα επεσήμανε τη διαπίστωσή του για την ανάγκη δημιουργίας προσεκτικά σχεδιασμένων εγχειριδίων με ποικιλία θεμάτων. Σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν, εξέδωσε, μεταξύ άλλων, ένα βιβλίο με ιστορίες για νέους μαθητές, ένα νέο αναγνωστικό και μια τρίτομη σειρά εγχειριδίων παγκόσμιας ιστορίας. Με αυτή τη σειρά, ειδικότερα, προσπάθησε να αμφισβητήσει τον αποστειρωμένο τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας σε πολλά αρμενικά σχολεία, καταργώντας την απαγγελία ημερομηνιών και ονομάτων ώστε να επιτρέψει στους μαθητές να κατανοήσουν και να διατηρήσουν την ουσία της ιστορίας. Επιπρόσθετα, ο Μαμουριάν, έχοντας γνώση πολλών από τα εργαλεία και τις μεθόδους διδασκαλίας που χρησιμοποιήθηκαν στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, προσάρμοσε σχολικά εγχειρίδια γαλλικής και αγγλικής γλώσσας για χρήση στα αρμενικά σχολεία. Συγκεκριμένα, μετέφρασε το «Σύντομη ιστορία της φυσικής ιστορίας» της Αναμπέλα Μπάκλεϊ, και έγραψε τον «Οδηγό για την αρμενική έκθεση ιδεών» βασιζόμενος στις μεθόδους που παρουσιάστηκαν στο βιβλίο Εισαγωγή στην αγγλική έκθεση ιδεών των Ουίλιαμ και Ρόμπερτ Τσάμπερς.Συνέχισε τη συγγραφή σχολικών βιβλίων και άλλου παιδαγωγικού υλικού, κατόπιν διακοπής της συνεργασίας του με τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν και ίδρυσης δικού του το 1883. Έργα πρωτότυπης λογοτεχνίας Όταν ιδρύθηκε ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, τα βιβλία με θεματολογία μη θρησκευτικού περιεχομένου στην αρμενική γλώσσα ήταν ελάχιστα. Το γεγονός αυτό ανησυχούσε πολλούς Οθωμανούς Αρμένιους διανοούμενους, οι οποίοι θεωρούσαν την ύπαρξη ικανού αριθμού λογοτεχνικών βιβλίων ως δείκτη προόδου ενός έθνους. Παρά τον μικρό πληθυσμό εγγράμματων Αρμενίων, και μια ακόμη μικρότερη ομάδα με την ικανότητα και την επιθυμία να διαβάζει λογοτεχνία, ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν ανέλαβε το οικονομικό ρίσκο να εκδώσει μια σειρά έργων πρωτότυπης πεζογραφίας και ποίησης. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτής της πρώιμης λογοτεχνικής παραγωγής αποτελεί το βιβλίο «Ελίζα» ή «Ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα κατά τον τελευταίο ανατολικό πόλεμο του Αρμενάκ Χαϊγκουνί», που εκδόθηκε το 1861. Αυτό το υποτιθέμενο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα αφηγείται ένα ειδύλλιο μεταξύ μιας Βρετανίδας, της Ελίζας και του Χαϊγκουνί, ο οποίος —όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του μυθιστορήματος— είχε εργαστεί ως διερμηνέας για τις βρετανικές δυνάμεις κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856). Στις μετέπειτα δεκαετίες δημοσιεύει δύο ακόμη πρωτότυπες ιστορίες αγάπης, το «Ντόρα» του Νισάν Μίρζα από τη Σμύρνη, και το «Μίρζα και Άννα» του Β.Γ. Μπαρκουνταριάντς από το Καραμπάχ. Ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν αποτέλεσε επίσης μέσο για την επαφή των Οθωμανών Αρμενίων αναγνωστών με την αρμενική λογοτεχνία με προέλευση τη Ρωσία. Έτσι, στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, πολλοί Οθωμανοί Αρμένιοι μεταρρυθμιστές φαίνεται ότι γνώριζαν το έργο των ομολόγων τους στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ήταν ίσως λόγω της κοινής τους πολιτικής θέσης που βλέπουμε τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν να δημοσιεύει μια σειρά από ποιητικές συλλογές του Ρωσο-αρμένιου μεταρρυθμιστή Καπριέλ Πατκανιάν στα μέσα της δεκαετίας του 1870. Θεματικά, οι συλλογές αυτές πραγματεύονταν γεγονότα και πρόσωπα της αρμενικής ιστορίας και μυθολογίας και πιθανότατα είχαν ως σκοπό να εμπνεύσουν αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας και πατριωτισμού. Δύο από αυτές τις συλλογές προλόγισε ο διακεκριμένος κληρικός και ερασιτέχνης εθνογράφος Καρεκίν Σερβατσντιάντς (KarekinServantsdiants). Η στήριξή του αυτή υποδηλώνει πως το έργο του Μπατκανιάν ίσως να θεωρήθηκε ότι προωθούσε το νέο ενδιαφέρον προς την αρμενική προφορική παράδοση, που ο Σερβατσντιάντς είχε βοηθήσει να ανάψει στους Οθωμανούς Αρμένιους αναγνώστες με το δικό του έργο κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Ωστόσο, το γιατί ακριβώς τα βιβλία του Μπατκανιάν εκδόθηκαν για πρώτη φορά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και όχι στη Ρωσική Αυτοκρατορία, γιατί τα τύπωσε συγκεκριμένα ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν και τί ακριβώς εννοούσε ο Σερβατσντιάντς όταν ευχαρίστησε τον Στεπάν Ντεντεγιάν που «απελευθέρωσε» το έργο του Μπατκανιάν παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα. Μετάφραση λογοτεχνικών έργων Ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν ήταν περισσότερο γνωστός για τη συνεχή εστίασή του στη μετάφραση λογοτεχνίας, αριθμώντας περισσότερα από εξήντα έργα. Συχνά, τα έργα αυτά ήταν βαριά, πολύτομα, σχεδόν αποκλειστικά ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, και απηχούσαν την αισθητική της Ευρώπης του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα της Γαλλίας. Η μετάφραση ήταν βασικός πυλώνας των εκδοτικών οίκων από νωρίς και χρησιμοποιήθηκε για να αναπληρώσει την έλλειψη κοσμικής λογοτεχνίας στην αρμενική γλώσσα, να δελεάσει τους Αρμένιους να δουν την ανάγνωση ως ευχάριστη απασχόληση και να τους εντάξει στις παγκόσμιες πολιτιστικές συζητήσεις που λάμβαναν χώρα γύρω από τα θέματα που παρουσιάζονταν. Αν και κάποιες από τις μεταφράσεις αυτές αρχικά είχαν εμφανιστεί ως σειρά άρθρων σε εφημερίδες της εποχής, η συντριπτική πλειονότητα εκείνων έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση σε μορφή βιβλίου, γεγονός που επέτρεπε τον εντοπισμό και την ανάγνωση τους ακόμη και δεκαετίες μετά την έκδοσή τους. Αντίγραφα μερικών από αυτές τις μεταφράσεις των μέσων του δεκάτου ενάτου αιώνα μπορούσαν να βρεθούν σε βιβλιοπωλεία στην Κωνσταντινούπολη ακόμη και τη δεκαετία του 1920. Ως προς το είδος, το μεγαλύτερο μέρος των μεταφράσεων αποτελούνταν από θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, στοχεύοντας στην πλειονότητα του αναγνωστικού κοινού, νεαρής και μεγάλης ηλικίας. Οι εισαγωγές των μεταφραστών μάς δείχνουν ότι οι εκδοτικοί οίκοι και οι μεταφραστές τους ήταν οξυδερκείς στα έργα που επέλεγαν, διαλέγοντας λογοτεχνία που διασκέδαζε τους αναγνώστες ενώ παράλληλα τους προσέφερε και ένα ηθικό δίδαγμα. Εξετάζοντας το μεγαλύτερο μέρος τους, βλέπουμε συλλογές βιβλίων των ίδιων συγγραφέων, κυρίως του Μολιέρου, του Βίκτωρος Ουγκό και του Αλέξανδρου Δουμά. Η ομαδοποίηση αυτή ήταν πιθανότατα μια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε για να προσελκύσει αναγνώστες και να τους προσφέρει ένα σημαντικό μέρος του έργου κάθε συγγραφέα. Για παράδειγμα, εκτός από ικανοποιητικό αριθμό έργων του Δουμά, μεταξύ 1871 και 1875, ο εκδοτικός οίκος δημοσίευσε την τεράστια τριλογία «Ταρομάντζα» του Νταρτανιάν, σε μετάφραση του Ματεός Μαμουριάν («Οι τρεις σωματοφύλακες», «Είκοσι χρόνια μετά» και «Ο υποκόμης της Βραζελόνης»), που ανήλθε σε 19 τόμους συνολικά. Τύπος της εποχής απέφευγε επίσης τη δημοσίευση έργων ευρωπαϊκής λογοτεχνίας τα οποία απεικόνιζαν μοτίβα συμπεριφοράς ή ήθη που κρίνονταν ακατάλληλα για τους Οθωμανούς Αρμένιους αναγνώστες. Έτσι, ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν χρησιμοποίησε τις μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποίησε τις άλλες εκδόσεις του: ως εργαλεία για να διαμορφώσει το μυαλό των αναγνωστών και να ενσταλάξει σε αυτούς γνώσεις και αξίες που θα διευκόλυναν την πραγματοποίηση του ιδιαίτερου οράματός τους για εθνική πρόοδο. Οι μεταφράσεις αυτές αποτελούσαν συνεργασίες μεταξύ του εκδοτικού οίκου Ντεντεγιάν και είκοσι πέντε ντόπιων μεταφραστών λογοτεχνίας. Ως μεταφραστές και οι ίδιοι, ο Ντικράν και τα αδέρφια του εκτιμούσαν και κατανοούσαν το απαιτητικό έργο της μετάφρασης. Ενθάρρυναν και αναγνώριζαν το έργο των μεταφραστών όχι μόνο αναγράφοντας τα ονόματά τους στο εξώφυλλο και περιλαμβάνοντας τις εισαγωγές τους, αλλά πληρώνοντάς τους για τη δουλειά τους και καλύπτοντας το κόστος της δημοσίευσης, που ήταν ασυνήθιστες πρακτικές για εκείνη την εποχή.Αν και δεν έχουν διασωθεί λεπτομερείς βιογραφικές πληροφορίες για όλους τους μεταφραστές, οι ελλιπείς πληροφορίες που υπάρχουν υποδηλώνουν ότι ο εκδοτικός οίκος παρήγγελλε και δεχόταν μεταφράσεις από άνδρες και γυναίκες από τη Σμύρνη που ήταν συχνά στην εφηβεία και στην ηλικία των είκοσι ετών, όταν ξεκινούσαν το μεταφραστικό τους έργο, ενώ η πλειονότητα αυτών υπήρξαν μαθητές και μαθήτριες των Σχολών Μεσροπιάν και Χριψιμιάν, και στη συνέχεια αποτέλεσαν ζωτικό κομμάτι της αρμενικής διανόησης και πολιτιστικής ζωής της πόλης. Αν και ο εκδοτικός οίκος σεβόταν τη μετάφραση ως τέχνη, ορισμένοι μεταφραστές περιέγραφαν στις εισαγωγές τους πως η εργασία τους συχνά απορρίφθηκε από άλλους. «Μερικοί, ειδικά κάποιοι λόγιοι άνθρωποι με φήμη, πιστεύουν πως η μετάφραση ενός βιβλίου είναι εύκολη υπόθεση, ότι είναι μηχανική δουλειά, ότι είναι απλώς μια υλική διαδικασία» έγραψε ένας μεταφραστής το 1870. «Δεν σκεφτόμαστε έτσι. Μερικές φορές, ο ρόλος του μεταφραστή είναι σχεδόν τόσο δύσκολος όσο και του συγγραφέα». Αυτές οι δυσκολίες προέρχονταν συχνά από γλωσσικά κενά στη σύγχρονη αρμενική γλώσσα, η οποία στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα εξακολουθούσε να χτίζει το λεξιλόγιό της σε εξειδικευμένους τομείς όπως η λογοτεχνία και οι τέχνες. Ο Μεσρόμπ Νουμπαριάν πάλεψε με αυτά τα κενά σε τέτοιο βαθμό που ενώ μετέφραζε τον «Καμπούρη της Παναγίας των Παρισίων»για τον εκδοτικό οίκο Ντεντεγιάν, αποφάσισε να συντάξει το πρώτο λεξικό από γαλλικά σε σύγχρονα αρμενικά. Ύστερα από περισσότερο από μία δεκαετία εντατικής εργασίας, το Γαλλο-αρμενικό λεξικό του εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1892. Το τέλος του εκδοτικού οίκου Μετά τον θάνατο του Ντικράν το 1868, τα αδέρφια του, και ιδιαίτερα ο Στεπάν, ανέλαβαν τη διαχείριση του εκδοτικού οίκου Ντεντεγιάν. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1870, ωστόσο, ο ρυθμός εκδόσεών του είχε επιβραδυνθεί. Η απότομη μείωση του ρυθμού των δημοσιεύσεών του τη δεκαετία του 1880 έχει συνδεθεί με την απώλεια του ArevelianMamoul (ανατολικός Τύπος), ενός μηνιαίου περιοδικού που παρείχε στον οίκο μια σταθερή πηγή εσόδων από το 1871. Ο Ματεός Μαμουριάν, εκδότης του περιοδικού και πολυγραφότατος συνεργάτης του οίκου, είχε ιδρύσει τον δικό του εκδοτικό οίκο στη Σμύρνη το 1883, παίρνοντας μαζί το έργο του. Συνέχισε να εκδίδει μόνο παροδικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1890 και τελικά σταμάτησε να εκδίδει εντελώς το 1892 και έκλεισε λίγο αργότερα. Κατά την ακμή του τις δεκαετίες 1850, 1860 και 1870, ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν καθοδηγούνταν πάντα από την κοινωνική αποστολή του να αυξήσει την πρόσβαση στη γνώση και να διαδώσει την εκτίμηση για μάθηση μεταξύ των Οθωμανών Αρμενίων. Καθώς ο εκδοτικός οίκος συνέχισε να αναπτύσσεται, το ίδιο έγινε και με την εκπαιδευτική υποδομή της αυτοκρατορίας, η οποία διευκόλυνε αυτό το έργο σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μέχρι το τέλος του αιώνα είχαν ιδρυθεί περισσότερα σχολεία και εκπαιδευτικά προγράμματα σε αστικά και αγροτικά μέρη της αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει συνεχώς το πλήθος των ενημερωμένων, κοινωνικά ενεργών και παγκοσμίως συνειδητοποιημένων Οθωμανών Αρμενίων που ο Ντικράν και οι ομοϊδεάτες του είχαν οραματιστεί μισό αιώνα νωρίτερα. Με την ηθική, τις πεποιθήσεις και την προθυμία τους να αναλάβουν οικονομικό ρίσκο, ο Ντικράν και τα αδέρφια του αποτέλεσαν σπάνιες προσωπικότητες για τις αρμενικές εκδόσεις, όμοιοι των οποίων δεν εμφανίστηκαν συχνά στο μέλλον. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα και τις αρχές του εικοστού, οι Οθωμανοί Αρμένιοι σπάνια χρησιμοποιούσαν τον πλούτο τους για να χρηματοδοτήσουν εκδόσεις, πόσο μάλλον βιβλία που δεν προσέφεραν καμία εγγύηση πως θα αποφέρουν κέρδος, με αποτέλεσμα πολλά έργα να δυσκολευτούν να βρουν εκδότη. Τελικά, όπως βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα του Στεπάν Ντεντεγιάν, υπήρξαν λόγοι πέρα από τους οικονομικούς που οδήγησαν τον Ντικράν και τους αδερφούς του να συνεχίσουν το έργο τους, έργο που βοήθησε να διευρυνθούν οι ορίζοντες των Αρμενίων αναγνωστών στη Σμύρνη, στην υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και πέραν αυτής: «Η διατήρηση του εκδοτικού οίκου Ντεντεγιάν δεν είναι ζήτημα κέρδους αλλά το αποτέλεσμα της επιθυμίας να βρισκόμαστε στην υπηρεσία του αγαπημένου μας έθνους όσο περισσότερο μπορούμε, ζήλος για τη μνήμη ενός τιμημένου αδερφού, και υποχρέωση της διατήρησης του έργου της ζωής του. Εάν, ωστόσο, ο εκδοτικός οίκος Ντεντεγιάν δεν έχει στην πραγματικότητα υπηρετήσει το έθνος μας, μπορώ τουλάχιστον να καυχηθώ πως βοήθησε να δημιουργηθεί η αγάπη για το διάβασμα και αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή του». |