Οβσαννά Καλουστιάν |
Guillaurme Perrier -Le Monde, Εl Pais Μετάφραση: Μαρίνα Γεργκανιάν Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 Τεύχος 80
Η μικροκαμωμένη γυναίκα δε μπορεί πιά να βγεί συχνά στους δρόμους της Μασσαλίας. Περπατάει στηριζόμενη σε ένα μπαστούνι, χαϊδεμένη και προστατευμένη από την κόρη και τα εγγόνια της. Όμως, όταν κάποιος θίξει την παιδική της ηλικία, τα μάτια της λαμπυρίζουν και οι αναμνήσεις επιστρέφουν ατόφιες. Η Οβσαννά Καλουστιάν, 106 ετών, είναι μια από τις τελευταίες επιζήσασες της γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915. Είναι ένας φορέας αναμνήσεων, με μεγάλη συνείδηση του ρόλου της, στο κατώφλι της εκατονταετηρίδας της τραγωδίας. «Ο Θεός μου χάρισε ζωή για να τα διηγούμαι», επαναλαμβάνει τα τελευταία χρόνια. Από τον τρόμο, τις σφαγές και τις απελάσεις στο χωριό της στην Οθωμανική Τουρκία, η Οβσαννά θυμάται πλήθος εικόνων και λεπτομέρειες τις οποίες διηγείται με ζωντάνια. Γεννήθηκε το 1907 στο Ανταμπαζάρ, μια πόλη που βρίσκεται περίπου 100 χιλ. ανατολικά της Κωνσταντινούπολης και μεγάλωσε σε ένα πολύ ωραίο τριώροφο σπίτι με κήπο, απέναντι από την εκκλησία της γειτονιάς της. Εκείνη την εποχή, η πόλη ήταν σημαντικό κέντρο εμπορίου και χειροτεχνίας και οι Αρμένιοι, οι οποίοι ανέρχονταν σε περίπου 12.500 κατοίκους το 1914, αποτελούσαν τον μισό πληθυσμό της. Η Οβσαννά θυμάται ότι «ακόμα και οι Έλληνες και οι Τούρκοι μιλούσαν Αρμένικα». Στην πραγματικότητα, δεν έμαθε Τουρκικά μέχρι την απέλασή της. Ο πατέρας της είχε ένα καφενείο, το οποίο ήταν ταυτόχρονα κουρείο και οδοντιατρείο. Έπινε το τσάι της εκεί κάθε πρωί πριν φύγει για το σχολείο. Η Οβσαννά είναι οχτώ χρονών το 1915, όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου, η κυβέρνηση των Νεότουρκων διέταξε να απελαθούν οι Αρμένιοι. Στο Ανταμπαζάρ, η διαταγή έφτασε το καλοκαίρι. «Ήταν μια Κυριακή, η μητέρα της Οβσαννά επέστρεφε από την εκκλησία. Ο ιερέας είχε μόλις ανακοινώσει ότι έπρεπε να εκκενωθεί η πόλη μέσα σε τρεις ημέρες, γειτονιά προς γειτονιά», αναφέρει ο Φρέντερικ, ο εγγονός της και «φύλακας» των οικογενειακών αναμνήσεων. Τα ανθρώπινα καραβάνια αρχίζουν να μετακινούνται νότια και ανατολικά. Η Οβσάννα, οι γονείς της, ο αδελφός της, οι θείοι της, θείες και ξαδέλφια, φτάνουν στο Εσκισεχίρ, όπου τους κλείνουν μέσα σε τρένο. Έτσι, σε αυτά τα βαγόνια για ζώα, στέλνουν χιλιάδες Αρμένιους στις ερήμους της Συρίας. Ωστόσο, το τρένο που μεταφέρει την οικογένεια σταματά στα μισά του δρόμου, στο σταθμό του Κάι, κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ. Τους διατάζουν να στήσουν μια προσωρινή κατασκήνωση, διότι στα προωθημένα κέντρα συγκέντρωσης επικρατεί το αδιαχώρητο. Τελικά, δύο χρόνια αργότερα τους διασκορπίζουν και αυτοί σπεύδουν να κρυφτούν στη γύρω περιοχή. Η Οβσάννα είναι ήδη 10 χρονών και αυτό που φοβάται περισσότερο είναι οι απαγωγές των κοριτσιών από τους ληστές (Τσέτες), που συνεργάζονται με τον οθωμανικό στρατό. Το 1918, με την ανακωχή, οι επιζώντες προσπαθούν να επιστρέψουν. Η οικογένεια της Οβσαννά βρίσκει το σπίτι της καμμένο και αποφασίζει να ξαναφύγει, υπό την πίεση των Τούρκων που τώρα έχουν καταλάβει την πόλη. Η έξοδος αρχίζει προς την Κωνσταντινούπολη. Το 1924, οι θείοι και τα ξαδέρφια ταξιδεύουν για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η νεαρή Οβσαννά επιβιβάζεται σε πλοίο με προορισμό τη Μασσαλία. «Φτάσαμε το Δεκέμβριο, μέσα στα χιόνια», θυμάται. Προσπαθεί να επιβιώσει όπως και τόσοι άλλοι (το 10% του σημερινού πληθυσμού της Μασσαλίας αποτελείται από απογόνους των φυγάδων της γενοκτονίας των Αρμενίων). Ράβει για να κερδίσει τα προς το ζην, παντρεύεται τον Ζαβέν Καλουστιάν, μοναδικό επιζώντα μιας οικογένειας που σφαγιάστηκε, ανοίγουν ένα μαγαζί με ανατολίτικα φαγητά και χτίζουν το σπίτι τους. «Η γιαγιά μάς έμαθε πρώτα τα Αρμένικα και μετά μας διηγήθηκε την ιστορία της», λέει ο εγγονός της. Η Οβσαννά σήμερα συμμετέχει σε πολιτιστικούς συλλόγους, στις διαδηλώσεις της κοινότητας, συνεχίζει να καταθέτει τη μαρτυρία της ενάντια στην άρνηση της γενοκτονίας, ακούραστη και πάντα ζωντανή, εκατό χρόνια μετά τις σφαγές. Σύμφωνα με τον Φρέντερικ: «η άρνηση της γενοκτονίας είναι η απόρριψη του λόγου της γιαγιάς μου». |