Μια φορά κι έναν καιρό… Εκτύπωση

Όπως είχαμε ανακοινώσει το περιοδικό μας πραγματοποίησε λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος. Οι συμμετοχές έφθασαν τις πέντε από τις οποίες πρώτευσαν το «Μια φορά κι έναν καιρό» της Σέτα Καλαϊτζιάν-Καρενιάν και το «Αλίς» της Άνι Γιαβασιάν από τη Λάρισα. Στο τεύχος αυτό θα παρουσιαστεί το διήγημα της κας Καλαϊτζιάν-Καρενιάν και στο επόμενο το διήγημα της κας Γιαβασιάν. Η συντακτική επιτροπή ευχαριστεί όλους τους συμμετέχοντες.

 

Σέτα Καλαϊτζιάν-Καρενιάν

Iανουάριος – Μάρτιος 2013 τεύχος 76

 

Ας αρ­χί­σω λοι­πόν με τη φρά­ση «μια φο­ρά κι έ­ναν και­ρό ζού­σε η νε­νέ μου η Σρπου­ή» και να σας δι­η­γη­θώ με λό­για α­πλά την ι­στο­ρί­α της, έ­τσι ό­πως την έ­χω συ­γκρα­τή­σει στη μνή­μη μου. Ελ­πί­ζω να εί­ναι ζω­ντα­νή ό­πως οι α­να­μνή­σεις της, δια­σκε­δα­στι­κή ό­πως το τε­λευ­ταί­ο παι­χνί­δι μα­ζί της, τρυ­φε­ρή σαν τα χά­δια της, αι­σιό­δο­ξη ό­πως ο χα­ρα­κτή­ρας της και «μμμ», νό­στι­μη ό­πως τα γλυ­κά της!

 

Στα Ά­δα­να

Μια φο­ρά, ε­κεί γύ­ρω στο 1880, στην Ταρ­σό της Μι­κράς Α­σί­ας γεν­νή­θη­κε η Σρπου­ή Κε­βορ­κιάν, κό­ρη εύ­πο­ρης οι­κο­γέ­νειας ε­μπό­ρων. Η πε­ριου­σί­α τους α­πο­τε­λού­νταν α­πό κτή­μα­τα γε­μά­τα συ­κιές. Τα πο­λύ­τι­μα αυ­τά σύ­κα τα ε­ξή­γα­γαν στην Α­με­ρι­κή α­πο­ξη­ρα­μέ­να. Αρ­χι­κά τη βά­φτι­σαν Ο­λυ­μπί­α τι­μώ­ντας τη μνή­μη της κό­ρης Ελ­λή­νων γει­τό­νων τους. Αρ­γό­τε­ρα, με­τά το θά­να­το νε­α­ρής ε­ξα­δέλ­φης της, ο αρ­μέ­νιος ιε­ρέ­ας, με «συ­νο­πτι­κές  δια­δι­κα­σί­ες» τη με­το­νό­μα­σε σε Σρπου­ή (Α­γί­α) για να α­κού­γε­ται στα σπί­τια τους το ό­νο­μα της α­δι­κο­χα­μέ­νης συγ­γε­νούς τους.

Στα 16 της, κα­τά τη διάρ­κεια μιας οι­κο­γε­νεια­κής ε­πί­σκε­ψης στα Ά­δα­να της Κι­λι­κί­ας, την ώ­ρα που εκ­κλη­σια­ζό­ταν, την εί­δε ο νε­α­ρός τό­τε παπ­πούς μου Γκα­ρα­μπέτ Κα­λα­ϊ­τζιάν, γνω­στός ζα­χα­ρο­πλά­στης της πό­λης. Λυ­γε­ρό­κορ­μη, με με­γά­λα γα­λά­ζια εκ­φρα­στι­κά μά­τια, του τρά­βη­ξε α­μέ­σως την προ­σο­χή. Μια και δυό, την α­κο­λού­θη­σε στο σπί­τι των συγ­γε­νών της, τη ζή­τη­σε σε γά­μο και την πα­ντρεύ­τη­κε! Ζή­σα­νε ευ­τυ­χι­σμέ­νοι μια «γλυ­κιά» ζω­ή, «ζα­χα­ρο­πλά­στες γαρ» και α­πέ­κτη­σαν έ­ξι παι­διά, 4 α­γό­ρια και 2 κο­ρί­τσια. Φα­ντά­ζο­μαι πως θα συ­νέ­χι­ζαν να ζουν μια α­μέ­ρι­μνη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα αν οι σφα­γές των 30.000 Αρ­με­νί­ων στα Ά­δα­να α­πό τους Τούρ­κους - με φιρ­μά­νι του Α­βδούλ Χα­μίτ το 1909- δεν τους α­νά­γκα­ζε να κα­τα­φύ­γουν στη Σμύρ­νη.

Στη Σμύρ­νη

Στη Σμύρ­νη τα βα­φτί­σια του πα­τέ­ρα μου ή­ταν ε­πει­σο­δια­κά. Ε­νώ ο νο­νός του τον ο­νό­μα­σε Χά­ικ, την ώ­ρα του μυ­στη­ρί­ου φτά­σα­νε στην εκ­κλη­σί­α τα κα­κά μα­ντά­τα για τον προ­πη­λα­κι­σμό και βί­αιο θά­να­το δύ­ο αρ­με­νί­ων φί­λων α­πό τους Τούρ­κους. Με­τά την αρ­χι­κή πα­γω­μά­ρα και το φό­βο που ε­πι­κρά­τη­σε, α­κο­λού­θη­σε η ορ­γή των πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νων. Τό­τε, ο με­γά­λος α­δελ­φός του πα­τέ­ρα μου, ο Α­γκόπ, ε­πέ­βα­λε στον πα­πά να τον ξα­να­βα­φτί­σουν! Έ­τσι, α­πό Χά­ικ, με­το­νο­μά­στη­κε σε Βρεζ (εκ­δί­κη­ση), για να μη ξε­χά­σει πο­τέ τον ε­φιάλ­τη που έ­ζη­σαν οι συ­μπα­τριώ­τες του, αλ­λά και να κου­βα­λά πα­ντο­τι­νά το βα­ρύ φορ­τί­ο της εκ­δί­κη­σης για το έ­γκλη­μα και την α­τι­μω­ρη­σί­α των υ­πεύ­θυ­νων.

«Ο παπ­πούς μου πί­στευε πως ”Σμύρ­νη ή­ταν πια Ευ­ρώ­πη” και οι Τούρ­κοι δε θα τολ­μού­σαν να την κα­τα­στρέ­ψουν, ό­ταν ό­μως εί­δε την αρ­με­νι­κή συ­νοι­κί­α   να πυρ­πο­λεί­ται δεν το ά­ντε­ξε και έ­πε­σε νε­κρός».

Η γε­νο­κτο­νί­α των Αρ­με­νί­ων το 1915 α­πό τους Τούρ­κους ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε το 1922 με την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης. Αυ­τή η τρα­γω­δί­α βρή­κε την οι­κο­γέ­νεια Κα­λα­ϊ­τζιάν «α­φε­λώς» α­προ­ε­τοί­μα­στη, διό­τι ο παπ­πούς μου πί­στευε πως «η Σμύρ­νη ή­ταν πια Ευ­ρώ­πη» και οι Τούρ­κοι δε θα τολ­μού­σαν να την κα­τα­στρέ­ψουν. Ό­ταν ό­μως στις 30 Αυ­γού­στου του 1922 εί­δε την αρ­μενι­κή συ­νοι­κί­α να πυρ­πο­λεί­ται και τους Τούρ­κους να κα­τε­βά­ζουν το σταυ­ρό α­πό τη μη­τρό­πο­λη και να α­ναρ­τούν την η­μι­σέ­λη­νο, δεν το ά­ντε­ξε και έ­πε­σε νε­κρός μπρο­στά στα σκα­λιά του μα­γα­ζιού του!

Η για­γιά μου με υ­πε­ρη­φά­νεια μας δι­η­γού­νταν ό­τι κα­τά­φε­ρε να βρει τον αρ­μέ­νιο ιε­ρέ­α και συ­νο­δευό­με­νη α­πό τα δύ­ο ε­νή­λι­κα α­γό­ρια της, τον Α­γκόπ και τον Ντι­ράν, «έ­θα­ψε» τον παπ­πού μου στο αρ­μέ­νι­κο νε­κρο­τα­φεί­ο και έ­βα­λε έ­να ξύ­λι­νο σταυ­ρό πά­νω στο χώ­μα που τον σκέ­πα­σε.

Τις ε­πό­με­νες κιό­λας ώ­ρες, οι δρό­μοι της Σμύρ­νης γέ­μι­σαν με ά­τα­φους νε­κρούς, Αρ­μέ­νιους και Έλ­λη­νες.

Ά­θα­φτοι, αλ­λά ό­χι «ά­κλαυ­τοι» έ­φυ­γαν και οι δύ­ο θεί­οι μου ό­ταν στην προ­σπά­θειά τους να προ­σεγ­γί­σουν με βάρ­κα, κά­ποιο α­πό τα 32 συμ­μα­χι­κά πλοί­α που ή­ταν α­ραγ­μέ­να στο λι­μά­νι της Σμύρ­νης, πνί­γη­καν μα­ζί με άλ­λους 16 νε­α­ρούς συ­μπα­τριώ­τες τους. Την ι­στο­ρί­α αυ­τή δι­η­γή­θη­κε ο 19ος και μο­να­δι­κός ε­πι­ζών που α­νέ­φε­ρε ό­τι οι ναύ­τες των πλοί­ων της «σωτη­ρί­ας» έ­ρι­χναν ζε­μα­τι­στό νε­ρό και α­πω­θού­σαν με αρ­πά­γες τα χέ­ρια ό­σων κα­τόρ­θω­ναν να φτά­σουν ως τα πλοί­α ζω­ντα­νοί!

Η για­γιά μου σώ­θη­κε μα­ζί με την υ­πέρ­γη­ρη μη­τέ­ρα της και τα τέσ­σε­ρα α­νή­λι­κα παι­διά της, α­φού πρό­λα­βε και ε­πι­βι­βά­στη­κε σ’ έ­να ελ­λη­νι­κό πλοί­ο που τους με­τέ­φε­ρε στη Μυ­τι­λή­νη!

Για γέ­λια ή για κλά­μα­τα

Με αυ­τές τις τρα­γι­κές ι­στο­ρί­ες α­ντί για τα κλασ­σι­κά πα­ρα­μύ­θια μας με­γά­λω­σε η για­γιά μου. Θα α­να­ρω­τιέ­στε βέ­βαια πως εί­ναι να με­γα­λώ­νεις α­κού­γο­ντας ι­στο­ρί­ες για διωγ­μούς, σφα­γές, πνιγ­μούς, φω­τιά, κα­τα­στρο­φή και α­φα­νι­σμό α­ντί για πα­ρα­μύ­θια με νε­ρά­ι­δες, πρι­γκί­πισ­σες και ξω­τι­κά. Και ό­μως, η «νε­νέ μου» εί­χε βρει τη χρυ­σή το­μή! Ό­ταν το α­κρο­α­τή­ριό της φορ­τι­ζό­ταν α­πό την έ­ντα­ση της α­φή­γη­σης, μας ε­ξι­στο­ρού­σε άλ­λα γε­γο­νό­τα -κω­μι­κο­τρα­γι­κά- που έ­μοια­ζαν με α­νέκ­δο­τα! Θυ­μά­μαι έ­ντο­να την ι­στο­ρί­α της συ­νά­ντη­σής της με τον έλ­λη­να ναύ­τη πά­νω στο πλοί­ο της «σω­τη­ρί­ας» τους. Ό­ταν τον ρώ­τη­σε γε­μά­τη α­γω­νί­α, αν υ­πάρ­χει κά­ποιος ε­λεύ­θε­ρος χώ­ρος για να ξα­πο­στά­σει με τα παι­διά της, αυ­τός -υ­πο­θέ­τω- της α­πά­ντη­σε : «ΤΙ­ΠΟ­ΤΑ, ΤΙ­ΠΟ­ΤΑ». Η για­γιά μου ό­μως κα­τά­λα­βε «ΝΤΙΠ-Ο­ΝΤΑ» που στα τούρ­κι­κα ση­μαί­νει το ε­πά­νω δω­μά­τιο. Έ­τσι, α­νέ­βη­κε στο κα­τά­στρω­μα και βρή­κε χώ­ρο δί­πλα στο φου­γά­ρο να στρώ­σει τα κι­λί­μια της, για να ξα­πλώ­σουν και να ζε­στα­θούν οι δι­κοί της. Η Σρπου­ή ή­ταν κα­πά­τσα και πο­λυ­μή­χα­νη. Σκέ­φτη­κε λοι­πόν με το σι­μι­γδά­λι που κου­βα­λού­σε στον μπό­γο της να πλά­σει πι­τού­λες και να τις «ψή­νει» κολ­λώ­ντας τις πά­νω στο ζε­στό φου­γά­ρο! Αυ­τόν τον τρό­πο βρή­κε να μην πει­νά­σου­νε η μη­τέ­ρα της και τα παι­διά της στο τα­ξί­δι της προ­σφυ­γιάς!

Α­πό το «ντιπ-ο­ντά» στις πα­ρά­γκες

Στη Μυ­τι­λή­νη έ­ζη­σαν για έ­να μή­να σε πα­ρα­πήγ­μα­τα. Α­πό ε­κεί πή­γαν στον Πει­ραιά ό­που έ­μει­ναν για δύ­ο πε­ρί­που μή­νες στο γνω­στό Δη­μο­τι­κό Θέ­α­τρο της ο­δού Η­ρώ­ων Πο­λυ­τε­χνεί­ου. Τε­λι­κά ε­γκα­τα­στά­θη­καν για μια ει­κο­σα­ε­τί­α στις φτω­χι­κές πα­ρά­γκες στο Δουρ­γού­τι (Νέ­ος Κό­σμος, στην πε­ριο­χή γύ­ρω α­πό το ξε­νο­δο­χεί­ο Intercontinental).

Ο πα­τέ­ρας μου, Βρεζ Κα­λα­ϊ­τζιάν, που θα ή­ταν τό­τε πε­ρί­που 4-5 χρό­νων, συ­χνά μας δι­η­γού­νταν μια ι­στο­ρί­α που θα μπο­ρού­σε να ή­ταν και α­πό­σπα­σμα αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας, με κο­ρυ­φαί­α τη για­γιά μου και χο­ρό τις μαυ­ρο­ντυ­μέ­νες αρ­μέ­νισ­σες. Τις κα­λού­σε τα α­πο­γεύ­μα­τα στη φι­λό­ξε­νη πα­ρά­γκα της, ό­χι για να πιούν κα­φέ και να κου­τσο­μπο­λέ­ψουν αλ­λά για να κλά­ψουν και να θρη­νή­σουν, η κα­θε­μιά τους δι­κούς της νε­κρούς! Γέ­μι­ζε το μου­ντό δω­μά­τιο με τις σκο­τει­νές φι­γού­ρες τους και η­χού­σαν στα παι­δι­κά του αυ­τιά θρή­νοι, μοι­ρο­λό­για και προ­σευ­χές. Τό­τε ο μι­κρός Βρεζ έ­κλαι­γε και φώ­να­ζε : «Να φύ­γουν αυ­τές οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες», «το σπί­τι μας ζε­στά­θη­κε και ε­γώ ί­δρω­σα»! Ο πα­τέ­ρας μου ο­λο­κλή­ρω­νε την ι­στο­ρί­α λέ­γο­ντας ό­τι ό­λο και κά­ποια νε­α­ρή κο­πέ­λα βρι­σκό­ταν για να τον πά­ει μια βόλ­τα και έ­τσι η­ρε­μού­σε και ξε­χνιό­ταν.

Και η ζω­ή συ­νε­χί­ζε­ται...

Ε­κτός α­πό τη σφα­γή των Α­δά­νων και την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης, η «νε­νέ» μου έ­ζη­σε και ό­λα τα ι­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα της νε­ώ­τε­ρης Ελ­λά­δας: α­πό την κα­το­χή και τον εμ­φύ­λιο, μέ­χρι την πε­ρί­ο­δο της δι­κτα­το­ρί­ας, του Κυ­πρια­κού και τη με­τα­πο­λί­τευ­ση, έ­χο­ντας πά­ντα πλή­ρη ε­πί­γνω­ση των ση­μα­ντι­κών γε­γο­νό­των. Οι δεί­κτες ό­μως του ρο­λο­γιού της εί­χαν στα­μα­τή­σει για πά­ντα στην ει­κό­να της προ­κυ­μαί­ας του φλε­γό­με­νου λι­μα­νιού της Σμύρ­νης, που στοί­χειω­νε το μυα­λό και την καρ­διά της μέ­χρι το τέ­λος.

Τα παι­διά της με­γά­λω­σαν, πα­ντρεύ­τη­καν, την έ­κα­ναν για­γιά και αυ­τή τους α­κο­λού­θη­σε α­πό το Δουρ­γού­τι στην Κοκ­κι­νιά, στη Νέ­α Σμύρ­νη, στον Πα­νιώ­νιο και το Νέ­ο Κό­σμο!

Η για­γιά μου δεν μι­λού­σε κα­λά τα αρ­μέ­νι­κα, μι­λού­σε τούρ­κι­κα αλ­λά προ­σπα­θού­σε με ε­μάς, τα εγ­γό­νια της, να μι­λά­ει αρ­μέ­νι­κα. Κα­μά­ρω­νε ό­τι γνω­ρί­ζει και ο­λί­γη γρα­φή και α­νά­γνω­ση α­φού ή­ταν α­πό­φοι­τος των πρώ­των τά­ξε­ων του δη­μο­τι­κού! Καλ­λιερ­γώ­ντας τις λί­γες γνώ­σεις που εί­χε, κα­τά­φε­ρε να δια­βά­ζει κα­θη­με­ρι­νά και με­γα­λό­φω­να, τους τί­τλους της αρ­με­νι­κής η­με­ρή­σιας ε­φη­με­ρί­δας «Α­ΖΑ­ΝΤ-ΟΡ» μέ­χρι και λί­γα χρό­νια πριν φύ­γει α­πό τη ζω­ή, ό­ταν τα με­γά­λα στορ­γι­κά γα­λά­ζια μά­τια της α­πό το γλαύ­κω­μα την εί­χαν προ­δώ­σει!

Θυ­μά­μαι που κα­θό­ταν σταυ­ρο­πό­δι στο μπαλ­κό­νι και διά­βα­ζε την στή­λη με τα κοι­νω­νι­κά, δη­λα­δή τις κη­δεί­ες και τα μνη­μό­συ­να, σχο­λιά­ζο­ντας τις η­λι­κί­ες των θα­νό­ντων και συ­γκρί­νο­ντάς τις με τη δι­κή της έ­βρι­σκε πά­ντα τους μα­κα­ρί­τες με­γα­λύ­τε­ρους!

Νο­σταλ­γώ το μι­κρό μας σπί­τι στο Χα­ϊ­νότ­ς (Ά­νω Νέ­α Σμύρ­νη) και την ό­μορ­φη αυ­λή μας με τα δέ­ντρα και τα λου­λού­δια που ή­ταν με­σο­τοι­χί­α με το σπί­τι των Ντερ-Γκα­ρα­μπε­τιάν, α­γα­πη­μέ­νων μας γει­τό­νων, σχε­δόν συγ­γε­νών. Ο α­εί­μνη­στος πα­τέ­ρας τους Γε­γι­σέ (προ­σφυ­γό­που­λο και αυ­τός) μά­θαι­νε με­γα­λό­φω­να στις δύ­ο κό­ρες του, την Κο­χάρ και την Λού­συ, το «Χά­ιρ Μερ» («Πά­τερ Η­μών») και υ­πο­χρε­ω­τι­κά α­κο­λου­θού­σα­με και ε­μείς -οι τρεις α­δελ­φές Κα­λα­ϊ­τζιάν. Μια ι­διό­τυ­πη χο­ρω­δί­α που ξε­κι­νού­σε με το «Χάιρ Μερ», συ­νέ­χι­ζε με την εκ­μά­θη­ση της αρ­μέ­νι­κης αλ­φα­βή­του και κα­τέ­λη­γε στα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα γε­γο­νό­τα της αρ­με­νι­κής ι­στο­ρί­ας των αρ­χαί­ων και νε­ό­τε­ρων χρό­νων, δο­σμέ­να με έ­να μο­να­δι­κό τρό­πο, α­νά­κα­τα αλ­λά συ­νά­μα σαν έ­να τα­ξί­δι στον χω­ρό­χρο­νο.

Ο «Κατ­ς Βαρ­τάν» (Γεν­ναί­ος Βαρ­τάν) με τον Α­ντρα­νίκ, ο «Μετζ Ντι­κράν» (Μέ­γας Ντι­κράν) με τον «Σα­σου­ντσί Τα­βίτ» και στο τέ­λος πά­ντα να νι­κά­με τους Τούρ­κους, για­τί άλ­λους ε­χθρούς δεν εί­χα­με! Και έ­τσι η­χού­σαν οι προ­σευ­χές, οι ι­στο­ρί­ες και τα τρα­γού­δια στις μι­κρές, φτω­χι­κές αυ­λές μας! Η «νε­νέ» μου πα­ρα­κο­λου­θού­σε με ύ­φος θε­α­τή της Λυ­ρι­κής σκη­νής και μας εμ­ψύ­χω­νε θαυ­μά­ζο­ντας το αυ­το­σχέ­διο «α­νοι­χτό» σχο­λεί­ο μας!

Α­πό τα κόκ­κα­λα βγαλ­μέ­νη...

Θα πρέ­πει να ή­ταν έ­να κα­λο­και­ρι­νό βρά­δυ του ‘67 ό­ταν η «νε­νέ» μου έ­πε­σε και έ­σπα­σε τη λε­κά­νη και το πό­δι της. Οι για­τροί α­νη­σύ­χη­σαν αρ­χι­κά για τη ζω­ή της και α­φού τε­λι­κά α­πέ­δει­ξε πως εί­ναι ε­φτά­ψυ­χη, α­να­ρω­τιού­νταν για το αν θα ση­κω­θεί και θα περ­πα­τή­σει ή θα μεί­νει κα­τά­κοι­τη. Τα 85 της χρό­νια δεν τους έ­δι­ναν και πολ­λές ελ­πί­δες για τα­χεί­α α­νάρ­ρω­ση!

Τα ί­δια φο­βή­θη­κε και η θεί­α μου η Γκιού­λα που ήρ­θε για συ­μπα­ρά­στα­ση α­πό το Μό­ντρε­αλ. Εί­δε την κα­τά­στα­ση της μά­νας της και έ­κρι­νε πως δε θα ξα­να­περ­πα­τού­σε πο­τέ. Α­πο­φά­σι­σε λοι­πόν να χα­ρί­σει τα ρού­χα, το παλ­τό και τα πα­πού­τσια της για­γιάς στους φτω­χούς.

Ό­ταν λί­γες μέ­ρες με­τά την πο­λύ­ω­ρη εγ­χεί­ρη­ση ση­κώ­θη­κε όρ­θια και έ­κα­νε τα πρώ­τα της βή­μα­τα, οι για­τροί, χα­ρού­με­νοι και συ­νά­μα έκ­πλη­κτοι τη ρω­τού­σαν: «Για­γιά τι τρως και έ­χεις τό­σο γε­ρή κρά­ση και δυ­να­τά κό­κα­λα; Πα­στουρ­μά­δες και σου­τζού­κια;».

Η για­γιά μου γύ­ρι­σε όρ­θια στο σπί­τι πα­ρέ­α μ’ έ­να μπα­στού­νι που ε­κτός α­πό την κα­νο­νι­κή του χρή­ση ή­ταν και πο­λυερ­γα­λεί­ο! Για πα­ρά­δειγ­μα, η μα­μά μου τί­να­ζε μ’ αυ­τό τις κου­ρε­λού­δες ή μας κυ­νη­γού­σε για να μας δεί­ρει ό­ταν κά­να­με α­τα­ξί­ες! Ε­μείς πά­λι, με τη βο­ή­θεια του μπα­στου­νιού κα­τε­βά­ζα­με τα ώ­ρι­μα σύ­κα α­πό τα κλα­διά της συ­κιάς! Ό­σο για τη «νε­νέ», της χρη­σί­μευε για να μας αρ­πά­ζει α­πό τα χέ­ρια και τα πό­δια και να μας φέρ­νει κο­ντά της!

Στην αυ­λή μας ξέ­μει­νε και μια α­να­πη­ρι­κή ξύ­λι­νη κα­ρέ­κλα που με­τα­τρά­πη­κε στα παι­δι­κά χέ­ρια μας σε πρω­τό­τυ­πο παι­χνί­δι! Βά­ζα­με τη για­γιά -με το ζό­ρι πολ­λές φο­ρές- να κά­τσει πά­νω στην κα­ρέ­κλα και τη σπρώ­χνα­με δυ­να­τά η μί­α α­δελ­φή στην άλ­λη! Και φώ­να­ζε η για­γιά μου «Α­μάν-α­μάν», και α­γρί­ευε η μα­μά μου και μας κυ­νη­γού­σε με το μπα­στού­νι!

Και έ­πει­τα ήρ­θε ο χει­μώ­νας. Η «νε­νέ» ή­θε­λε να ντυ­θεί, να στο­λι­στεί και να πά­ει στην κυ­ρια­κά­τι­κη λει­τουρ­γί­α. Έ­ψα­χνε να βρει ρού­χα και πα­πού­τσια, αλ­λά ή­ταν ά­φα­ντα.

- Μπερ­τζου­ή, ρω­τά τη νύ­φη της, που εί­ναι τα ρού­χα μου, να ντυ­θώ να πά­ω στην εκ­κλη­σί­α;

Η μα­μά μου α­να­γκά­στη­κε να βγά­λει το φί­δι α­πό την τρύ­πα και με το μο­να­δι­κό ορ­θό-κο­φτό της τρό­πο, της α­πά­ντη­σε:

- Η κό­ρη σου τα χά­ρι­σε στους φτω­χούς... μη ρω­τάς για­τί.

- Ά­ντε λοι­πόν να μου α­γο­ρά­σε­τε και­νού­ρια για­τί δε σκο­πεύ­ω να «φύ­γω» νω­ρίς-νω­ρίς...!

Και η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι κα­τά­φε­ρε και έ­λιω­σε αρ­κε­τά ρού­χα και πα­πού­τσια μέ­χρι να φύ­γει για τό­πους χλο­ε­ρούς!

Ε­μπει­ρί­ες ζω­ής

Τα κα­λο­καί­ρια πη­γαί­να­με η­με­ρή­σιες εκ­δρο­μές με τα πούλ­μαν του «Κυα­νού Σταυ­ρού»! Οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες κρα­τού­σαν μια ο­λό­κλη­ρη βδο­μά­δα. Η «νε­νέ» και η μα­μά μα­γεί­ρευαν σαρ­μα­δά­κια και μπου­ρε­κά­κια, λεχ­μα­τζούν και κε­φτε­δά­κια. Ε­τοί­μα­ζαν και μπό­γους με σε­ντό­νια, κου­βέρ­τες, κου­νου­πιέ­ρες, πε­τσέ­τες, πυ­τζά­μες, αλ­λα­ξιές και άλ­λα πολ­λά που δε τα κα­λο­θυ­μά­μαι αλ­λά στη ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μάλ­λον η­χούν γρα­φι­κά αν ό­χι ε­ξω­πραγ­μα­τι­κά!

Ξε­κι­νού­σα­με νω­ρίς το πρω­ί. Τα πούλ­μαν ξε­χεί­λι­ζαν α­πό κό­σμο κά­θε η­λι­κί­ας, α­πό βρέ­φη και νή­πια, μέ­χρι παπ­πού­δες και για­γιά­δες που ζού­σαν τη χα­ρά της α­ντά­μω­σης και της ε­πι­κοι­νω­νί­ας! Ό­σο διαρ­κού­σε το τα­ξί­δι, τα τρα­γού­δια, τα ποι­ή­μα­τα και τα α­νέκ­δο­τα δεν εί­χαν τε­λειω­μό!

Μό­λις φτά­να­με, ε­μείς τα παι­διά τρέ­χα­με στη θά­λασ­σα. Κο­λυ­μπού­σα­με, τρώ­γα­με, πί­να­με και το με­ση­με­ρά­κι, ά­ντρες και παι­διά παίρ­να­με έ­ναν υ­πνά­κο. Ή­ταν η ώ­ρα που μα­μά­δες και για­γιά­δες έ­πι­ναν κα­φέ, συ­ζη­τού­σαν και με­τέ­φε­ραν η μί­α στην άλ­λη τα μι­κρά «πι­πε­ρά­τα» κου­τσο­μπο­λιά της αρ­μέ­νι­κης πα­ροι­κί­ας!

Η «νε­νέ» μου εί­χε πά­ντα γυ­ρι­σμέ­νη την πλά­τη στη θά­λασ­σα, πο­τέ δεν κο­λυ­μπού­σε, ού­τε καν έ­βρε­χε τα πό­δια της ού­τε και έ­τρω­γε πο­τέ της ψά­ρια ή θα­λασ­σι­νά.

Αρ­χές του 1970, σε μί­α α­πό τις εκ­δρο­μές στο Σχοι­νιά, πα­ρα­τή­ρη­σα πως η «νε­νέ» μου εί­χε πά­ντα γυ­ρι­σμέ­νη την πλά­τη στη θά­λασ­σα. Πό­τε δεν την α­γνά­ντευε, πο­τέ δεν κο­λυ­μπού­σε, ού­τε καν έ­βρε­χε τα πό­δια της στα ρη­χά ό­πως ό­λες οι άλ­λες για­γιά­δες, ού­τε και έ­τρω­γε πο­τέ της ψά­ρια ή θα­λασ­σι­νά. Τη ρώ­τη­σα λοι­πόν με πε­ριέρ­γεια και παι­δι­κή α­φέ­λεια «για­τί»; Η α­πά­ντη­σή της ήρ­θε ή­ρε­μα και σχε­δόν α­πο­λο­γη­τι­κά:

-Ε­γώ δεν α­γα­πώ τη θά­λασ­σα για­τί μου θυ­μί­ζει την ει­κό­να του φλε­γό­με­νου λι­μα­νιού, τα α­δι­κο­χα­μέ­να μου παι­διά, τον παπ­πού σας και τό­σα άλ­λα που στοι­χειώ­νουν το νου μου χρό­νια τώ­ρα! Ε­γώ έ­χω μα­λώ­σει με τη θά­λασ­σα, αλ­λά ε­σύ, πρό­σε­ξε κα­λά τι θα σου πω, θέ­λω να ζή­σεις φυ­σιο­λο­γι­κά χω­ρίς αυ­τό το βα­ρύ φορ­τί­ο θλί­ψης και πέν­θους στους ώ­μους σου. Ε­γώ, πέν­θη­σα, έ­κλα­ψα, μαυ­ρο­φο­ρέ­θη­κα για να τι­μή­σω τους νε­κρούς μου και έ­τσι θα συ­νε­χί­σω μέ­χρι τέ­λους για να μη χρεια­στεί πο­τέ ε­σείς να θρη­νή­σε­τε και να δυ­στυ­χή­σε­τε. Ε­γώ πλή­ρω­σα το χρέ­ος ό­λων μας και α­πό σας θέ­λω να γε­λά­τε, να τρα­γου­δά­τε, να γλε­ντά­τε, μό­νο να μη ξε­χνά­τε την αρ­μέ­νι­κη κα­τα­γω­γή μας, τη θρη­σκεί­α και τη γλώσ­σα μας. Να τι­μά­τε με τις πρά­ξεις και τη στά­ση σας τον ε­αυ­τό σας αλ­λά και τη μνή­μη των νε­κρών μας!

Πως θα μπο­ρού­σα πο­τέ να ξε­χά­σω τα λό­για της, αυ­τό το συ­μπυ­κνω­μέ­νο μά­θη­μα ζω­ής που μου α­φιέ­ρω­σε η «νε­νέ» μου ε­κεί­νο το κα­λο­και­ρι­νό α­πό­γευ­μα στην πα­ρα­λί­α του Σχοι­νιά; Μό­νο να την ευ­χα­ρι­στή­σω μπο­ρώ που πα­ρά τις τραυ­μα­τι­κές της ε­μπει­ρί­ες, παρ’ ό­λα τα προ­η­γού­με­να που εί­χε με τη θά­λασ­σα, δε μας με­τέ­δω­σε τα αρ­νη­τι­κά της βιώ­μα­τα και μας έ­κα­νε να α­γα­πή­σου­με τη θά­λασ­σα που της πή­ρε αυ­τούς που α­γα­πού­σε...

Οι φι­λί­ες της για­γιάς και το κέ­ρα­σμα!

Η «νε­νέ» μου εί­χε και έ­ναν κοι­νω­νικό πε­ρί­γυ­ρο, μια πι­στή «αυ­λή» α­πό φί­λες και φί­λους που την τι­μού­σαν τα­κτι­κά με τις ε­πι­σκέ­ψεις τους. Δεν μπο­ρώ να μην α­να­φέ­ρω -του­λά­χι­στον ό­σους θυ­μά­μαι: τον α­ξιο­μα­κά­ρι­στο αρ­χιε­πί­σκο­πο Σα­χάκ Α­ϊ­βα­ζιάν, τους «α­ξέ­χα­στους» Λε­βόν Κα­γιάν, Κρι­κόρ Γε­ωρ­γα­ντζιάν, τη Μα­κρου­ή Τσα­κι­ριάν, την οι­κο­γέ­νεια Μαρ­ντι­κιάν... Ό­λοι τους της φέ­ρο­νταν με α­γά­πη και ε­κτί­μη­ση. Οι άν­δρες, θυ­μά­μαι, πολ­λές φο­ρές της φι­λού­σαν το χέ­ρι ως έν­δει­ξη σε­βα­σμού. Έ­πι­ναν τον κα­φέ τους, γλύ­και­ναν το στό­μα τους με γλυ­κό του κου­τα­λιού και χαλ­βά. Α­κό­μα, μι­λού­σαν για τις μα­κρι­νές πα­τρί­δες τους και μνη­μό­νευαν τους νε­κρούς. Τέ­λος, α­φού α­ντάλ­λα­σαν ει­δή­σεις σχε­τι­κά με την πα­ροι­κί­α, το σχο­λεί­ο μας, την εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γκα­ρα­μπέτ -πή­ρε χρό­νους σαν το γιο­φύ­ρι της Άρ­τας για να ξα­να­χτι­στεί, κα­νό­νι­ζαν την ε­πό­με­νη συ­νά­ντη­σή τους!

Μια α­κό­μη ι­στο­ρί­α απ’ αυ­τές τις συ­να­ντή­σεις, που τη θυ­μό­μα­στε και γε­λά­με α­κό­μα, εί­ναι ό­ταν η Μα­κρου­ή Τσα­κι­ριάν έ­τυ­χε να έρ­θει μια φο­ρά στο σπί­τι μας α­κά­λε­στη! Βρή­κε τη για­γιά μου α­προ­ε­τοί­μα­στη για­τί δεν εί­χε πολ­λά να την κε­ρά­σει. Α­φού λοι­πόν ή­πιαν έ­να σκέ­το κα­φε­δά­κι-τι ντρο­πή!- και εί­παν τα δι­κά τους, κί­νη­σε να φύ­γει για το «μα­κρι­νό» τό­τε Κα­ρέ­α που στη δε­κα­ε­τί­α του ‘70 θα ή­ταν και δύ­ο ώ­ρες δρό­μος τα­λαι­πω­ρί­ας με το λε­ω­φο­ρεί­ο. Τό­τε, η «νε­νέ» μου ά­νοι­ξε το ψυ­γεί­ο και βρή­κε έ­να σα­κου­λά­κι γε­μά­το με κύ­βους τυ­λιγ­μέ­νους με α­ση­μό­χαρ­το. Νο­μί­ζο­ντας ό­τι εί­ναι σο­κο­λα­τά­κια, τα γέ­μι­σε στην τσέ­πη της φί­λης της για να της γλυ­κά­νουν το στό­μα στο δρό­μο της ε­πι­στρο­φής. Ό­πως και θα γι­νό­ταν, αν τα α­ση­μέ­νια κυ­βά­κια δεν ή­ταν ζω­μός κό­τας, που η «νε­νέ» μου α­γνο­ού­σε την ύ­παρ­ξή τους! Το α­πό­γευ­μα, η Μα­κρου­ή μας τη­λε­φώ­νη­σε και γε­λώ­ντας μας ε­ξι­στό­ρη­σε ό­τι α­φού δο­κί­μα­σε έ­να κύ­βο στο λε­ω­φο­ρεί­ο κα α­να­γού­λια­σε, έ­λυ­σε το πρό­βλη­μα της η­μέ­ρας για­τί μα­γεί­ρε­ψε έ­να νο­στι­μό­τα­το «μπλγου­ρέ πι­λάφ» χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τους κύ­βους, κέ­ρα­σμα της φί­λης της!

Ε­πί­σης, αυ­τό που θυ­μά­μαι μέ­χρι τώ­ρα, εί­ναι η πε­ριέρ­γεια της να μά­θει την α­ξί­α ε­νός κι­λού ζά­χα­ρης σε δραχ­μές! Αρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα ό­τι ως κό­ρη ε­μπό­ρων, σύ­ζυ­γος ζα­χα­ρο­πλά­στη, και μη­τέ­ρα πα­ντο­πώ­λη η τι­μή της ζά­χα­ρης ή­ταν γι’ αυ­τήν οι­κο­νο­μι­κός δεί­κτης. Ό­ταν η τι­μή της ζά­χα­ρης ή­ταν στα­θε­ρή, ή­ταν ή­συ­χη. Ό­ταν της έ­λε­γαν ό­τι α­νέ­βη­κε, α­νη­συ­χού­σε και ρω­τού­σε τον πα­τέ­ρα μου για τις οι­κο­νο­μι­κές ε­ξε­λί­ξεις στην α­γο­ρά! Δεν εί­χε α­νά­γκη α­πό το δεί­κτη χρη­μα­τι­στη­ρί­ου η «νε­νέ» μου, εί­χε τον δι­κό της προ­σω­πι­κό δεί­κτη!

Μια για­γιά που δεν έ­λε­γε πο­τέ «οχι»

Μια λέ­ξη α­που­σί­α­ζε α­πό το λε­ξι­λό­γιο της για­γιάς μου: το «Ο­ΧΙ». Ό,τι και αν της έ­λε­γα, ό,τι και αν της ζη­τού­σα, ό­σο πα­ρά­λο­γο και αν ή­ταν αυ­τό, η α­πά­ντη­ση ή­ταν πά­ντα «ΝΑΙ»! Ή­θε­λα γλυ­κό; Σι­γά το σπου­δαί­ο! Σε λί­γο μο­σχο­μύ­ρι­ζε ο χαλ­βάς σε ό­λο το σπί­τι! Τα βά­ζα με τα λο­γής-λο­γής γλυ­κά του κου­τα­λιού κα­τέ­βαι­ναν α­πό τα ρά­φια α­μέ­σως! Τα μό­να «ζα­χα­ρω­τά» που έ­κρυ­βε ε­πι­με­λώς και με­τά μα­νί­ας ή­ταν τα σο­κο­λα­τά­κια. Κά­θε τό­σο, έ­βρι­σκε νέ­ες κρυ­ψώ­νες, δη­μιουρ­γού­σε μυ­στι­κές κρύ­πτες που διέ­γει­ραν τη φα­ντα­σί­α μου και μ’ έ­κα­ναν να ψά­χνω με τις ώ­ρες να τα α­να­κα­λύ­ψω. Ως εκ θαύ­μα­τος τα έ­βρι­σκα! Πό­τε μέ­σα στο φούρ­νο, πό­τε μέ­σα στο βά­ζο με τα φα­σό­λια, πό­τε στη λε­κά­νη με τα μα­ντα­λά­κια ... Και ό­λα αυ­τά ξέ­ρε­τε για­τί; Ε­πει­δή, ό­ταν ερ­χό­ταν ο αρ­μέ­νιος ιε­ρέ­ας στο σπί­τι για α­για­σμό, το σπι­τι­κό λι­κέρ έ­πρε­πε να συ­νο­δεύ­ε­ται ο­πωσ­δή­πο­τε με σο­κο­λα­τά­κια (άλ­λα τα έ­θι­μα της νοι­κο­κυ­ράς τό­τε!). Α­ξέ­χα­στη θα μου μεί­νει η ε­πί­σκε­ψη του α­ξιο­μνη­μό­νευ­του Ντερ Κε­γάρ­τ (του στορ­γι­κού και α­γα­πη­μέ­νου ποι­μέ­να της πα­ροι­κί­ας μας) που με­τά τον α­για­σμό, ή­πιε το λι­κέρ βύσ­σι­νο και ξε­τυ­λί­γο­ντας έ­να σο­κο­λα­τά­κι βρή­κε α­ντ’ αυ­τού μια πε­τρού­λα και στο ε­πό­με­νο α­κό­μα μί­α! Γέ­λα­σε με την καρ­διά του και εί­πε:

- Μη μου στε­να­χω­ριέ­σαι Σρπου­ή «ντου­ντού», έ­χω και ε­γώ δύ­ο «κα­λά» παι­διά στο σπί­τι και κα­τα­λα­βαί­νω...

Ξα­να­γέ­λα­σε και μου έ­ρι­ξε μια «χα­ϊ­δευ­τι­κά» στο κε­φά­λι με το χρυ­σό σταυ­ρό που κρα­τού­σε στο χέ­ρι!

Και «νε­νέ» και φί­λη

Η «νε­νέ» μου ή­ταν η κα­λύ­τε­ρή μου φί­λη και η πιο πι­στή σύ­ντρο­φος στα παι­χνί­δια. Ή­θε­λα να παί­ξω την κομ­μώ­τρια; Κα­θό­ταν υ­πο­μο­νε­τι­κά να της τυ­λί­ξω τα μα­κριά ά­σπρα της μαλ­λιά με τα ξύ­λι­να μα­ντα­λά­κια της μπου­γά­δας και με­τά να τη χτε­νί­σω μέ­χρι που τα χέ­ρια μου να γε­μί­σουν α­πό τα μαλ­λιά που της τρα­βού­σα! Ή­θε­λα να παί­ξω τη νο­σο­κό­μα; Κα­τά­πι­νε καρ­τε­ρι­κά τα κου­κού­τσια α­πό πε­πό­νι και καρ­πού­ζι α­μά­ση­τα, σαν χά­πια. Κα­θό­ταν και την τρυ­πού­σα με φουρ­κέ­τες και με τσι­μπι­δά­κια α­ντί για έ­νε­ση και με ευ­χα­ρι­στού­σε κιό­λας για­τί εί­χα ε­λα­φρύ χέ­ρι! Ί­σως σ’ αυ­τές τις πρω­τό­τυ­πες θε­ρα­πεί­ες μου να βρι­σκό­ταν και το μυ­στι­κό της μα­κρο­ζω­ί­ας της που έ­ψα­χναν οι για­τροί του Ευαγ­γε­λι­σμού!

Ό­ταν έ­μα­θα να παί­ζω χαρ­τιά, κα­θό­μα­σταν η μια α­πέ­να­ντι στην άλ­λη και χαρ­το­παί­ζα­με με­τά μα­νί­ας. Ε­κεί­νη ή­θε­λε να κερ­δί­ζει, ε­γώ δεν ή­θε­λα να χά­νω και γι’ αυ­τό έ­κρυ­βα τα κα­λά χαρ­τιά και τους μπα­λα­ντέρ. Συ­χνά-πυ­κνά τσα­κω­νό­μα­σταν για­τί α­να­κά­λυ­πτε τις ζα­βο­λιές μου!

Στα πρώ­τα μου μα­θη­τι­κά χρό­νια, ή­θε­λα να παί­ζω τη δα­σκά­λα και τι­μω­ρού­σα αυ­στη­ρά την «ά­τα­κτη» μα­θή­τριά μου, που με πε­ρισ­σή υ­πο­μο­νή ά­ντε­χε α­κό­μα και τη φο­βέ­ρα του «χά­ρα­κα», α­πα­ραί­τη­το σύ­νερ­γο των δα­σκά­λων της ε­πο­χής! Μέ­χρι που α­γα­να­κτού­σε η μά­να μου μ’ αυ­τά μου τα κα­μώ­μα­τα και α­γρί­ευε και έ­τρε­χε να με δεί­ρει. Α­κό­μα και τό­τε, η «νε­νέ» μου ά­πλω­νε τα χέ­ρια της μπρο­στά μου σαν α­σπί­δα και την πα­ρα­κα­λού­σε : «Μπα­νά βουρ α­νάμ, μπα­νά-μπα­νά...» (ε­μέ­να χτύ­πα, ε­μέ­να, ό­χι το παι­δί!). Έ­τσι γλύ­τω­να με κά­να δύ­ο ξώ­φαλ­τσες σφα­λιά­ρες!

Θυ­μά­μαι σαν και τώ­ρα που κα­θό­μα­σταν στο κα­τώ­φλι του σπι­τιού μας στην Ά­νω Νέ­α Σμύρ­νη (Χα­ϊ­νότ­ς) και χα­ζεύ­α­με τα παι­διά του δρό­μου να παί­ζουν. Για μέ­να αυ­τό ή­ταν α­πα­γο­ρευ­μέ­νο, για­τί σύμ­φω­να με τους η­θι­κούς κα­νό­νες της για­γιάς μου, στην «ευ­γε­νή» αρ­με­νι­κή κα­τα­γω­γή μας δεν άρ­μο­ζαν παι­χνί­δια και λε­ξι­λό­γιο παι­διών του δρό­μου... Ώ­σπου μια μέ­ρα, έ­να γει­το­νό­που­λο, ο Δη­μη­τρά­κης, μα­σου­λώ­ντας έ­να αγ­γού­ρι με έ­κα­νε να ζη­λέ­ψω. Η «νε­νέ» μου ση­κώ­θη­κε όρ­θια, εί­δε ό­τι δεν εί­χα­με αγ­γού­ρια στο σπί­τι, ά­κου­σε τα κλά­μα­τά μου και ξε­κί­νη­σε α­πτό­η­τη, πα­ρά τα 80 της χρό­νια, με τα πό­δια, μέ­χρι την πλα­τεί­α της Νέ­ας Σμύρ­νης. Βρή­κε μα­νά­βι­κο και μου α­γό­ρα­σε έ­να με­γά­λο αγ­γού­ρι. Σχε­δόν τρέ­χο­ντας γύ­ρι­σε στο σπί­τι κρα­τώ­ντας το ψη­λά σαν τρό­παιο και φω­νά­ζο­ντας: «Δη­μη­τρά­κη, τώ­ρα και το Σέ­τα έ­χει αγ­γού­ρι!» α­πο­κα­θι­στώ­ντας έ­τσι τη χα­μέ­νη μου α­ξιο­πρέ­πεια!

Οι ο­δο­κα­θα­ρι­στές α­πέ­φευ­γαν να περ­νούν α­πό το δρο­μά­κι της ο­δού Βα­σι­λέ­ως Γε­ωρ­γί­ου 5 (νυν Σπύ­ρου Α­λε­βί­ζου) νω­ρίς το πρω­ί και 2 με 5 το με­ση­μέ­ρι διό­τι «το παι­δί κοι­μά­ται εί­ναι», φώ­να­ζε η για­γιά μου και τους έ­διω­χνε για να μη ξυ­πνή­σω, για να μη με ε­νο­χλή­σει ού­τε το κα­μπα­νά­κι του δή­μου!

Νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των

Ό­πως ό­λα τα κα­λά πράγ­μα­τα, έ­τσι και η βα­σι­λεί­α της για­γιάς μου έ­λα­βε τέ­λος το Πά­σχα του 1970, ό­ταν ο πα­τέ­ρας μου έ­φε­ρε στο σπί­τι έ­να μαύ­ρο κου­τί με α­σπρό­μαυ­ρη ο­θό­νη! Α­πο­κτή­σα­με δη­λα­δή την πρώ­τη μας τη­λε­ό­ρα­ση και λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα τη­λέ­φω­νο! Ε­γώ με εν­θου­σια­σμό νε­ο­φώ­τι­στης πα­ρα­κο­λου­θού­σα με μά­τια καρ­φω­μέ­να την ο­θό­νη, ε­νώ η για­γιά μου μά­ταια προ­σπα­θού­σε να μου τρα­βή­ξει την προ­σο­χή με και­νού­ριες πιο α­στεί­ες ι­στο­ρί­ες. Μό­νο που η ά­νι­ση ζυ­γα­ριά έ­γερ­νε προς το μέ­ρος της τη­λε­ό­ρα­σης που εί­χε κα­τα­λά­βει σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα πρω­τεύ­ο­ντα ρό­λο στο σπι­τι­κό μας.

Αρ­γό­τε­ρα, οι δύ­ο ά­σπον­δοι ε­χθροί τα βρή­καν με­τα­ξύ τους και συμ­φι­λιώ­θη­καν, α­φού η για­γιά μου α­πο­δέ­χτη­κε την ήτ­τα της. Και οι συ­νή­θειες άλ­λα­ξαν: κά­θε α­πό­γευ­μα ντυ­νό­ταν, χτε­νι­ζό­ταν και κα­θό­ταν α­πέ­να­ντι α­πό τη μι­κρή ο­θό­νη και με πα­ρό­τρυ­νε ν’ αλ­λά­ξω και ε­γώ και να χτε­νι­στώ! Φρό­ντι­ζε ε­πί­σης το σπί­τι να εί­ναι τα­κτο­ποι­η­μέ­νο για­τί νό­μι­ζε πως οι πα­ρου­σια­στές μας έ­βλε­παν και αυ­τοί α­πό το στού­ντιο! Έ­πρε­πε λοι­πόν να εί­μα­στε «comme il faut» (κα­θώς πρέ­πει) που λέ­νε και οι γάλ­λοι! Εί­χε και τις προ­τι­μή­σεις της. Φα­να­τι­κή τη­λε­θε­ά­τρια του Φρέ­ντυ Γερ­μα­νού και του Νί­κου Μα­στο­ρά­κη διό­τι ή­ταν κα­λο­ντυ­μέ­νοι, εί­χαν σω­στή άρ­θρω­ση και μι­λού­σαν αρ­γά. Ά­ρα μπο­ρού­σε να τους κα­τα­λά­βει.

Θα­νά­σι­μος και α­νί­κη­τος ε­χθρός της πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι τέ­λους το τη­λέ­φω­νο! Α­πο­ρού­σε με τους α­τε­λεί­ω­τους μο­νο­λό­γους μας και κολ­λού­σε το αυ­τί της στο κα­λώ­διο μή­πως και α­κού­σει τι έ­λε­γε ο συ­νο­μι­λη­τής. Ζή­λευε που α­φιε­ρώ­να­με τό­σο χρό­νο συ­ζη­τώ­ντας με έ­να «ξε­ρό» α­κου­στι­κό και δεν κα­θό­μα­σταν ό­πως πα­λιά να χου­χου­λιά­ζου­με πα­ρέ­α, άλ­λες φο­ρές με το κε­φά­λι μου στα γό­να­τά της, άλ­λες με το σκα­μνά­κι μου μπρος τα πό­δια της, άλ­λες ξα­πλω­μέ­νη στο κρε­βά­τι της...

Έ­να κρύ­ο πρω­ι­νό του Φλε­βά­ρη του 1980, η «νε­νέ» α­φού ή­πιε τον κα­φέ της ζε­στό-ζε­στό α­πό τα χε­ρά­κια της μα­μάς μου, μας ά­φη­σε χρό­νους.

Ε­γώ πλέ­ον εί­χα σχε­δόν ε­νη­λι­κιω­θεί και η ί­δια εί­χε ε­πι­τε­λέ­σει και την τε­λευ­ταί­α της α­πο­στο­λή με ζή­λο. Με με­γά­λω­σε, με να­νού­ρι­σε, με κα­νά­κε­ψε, με α­νά­θρε­ψε ό­πως αυ­τή ή­ξε­ρε. Και με­τά, έ­φυ­γε ...

Α­να­ρω­τιέ­μαι πως θα ή­ταν αν ζού­σε α­κό­μα το 2012. Πώς θα τα έ­βγα­ζε πέ­ρα με τους νέ­ους ε­χθρούς: α­σύρ­μα­τα, κι­νη­τά, δια­δί­κτυο, μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης και τό­σα άλ­λα που κι’ ε­γώ α­κό­μα δυ­σκο­λεύ­ο­μαι να πα­ρα­κο­λου­θή­σω. Κά­ποιον τρό­πο θα έ­βρι­σκε η «νε­νέ» μου, πά­ντα τον έ­βρι­σκε!

Ε­πί­λο­γος

Στη δι­ή­γη­ση αυ­τή μην κά­νε­τε τον κό­-πο να α­να­ζη­τή­σε­τε ι­στο­ρι­κές ή χω­ρο­χρο­νι­κές α­λή­θειες. Α­να­φέ­ρο­μαι σε ό­σα η μνή­μη μου ε­πι­λε­κτι­κά έ­χει κα­τα­γρά­ψει και πο­λύ πι­θα­νόν ω­ραιο­ποι­ή­σει.

Ό­σα έ­ζη­σα, ε­πί 17 συ­να­πτά χρό­νια με τη «νε­νέ» μου, σί­γου­ρα δε χω­ρά­νε σε αυ­τές τις λί­γες σε­λί­δες. Το μό­νο που μπο­ρώ να πω με σι­γου­ριά εί­ναι ό­τι α­φιέ­ρω­σε σε μέ­να ψυ­χή και σώ­μα, ξο­δεύ­ο­ντας και τις τε­λευ­ταί­ες στα­γό­νες της ικ­μά­δας της για να με με­γα­λώ­σει, ση­μα­δεύ­ο­ντας με την πα­ρου­σί­α της τα παι­δι­κά και ε­φη­βι­κά μου χρό­νια.

Και να που τώ­ρα, 30 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, σε μια στιγ­μή της ζω­ής μου που «τί­πο­τα δεν έ­χει αλ­λά­ξει, μα τί­πο­τα δεν εί­ναι ό­πως πα­λιά», βρή­κε τον τρό­πο να μου συ­μπα­ρα­στα­θεί, να γε­μί­σει με την α­νά­μνη­σή της τις πρώ­τες μου ε­λεύ­θε­ρες α­πό ερ­γα­σί­α ώ­ρες, να με συ­ντρο­φεύ­σει και να με δια­σκε­δά­σει.

Σε αυ­τό το πρώ­το «συν-γρα­φι­κό» τα­ξί­δι, έ­μα­θα ό­τι τί­πο­τα δεν πε­θαί­νει ό­ταν μπο­ρείς να το α­να­κα­λέ­σεις μέ­σα σου, ού­τε οι πα­τρί­δες, ού­τε οι άν­θρω­ποι, ού­τε η ελ­πί­δα ...

Ε­πί του πιε­στη­ρί­ου

Αυ­τή η δι­ή­γη­ση έ­φτα­σε στο τέ­λος της τα Χρι­στού­γεν­να του 2012, συ­νά­μα, έ­φυ­γε α­πό τη ζω­ή και ο πα­τέ­ρας μου Βρεζ Κα­λα­ϊ­τζιάν. Αν υ­πάρ­χει πα­ρά­δει­σος ό­πως τον φα­ντά­ζο­μαι, ό­λοι θα εί­ναι ε­κεί: η «νε­νέ» μου, ο παπ­πούς μου, τα α­δέρ­φια του, οι φί­λοι του. Θα εί­ναι ζε­στά και φω­τει­νά και θα βρει την αιώ­νια α­νά­παυ­ση μέ­σα στις α­γκα­λιές τους! ΑΝ ... ΜΑ­ΚΑ­ΡΙ ...