Μια φορά κι έναν καιρό… |
Όπως είχαμε ανακοινώσει το περιοδικό μας πραγματοποίησε λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος. Οι συμμετοχές έφθασαν τις πέντε από τις οποίες πρώτευσαν το «Μια φορά κι έναν καιρό» της Σέτα Καλαϊτζιάν-Καρενιάν και το «Αλίς» της Άνι Γιαβασιάν από τη Λάρισα. Στο τεύχος αυτό θα παρουσιαστεί το διήγημα της κας Καλαϊτζιάν-Καρενιάν και στο επόμενο το διήγημα της κας Γιαβασιάν. Η συντακτική επιτροπή ευχαριστεί όλους τους συμμετέχοντες.
Σέτα Καλαϊτζιάν-Καρενιάν Iανουάριος – Μάρτιος 2013 τεύχος 76
Ας αρχίσω λοιπόν με τη φράση «μια φορά κι έναν καιρό ζούσε η νενέ μου η Σρπουή» και να σας διηγηθώ με λόγια απλά την ιστορία της, έτσι όπως την έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου. Ελπίζω να είναι ζωντανή όπως οι αναμνήσεις της, διασκεδαστική όπως το τελευταίο παιχνίδι μαζί της, τρυφερή σαν τα χάδια της, αισιόδοξη όπως ο χαρακτήρας της και «μμμ», νόστιμη όπως τα γλυκά της!
Στα Άδανα Μια φορά, εκεί γύρω στο 1880, στην Ταρσό της Μικράς Ασίας γεννήθηκε η Σρπουή Κεβορκιάν, κόρη εύπορης οικογένειας εμπόρων. Η περιουσία τους αποτελούνταν από κτήματα γεμάτα συκιές. Τα πολύτιμα αυτά σύκα τα εξήγαγαν στην Αμερική αποξηραμένα. Αρχικά τη βάφτισαν Ολυμπία τιμώντας τη μνήμη της κόρης Ελλήνων γειτόνων τους. Αργότερα, μετά το θάνατο νεαρής εξαδέλφης της, ο αρμένιος ιερέας, με «συνοπτικές διαδικασίες» τη μετονόμασε σε Σρπουή (Αγία) για να ακούγεται στα σπίτια τους το όνομα της αδικοχαμένης συγγενούς τους. Στα 16 της, κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής επίσκεψης στα Άδανα της Κιλικίας, την ώρα που εκκλησιαζόταν, την είδε ο νεαρός τότε παππούς μου Γκαραμπέτ Καλαϊτζιάν, γνωστός ζαχαροπλάστης της πόλης. Λυγερόκορμη, με μεγάλα γαλάζια εκφραστικά μάτια, του τράβηξε αμέσως την προσοχή. Μια και δυό, την ακολούθησε στο σπίτι των συγγενών της, τη ζήτησε σε γάμο και την παντρεύτηκε! Ζήσανε ευτυχισμένοι μια «γλυκιά» ζωή, «ζαχαροπλάστες γαρ» και απέκτησαν έξι παιδιά, 4 αγόρια και 2 κορίτσια. Φαντάζομαι πως θα συνέχιζαν να ζουν μια αμέριμνη καθημερινότητα αν οι σφαγές των 30.000 Αρμενίων στα Άδανα από τους Τούρκους - με φιρμάνι του Αβδούλ Χαμίτ το 1909- δεν τους ανάγκαζε να καταφύγουν στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη Στη Σμύρνη τα βαφτίσια του πατέρα μου ήταν επεισοδιακά. Ενώ ο νονός του τον ονόμασε Χάικ, την ώρα του μυστηρίου φτάσανε στην εκκλησία τα κακά μαντάτα για τον προπηλακισμό και βίαιο θάνατο δύο αρμενίων φίλων από τους Τούρκους. Μετά την αρχική παγωμάρα και το φόβο που επικράτησε, ακολούθησε η οργή των παρευρισκομένων. Τότε, ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου, ο Αγκόπ, επέβαλε στον παπά να τον ξαναβαφτίσουν! Έτσι, από Χάικ, μετονομάστηκε σε Βρεζ (εκδίκηση), για να μη ξεχάσει ποτέ τον εφιάλτη που έζησαν οι συμπατριώτες του, αλλά και να κουβαλά παντοτινά το βαρύ φορτίο της εκδίκησης για το έγκλημα και την ατιμωρησία των υπεύθυνων. «Ο παππούς μου πίστευε πως ”Σμύρνη ήταν πια Ευρώπη” και οι Τούρκοι δε θα τολμούσαν να την καταστρέψουν, όταν όμως είδε την αρμενική συνοικία να πυρπολείται δεν το άντεξε και έπεσε νεκρός». Η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 από τους Τούρκους ολοκληρώθηκε το 1922 με την καταστροφή της Σμύρνης. Αυτή η τραγωδία βρήκε την οικογένεια Καλαϊτζιάν «αφελώς» απροετοίμαστη, διότι ο παππούς μου πίστευε πως «η Σμύρνη ήταν πια Ευρώπη» και οι Τούρκοι δε θα τολμούσαν να την καταστρέψουν. Όταν όμως στις 30 Αυγούστου του 1922 είδε την αρμενική συνοικία να πυρπολείται και τους Τούρκους να κατεβάζουν το σταυρό από τη μητρόπολη και να αναρτούν την ημισέληνο, δεν το άντεξε και έπεσε νεκρός μπροστά στα σκαλιά του μαγαζιού του! Η γιαγιά μου με υπερηφάνεια μας διηγούνταν ότι κατάφερε να βρει τον αρμένιο ιερέα και συνοδευόμενη από τα δύο ενήλικα αγόρια της, τον Αγκόπ και τον Ντιράν, «έθαψε» τον παππού μου στο αρμένικο νεκροταφείο και έβαλε ένα ξύλινο σταυρό πάνω στο χώμα που τον σκέπασε. Τις επόμενες κιόλας ώρες, οι δρόμοι της Σμύρνης γέμισαν με άταφους νεκρούς, Αρμένιους και Έλληνες. Άθαφτοι, αλλά όχι «άκλαυτοι» έφυγαν και οι δύο θείοι μου όταν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν με βάρκα, κάποιο από τα 32 συμμαχικά πλοία που ήταν αραγμένα στο λιμάνι της Σμύρνης, πνίγηκαν μαζί με άλλους 16 νεαρούς συμπατριώτες τους. Την ιστορία αυτή διηγήθηκε ο 19ος και μοναδικός επιζών που ανέφερε ότι οι ναύτες των πλοίων της «σωτηρίας» έριχναν ζεματιστό νερό και απωθούσαν με αρπάγες τα χέρια όσων κατόρθωναν να φτάσουν ως τα πλοία ζωντανοί! Η γιαγιά μου σώθηκε μαζί με την υπέργηρη μητέρα της και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της, αφού πρόλαβε και επιβιβάστηκε σ’ ένα ελληνικό πλοίο που τους μετέφερε στη Μυτιλήνη! Για γέλια ή για κλάματα Με αυτές τις τραγικές ιστορίες αντί για τα κλασσικά παραμύθια μας μεγάλωσε η γιαγιά μου. Θα αναρωτιέστε βέβαια πως είναι να μεγαλώνεις ακούγοντας ιστορίες για διωγμούς, σφαγές, πνιγμούς, φωτιά, καταστροφή και αφανισμό αντί για παραμύθια με νεράιδες, πριγκίπισσες και ξωτικά. Και όμως, η «νενέ μου» είχε βρει τη χρυσή τομή! Όταν το ακροατήριό της φορτιζόταν από την ένταση της αφήγησης, μας εξιστορούσε άλλα γεγονότα -κωμικοτραγικά- που έμοιαζαν με ανέκδοτα! Θυμάμαι έντονα την ιστορία της συνάντησής της με τον έλληνα ναύτη πάνω στο πλοίο της «σωτηρίας» τους. Όταν τον ρώτησε γεμάτη αγωνία, αν υπάρχει κάποιος ελεύθερος χώρος για να ξαποστάσει με τα παιδιά της, αυτός -υποθέτω- της απάντησε : «ΤΙΠΟΤΑ, ΤΙΠΟΤΑ». Η γιαγιά μου όμως κατάλαβε «ΝΤΙΠ-ΟΝΤΑ» που στα τούρκικα σημαίνει το επάνω δωμάτιο. Έτσι, ανέβηκε στο κατάστρωμα και βρήκε χώρο δίπλα στο φουγάρο να στρώσει τα κιλίμια της, για να ξαπλώσουν και να ζεσταθούν οι δικοί της. Η Σρπουή ήταν καπάτσα και πολυμήχανη. Σκέφτηκε λοιπόν με το σιμιγδάλι που κουβαλούσε στον μπόγο της να πλάσει πιτούλες και να τις «ψήνει» κολλώντας τις πάνω στο ζεστό φουγάρο! Αυτόν τον τρόπο βρήκε να μην πεινάσουνε η μητέρα της και τα παιδιά της στο ταξίδι της προσφυγιάς! Από το «ντιπ-οντά» στις παράγκες Στη Μυτιλήνη έζησαν για ένα μήνα σε παραπήγματα. Από εκεί πήγαν στον Πειραιά όπου έμειναν για δύο περίπου μήνες στο γνωστό Δημοτικό Θέατρο της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου. Τελικά εγκαταστάθηκαν για μια εικοσαετία στις φτωχικές παράγκες στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος, στην περιοχή γύρω από το ξενοδοχείο Intercontinental). Ο πατέρας μου, Βρεζ Καλαϊτζιάν, που θα ήταν τότε περίπου 4-5 χρόνων, συχνά μας διηγούνταν μια ιστορία που θα μπορούσε να ήταν και απόσπασμα αρχαίας τραγωδίας, με κορυφαία τη γιαγιά μου και χορό τις μαυροντυμένες αρμένισσες. Τις καλούσε τα απογεύματα στη φιλόξενη παράγκα της, όχι για να πιούν καφέ και να κουτσομπολέψουν αλλά για να κλάψουν και να θρηνήσουν, η καθεμιά τους δικούς της νεκρούς! Γέμιζε το μουντό δωμάτιο με τις σκοτεινές φιγούρες τους και ηχούσαν στα παιδικά του αυτιά θρήνοι, μοιρολόγια και προσευχές. Τότε ο μικρός Βρεζ έκλαιγε και φώναζε : «Να φύγουν αυτές οι μαύρες γυναίκες», «το σπίτι μας ζεστάθηκε και εγώ ίδρωσα»! Ο πατέρας μου ολοκλήρωνε την ιστορία λέγοντας ότι όλο και κάποια νεαρή κοπέλα βρισκόταν για να τον πάει μια βόλτα και έτσι ηρεμούσε και ξεχνιόταν. Και η ζωή συνεχίζεται... Εκτός από τη σφαγή των Αδάνων και την καταστροφή της Σμύρνης, η «νενέ» μου έζησε και όλα τα ιστορικά γεγονότα της νεώτερης Ελλάδας: από την κατοχή και τον εμφύλιο, μέχρι την περίοδο της δικτατορίας, του Κυπριακού και τη μεταπολίτευση, έχοντας πάντα πλήρη επίγνωση των σημαντικών γεγονότων. Οι δείκτες όμως του ρολογιού της είχαν σταματήσει για πάντα στην εικόνα της προκυμαίας του φλεγόμενου λιμανιού της Σμύρνης, που στοίχειωνε το μυαλό και την καρδιά της μέχρι το τέλος. Τα παιδιά της μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, την έκαναν γιαγιά και αυτή τους ακολούθησε από το Δουργούτι στην Κοκκινιά, στη Νέα Σμύρνη, στον Πανιώνιο και το Νέο Κόσμο! Η γιαγιά μου δεν μιλούσε καλά τα αρμένικα, μιλούσε τούρκικα αλλά προσπαθούσε με εμάς, τα εγγόνια της, να μιλάει αρμένικα. Καμάρωνε ότι γνωρίζει και ολίγη γραφή και ανάγνωση αφού ήταν απόφοιτος των πρώτων τάξεων του δημοτικού! Καλλιεργώντας τις λίγες γνώσεις που είχε, κατάφερε να διαβάζει καθημερινά και μεγαλόφωνα, τους τίτλους της αρμενικής ημερήσιας εφημερίδας «ΑΖΑΝΤ-ΟΡ» μέχρι και λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, όταν τα μεγάλα στοργικά γαλάζια μάτια της από το γλαύκωμα την είχαν προδώσει! Θυμάμαι που καθόταν σταυροπόδι στο μπαλκόνι και διάβαζε την στήλη με τα κοινωνικά, δηλαδή τις κηδείες και τα μνημόσυνα, σχολιάζοντας τις ηλικίες των θανόντων και συγκρίνοντάς τις με τη δική της έβρισκε πάντα τους μακαρίτες μεγαλύτερους! Νοσταλγώ το μικρό μας σπίτι στο Χαϊνότς (Άνω Νέα Σμύρνη) και την όμορφη αυλή μας με τα δέντρα και τα λουλούδια που ήταν μεσοτοιχία με το σπίτι των Ντερ-Γκαραμπετιάν, αγαπημένων μας γειτόνων, σχεδόν συγγενών. Ο αείμνηστος πατέρας τους Γεγισέ (προσφυγόπουλο και αυτός) μάθαινε μεγαλόφωνα στις δύο κόρες του, την Κοχάρ και την Λούσυ, το «Χάιρ Μερ» («Πάτερ Ημών») και υποχρεωτικά ακολουθούσαμε και εμείς -οι τρεις αδελφές Καλαϊτζιάν. Μια ιδιότυπη χορωδία που ξεκινούσε με το «Χάιρ Μερ», συνέχιζε με την εκμάθηση της αρμένικης αλφαβήτου και κατέληγε στα σημαντικότερα γεγονότα της αρμενικής ιστορίας των αρχαίων και νεότερων χρόνων, δοσμένα με ένα μοναδικό τρόπο, ανάκατα αλλά συνάμα σαν ένα ταξίδι στον χωρόχρονο. Ο «Κατς Βαρτάν» (Γενναίος Βαρτάν) με τον Αντρανίκ, ο «Μετζ Ντικράν» (Μέγας Ντικράν) με τον «Σασουντσί Ταβίτ» και στο τέλος πάντα να νικάμε τους Τούρκους, γιατί άλλους εχθρούς δεν είχαμε! Και έτσι ηχούσαν οι προσευχές, οι ιστορίες και τα τραγούδια στις μικρές, φτωχικές αυλές μας! Η «νενέ» μου παρακολουθούσε με ύφος θεατή της Λυρικής σκηνής και μας εμψύχωνε θαυμάζοντας το αυτοσχέδιο «ανοιχτό» σχολείο μας! Από τα κόκκαλα βγαλμένη... Θα πρέπει να ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ του ‘67 όταν η «νενέ» μου έπεσε και έσπασε τη λεκάνη και το πόδι της. Οι γιατροί ανησύχησαν αρχικά για τη ζωή της και αφού τελικά απέδειξε πως είναι εφτάψυχη, αναρωτιούνταν για το αν θα σηκωθεί και θα περπατήσει ή θα μείνει κατάκοιτη. Τα 85 της χρόνια δεν τους έδιναν και πολλές ελπίδες για ταχεία ανάρρωση! Τα ίδια φοβήθηκε και η θεία μου η Γκιούλα που ήρθε για συμπαράσταση από το Μόντρεαλ. Είδε την κατάσταση της μάνας της και έκρινε πως δε θα ξαναπερπατούσε ποτέ. Αποφάσισε λοιπόν να χαρίσει τα ρούχα, το παλτό και τα παπούτσια της γιαγιάς στους φτωχούς. Όταν λίγες μέρες μετά την πολύωρη εγχείρηση σηκώθηκε όρθια και έκανε τα πρώτα της βήματα, οι γιατροί, χαρούμενοι και συνάμα έκπληκτοι τη ρωτούσαν: «Γιαγιά τι τρως και έχεις τόσο γερή κράση και δυνατά κόκαλα; Παστουρμάδες και σουτζούκια;». Η γιαγιά μου γύρισε όρθια στο σπίτι παρέα μ’ ένα μπαστούνι που εκτός από την κανονική του χρήση ήταν και πολυεργαλείο! Για παράδειγμα, η μαμά μου τίναζε μ’ αυτό τις κουρελούδες ή μας κυνηγούσε για να μας δείρει όταν κάναμε αταξίες! Εμείς πάλι, με τη βοήθεια του μπαστουνιού κατεβάζαμε τα ώριμα σύκα από τα κλαδιά της συκιάς! Όσο για τη «νενέ», της χρησίμευε για να μας αρπάζει από τα χέρια και τα πόδια και να μας φέρνει κοντά της! Στην αυλή μας ξέμεινε και μια αναπηρική ξύλινη καρέκλα που μετατράπηκε στα παιδικά χέρια μας σε πρωτότυπο παιχνίδι! Βάζαμε τη γιαγιά -με το ζόρι πολλές φορές- να κάτσει πάνω στην καρέκλα και τη σπρώχναμε δυνατά η μία αδελφή στην άλλη! Και φώναζε η γιαγιά μου «Αμάν-αμάν», και αγρίευε η μαμά μου και μας κυνηγούσε με το μπαστούνι! Και έπειτα ήρθε ο χειμώνας. Η «νενέ» ήθελε να ντυθεί, να στολιστεί και να πάει στην κυριακάτικη λειτουργία. Έψαχνε να βρει ρούχα και παπούτσια, αλλά ήταν άφαντα. - Μπερτζουή, ρωτά τη νύφη της, που είναι τα ρούχα μου, να ντυθώ να πάω στην εκκλησία; Η μαμά μου αναγκάστηκε να βγάλει το φίδι από την τρύπα και με το μοναδικό ορθό-κοφτό της τρόπο, της απάντησε: - Η κόρη σου τα χάρισε στους φτωχούς... μη ρωτάς γιατί. - Άντε λοιπόν να μου αγοράσετε καινούρια γιατί δε σκοπεύω να «φύγω» νωρίς-νωρίς...! Και η αλήθεια είναι ότι κατάφερε και έλιωσε αρκετά ρούχα και παπούτσια μέχρι να φύγει για τόπους χλοερούς! Εμπειρίες ζωής Τα καλοκαίρια πηγαίναμε ημερήσιες εκδρομές με τα πούλμαν του «Κυανού Σταυρού»! Οι προετοιμασίες κρατούσαν μια ολόκληρη βδομάδα. Η «νενέ» και η μαμά μαγείρευαν σαρμαδάκια και μπουρεκάκια, λεχματζούν και κεφτεδάκια. Ετοίμαζαν και μπόγους με σεντόνια, κουβέρτες, κουνουπιέρες, πετσέτες, πυτζάμες, αλλαξιές και άλλα πολλά που δε τα καλοθυμάμαι αλλά στη σημερινή πραγματικότητα μάλλον ηχούν γραφικά αν όχι εξωπραγματικά! Ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί. Τα πούλμαν ξεχείλιζαν από κόσμο κάθε ηλικίας, από βρέφη και νήπια, μέχρι παππούδες και γιαγιάδες που ζούσαν τη χαρά της αντάμωσης και της επικοινωνίας! Όσο διαρκούσε το ταξίδι, τα τραγούδια, τα ποιήματα και τα ανέκδοτα δεν είχαν τελειωμό! Μόλις φτάναμε, εμείς τα παιδιά τρέχαμε στη θάλασσα. Κολυμπούσαμε, τρώγαμε, πίναμε και το μεσημεράκι, άντρες και παιδιά παίρναμε έναν υπνάκο. Ήταν η ώρα που μαμάδες και γιαγιάδες έπιναν καφέ, συζητούσαν και μετέφεραν η μία στην άλλη τα μικρά «πιπεράτα» κουτσομπολιά της αρμένικης παροικίας! Η «νενέ» μου είχε πάντα γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα, ποτέ δεν κολυμπούσε, ούτε καν έβρεχε τα πόδια της ούτε και έτρωγε ποτέ της ψάρια ή θαλασσινά. Αρχές του 1970, σε μία από τις εκδρομές στο Σχοινιά, παρατήρησα πως η «νενέ» μου είχε πάντα γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα. Πότε δεν την αγνάντευε, ποτέ δεν κολυμπούσε, ούτε καν έβρεχε τα πόδια της στα ρηχά όπως όλες οι άλλες γιαγιάδες, ούτε και έτρωγε ποτέ της ψάρια ή θαλασσινά. Τη ρώτησα λοιπόν με περιέργεια και παιδική αφέλεια «γιατί»; Η απάντησή της ήρθε ήρεμα και σχεδόν απολογητικά: -Εγώ δεν αγαπώ τη θάλασσα γιατί μου θυμίζει την εικόνα του φλεγόμενου λιμανιού, τα αδικοχαμένα μου παιδιά, τον παππού σας και τόσα άλλα που στοιχειώνουν το νου μου χρόνια τώρα! Εγώ έχω μαλώσει με τη θάλασσα, αλλά εσύ, πρόσεξε καλά τι θα σου πω, θέλω να ζήσεις φυσιολογικά χωρίς αυτό το βαρύ φορτίο θλίψης και πένθους στους ώμους σου. Εγώ, πένθησα, έκλαψα, μαυροφορέθηκα για να τιμήσω τους νεκρούς μου και έτσι θα συνεχίσω μέχρι τέλους για να μη χρειαστεί ποτέ εσείς να θρηνήσετε και να δυστυχήσετε. Εγώ πλήρωσα το χρέος όλων μας και από σας θέλω να γελάτε, να τραγουδάτε, να γλεντάτε, μόνο να μη ξεχνάτε την αρμένικη καταγωγή μας, τη θρησκεία και τη γλώσσα μας. Να τιμάτε με τις πράξεις και τη στάση σας τον εαυτό σας αλλά και τη μνήμη των νεκρών μας! Πως θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω τα λόγια της, αυτό το συμπυκνωμένο μάθημα ζωής που μου αφιέρωσε η «νενέ» μου εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στην παραλία του Σχοινιά; Μόνο να την ευχαριστήσω μπορώ που παρά τις τραυματικές της εμπειρίες, παρ’ όλα τα προηγούμενα που είχε με τη θάλασσα, δε μας μετέδωσε τα αρνητικά της βιώματα και μας έκανε να αγαπήσουμε τη θάλασσα που της πήρε αυτούς που αγαπούσε... Οι φιλίες της γιαγιάς και το κέρασμα! Η «νενέ» μου είχε και έναν κοινωνικό περίγυρο, μια πιστή «αυλή» από φίλες και φίλους που την τιμούσαν τακτικά με τις επισκέψεις τους. Δεν μπορώ να μην αναφέρω -τουλάχιστον όσους θυμάμαι: τον αξιομακάριστο αρχιεπίσκοπο Σαχάκ Αϊβαζιάν, τους «αξέχαστους» Λεβόν Καγιάν, Κρικόρ Γεωργαντζιάν, τη Μακρουή Τσακιριάν, την οικογένεια Μαρντικιάν... Όλοι τους της φέρονταν με αγάπη και εκτίμηση. Οι άνδρες, θυμάμαι, πολλές φορές της φιλούσαν το χέρι ως ένδειξη σεβασμού. Έπιναν τον καφέ τους, γλύκαιναν το στόμα τους με γλυκό του κουταλιού και χαλβά. Ακόμα, μιλούσαν για τις μακρινές πατρίδες τους και μνημόνευαν τους νεκρούς. Τέλος, αφού αντάλλασαν ειδήσεις σχετικά με την παροικία, το σχολείο μας, την εκκλησία του Αγίου Γκαραμπέτ -πήρε χρόνους σαν το γιοφύρι της Άρτας για να ξαναχτιστεί, κανόνιζαν την επόμενη συνάντησή τους! Μια ακόμη ιστορία απ’ αυτές τις συναντήσεις, που τη θυμόμαστε και γελάμε ακόμα, είναι όταν η Μακρουή Τσακιριάν έτυχε να έρθει μια φορά στο σπίτι μας ακάλεστη! Βρήκε τη γιαγιά μου απροετοίμαστη γιατί δεν είχε πολλά να την κεράσει. Αφού λοιπόν ήπιαν ένα σκέτο καφεδάκι-τι ντροπή!- και είπαν τα δικά τους, κίνησε να φύγει για το «μακρινό» τότε Καρέα που στη δεκαετία του ‘70 θα ήταν και δύο ώρες δρόμος ταλαιπωρίας με το λεωφορείο. Τότε, η «νενέ» μου άνοιξε το ψυγείο και βρήκε ένα σακουλάκι γεμάτο με κύβους τυλιγμένους με ασημόχαρτο. Νομίζοντας ότι είναι σοκολατάκια, τα γέμισε στην τσέπη της φίλης της για να της γλυκάνουν το στόμα στο δρόμο της επιστροφής. Όπως και θα γινόταν, αν τα ασημένια κυβάκια δεν ήταν ζωμός κότας, που η «νενέ» μου αγνοούσε την ύπαρξή τους! Το απόγευμα, η Μακρουή μας τηλεφώνησε και γελώντας μας εξιστόρησε ότι αφού δοκίμασε ένα κύβο στο λεωφορείο κα αναγούλιασε, έλυσε το πρόβλημα της ημέρας γιατί μαγείρεψε ένα νοστιμότατο «μπλγουρέ πιλάφ» χρησιμοποιώντας τους κύβους, κέρασμα της φίλης της! Επίσης, αυτό που θυμάμαι μέχρι τώρα, είναι η περιέργεια της να μάθει την αξία ενός κιλού ζάχαρης σε δραχμές! Αργότερα κατάλαβα ότι ως κόρη εμπόρων, σύζυγος ζαχαροπλάστη, και μητέρα παντοπώλη η τιμή της ζάχαρης ήταν γι’ αυτήν οικονομικός δείκτης. Όταν η τιμή της ζάχαρης ήταν σταθερή, ήταν ήσυχη. Όταν της έλεγαν ότι ανέβηκε, ανησυχούσε και ρωτούσε τον πατέρα μου για τις οικονομικές εξελίξεις στην αγορά! Δεν είχε ανάγκη από το δείκτη χρηματιστηρίου η «νενέ» μου, είχε τον δικό της προσωπικό δείκτη! Μια γιαγιά που δεν έλεγε ποτέ «οχι» Μια λέξη απουσίαζε από το λεξιλόγιο της γιαγιάς μου: το «ΟΧΙ». Ό,τι και αν της έλεγα, ό,τι και αν της ζητούσα, όσο παράλογο και αν ήταν αυτό, η απάντηση ήταν πάντα «ΝΑΙ»! Ήθελα γλυκό; Σιγά το σπουδαίο! Σε λίγο μοσχομύριζε ο χαλβάς σε όλο το σπίτι! Τα βάζα με τα λογής-λογής γλυκά του κουταλιού κατέβαιναν από τα ράφια αμέσως! Τα μόνα «ζαχαρωτά» που έκρυβε επιμελώς και μετά μανίας ήταν τα σοκολατάκια. Κάθε τόσο, έβρισκε νέες κρυψώνες, δημιουργούσε μυστικές κρύπτες που διέγειραν τη φαντασία μου και μ’ έκαναν να ψάχνω με τις ώρες να τα ανακαλύψω. Ως εκ θαύματος τα έβρισκα! Πότε μέσα στο φούρνο, πότε μέσα στο βάζο με τα φασόλια, πότε στη λεκάνη με τα μανταλάκια ... Και όλα αυτά ξέρετε γιατί; Επειδή, όταν ερχόταν ο αρμένιος ιερέας στο σπίτι για αγιασμό, το σπιτικό λικέρ έπρεπε να συνοδεύεται οπωσδήποτε με σοκολατάκια (άλλα τα έθιμα της νοικοκυράς τότε!). Αξέχαστη θα μου μείνει η επίσκεψη του αξιομνημόνευτου Ντερ Κεγάρτ (του στοργικού και αγαπημένου ποιμένα της παροικίας μας) που μετά τον αγιασμό, ήπιε το λικέρ βύσσινο και ξετυλίγοντας ένα σοκολατάκι βρήκε αντ’ αυτού μια πετρούλα και στο επόμενο ακόμα μία! Γέλασε με την καρδιά του και είπε: - Μη μου στεναχωριέσαι Σρπουή «ντουντού», έχω και εγώ δύο «καλά» παιδιά στο σπίτι και καταλαβαίνω... Ξαναγέλασε και μου έριξε μια «χαϊδευτικά» στο κεφάλι με το χρυσό σταυρό που κρατούσε στο χέρι! Και «νενέ» και φίλη Η «νενέ» μου ήταν η καλύτερή μου φίλη και η πιο πιστή σύντροφος στα παιχνίδια. Ήθελα να παίξω την κομμώτρια; Καθόταν υπομονετικά να της τυλίξω τα μακριά άσπρα της μαλλιά με τα ξύλινα μανταλάκια της μπουγάδας και μετά να τη χτενίσω μέχρι που τα χέρια μου να γεμίσουν από τα μαλλιά που της τραβούσα! Ήθελα να παίξω τη νοσοκόμα; Κατάπινε καρτερικά τα κουκούτσια από πεπόνι και καρπούζι αμάσητα, σαν χάπια. Καθόταν και την τρυπούσα με φουρκέτες και με τσιμπιδάκια αντί για ένεση και με ευχαριστούσε κιόλας γιατί είχα ελαφρύ χέρι! Ίσως σ’ αυτές τις πρωτότυπες θεραπείες μου να βρισκόταν και το μυστικό της μακροζωίας της που έψαχναν οι γιατροί του Ευαγγελισμού! Όταν έμαθα να παίζω χαρτιά, καθόμασταν η μια απέναντι στην άλλη και χαρτοπαίζαμε μετά μανίας. Εκείνη ήθελε να κερδίζει, εγώ δεν ήθελα να χάνω και γι’ αυτό έκρυβα τα καλά χαρτιά και τους μπαλαντέρ. Συχνά-πυκνά τσακωνόμασταν γιατί ανακάλυπτε τις ζαβολιές μου! Στα πρώτα μου μαθητικά χρόνια, ήθελα να παίζω τη δασκάλα και τιμωρούσα αυστηρά την «άτακτη» μαθήτριά μου, που με περισσή υπομονή άντεχε ακόμα και τη φοβέρα του «χάρακα», απαραίτητο σύνεργο των δασκάλων της εποχής! Μέχρι που αγανακτούσε η μάνα μου μ’ αυτά μου τα καμώματα και αγρίευε και έτρεχε να με δείρει. Ακόμα και τότε, η «νενέ» μου άπλωνε τα χέρια της μπροστά μου σαν ασπίδα και την παρακαλούσε : «Μπανά βουρ ανάμ, μπανά-μπανά...» (εμένα χτύπα, εμένα, όχι το παιδί!). Έτσι γλύτωνα με κάνα δύο ξώφαλτσες σφαλιάρες! Θυμάμαι σαν και τώρα που καθόμασταν στο κατώφλι του σπιτιού μας στην Άνω Νέα Σμύρνη (Χαϊνότς) και χαζεύαμε τα παιδιά του δρόμου να παίζουν. Για μένα αυτό ήταν απαγορευμένο, γιατί σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες της γιαγιάς μου, στην «ευγενή» αρμενική καταγωγή μας δεν άρμοζαν παιχνίδια και λεξιλόγιο παιδιών του δρόμου... Ώσπου μια μέρα, ένα γειτονόπουλο, ο Δημητράκης, μασουλώντας ένα αγγούρι με έκανε να ζηλέψω. Η «νενέ» μου σηκώθηκε όρθια, είδε ότι δεν είχαμε αγγούρια στο σπίτι, άκουσε τα κλάματά μου και ξεκίνησε απτόητη, παρά τα 80 της χρόνια, με τα πόδια, μέχρι την πλατεία της Νέας Σμύρνης. Βρήκε μανάβικο και μου αγόρασε ένα μεγάλο αγγούρι. Σχεδόν τρέχοντας γύρισε στο σπίτι κρατώντας το ψηλά σαν τρόπαιο και φωνάζοντας: «Δημητράκη, τώρα και το Σέτα έχει αγγούρι!» αποκαθιστώντας έτσι τη χαμένη μου αξιοπρέπεια! Οι οδοκαθαριστές απέφευγαν να περνούν από το δρομάκι της οδού Βασιλέως Γεωργίου 5 (νυν Σπύρου Αλεβίζου) νωρίς το πρωί και 2 με 5 το μεσημέρι διότι «το παιδί κοιμάται είναι», φώναζε η γιαγιά μου και τους έδιωχνε για να μη ξυπνήσω, για να μη με ενοχλήσει ούτε το καμπανάκι του δήμου! Νέα τάξη πραγμάτων Όπως όλα τα καλά πράγματα, έτσι και η βασιλεία της γιαγιάς μου έλαβε τέλος το Πάσχα του 1970, όταν ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι ένα μαύρο κουτί με ασπρόμαυρη οθόνη! Αποκτήσαμε δηλαδή την πρώτη μας τηλεόραση και λίγους μήνες αργότερα τηλέφωνο! Εγώ με ενθουσιασμό νεοφώτιστης παρακολουθούσα με μάτια καρφωμένα την οθόνη, ενώ η γιαγιά μου μάταια προσπαθούσε να μου τραβήξει την προσοχή με καινούριες πιο αστείες ιστορίες. Μόνο που η άνιση ζυγαριά έγερνε προς το μέρος της τηλεόρασης που είχε καταλάβει σε σύντομο χρονικό διάστημα πρωτεύοντα ρόλο στο σπιτικό μας. Αργότερα, οι δύο άσπονδοι εχθροί τα βρήκαν μεταξύ τους και συμφιλιώθηκαν, αφού η γιαγιά μου αποδέχτηκε την ήττα της. Και οι συνήθειες άλλαξαν: κάθε απόγευμα ντυνόταν, χτενιζόταν και καθόταν απέναντι από τη μικρή οθόνη και με παρότρυνε ν’ αλλάξω και εγώ και να χτενιστώ! Φρόντιζε επίσης το σπίτι να είναι τακτοποιημένο γιατί νόμιζε πως οι παρουσιαστές μας έβλεπαν και αυτοί από το στούντιο! Έπρεπε λοιπόν να είμαστε «comme il faut» (καθώς πρέπει) που λένε και οι γάλλοι! Είχε και τις προτιμήσεις της. Φανατική τηλεθεάτρια του Φρέντυ Γερμανού και του Νίκου Μαστοράκη διότι ήταν καλοντυμένοι, είχαν σωστή άρθρωση και μιλούσαν αργά. Άρα μπορούσε να τους καταλάβει. Θανάσιμος και ανίκητος εχθρός της παρέμεινε μέχρι τέλους το τηλέφωνο! Απορούσε με τους ατελείωτους μονολόγους μας και κολλούσε το αυτί της στο καλώδιο μήπως και ακούσει τι έλεγε ο συνομιλητής. Ζήλευε που αφιερώναμε τόσο χρόνο συζητώντας με ένα «ξερό» ακουστικό και δεν καθόμασταν όπως παλιά να χουχουλιάζουμε παρέα, άλλες φορές με το κεφάλι μου στα γόνατά της, άλλες με το σκαμνάκι μου μπρος τα πόδια της, άλλες ξαπλωμένη στο κρεβάτι της... Ένα κρύο πρωινό του Φλεβάρη του 1980, η «νενέ» αφού ήπιε τον καφέ της ζεστό-ζεστό από τα χεράκια της μαμάς μου, μας άφησε χρόνους. Εγώ πλέον είχα σχεδόν ενηλικιωθεί και η ίδια είχε επιτελέσει και την τελευταία της αποστολή με ζήλο. Με μεγάλωσε, με νανούρισε, με κανάκεψε, με ανάθρεψε όπως αυτή ήξερε. Και μετά, έφυγε ... Αναρωτιέμαι πως θα ήταν αν ζούσε ακόμα το 2012. Πώς θα τα έβγαζε πέρα με τους νέους εχθρούς: ασύρματα, κινητά, διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τόσα άλλα που κι’ εγώ ακόμα δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω. Κάποιον τρόπο θα έβρισκε η «νενέ» μου, πάντα τον έβρισκε! Επίλογος Στη διήγηση αυτή μην κάνετε τον κό-πο να αναζητήσετε ιστορικές ή χωροχρονικές αλήθειες. Αναφέρομαι σε όσα η μνήμη μου επιλεκτικά έχει καταγράψει και πολύ πιθανόν ωραιοποιήσει. Όσα έζησα, επί 17 συναπτά χρόνια με τη «νενέ» μου, σίγουρα δε χωράνε σε αυτές τις λίγες σελίδες. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι αφιέρωσε σε μένα ψυχή και σώμα, ξοδεύοντας και τις τελευταίες σταγόνες της ικμάδας της για να με μεγαλώσει, σημαδεύοντας με την παρουσία της τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Και να που τώρα, 30 χρόνια αργότερα, σε μια στιγμή της ζωής μου που «τίποτα δεν έχει αλλάξει, μα τίποτα δεν είναι όπως παλιά», βρήκε τον τρόπο να μου συμπαρασταθεί, να γεμίσει με την ανάμνησή της τις πρώτες μου ελεύθερες από εργασία ώρες, να με συντροφεύσει και να με διασκεδάσει. Σε αυτό το πρώτο «συν-γραφικό» ταξίδι, έμαθα ότι τίποτα δεν πεθαίνει όταν μπορείς να το ανακαλέσεις μέσα σου, ούτε οι πατρίδες, ούτε οι άνθρωποι, ούτε η ελπίδα ... Επί του πιεστηρίου Αυτή η διήγηση έφτασε στο τέλος της τα Χριστούγεννα του 2012, συνάμα, έφυγε από τη ζωή και ο πατέρας μου Βρεζ Καλαϊτζιάν. Αν υπάρχει παράδεισος όπως τον φαντάζομαι, όλοι θα είναι εκεί: η «νενέ» μου, ο παππούς μου, τα αδέρφια του, οι φίλοι του. Θα είναι ζεστά και φωτεινά και θα βρει την αιώνια ανάπαυση μέσα στις αγκαλιές τους! ΑΝ ... ΜΑΚΑΡΙ ...
|