Ο Ξεριζωμός της Κιλικίας Σις-Σμύρνη-Κοκκινιά |
Μαρτυρία: Ασαντούρ Εμπεγιάν Oκτώβριός - Δεκέμβριός 2012 τεύχος 75
Όλα όσα σας γράφω μας τα διηγείτο η μητέρα μου και όλοι εκείνοι που έζησαν τη γενοκτονία και τους διωγμούς. Αυτά που έζησαν σφράγισαν για πάντα τη ζωή τους και τη ζωή μας. Ξεριζωμός, κούραση, πείνα, δίψα, πένθος και κυρίως φόβος. Μα ορθοποδήσαμε και προκόψαμε, όπως όλοι οι Μικρασιάτες, παρά τις θλιβερές μας εμπειρίες
Στο δρόμο της προσφυγιάς
Η οικογένειά μου κατάγεται από την πόλη Σις (Κοζάν), άλλοτε πρωτεύουσα της Κιλικίας στη Μικρά Ασία. Εκεί έδρευε το Αρμενικό Πατριαρχείο όπου κάθε επτά χρόνια παρασκευαζόταν το Άγιο Μύρο. Κατά τα τέλη του 1921 υπογράφηκε η συμφωνία της Άγκυρας μεταξύ του Κεμάλ Ατατούρκ,των Άγγλων και Γάλλων. Με τη συμφωνία αυτή παραδόθηκε η Κιλικία στους κεμαλικούς και εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους όλοι οι Αρμένιοι και εν γένει οι χριστιανοί της Κιλικίας. Όσοι αρνούνταν να φύγουν, εκτελούνταν. Όλοι ήταν τρομοκρατημένοι. Τούρκοι και Κούρδοι άρπαζαν τα κορίτσια, τα χτυπούσαν ή τα βίαζαν. Όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, τους χτυπούσαν και τους σκότωναν στους δρόμους. Κατά τον διωγμό, περπατούσαν μαζί η μητέρα μου Μαξίμ, οι τρεις μεγάλες μου αδερφές, Αλίς, Αζαντουή και Λουσατζίν, η γιαγιά μου από τον πατέρα μου Γεγισαπέτ, ο θείος Ασαντούρ, αδερφός του πατέρα μου, η γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά Σέρκο και Λουσατζίν. Ο πατέρας μου Αρσέν δεν ήταν μαζί, τον είχαν συλλάβει νωρίτερα οι Τούρκοι. Ήταν κουρέας, μιλούσε κι έγραφε πολύ καλά αγγλικά (ήταν μορφωμένος άνθρωπος) και ευτυχώς οι Άγγλοι τον πήραν από τους Τούρκους ως κουρέα κι έμεινε με αυτούς, χωρίς όμως να μπορεί να έχει επικοινωνία με την υπόλοιπη οικογένεια. Τη μητέρα μου την είχαν ντύσει με ένα παλιό φαρδύ φόρεμα, σαν γριά, και τα τρία της παιδιά τα είχε συνεχώς κρυμμένα κάτω από τη φούστα της, δασκαλεύοντάς τα πως ό,τι κι αν γίνει να μη βγάλουν άχνα. Περπατούσαν μερόνυχτα, τις νύχτες περνούσαν πάνω από πτώματα πεσμένα στο διάβα τους, διότι δεν έβλεπαν τίποτε μέσα στο σκοτάδι. Την ημέρα ο ήλιος έκαιγε και τη νύχτα το αγιάζι ήταν ανυπόφορο. Κάποια στιγμή, η γιαγιά μου είχε καθίσει σε ένα βραχάκι. Τότε, έφτασαν Τούρκοι και Κούρδοι στρατιώτες. Ο θείος μου Ασαντούρ ζαλιζόταν και πονούσε φριχτά το κεφάλι του: “αχ, το κεφάλι μου” παραπονιόταν. Τον άκουσαν οι Κούρδοι και τον χτύπησαν πολύ δυνατά με τα όπλα τους και εκείνος έπεσε κάτω. Η γιαγιά μου χτυπούσε τα γόνατά της λέγοντας: “αχ ο γιος μου!” (βαχ ογλούμ!). Τότε, ο Τούρκος αξιωματικός κατεβαίνει από το άλογό του, βγάζει το σπαθί του, αποκεφαλίζει τον Ασαντούρ και πετάει το κεφάλι στη γιαγιά μου, λέγοντας: “Πάρε τον γιο σου, γκιαούρισσα!” (Αλ ογλουνού γκιαούρ!). Τα παιδιά του, που είδαν όλη τη σκηνή, αγκάλιασαν σφιχτά τη μάνα τους κι άρχισαν να φωνάζουν “μαμά, μαμά...”. Δυστυχώς έτσι αποκαλύφθηκαν, κι αμέσως οι Κούρδοι έπεσαν πάνω τους, άρπαξαν μάνα και παιδιά και έφυγαν. Η σκηνή αυτή ήταν ό,τι πιο φριχτό κι απάνθρωπο είχαν ζήσει οι δικοί μου κι όσοι ήταν μάρτυρες εκεί. Η μητέρα μου πήγε κοντά στη γιαγιά μου που θρηνούσε απαρηγόρητη: “Έχασα τον ένα μου γιο (δεν γνώριζε τι είχε απογίνει ο πατέρας μου) και σκότωσαν τον άλλο μου γιο μπροστά στα μάτια μου...” Έπρεπε όμως αμέσως να συνεχίσουν το δρόμο προς το άγνωστο, με συνάνθρωπους που οι περισσότεροι είχαν υποστεί ανάλογες κακοποιήσεις. Ήταν πολύ δύσκολο. Η γιαγιά μου χάθηκε τελικά μέσα στο πλήθος. Η μητέρα μου μάταια την έψαχνε, δεν ήξερε τι να κάνει. Έμαθε μετά ότι είχε δώσει τέλος στη ζωή της. Φωνάζοντας “τους έχασα όλους, δεν τη θέλω τη ζωή!”, έπεσε από ένα ψηλό βράχο. Κατά την πορεία, όταν περνούσαν από τα χωριά, κάποιες γυναίκες με μαντίλα (μουσουλμάνες) ορμούσαν καταπάνω τους και τραβούσαν τα σκουλαρίκια τους, λέγοντας: “γκιαούρισσα, δώστα μου αυτά”. Πολλές γυναίκες είχαν γι’ αυτό το λόγο τα αυτιά τους σχισμένα και αντίστοιχα οι άνδρες το δάκτυλό τους κομμένο επειδή φορούσαν δακτυλίδι. Θυμάμαι μια γυναίκα που δεν γελούσε ποτέ. Ήταν πολύ καλή κι ευγενική, μα τι να το κάνεις, είχαν σκοτώσει τον άντρα και τους γονείς της μπροστά στα μάτια της και είχαν αρπάξει το μωρό από την αγκαλιά της. Και πόσες άλλες περιπτώσεις και χειρότερες ακόμα. Η μητέρα μου έφυγε από τη ζωή το 1984 και μέχρι τότε ξυπνούσε κάθε βράδυ στον ύπνο της τρομαγμένη και φώναζε: “...έρχονται, έρχονται οι Κούρδοι!” καμιά φορά έλεγε και “...οι Τούρκοι!”. Εμείς ξυπνούσαμε και την καθησυχάζαμε. Μετά από ταλαιπωρία μηνών έφτασαν στη θάλασσα, στοιβάχτηκαν σε ένα καράβι και σάλπαραν (μάλλον από το λιμάνι της Ταρσού, Νταρσόν το έλεγαν). Από κει, σε όποιο λιμάνι κι αν σίμωναν, κανένα κράτος δεν τους δεχόταν. Η Μεσόγειος έμοιαζε με αφιλόξενη έρημο.... Ταξίδευαν μήνες και πάνω στο πλοίο κυριαρχούσε μόνο θλίψη, αβεβαιότητα και πείνα. Σ’ αυτό το καράβι και σ’ αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε η Μαρίκα Νίνου (Ευαγγελία Αταμιάν)! Το καράβι τελικά έπιασε στη Σμύρνη. Κατέβηκαν όλοι, μα η καταστροφή δεν άργησε να φτάσει κι εκεί. Το Σεπτέμβρη του 1922 οι ορδές του Κεμάλ σκότωναν αλόγιστα στο διάβα τους. Φόβος, αρπαγές και πολλά που δεν μπορώ να τα περιγράψω. Κατά την καταστροφή της Σμύρνης οι δικοί μας κατάφεραν και μπήκαν σε ένα καράβι που τους πέρασε απέναντι στη Μυτιλήνη. Εκεί έμειναν σε τσαντίρια για κάμποσο καιρό και μετά τους μετέφεραν στον Πειραιά, στην Κοκκινιά.
Η ζωή στην Ελλάδα
Στο μεταξύ, οι Άγγλοι μετά από λίγο καιρό άφησαν ελεύθερο τον πατέρα μου, ο οποίος ήρθε στον Πειραιά και βρήκε την οικογένειά του. Εδώ στην Ελλάδα γεννήθηκε πρώτα ο αδερφός μου Χαρουτιούν (οι γείτονες τον έλεγαν Ανέστο ή Τάσο) και στη συνέχεια εγώ. Πήγαμε στο εθνικό αρμενικό σχολείο που ήταν δίπλα στον Άγιο Ιάκωβο (Σουρπ Αγκόπ), την αρμενική εκκλησία της Κοκκινιάς. Στο ίδιο σχολείο μαθήτευσε και η Ευαγγελία Αταμιάν η οποία κάθε Κυριακή έψελνε στην εκκλησία μας. Ο πατέρας μου έστειλε τον αδερφό μου στην Εμπορική Σχολή, όταν τέλειωσε το δημοτικό, διότι ήταν άριστος μαθητής. Ύστερα από μερικά χρόνια όμως, το 1937, τον πήρε απ’ τη σχολή διότι ήταν η εποχή της Ε.Ο.Ν.*, οπότε έπρεπε να ενταχθούν όλοι οι μαθητές σ’ αυτήν και ο πατέρας μου δεν συμφωνούσε. Έτσι ο Χαρουτιούν δεν συνέχισε τις σπουδές του, αλλά άρχισε να βοηθάει τον πατέρα μου στο κουρείο. Όλοι στην οικογένεια εργαζόμασταν πολύ σκληρά για να βγάλουμε το ψωμί μας. Στο σπίτι η μητέρα μου, οι αδερφές μου κι εγώ δουλεύαμε μέρα νύχτα φόδια (κορδελιάστρες). Ο πατέρας μου είχε ανοίξει κουρείο στην οδό Ψαρών 4 και Κονδύλη (σήμερα οδός 7ης Μαρτίου 1944), στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια). Με τον αδερφό μου βοηθούσαμε και τον πατέρα μας, όσο μπορούσαμε. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ερχόταν καμιά φορά και κουρευόταν στο μαγαζί μας. Τον είχα συναντήσει αρκετές φορές τότε, θα ‘μουν κοντά 8 ετών, δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα όταν τα άλλα παιδιά στη γειτονιά έλεγαν “Αυτός είναι ο Μάρκος!”, εγώ κάποια φορά ρώτησα “Ποιος είναι ο Μάρκος;” τότε έμαθα πως “...ο Μάρκος παίζει μπουζούκι και λέει χασικλίδικα τραγούδια...”, μα πάλι δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο αδερφός μου με τους φίλους του μιλούσαν συχνά για τον Μάρκο, μέχρι που ο Χαρουτιούν έμαθε να παίζει πολύ καλά μπουζούκι. Είχε αγοράσει ένα από τον Λευτέρη (ήταν καλός μπουζουξής ο Λευτεράκης, με βραχνή φωνή και έπαιζε με τον Μάρκο). Το πρώτο τραγούδι που είχε μάθει ο αδερφός μου ήταν το “Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια” και μετά το “Μπουζούκι μου διπλόχορδο”. Ο Μάρκος του είχε μάθει αρκετά. Επίσης, του είχε διηγηθεί πολλά από τη ζωή του. Το τραγούδι “Γκελ-γκελ καϊκτσί” του Χατζηχρήστου είναι ένα τραγούδι από την αρμενική οπερέτα “Ο Στραγαλάς - Λεμπλεμπιτζί Χορ Χορ Αγά”, που είχε γράψει το 1876 ο Τσουχατζιάν. Το έργο αυτό είχε πλατιά απήχηση και άρεσε πολύ. Το 1938-39 στον κινηματογράφο “Κρυ-στάλ” (σήμερα Κοκκινιώτισσα) στην οδό Κονδύλη στην Κοκκινιά, Αρμένιοι ηθοποιοί έδιναν παραστάσεις αυτής της οπερέτας, στην τουρκική γλώσσα, με μεγάλη επιτυχία. Το 1960 ένας σύλλογος Αρμενίων της Θεσσαλονίκης έδωσε μια μοναδική παράσταση του έργου αυτού στο θέατρο “Κεντρικόν” στην Αθήνα, στα αρμενικά. Στη Γερμανική κατοχή, στις 17 Αυγούστου 1944, έπιασαν τον αδερφό μου στο μπλόκο της Κοκκινιάς και τον μετέφεραν στο Χαϊδάρι. Όταν αποχώρησαν οι Γερμανοί, όλοι οι κρατούμενοι ελευθερώθηκαν. Την περίοδο του εμφυλίου όμως, τους συλλάβανε και πάλι. Τον Χαρουτιούν τον κράτησαν αρχικά στις φυλακές Κάστορος στον Πειραιά, μετά από μερικούς μήνες τον πήγαν στην Αίγινα, όπου έμεινε μερικά χρόνια, κατόπιν στα Γιούρα και τέλος στη Μακρόνησο. Τους βασάνισαν πολύ. Τα ελάχιστα λεφτά που βγάζαμε τα δίναμε σε δικηγόρους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή βρήκα έναν πολύ καλό δικηγόρο, τον Θεόδωρο Μπαγλανέα. Ο άνθρωπος αυτός, χωρίς να μου ζητήσει χρήματα, έκανε τα πάντα και κατάφερε τελικά να τον βγάλει από τη φυλακή το 1955 (είχε καταδικαστεί από το στρατοδικείο σε 20 χρόνια φυλάκιση). Τον Θεόδωρο Μπαγλανέα τον θυμόμαστε πάντα με ευγνωμοσύνη. Το Σεπτέμβριο του 1956, εκτόπισαν και πάλι τον αδερφό μου, αυτή τη φορά στη Μάνη. Η εκτόπιση ήταν επ’ αόριστον και γι’ αυτό έπρεπε να παρουσιάζεται κάθε μέρα στο αστυνομικό τμήμα της Μάνης. Και πάλι ο δικηγόρος αυτός έκανε το παν και 6 μήνες αργότερα κατάφερε να τον απαλλάξει. Όμως, ο αδερφός μου είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ, που αρρώστησε βαριά και μερικά χρόνια αργότερα πέθανε. *Ε.Ο.Ν. (Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας): Οργάνωση νέων που ιδρύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά με σκοπό να διαμορφώσει τους νέους σε πατριώτες και υποστηρικτές του καθεστώτος. Οι νέοι ήταν υποχρεωμένοι να χαιρετούν όπως οι ναζί.
O Ασαντούρ Εμπεγιάν για την Μαρίκα Νίνου Η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε γνωστή με το καλλιτεχνικό όνομα Μαρίκα Νίνου. Το πλοίο που μετέφερε τους ξεριζωμένους Αρμένιους της Κιλικίας, το 1922, ταξίδευε επί μήνες και κανένα λιμάνι δεν τους δεχόταν. Κάποια στιγμή ακούστηκε το κλάμα ενός νεογέννητου μωρού. Ύστερα από τόσες δυστυχίες αυτό ήταν το μόνο χαρμόσυνο γεγονός. Το μωρό, ένα κοριτσάκι, βαφτίστηκε στο πλοίο από έναν αρμένιο ιερέα. Ο ίδιος ο καπετάνιος ζήτησε να γίνει νονός του μωρού και επειδή το πλοίο του λεγόταν Ευαγγελίστρια, έδωσε στο μωρό το όνομα Ευαγγελία. Έτσι γεννήθηκε η Ευαγγελία Αταμιάν, η γνωστή σε όλους Μαρίκα Νίνου. Το πλοίο έδεσε τελικά στη Σμύρνη λίγο πριν τη μεγάλη καταστροφή. Η μητέρα της ήταν από την πόλη Σις της Κιλικίας, ενώ ο πατέρας της, Χάικ Αταμιάν, από την Καισάρεια, ήταν ωρολογοποιός (“σααττζί Χάικ” τον ήξεραν όλοι). Ο Χάικ Αταμιάν σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά την καταστροφή της Σμύρνης. Η Ευαγγελία Αταμιάν εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά. Μαθήτευσε στο αρμενικό σχολείο και ήταν πολύ καλή μαθήτρια, αγαπητή σε όλους. Ο δάσκαλός μας κάποια στιγμή όταν κατάλαβε πόσο καλά τραγουδούσε, της έμαθε να παίζει μαντολίνο (όλα τα κορίτσια στο σχολείο μας μάθαιναν τότε μαντολίνο και κέντημα) και πολλά αρμενικά τραγούδια. Η Ευαγγελία έψελνε από μικρή στον Άγιο Ιάκωβο (Σουρπ Αγκόπ) της Κοκκινιάς. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη τραγουδούσε το τροπάρι και γέμιζε η εκκλησία από κόσμο που ερχόταν να την ακούσει. Είχε θεϊκή φωνή. Από το Σις ήταν και ο Αρίς Απαρτιάν, πατέρας του ηθοποιού Άρτο Απαρτιάν, που έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή. Ήταν αξιοπρεπής οικογένεια. Το 1921, πριν από τον διωγμό της Κιλικίας, οι Τούρκοι κρέμασαν τον παππού του Άρτο, τον ιερέα και πολλούς άλλους, κοντά στο Σις. Ο Αρίς ήταν οργανοποιός στην οδό Ρετσίνα και Κάστορος, στον Πειραιά. Θυμάμαι αμέσως μετά τον γάμο του, στις 18 Δεκεμβρίου 1955, μια παρέα φίλων πήγαμε στο κέντρο διασκέδασης “Τζίμης ο Χοντρός” στην οδό Αχαρνών, όπου τραγουδούσε η Μαρίκα Νίνου με τον Τσιτσάνη και την Μαργαρώνη.
Σας δηλώνω πως ότι έγραψα είναι πραγματικά γεγονότα Με τιμή, σεβασμό και υπόληψη Εμπεγιάν Αλέν Ασαντούρ
Την μαρτυρία του Ασαντούρ Αλέν Εμπεγιάν επιμελήθηκε η Κουήν Μινασιάν. |