Σε μια ζωή χωράνε πολλές ζωές... Εκτύπωση E-mail

Της Κουήν Μινασιάν

Απρίλιος-Ιούνιος 2012 Τεύχος 73

 


...ε­μείς οι γυ­ναί­κες έ­χου­με πολ­λά να προ­σφέ­ρου­με στην κοι­νω­νί­α, αρ­κεί να εί­μα­στε ε­λεύ­θε­ρες, δυ­να­μι­κές, κυ­ρί­ες του ε­αυ­τού μας κι ό­χι έρ­μαια της α­πό­φα­σης άλ­λων… μό­χθη­σα για αυ­τά τα ι­δα­νι­κά, πά­λε­ψα ε­νά­ντια στη δαι­μο­νοποί­η­ση… βλέ­πεις, κά­πως έρ­χο­νται τα πρά­γμα­τα, τώ­ρα πια το ξέ­ρω: σε μια ζω­ή χωρά­νε πολ­λές ζω­ές...

 

 

Με λέ­νε Μα­νου­κιάν Βα­λε­ντί­να του Σαχέν. Γεν­νή­θη­κα το 1951 στην ε­ξο­ρί­α της Σι­βη­ρί­ας, στο χω­ριό Λου­γκα­βό­ι της ε­παρ­χί­ας Ζνα­μέν­σκι, του νο­μού Αλ­τά­ι­σκι.


…οι ρί­ζες μου…

Η μη­τέ­ρα μου, Χα­σμίκ Μι­κιρ­τσιάν του Γε­ρέμ, γεν­νή­θη­κε στην Κι­λι­κί­α το 1914. Ό­λη της η οι­κο­γέ­νεια, γο­νείς, α­δέρ­φια, παππού­δες και για­γιά­δες δο­λο­φο­νή­θη­καν κα­τά τη διάρ­κεια της γε­νο­κτο­νί­ας. Οι α­δερ­φοί του πα­τέ­ρα της, Χα­τσα­ντούρ και Α­βε­ντίς, γλί­τω­σαν και βρή­καν κα­ταφύ­γιο στο Ερε­βάν. Την βρή­καν 7 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1922, ό­ταν έ­μα­θαν α­πό άλ­λους δια­σω­θέ­ντες ό­τι ζού­σε σε έ­να α­με­ρι­κά­νι­κο ορ­φα­νο­τρο­φεί­ο. Α­πό τό­τε α­νέ­λαβε ο Χα­τσα­ντούρ την α­να­τρο­φή της.

Ο πα­τέ­ρας μου, Σα­χέν, γεν­νή­θη­κε στο Με­γρί το 1889. Τι να πω για το Με­γρί, μια πανέ­μορ­φη κω­μό­πο­λη α­νά­με­σα σε πα­νύ­ψη­λα βου­νά, δί­πλα στο πο­τά­μι Α­ράξ, γε­μά­τη καρ­πο­φό­ρα δέ­ντρα, ρο­διές, μου­ριές, κα­στα­νιές, ό­τι τρα­βά­ει η ψυ­χή σου. Εί­ναι η νο­τιό­τε­ρη ά­κρη της Αρ­με­νί­ας, με­ρι­κά μέ­τρα α­πό την Περ­σί­α. Τα πα­νάρ­χαια κά­στρα του Ζαν­κε­ζούρ στέ­κουν ά­φθαρ­τα στο χρό­νο και χρη­σι­μο­ποιού­νται α­κόμη α­πό το στρα­τό. Στο Με­γρί ζού­σαν λοι­πόν ο πα­τέ­ρας μου με την πρώ­τη του γυ­ναί­κα Α­σχέν και τα 4 τους παι­διά, τον Χο­βαν­νές, που έ­λει­πε φα­ντά­ρος, την Ζένια, τον Μπαρ­ζίκ και τον Α­μπίκ. Το 1946 η Α­σχέν αρ­ρώ­στη­σε βα­ριά και με­ρι­κούς μή­νες με­τά έ­χα­σε τη μά­χη για τη ζω­ή. Ο πα­τέ­ρας μου τό­τε α­νέ­θε­σε την α­να­τρο­φή της Ζέ­νια στην ά­τε­κνη οι­κο­γέ­νεια του α­δελ­φού του στην Τι­φλί­δα, που ή­ταν πολύ πλού­σιοι.

 

…η ε­ξο­ρί­α…

Οι γο­νείς μου γνω­ρί­στη­καν το ’49 στο βα­γό­νι της ε­ξο­ρί­ας προς Σι­βη­ρί­α. Ε­ξό­ρι­στοι ό­πως κι ο πα­τέ­ρας μου, ο θεί­ος Χα­τσα­ντούρ κι η μά­να μου ή­ταν στοι­βαγ­μέ­νοι στο ά­θλιο βα­γό­νι, το γε­μά­το ε­ξόρι­στους α­πό διά­φο­ρα μέ­ρη της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης. Τι τύ­χη να συ­να­ντη­θούν με Αρ­μέ­νιους; Ο πα­τέ­ρας μου τους δι­η­γή­θη­κε για το χα­μό της γυ­ναί­κας του, σύστη­σε τους γιους του, Μπαρ­ζίκ και Α­μπίκ, μα δεν εί­πε τί­πο­τε για τα δυο του μεγα­λύ­τε­ρα παι­διά. Πα­ρά το ό­τι δεν γνω­ρί­ζο­νταν α­πό πριν, με­τα­ξύ του Χα­τσα­ντούρ και του πα­τέ­ρα μου δη­μιουρ­γή­θη­κε με­γά­λη οι­κειό­τη­τα. Τό­ση που σε μια από τις α­τε­λεί­ω­τες μέ­ρες και νύ­χτες του πη­γαι­μού ο θεί­ος πή­ρε με­γά­λες α­ποφά­σεις: «Αν δεν μας πά­νε για ε­κτέ­λε­ση, αν ζή­σου­με, θέ­λω να σε πα­ντρέ­ψω με την α­νι­ψιά μου». Αυ­τή η πρό­τα­ση έ­μει­νε με­τέ­ω­ρη για και­ρό. Στη Σι­βη­ρί­α οι δρόμοι τους χώ­ρι­σαν. Ο πα­τέ­ρας μου, ε­πει­δή ή­ξε­ρε γράμ­μα­τα, α­νέ­λα­βε τα­χυ­δρό­μος και με­τέ­φε­ρε την αλ­λη­λο­γρα­φί­α α­πό χω­ριό σε χω­ριό. Και μια ό­μορ­φη μέ­ρα, μήνες με­τά την ε­γκα­τά­στα­σή τους, χτυ­πά την πόρ­τα ε­νός α­πο­μα­κρυ­σμέ­νου σπι­τιού για να πα­ρα­δώ­σει έ­να γράμ­μα. Στο κα­τώ­φλι της πόρ­τας εμ­φα­νί­ζε­ται η μη­τέρα μου. Έκ­πλη­κτη φω­νά­ζει το θεί­ο της, που τον κα­λεί μέ­σα γε­μά­τος χα­ρά, που ακό­μη ζουν και ξα­να­ντά­μω­σαν. Α­νταλ­λά­σουν ε­μπει­ρί­ες, ο πα­τέ­ρας μου του λέ­ει: «...Θυ­μά­σαι, πριν έ­ξι μή­νες φο­βό­μα­σταν πως μας πά­νε για ε­κτέ­λεση…, δε λες που γλι­τώ­σα­με και τα κά­τερ­γα στα ο­ρυ­χεί­α στα Ου­ρά­λια. Ε­κεί κα­θημε­ρι­νά πε­θαί­νουν δε­κά­δες α­πό τις κα­κου­χί­ες. Τε­λι­κά μας πή­γαν στο Λου­γκαβό­ι, έ­να έ­ρη­μο χω­ριό που γέ­μι­σε με ε­ξό­ρι­στους, μας έ­δω­σαν έ­να σπί­τι, πολ­λές κό­τες, με­ρι­κές γε­λά­δες κι έ­να κομ­μά­τι γης να καλ­λιερ­γού­με τους 2-3 κα­λο­καιρι­νούς μή­νες, (8-9 μή­νες εί­χε βα­ρύ χει­μώ­να κι ή­ταν ό­λα πα­γω­μέ­να). Οι γεί­το­νές μας εί­ναι κι αυ­τοί ε­ξό­ρι­στοι Αρ­μέ­νιοι...». Με­τά α­πό αυ­τές τις κου­βέ­ντες, φτά­νουν και στο φλέ­γον θέ­μα. Ο πα­τέ­ρας μου δεν εί­χε α­πο­φα­σί­σει να ξα­να­παντρευ­τεί. Ο θεί­ος δεν ή­θε­λε να δώ­σει για πα­ντρειά την α­νι­ψιά του ού­τε στους Ρώ­σους, ού­τε στους Γερ­μα­νούς (ο τό­πος ή­ταν γε­μά­τος Γερ­μα­νούς). «Εί­σαι Αρ­μέ­νης, φαί­νε­σαι κα­λός άν­θρω­πος, αυ­τό μου φτά­νει, για να ξέ­ρω πως η α­νι­ψιά μου θα εί­ναι σε κα­λά χέ­ρια. Θα δεις, πιά­νουν τα χέ­ρια της, θα σου στα­θεί…» εί­πε στον πα­τέ­ρα μου.

Ο θεί­ος της μη­τέ­ρας μου κρα­τού­σε τις πα­ρα­δό­σεις της Κι­λι­κί­ας. Οι γυ­ναί­κες δεν εί­χαν το δι­καί­ω­μα να μι­λή­σουν ά­με­σα με ξέ­νους. Ού­τε τις ρω­τού­σε κα­νείς τι θέ­λουν, αν συμ­φω­νούν ή δια­φω­νούν με τις α­πο­φά­σεις των αν­δρών της οικο­γέ­νειας, α­κό­μη κι αν τις α­φο­ρού­σαν προ­σω­πι­κά. Κι ας ή­ταν 28 χρό­νια με­γα­λύτε­ρός της, κι ας ή­ταν χή­ρος με παι­διά, κι ας μην εί­χε ρω­τη­θεί η ά­πο­ψή της, με­ρικούς μή­νες με­τά τη συ­νά­ντη­ση, πα­ντρεύ­τη­κε τον πα­τέ­ρα μου, δί­χως βέ­ρες, δίχως κα­λε­σμέ­νους, δί­χως γλέ­ντια. Μια α­πλή υ­πο­γρα­φή στις το­πι­κές αρ­χές. Έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα γεν­νή­θη­κα ε­γώ.

Η μη­τέ­ρα μου έ­λε­γε πως με τον ερ­χο­μό μου δυ­νά­μω­σαν οι δε­σμοί α­γά­πης με­ταξύ ό­λων μας. Έ­ζη­σα ε­κεί τα πρώ­τα 9 χρό­νια της ζω­ής μου, στο το­πι­κό ρω­σι­κό δη­μοτι­κό έ­βγα­λα τις πρώ­τες τρεις τά­ξεις του σχο­λεί­ου. Φυ­σι­κά στο σπί­τι μι­λούσα­με μό­νον αρ­μενι­κά κι ο πα­τέ­ρας μας έ­μα­θε αρ­με­νι­κή γρα­φή κι α­νά­γνω­ση. Ο κό­σμος μας άλ­λα­ξε, ό­ταν το 1953 έ­φτα­σε στη Σι­βη­ρί­α η εί­δη­ση του θα­νά­του του Στάλιν. Ό­λοι οι ε­ξό­ρι­στοι ή­ταν ευ­τυ­χι­σμέ­νοι και γλε­ντού­σαν. Ε­κεί δεν έ­πε­σαν κρο­κο­δεί­λια δά­κρυα, ό­πως αλ­λού για το δή­θεν πέν­θος. Μα μό­νον 6 χρό­νια με­τά, το 1959, ήρ­θε η δια­τα­γή α­πε­λευ­θέ­ρω­σής μας κι η ά­δεια να ε­πι­στρέ­ψου­με στην πα­τρί­δα μας.

Ο δρό­μος του γυ­ρι­σμού ή­ταν μα­κρύς. Ό­ταν κο­ντεύ­α­με στην Τι­φλί­δα της Γε­ωρ­γί­ας ο πα­τέ­ρας μου α­πο­κά­λυ­ψε στην μη­τέ­ρα μου, ό­τι ε­κεί ζει η με­γά­λη του κό­ρη, την ο­ποί­α εί­χε υ­ιο­θε­τή­σει ο α­δελ­φός του. Η μά­να μου έκ­πλη­κτη ά­κου­γε για την ύ­παρ­ξη δυο με­γα­λύ­τε­ρων παι­διών. «Ο με­γά­λος μου γιος, ο Χο­βαν­νές, γεν­νημέ­νος το 1920… πή­γε φα­ντά­ρος το 1937, τη χρο­νιά που γεν­νή­θη­κε ο μι­κρός, ο Α­μπίκ. Έ­κτο­τε εί­ναι α­γνο­ού­με­νος», α­νέ­φε­ρε ο πα­τέ­ρας. Ό­λοι α­κού­γα­με έκ­πλη­κτοι. Ού­τε τα α­γό­ρια ή­ξε­ραν για κεί­νον. Μό­νον την Ζέ­νια θυ­μό­ντου­σαν κι α­να­πο­λού­σαν: «Την ά­νοι­ξη του ’49, ό­ταν εί­χαν ω­ρι­μά­σει τα μού­ρα μας στο Με­γρί, θέ­λα­με να σκαρφα­λώ­σου­με στη μου­ριά, για να φά­με τα ώ­ρι­μα φρού­τα. Ο πα­τέ­ρας μας το α­πα­γόρε­ψε, λέ­γο­ντας πως, αύ­ριο θα έρ­θει ε­πί­σκε­ψη η α­δερ­φή μας α­πό την Τι­φλί­δα, να πε­ρι­μέ­νου­με να τι­νά­ξου­με μα­ζί της τη μου­ριά... Η α­νυ­πο­μο­νη­σί­α κυ­ρί­ευ­σε την καρ­διά μας. Ε­κεί­νο το ί­διο βρά­δυ, στις 3 τα με­σά­νυ­χτα ήρ­θαν α­πό την α­σφά­λεια κι εί­παν πως πριν ξη­με­ρώ­σει, χω­ρίς φα­σα­ρί­ες, χω­ρίς να το μά­θει ού­τε έ­νας γεί­το­νας, να μα­ζέ­ψου­με ό,τι προ­λα­βαί­να­με και με με­γά­λη μυ­στι­κό­τη­τα μας πή­ραν για την ε­ξο­ρί­α...».

Την άλ­λη μέ­ρα ήρ­θε η Ζέ­νια, δεν βρή­κε κα­νέ­ναν κι ού­τε ή­ξε­ρε κα­νείς να της πει πού πή­γαν. Έ­τσι χά­θη­καν με­τα­ξύ τους ως το τέ­λος της ε­ξο­ρί­ας το ‘59. Ο Μπαρ-ζίκ κι ο Α­μπίκ, ε­κτός α­πό τη νο­σταλ­γί­α για την α­δερ­φή τους, εί­χαν μεί­νει μέχρι τό­τε με την ό­ρε­ξη για φρέ­σκα μού­ρα. Την Ζέ­νια τη βρή­κα­με, α­φού πρώ­τα ψάξα­με στα κρα­τι­κά αρ­χεί­α της Τι­φλί­δας. Η α­ντά­μω­ση ή­ταν συ­ντα­ρα­κτι­κή. Εί­χε πια πα­ντρευ­τεί, εί­χε δυο παι­διά και ζού­σε κα­λά. Μεί­να­με τρεις μέ­ρες κο­ντά της, χα­ρά ε­γώ που ξάφ­νου εί­χα και με­γά­λη α­δελ­φή. Έ­πει­τα πή­ρα­με τον δρό­μο για την Αρ­με­νί­α. Θα έ­βλε­πα την πα­τρί­δα μας πρώ­τη φο­ρά.

 

…ε­πι­στρο­φή στο Με­γρί…

Ό­ταν το τραί­νο μπή­κε στο σταθ­μό του Ερε­βάν, θυ­μά­μαι που ή­ταν πο­λύς κό­σμος στις α­πο­βά­θρες. Ό­λοι εί­χαν έρ­θει να υ­πο­δε­χθούν τους πρώ­ην ε­ξό­ρι­στους, να βρουν τους χα­μέ­νους συγ­γε­νείς… Ε­μείς με το ί­διο τρέ­νο κα­τευ­θυν­θή­κα­με νό­τια για Με­γρί. Ε­κεί ή­ταν η πα­τρί­δα μας, το βιος μας. Μό­λις ό­μως φτά­σα­με, βρή­κα­με στο σπί­τι άλ­λον έ­νοι­κο, τον Σε­ρόπ Ο­χα­νιάν, ο ο­ποί­ος εί­χε α­γο­ρά­σει το σπί­τι μας, λέ­ει, 10 χρό­νια πριν. Ο πω­λη­τής του σπι­τιού, ο Βα­γε­νάκ Μου­ρα­ντιάν, πρό­ε­δρος του σο­βιέτ της πε­ριο­χής, ή­ταν ε­κεί­νος που εί­χε κα­τα­δώ­σει στις στα­λι­νι­κές αρ­χές ως ύ­πο­πτο τον πα­τέ­ρα μου.

Ο πα­τέ­ρας μου δεν α­να­κα­τευό­ταν με τα πο­λι­τι­κά. Πριν την ε­ξο­ρί­α ερ­γα­ζό­ταν στα κολ­χόζ της πε­ριο­χής, κοι­τού­σε τη δου­λειά του και τα παι­διά του, εί­χε και τον κα­η­μό της αρ­ρώ­στιας και το 1946 του θα­νά­του της γυ­ναί­κας του. Ο Μου­ρα­ντιάν με τη δο­λιό­τη­τά του εί­χε κα­τα­δώ­σει ε­κτός α­πό μας και πολ­λούς α­θώ­ους συντο­πί­τες μας. Τους έ­στελ­νε ε­ξο­ρί­α και με­τά ι­διο­ποιού­ταν τα υ­πάρ­χο­ντά τους. Πα­ρά τις αλ­λα­γές στην η­γε­σί­α, α­πό τον Στά­λιν ως πρό­σφα­τα, ή­ταν πά­ντα σε ηγε­τι­κές θέ­σεις κι ό­λοι φο­βό­ντου­σαν να μι­λή­σουν, μην τους ε­ξο­ρί­σουν ξα­νά. Ο γιος του, υ­ψη­λό­βαθ­μος στρα­τιω­τι­κός, στα τε­λευ­ταί­α του πα­τέ­ρα του ήρ­θε και ζή­τη­σε συγ­χώ­ρε­ση α­πό τον δι­κό μου, για να πε­θά­νει, λέ­ει ή­συ­χος. Ή­μα­σταν γεί­το­νες, μα με­τά την ε­πι­στρο­φή α­πό τη Σι­βη­ρί­α δεν τους εί­χα­με ξα­να­μι­λή­σει.

Τό­τε δεν υ­πήρ­χαν τί­τλοι ι­διο­κτη­σί­ας, χαρ­τιά που να α­πο­δει­κνύ­ουν ό­τι το σπί­τι ή­ταν δι­κό μας, αν κι ό­λοι στο Με­γρί ή­ξε­ραν ό­τι α­πό πάπ­που προς πάπ­που μας α­νή­κε. Το κρά­τος μας πρό­τει­νε έ­να άλ­λο σπί­τι, μα ο πα­τέ­ρας μου α­παί­τη­σε τη γη του. Τε­λι­κά, κα­τά­φε­ρε να πά­ρει έ­να μι­κρό μέ­ρος της και λί­γο α­πό ε­νός γεί­το­να κι έ­χτι­σε με τα ί­δια του τα χέ­ρια την και­νού­ρια μας στέ­γη. Δη­μιούργη­σε κι έ­ναν πα­νέ­μορ­φο κή­πο, ό­πως τον πα­λιό. Ό­μως δεν ή­ταν εύ­κο­λη η νέ­α μας ζω­ή. Στη Σι­βη­ρί­α δεν πει­νού­σα­με. Ε­κεί εί­χε α­να­πτυ­χθεί πε­ρισ­σό­τε­ρο η αλ­ληλεγ­γύ­η, α­νταλ­λάσ­σα­με τα υ­πάρ­χο­ντά μας με­τα­ξύ μας. Δί­να­με α­πό το γά­λα των αγε­λά­δων μας κι αυ­γά α­πό τις κό­τες μας και παίρ­να­με α­λεύ­ρι ή λα­χα­νι­κά. Φτιάχνα­με δι­κό μας τυ­ρί και για­ούρ­τι, το δί­να­με με α­ντάλ­λαγ­μα ό,τι χρεια­ζό­μασταν. Εί­χα­με πο­λύ κα­λή σχέ­ση με ό­λους τους συγ­χω­ρια­νούς μας, Γερ­μα­νούς, Ρώσους ή Αρ­μέ­νιους. Στο Με­γρί α­ντί­θε­τα, υ­πήρ­χε πο­λύ φτώ­χεια, α­κό­μη και το σα­πού­νι το φτιά­χνα­με μό­νοι μας. Δεν υ­πήρ­χε τί­πο­τε να α­γο­ρά­σεις ή να α­νταλ­λά­ξεις.

Η ζω­ή εί­ναι γε­μά­τη πί­κρες και χα­ρές. Το 1961 ο με­γά­λος μας α­δερ­φός, ο Χο­βαν­νές, ήρ­θε και μας βρή­κε 25 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια με­τά την ε­ξα­φά­νι­σή του. Εί­χε πο­λε­μή­σει στο Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, με­τά στα κά­τερ­γα και με­τά μας εί­χε χά­σει λό­γω της ε­ξο­ρί­ας μας. Με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1965, ο πα­τέ­ρας μου πέ­θα­νε ή­συ­χος, νιώ­θο­ντας ευ­λο­γη­μέ­νος που ή­ταν πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νος α­πό ό­λα του τα παι­διά. Η μη­τέ­ρα μου ξα­νά­δε τους θεί­ους της μό­νον 22 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, πο­λύ με­τά την επι­στρο­φή α­πό την ε­ξο­ρί­α, ό­ταν ε­γώ σπού­δα­ζα πια στο Ερε­βάν. Εί­χα­με χα­θεί, για­τί τους εί­χαν με­τα­φέ­ρει αλ­λού, πά­λι χω­ρίς προ­ει­δο­ποί­η­ση. Πό­σοι και πό­σοι δεν χά­θη­καν έ­τσι… Κοί­τα πό­σες φο­ρές χω­ρι­στή­κα­με κι ευ­τυ­χώς ξα­να­σμί­ξαμε, πό­σες εκ­πλή­ξεις μας ε­πι­φυ­λάσ­σει η ζω­ή.

 

…πό­λε­μος στο Γα­ρα­πάγ - σει­σμοί στο Γκιουμ­ρί…

Στο με­τα­ξύ, ε­γώ σπού­δα­σα φυ­σιο­θε­-ραπεί­α, αρ­χι­κά στο Γε­ρε­βάν και με­τα­πτυ­χια­κό στη Μό­σχα. Διά­βα­ζα πο­λύ, ή­μουν φιλο­μα­θής αλ­λά και πο­λύ κοι­νω­νι­κή. Έ­κα­να πολ­λές ε­πα­φές στα νιά­τα μου με Αρ­μέ­νιους φοι­τη­τές και φοι­τή­τριες α­πό τη δια­σπο­ρά, που εί­χαν έρ­θει για σπουδές στη Σο­βιε­τι­κή Έ­νω­ση. Ή­θε­λα να ξέ­ρω για τους «άλ­λους» Αρ­μέ­νιους, που ζού­σαν κι αυ­τοί ε­ξό­ρι­στοι α­πό την πα­τρί­δα τους, ό­πως ζή­σα­με κι ε­μείς, για διαφο­ρε­τι­κούς βέ­βαια λό­γους.

Πα­ντρεύ­τη­κα τον Μαρ­φέλ και με­τα­κό­μι­σα με τον ά­ντρα μου στο Γα­πάν. Έφε­ρα στον κό­σμο τρί­α παι­διά, τον Αρ­μάν, την Α­ρέβ και τον Σε­μπάτ. Δού­λευα στην το­πι­κή πο­λυ­κλι­νι­κή και το νο­σο­κο­μεί­ο κι ό­λα πή­γαι­ναν κα­λά. Μου ά­ρε­σε πολύ η δου­λειά μου. Και μια μέ­ρα μά­θα­με πως ο με­γά­λος μου γιος, ο Αρ­μάν, ού­τε 17 χρο­νών πή­γε ε­θε­λο­ντής στον α­γώ­να του Γα­ρα­πάγ. Έ­φυ­γε χω­ρίς να μας πει τί­ποτε φο­βού­με­νος ό­τι θα του στα­θού­με ε­μπό­διο. Στο με­τα­ξύ, στο νο­σο­κο­μεί­ο του Γα­πάν κα­τέ­φθα­ναν οι πρώ­τοι τραυ­μα­τί­ες κι ό­λοι ερ­γα­ζό­μα­σταν νύ­χτα μέ­ρα, για να βο­η­θή­σου­με την κα­τά­στα­ση. Κά­θε τραυ­μα­τί­α που πρω­τό­βλε­πα, φο­βό­μουν μην εί­ναι ο γιος μου. Στην αρ­χή ή­ταν ζο­φε­ρή η κα­τά­στα­ση, εί­χα­με πά­ρα πολ­λά θύ­μα­τα και βα­ριά τραυ­μα­τί­ες α­πό Φι­ζου­λί και Λα­τσίν. Δεν χω­ρού­σαν πια ό­λοι στο νο­σο­κο­μεί­ο. Με­τα­τρέ­ψα­με τό­τε το σπί­τι μας σε μι­κρή κλι­νι­κή. Ορ­γα­νώ­σαμε οι­κο­γε­νεια­κώς έ­να δί­κτυο ε­πι­κοι­νω­νί­ας κι ε­κτός α­πό τα τραύ­μα­τά τους, φρο­ντί­ζα­με να τους φέ­ρου­με σε ε­πα­φή με τους δι­κούς τους.

Πή­γα και στην πρώ­τη γραμ­μή, στις πρώ­τες βο­ή­θειες του στρα­το­πέ­δου στα σύ­νορα του Γα­πάν με την Α­ζε­ρί­α, νο­τιο­δυ­τι­κά του Γα­ρα­πάγ. Οι μά­χες μαί­νο­νταν δίπλα μας. «Α­φού α­γω­νί­ζε­ται ο γιος μου, θα α­γω­νι­στώ κι ε­γώ ό­πως μπο­ρώ...», σκε­φτό­μουν, ό­πο­τε προ­λά­βαι­να να σκε­φτώ. Ά­με­σες ε­πεμ­βά­σεις, δια­λο­γή τραυ­μα­τιών, ποιος να πά­ει νο­σο­κο­μεί­ο, ποιος να χει­ρουρ­γη­θεί ε­πί τό­που...

Στο με­τα­ξύ μά­θα­με ό­τι οι Α­ζέ­ροι, -που στο στρα­τό τους συμ­με­τεί­χαν και Ρώ­σοι, Τσε­τσέ­νοι, Αφ­γα­νοί, Πα­κι­στα­νοί και Ντα­κε­στα­νοί α­κρι­βο­πλη­ρω­μέ­νοι μι­σθο­φό­ροι, ε­νώ ε­μάς δεν μας συ­μπα­ρα­στε­κό­ταν κα­νείς- βομ­βάρ­δι­ζαν πί­σω μας το Γα­πάν, μέ­σα στην Αρ­με­νί­α. Σε μια μέ­ρα εί­χαν σκο­τω­θεί 74 ά­μα­χοι, την άλ­λη 65... Η αγω­νί­α με κυ­ρί­ευ­σε. Τα δυο μι­κρά μου εί­χαν μεί­νει ε­κεί με τον ά­ντρα μου και δό­ξα το Θε­ό, στα­θή­κα­με τυ­χε­ροί.

Για δυο α­πό τα τέσ­σε­ρα χρό­νια που έ­λει­πε ο Αρ­μάν, δεν εί­χα­με κα­θό­λου νέ­α του. Κοι­τού­σα κα­θη­με­ρι­νά με α­γω­νί­α τις λί­στες στο νο­σο­κο­μεί­ο, ό­ταν δια­πί­στω­να πως το ό­νο­μά του δεν ή­ταν στων θα­νό­ντων ή των τραυ­μα­τιών, έ­παιρ­να α­νάσα κι έ­λε­γα μέ­σα μου «...ά­ρα ζει!». Λε­πτο­μέ­ρειες για το μέ­τω­πο έ­μα­θα πο­λύ αρ­γότε­ρα, ό­ταν ο Αρ­μάν ε­πέ­στρε­ψε χω­ρίς προ­ει­δο­ποί­η­ση, νι­κη­τής. Μό­λις τον εί­δα, ή­ταν η μό­νη φο­ρά στη ζω­ή μου που λι­πο­θύ­μη­σα. Μέ­χρι να συ­νέλ­θω, ό­λη η γει­τονιά εί­χε στρώ­σει τρα­πέ­ζι με ό,τι εί­χε ο κα­θέ­νας. Μι­λά­με για το ’94. Φρι­χτή πε­ρίο­δος, δεν εί­χα­με ού­τε τα βα­σι­κά, μα ο ζουρ­νάς και το ντε­χόλ έ­παι­ζαν ή­δη χαρμό­συ­να. Δεν χρεια­ζό­μα­σταν και πολ­λά για να γλε­ντή­σου­με τό­τε. Η νί­κη κι η χαρά της ε­πι­στρο­φής των παι­διών μας, αρ­κού­σαν.

Ο ί­διος ο Αρ­μάν δεν μί­λη­σε πο­τέ για τον πό­λε­μο, μά­λι­στα μας ζή­τη­σε να μην τον ρω­τή­σου­με τί­πο­τε. Τις νύ­χτες δεν κοι­μό­ταν. Μά­θα­με α­πό συ­να­γω­νι­στές του πως εί­χε τραυ­μα­τι­στεί ά­σχη­μα στο μέ­τω­πο του Κελ­μπα­τζάρ, πως εί­χαν πιάσει αιχ­μά­λω­τους αρ­κε­τούς συ­να­γω­νι­στές του, κά­ποιους τους πα­ρέ­λα­βαν πί­σω εί­τε νε­κρούς, εί­τε βα­ριά τραυ­μα­τι­σμέ­νους και πα­ρα­μορ­φω­μέ­νους α­πό τα φριχτά βα­σα­νι­στή­ρια. Μά­θα­με για το πώς σκο­τώ­θη­κε μες τα χέ­ρια του ο κα­λύ­τε­ρός του φί­λος, πώς γλί­τω­σε α­πό ο­βί­δα στο πα­ρά πέ­ντε, πώς βομ­βάρ­δι­ζαν οι Α­ζέ­ροι το χώ­ρο που κοι­μό­ντου­σαν κι α­πό 35 στο θά­λα­μο ξύ­πνη­σαν μό­νον οι 15... Τι να κάνεις; Τα σω­μα­τι­κά τραύ­μα­τα περ­νούν ευ­κο­λό­τε­ρα α­πό τα ψυ­χι­κά. Μα σι­γά σι­γά ό­λα μα­λά­κω­σαν μέ­σα του, μέ­σα μας. Ο Θε­ός να δώ­σει, να μην ξα­να­δού­με πό­λε­μο.

 

…ο ερ­χο­μός στην Ελ­λά­δα…

Το 1995 προ­σφέρ­θη­κα να δου­λέ­ψω στην κλινι­κή α­πο­κα­τά­στα­σης για παι­διά με κι­νη­τι­κά προ­βλή­μα­τα στο σει­σμο­πα­θές Γκιουμ­ρί - Λε­νι­να­γκάν. Ερ­γα­ζό­μα­σταν με ε­θε­λο­ντές α­πό πολ­λά μέ­ρη της γης. Έ­νας α­πό τους Έλ­λη­νες για­τρούς, τον έ­λε­γαν Κώ­στα, 28 χρο­νών τό­τε, εί­δε πώς κά­νω φυ­σιο­θε­ρα­πεί­α στα παι­διά και πό­σο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή εί­ναι αυ­τή η μέ­θο­δος. Όταν με ρώ­τη­σε, του εί­πα για τις σπου­δές μου, ό­τι ή­μουν τυ­χε­ρή που εί­χα χα­ρισμα­τι­κούς κα­θη­γη­τές που μ’ έ­κα­ναν να α­γα­πώ αυ­τό που κά­νω. Ο Κώ­στας υ­πο­σχέθη­κε μό­λις γυ­ρί­σει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, να μου στεί­λει πρό­σκλη­ση, για να κάνω σε­μι­νά­ρια στους φυ­σιο­θε­ρα­πευ­τές στο νο­σο­κο­μεί­ο Παί­δων ό­που ερ­γα­ζό­ταν. Πράγ­μα­τι, έ­λα­βα αρ­γό­τε­ρα μια τρί­μη­νη πρό­σκλη­ση κι έ­τσι βρέ­θη­κα στην Ελλά­δα, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Μα ό­ταν οι άν­θρω­ποι κά­νουν σχέ­δια, ο Θε­ός γε­λά­ει. Να μην τα μα­κρη­γο­ρώ, πο­λύ σύ­ντο­μα μου δια­γνώ­στη­κε καρ­κί­νος του μα­στού και το ‘βα­λα πεί­σμα να στα­θώ να τον κερ­δί­σω. Σαν τον με­γά­λο μου γιο κι ε­γώ στην αρχή δεν εί­πα τί­πο­τε σε κα­νέ­ναν. Κα­νό­νι­σα μό­νη να χει­ρουρ­γη­θώ, να κά­νω χη­μειο­θε­ρα­πεί­ες. Βρέ­θη­κε τό­τε κο­ντά μου και με βο­ή­θη­σε ει­λι­κρι­νά η κυ­ρί­α Βαρ­του­ή Μπερ­μπε­ριάν, α­πό τη Γλυ­φά­δα, που ή­ταν και μέ­λος του Αρ­με­νι­κού Κυα­νού Σταυ­ρού. Την ευ­χα­ρι­στώ α­πό καρ­διάς. Λό­γω της κα­τά­στα­σης της υ­γεί­ας μου έ­λαβα αν­θρω­πι­στι­κό ά­συ­λο κι έ­κτο­τε μέ­νω μό­νι­μα στην Κοκ­κι­νιά. Τα κα­τά­φε­ρα, ως σή­με­ρα, και φρο­ντί­ζω τώ­ρα και τα εγ­γό­νια μου.

Με­γά­λω­σα σε μια οι­κο­γέ­νεια με πο­λύ α­γά­πη, αλ­λά κι αυ­στη­ρές αρ­χές. Η μη­τέ­ρα μου ή­ταν μια καρ­τε­ρι­κή κι υ­πο­ταγ­μέ­νη γυ­ναί­κα, ο πα­τέ­ρας μου ή­ταν αυ­ταρ­χικός, μα δί­καιος. Ε­γώ ή­θε­λα να ο­ρί­ζω η ί­δια τη ζω­ή μου. Ε­μείς οι γυ­ναί­κες έ­χουμε πολ­λά να προ­σφέ­ρου­με στην κοι­νω­νί­α, αρ­κεί να εί­μα­στε ε­λεύ­θε­ρες, δυ­ναμι­κές, κυ­ρί­ες του ε­αυ­τού μας κι ό­χι έρ­μαια της α­πό­φα­σης άλ­λων. Μό­χθη­σα για αυ­τά τα ι­δα­νι­κά, πά­λε­ψα ε­νά­ντια στη δαι­μο­νο­ποί­η­ση.

Βλέ­πεις, κά­πως έρ­χο­νται τα πρά­γμα­τα, τώ­ρα πια το ξέ­ρω: σε μια ζω­ή χω­ράνε πολ­λές ζω­ές...

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 26 επισκέπτες συνδεδεμένους