Σε μια ζωή χωράνε πολλές ζωές... |
Της Κουήν Μινασιάν Απρίλιος-Ιούνιος 2012 Τεύχος 73
...εμείς οι γυναίκες έχουμε πολλά να προσφέρουμε στην κοινωνία, αρκεί να είμαστε ελεύθερες, δυναμικές, κυρίες του εαυτού μας κι όχι έρμαια της απόφασης άλλων… μόχθησα για αυτά τα ιδανικά, πάλεψα ενάντια στη δαιμονοποίηση… βλέπεις, κάπως έρχονται τα πράγματα, τώρα πια το ξέρω: σε μια ζωή χωράνε πολλές ζωές...
Με λένε Μανουκιάν Βαλεντίνα του Σαχέν. Γεννήθηκα το 1951 στην εξορία της Σιβηρίας, στο χωριό Λουγκαβόι της επαρχίας Ζναμένσκι, του νομού Αλτάισκι.
…οι ρίζες μου… Η μητέρα μου, Χασμίκ Μικιρτσιάν του Γερέμ, γεννήθηκε στην Κιλικία το 1914. Όλη της η οικογένεια, γονείς, αδέρφια, παππούδες και γιαγιάδες δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας. Οι αδερφοί του πατέρα της, Χατσαντούρ και Αβεντίς, γλίτωσαν και βρήκαν καταφύγιο στο Ερεβάν. Την βρήκαν 7 χρόνια αργότερα, το 1922, όταν έμαθαν από άλλους διασωθέντες ότι ζούσε σε ένα αμερικάνικο ορφανοτροφείο. Από τότε ανέλαβε ο Χατσαντούρ την ανατροφή της. Ο πατέρας μου, Σαχέν, γεννήθηκε στο Μεγρί το 1889. Τι να πω για το Μεγρί, μια πανέμορφη κωμόπολη ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά, δίπλα στο ποτάμι Αράξ, γεμάτη καρποφόρα δέντρα, ροδιές, μουριές, καστανιές, ότι τραβάει η ψυχή σου. Είναι η νοτιότερη άκρη της Αρμενίας, μερικά μέτρα από την Περσία. Τα πανάρχαια κάστρα του Ζανκεζούρ στέκουν άφθαρτα στο χρόνο και χρησιμοποιούνται ακόμη από το στρατό. Στο Μεγρί ζούσαν λοιπόν ο πατέρας μου με την πρώτη του γυναίκα Ασχέν και τα 4 τους παιδιά, τον Χοβαννές, που έλειπε φαντάρος, την Ζένια, τον Μπαρζίκ και τον Αμπίκ. Το 1946 η Ασχέν αρρώστησε βαριά και μερικούς μήνες μετά έχασε τη μάχη για τη ζωή. Ο πατέρας μου τότε ανέθεσε την ανατροφή της Ζένια στην άτεκνη οικογένεια του αδελφού του στην Τιφλίδα, που ήταν πολύ πλούσιοι.
…η εξορία… Οι γονείς μου γνωρίστηκαν το ’49 στο βαγόνι της εξορίας προς Σιβηρία. Εξόριστοι όπως κι ο πατέρας μου, ο θείος Χατσαντούρ κι η μάνα μου ήταν στοιβαγμένοι στο άθλιο βαγόνι, το γεμάτο εξόριστους από διάφορα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης. Τι τύχη να συναντηθούν με Αρμένιους; Ο πατέρας μου τους διηγήθηκε για το χαμό της γυναίκας του, σύστησε τους γιους του, Μπαρζίκ και Αμπίκ, μα δεν είπε τίποτε για τα δυο του μεγαλύτερα παιδιά. Παρά το ότι δεν γνωρίζονταν από πριν, μεταξύ του Χατσαντούρ και του πατέρα μου δημιουργήθηκε μεγάλη οικειότητα. Τόση που σε μια από τις ατελείωτες μέρες και νύχτες του πηγαιμού ο θείος πήρε μεγάλες αποφάσεις: «Αν δεν μας πάνε για εκτέλεση, αν ζήσουμε, θέλω να σε παντρέψω με την ανιψιά μου». Αυτή η πρόταση έμεινε μετέωρη για καιρό. Στη Σιβηρία οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο πατέρας μου, επειδή ήξερε γράμματα, ανέλαβε ταχυδρόμος και μετέφερε την αλληλογραφία από χωριό σε χωριό. Και μια όμορφη μέρα, μήνες μετά την εγκατάστασή τους, χτυπά την πόρτα ενός απομακρυσμένου σπιτιού για να παραδώσει ένα γράμμα. Στο κατώφλι της πόρτας εμφανίζεται η μητέρα μου. Έκπληκτη φωνάζει το θείο της, που τον καλεί μέσα γεμάτος χαρά, που ακόμη ζουν και ξαναντάμωσαν. Ανταλλάσουν εμπειρίες, ο πατέρας μου του λέει: «...Θυμάσαι, πριν έξι μήνες φοβόμασταν πως μας πάνε για εκτέλεση…, δε λες που γλιτώσαμε και τα κάτεργα στα ορυχεία στα Ουράλια. Εκεί καθημερινά πεθαίνουν δεκάδες από τις κακουχίες. Τελικά μας πήγαν στο Λουγκαβόι, ένα έρημο χωριό που γέμισε με εξόριστους, μας έδωσαν ένα σπίτι, πολλές κότες, μερικές γελάδες κι ένα κομμάτι γης να καλλιεργούμε τους 2-3 καλοκαιρινούς μήνες, (8-9 μήνες είχε βαρύ χειμώνα κι ήταν όλα παγωμένα). Οι γείτονές μας είναι κι αυτοί εξόριστοι Αρμένιοι...». Μετά από αυτές τις κουβέντες, φτάνουν και στο φλέγον θέμα. Ο πατέρας μου δεν είχε αποφασίσει να ξαναπαντρευτεί. Ο θείος δεν ήθελε να δώσει για παντρειά την ανιψιά του ούτε στους Ρώσους, ούτε στους Γερμανούς (ο τόπος ήταν γεμάτος Γερμανούς). «Είσαι Αρμένης, φαίνεσαι καλός άνθρωπος, αυτό μου φτάνει, για να ξέρω πως η ανιψιά μου θα είναι σε καλά χέρια. Θα δεις, πιάνουν τα χέρια της, θα σου σταθεί…» είπε στον πατέρα μου. Ο θείος της μητέρας μου κρατούσε τις παραδόσεις της Κιλικίας. Οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν άμεσα με ξένους. Ούτε τις ρωτούσε κανείς τι θέλουν, αν συμφωνούν ή διαφωνούν με τις αποφάσεις των ανδρών της οικογένειας, ακόμη κι αν τις αφορούσαν προσωπικά. Κι ας ήταν 28 χρόνια μεγαλύτερός της, κι ας ήταν χήρος με παιδιά, κι ας μην είχε ρωτηθεί η άποψή της, μερικούς μήνες μετά τη συνάντηση, παντρεύτηκε τον πατέρα μου, δίχως βέρες, δίχως καλεσμένους, δίχως γλέντια. Μια απλή υπογραφή στις τοπικές αρχές. Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκα εγώ. Η μητέρα μου έλεγε πως με τον ερχομό μου δυνάμωσαν οι δεσμοί αγάπης μεταξύ όλων μας. Έζησα εκεί τα πρώτα 9 χρόνια της ζωής μου, στο τοπικό ρωσικό δημοτικό έβγαλα τις πρώτες τρεις τάξεις του σχολείου. Φυσικά στο σπίτι μιλούσαμε μόνον αρμενικά κι ο πατέρας μας έμαθε αρμενική γραφή κι ανάγνωση. Ο κόσμος μας άλλαξε, όταν το 1953 έφτασε στη Σιβηρία η είδηση του θανάτου του Στάλιν. Όλοι οι εξόριστοι ήταν ευτυχισμένοι και γλεντούσαν. Εκεί δεν έπεσαν κροκοδείλια δάκρυα, όπως αλλού για το δήθεν πένθος. Μα μόνον 6 χρόνια μετά, το 1959, ήρθε η διαταγή απελευθέρωσής μας κι η άδεια να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας. Ο δρόμος του γυρισμού ήταν μακρύς. Όταν κοντεύαμε στην Τιφλίδα της Γεωργίας ο πατέρας μου αποκάλυψε στην μητέρα μου, ότι εκεί ζει η μεγάλη του κόρη, την οποία είχε υιοθετήσει ο αδελφός του. Η μάνα μου έκπληκτη άκουγε για την ύπαρξη δυο μεγαλύτερων παιδιών. «Ο μεγάλος μου γιος, ο Χοβαννές, γεννημένος το 1920… πήγε φαντάρος το 1937, τη χρονιά που γεννήθηκε ο μικρός, ο Αμπίκ. Έκτοτε είναι αγνοούμενος», ανέφερε ο πατέρας. Όλοι ακούγαμε έκπληκτοι. Ούτε τα αγόρια ήξεραν για κείνον. Μόνον την Ζένια θυμόντουσαν κι αναπολούσαν: «Την άνοιξη του ’49, όταν είχαν ωριμάσει τα μούρα μας στο Μεγρί, θέλαμε να σκαρφαλώσουμε στη μουριά, για να φάμε τα ώριμα φρούτα. Ο πατέρας μας το απαγόρεψε, λέγοντας πως, αύριο θα έρθει επίσκεψη η αδερφή μας από την Τιφλίδα, να περιμένουμε να τινάξουμε μαζί της τη μουριά... Η ανυπομονησία κυρίευσε την καρδιά μας. Εκείνο το ίδιο βράδυ, στις 3 τα μεσάνυχτα ήρθαν από την ασφάλεια κι είπαν πως πριν ξημερώσει, χωρίς φασαρίες, χωρίς να το μάθει ούτε ένας γείτονας, να μαζέψουμε ό,τι προλαβαίναμε και με μεγάλη μυστικότητα μας πήραν για την εξορία...». Την άλλη μέρα ήρθε η Ζένια, δεν βρήκε κανέναν κι ούτε ήξερε κανείς να της πει πού πήγαν. Έτσι χάθηκαν μεταξύ τους ως το τέλος της εξορίας το ‘59. Ο Μπαρ-ζίκ κι ο Αμπίκ, εκτός από τη νοσταλγία για την αδερφή τους, είχαν μείνει μέχρι τότε με την όρεξη για φρέσκα μούρα. Την Ζένια τη βρήκαμε, αφού πρώτα ψάξαμε στα κρατικά αρχεία της Τιφλίδας. Η αντάμωση ήταν συνταρακτική. Είχε πια παντρευτεί, είχε δυο παιδιά και ζούσε καλά. Μείναμε τρεις μέρες κοντά της, χαρά εγώ που ξάφνου είχα και μεγάλη αδελφή. Έπειτα πήραμε τον δρόμο για την Αρμενία. Θα έβλεπα την πατρίδα μας πρώτη φορά.
…επιστροφή στο Μεγρί… Όταν το τραίνο μπήκε στο σταθμό του Ερεβάν, θυμάμαι που ήταν πολύς κόσμος στις αποβάθρες. Όλοι είχαν έρθει να υποδεχθούν τους πρώην εξόριστους, να βρουν τους χαμένους συγγενείς… Εμείς με το ίδιο τρένο κατευθυνθήκαμε νότια για Μεγρί. Εκεί ήταν η πατρίδα μας, το βιος μας. Μόλις όμως φτάσαμε, βρήκαμε στο σπίτι άλλον ένοικο, τον Σερόπ Οχανιάν, ο οποίος είχε αγοράσει το σπίτι μας, λέει, 10 χρόνια πριν. Ο πωλητής του σπιτιού, ο Βαγενάκ Μουραντιάν, πρόεδρος του σοβιέτ της περιοχής, ήταν εκείνος που είχε καταδώσει στις σταλινικές αρχές ως ύποπτο τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ανακατευόταν με τα πολιτικά. Πριν την εξορία εργαζόταν στα κολχόζ της περιοχής, κοιτούσε τη δουλειά του και τα παιδιά του, είχε και τον καημό της αρρώστιας και το 1946 του θανάτου της γυναίκας του. Ο Μουραντιάν με τη δολιότητά του είχε καταδώσει εκτός από μας και πολλούς αθώους συντοπίτες μας. Τους έστελνε εξορία και μετά ιδιοποιούταν τα υπάρχοντά τους. Παρά τις αλλαγές στην ηγεσία, από τον Στάλιν ως πρόσφατα, ήταν πάντα σε ηγετικές θέσεις κι όλοι φοβόντουσαν να μιλήσουν, μην τους εξορίσουν ξανά. Ο γιος του, υψηλόβαθμος στρατιωτικός, στα τελευταία του πατέρα του ήρθε και ζήτησε συγχώρεση από τον δικό μου, για να πεθάνει, λέει ήσυχος. Ήμασταν γείτονες, μα μετά την επιστροφή από τη Σιβηρία δεν τους είχαμε ξαναμιλήσει. Τότε δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας, χαρτιά που να αποδεικνύουν ότι το σπίτι ήταν δικό μας, αν κι όλοι στο Μεγρί ήξεραν ότι από πάππου προς πάππου μας ανήκε. Το κράτος μας πρότεινε ένα άλλο σπίτι, μα ο πατέρας μου απαίτησε τη γη του. Τελικά, κατάφερε να πάρει ένα μικρό μέρος της και λίγο από ενός γείτονα κι έχτισε με τα ίδια του τα χέρια την καινούρια μας στέγη. Δημιούργησε κι έναν πανέμορφο κήπο, όπως τον παλιό. Όμως δεν ήταν εύκολη η νέα μας ζωή. Στη Σιβηρία δεν πεινούσαμε. Εκεί είχε αναπτυχθεί περισσότερο η αλληλεγγύη, ανταλλάσσαμε τα υπάρχοντά μας μεταξύ μας. Δίναμε από το γάλα των αγελάδων μας κι αυγά από τις κότες μας και παίρναμε αλεύρι ή λαχανικά. Φτιάχναμε δικό μας τυρί και γιαούρτι, το δίναμε με αντάλλαγμα ό,τι χρειαζόμασταν. Είχαμε πολύ καλή σχέση με όλους τους συγχωριανούς μας, Γερμανούς, Ρώσους ή Αρμένιους. Στο Μεγρί αντίθετα, υπήρχε πολύ φτώχεια, ακόμη και το σαπούνι το φτιάχναμε μόνοι μας. Δεν υπήρχε τίποτε να αγοράσεις ή να ανταλλάξεις. Η ζωή είναι γεμάτη πίκρες και χαρές. Το 1961 ο μεγάλος μας αδερφός, ο Χοβαννές, ήρθε και μας βρήκε 25 ολόκληρα χρόνια μετά την εξαφάνισή του. Είχε πολεμήσει στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά στα κάτεργα και μετά μας είχε χάσει λόγω της εξορίας μας. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1965, ο πατέρας μου πέθανε ήσυχος, νιώθοντας ευλογημένος που ήταν περιστοιχισμένος από όλα του τα παιδιά. Η μητέρα μου ξανάδε τους θείους της μόνον 22 χρόνια αργότερα, πολύ μετά την επιστροφή από την εξορία, όταν εγώ σπούδαζα πια στο Ερεβάν. Είχαμε χαθεί, γιατί τους είχαν μεταφέρει αλλού, πάλι χωρίς προειδοποίηση. Πόσοι και πόσοι δεν χάθηκαν έτσι… Κοίτα πόσες φορές χωριστήκαμε κι ευτυχώς ξανασμίξαμε, πόσες εκπλήξεις μας επιφυλάσσει η ζωή.
…πόλεμος στο Γαραπάγ - σεισμοί στο Γκιουμρί… Στο μεταξύ, εγώ σπούδασα φυσιοθε-ραπεία, αρχικά στο Γερεβάν και μεταπτυχιακό στη Μόσχα. Διάβαζα πολύ, ήμουν φιλομαθής αλλά και πολύ κοινωνική. Έκανα πολλές επαφές στα νιάτα μου με Αρμένιους φοιτητές και φοιτήτριες από τη διασπορά, που είχαν έρθει για σπουδές στη Σοβιετική Ένωση. Ήθελα να ξέρω για τους «άλλους» Αρμένιους, που ζούσαν κι αυτοί εξόριστοι από την πατρίδα τους, όπως ζήσαμε κι εμείς, για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Παντρεύτηκα τον Μαρφέλ και μετακόμισα με τον άντρα μου στο Γαπάν. Έφερα στον κόσμο τρία παιδιά, τον Αρμάν, την Αρέβ και τον Σεμπάτ. Δούλευα στην τοπική πολυκλινική και το νοσοκομείο κι όλα πήγαιναν καλά. Μου άρεσε πολύ η δουλειά μου. Και μια μέρα μάθαμε πως ο μεγάλος μου γιος, ο Αρμάν, ούτε 17 χρονών πήγε εθελοντής στον αγώνα του Γαραπάγ. Έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε φοβούμενος ότι θα του σταθούμε εμπόδιο. Στο μεταξύ, στο νοσοκομείο του Γαπάν κατέφθαναν οι πρώτοι τραυματίες κι όλοι εργαζόμασταν νύχτα μέρα, για να βοηθήσουμε την κατάσταση. Κάθε τραυματία που πρωτόβλεπα, φοβόμουν μην είναι ο γιος μου. Στην αρχή ήταν ζοφερή η κατάσταση, είχαμε πάρα πολλά θύματα και βαριά τραυματίες από Φιζουλί και Λατσίν. Δεν χωρούσαν πια όλοι στο νοσοκομείο. Μετατρέψαμε τότε το σπίτι μας σε μικρή κλινική. Οργανώσαμε οικογενειακώς ένα δίκτυο επικοινωνίας κι εκτός από τα τραύματά τους, φροντίζαμε να τους φέρουμε σε επαφή με τους δικούς τους. Πήγα και στην πρώτη γραμμή, στις πρώτες βοήθειες του στρατοπέδου στα σύνορα του Γαπάν με την Αζερία, νοτιοδυτικά του Γαραπάγ. Οι μάχες μαίνονταν δίπλα μας. «Αφού αγωνίζεται ο γιος μου, θα αγωνιστώ κι εγώ όπως μπορώ...», σκεφτόμουν, όποτε προλάβαινα να σκεφτώ. Άμεσες επεμβάσεις, διαλογή τραυματιών, ποιος να πάει νοσοκομείο, ποιος να χειρουργηθεί επί τόπου... Στο μεταξύ μάθαμε ότι οι Αζέροι, -που στο στρατό τους συμμετείχαν και Ρώσοι, Τσετσένοι, Αφγανοί, Πακιστανοί και Ντακεστανοί ακριβοπληρωμένοι μισθοφόροι, ενώ εμάς δεν μας συμπαραστεκόταν κανείς- βομβάρδιζαν πίσω μας το Γαπάν, μέσα στην Αρμενία. Σε μια μέρα είχαν σκοτωθεί 74 άμαχοι, την άλλη 65... Η αγωνία με κυρίευσε. Τα δυο μικρά μου είχαν μείνει εκεί με τον άντρα μου και δόξα το Θεό, σταθήκαμε τυχεροί. Για δυο από τα τέσσερα χρόνια που έλειπε ο Αρμάν, δεν είχαμε καθόλου νέα του. Κοιτούσα καθημερινά με αγωνία τις λίστες στο νοσοκομείο, όταν διαπίστωνα πως το όνομά του δεν ήταν στων θανόντων ή των τραυματιών, έπαιρνα ανάσα κι έλεγα μέσα μου «...άρα ζει!». Λεπτομέρειες για το μέτωπο έμαθα πολύ αργότερα, όταν ο Αρμάν επέστρεψε χωρίς προειδοποίηση, νικητής. Μόλις τον είδα, ήταν η μόνη φορά στη ζωή μου που λιποθύμησα. Μέχρι να συνέλθω, όλη η γειτονιά είχε στρώσει τραπέζι με ό,τι είχε ο καθένας. Μιλάμε για το ’94. Φριχτή περίοδος, δεν είχαμε ούτε τα βασικά, μα ο ζουρνάς και το ντεχόλ έπαιζαν ήδη χαρμόσυνα. Δεν χρειαζόμασταν και πολλά για να γλεντήσουμε τότε. Η νίκη κι η χαρά της επιστροφής των παιδιών μας, αρκούσαν. Ο ίδιος ο Αρμάν δεν μίλησε ποτέ για τον πόλεμο, μάλιστα μας ζήτησε να μην τον ρωτήσουμε τίποτε. Τις νύχτες δεν κοιμόταν. Μάθαμε από συναγωνιστές του πως είχε τραυματιστεί άσχημα στο μέτωπο του Κελμπατζάρ, πως είχαν πιάσει αιχμάλωτους αρκετούς συναγωνιστές του, κάποιους τους παρέλαβαν πίσω είτε νεκρούς, είτε βαριά τραυματισμένους και παραμορφωμένους από τα φριχτά βασανιστήρια. Μάθαμε για το πώς σκοτώθηκε μες τα χέρια του ο καλύτερός του φίλος, πώς γλίτωσε από οβίδα στο παρά πέντε, πώς βομβάρδιζαν οι Αζέροι το χώρο που κοιμόντουσαν κι από 35 στο θάλαμο ξύπνησαν μόνον οι 15... Τι να κάνεις; Τα σωματικά τραύματα περνούν ευκολότερα από τα ψυχικά. Μα σιγά σιγά όλα μαλάκωσαν μέσα του, μέσα μας. Ο Θεός να δώσει, να μην ξαναδούμε πόλεμο.
…ο ερχομός στην Ελλάδα… Το 1995 προσφέρθηκα να δουλέψω στην κλινική αποκατάστασης για παιδιά με κινητικά προβλήματα στο σεισμοπαθές Γκιουμρί - Λενιναγκάν. Εργαζόμασταν με εθελοντές από πολλά μέρη της γης. Ένας από τους Έλληνες γιατρούς, τον έλεγαν Κώστα, 28 χρονών τότε, είδε πώς κάνω φυσιοθεραπεία στα παιδιά και πόσο αποτελεσματική είναι αυτή η μέθοδος. Όταν με ρώτησε, του είπα για τις σπουδές μου, ότι ήμουν τυχερή που είχα χαρισματικούς καθηγητές που μ’ έκαναν να αγαπώ αυτό που κάνω. Ο Κώστας υποσχέθηκε μόλις γυρίσει στη Θεσσαλονίκη, να μου στείλει πρόσκληση, για να κάνω σεμινάρια στους φυσιοθεραπευτές στο νοσοκομείο Παίδων όπου εργαζόταν. Πράγματι, έλαβα αργότερα μια τρίμηνη πρόσκληση κι έτσι βρέθηκα στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη. Μα όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει. Να μην τα μακρηγορώ, πολύ σύντομα μου διαγνώστηκε καρκίνος του μαστού και το ‘βαλα πείσμα να σταθώ να τον κερδίσω. Σαν τον μεγάλο μου γιο κι εγώ στην αρχή δεν είπα τίποτε σε κανέναν. Κανόνισα μόνη να χειρουργηθώ, να κάνω χημειοθεραπείες. Βρέθηκε τότε κοντά μου και με βοήθησε ειλικρινά η κυρία Βαρτουή Μπερμπεριάν, από τη Γλυφάδα, που ήταν και μέλος του Αρμενικού Κυανού Σταυρού. Την ευχαριστώ από καρδιάς. Λόγω της κατάστασης της υγείας μου έλαβα ανθρωπιστικό άσυλο κι έκτοτε μένω μόνιμα στην Κοκκινιά. Τα κατάφερα, ως σήμερα, και φροντίζω τώρα και τα εγγόνια μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με πολύ αγάπη, αλλά κι αυστηρές αρχές. Η μητέρα μου ήταν μια καρτερική κι υποταγμένη γυναίκα, ο πατέρας μου ήταν αυταρχικός, μα δίκαιος. Εγώ ήθελα να ορίζω η ίδια τη ζωή μου. Εμείς οι γυναίκες έχουμε πολλά να προσφέρουμε στην κοινωνία, αρκεί να είμαστε ελεύθερες, δυναμικές, κυρίες του εαυτού μας κι όχι έρμαια της απόφασης άλλων. Μόχθησα για αυτά τα ιδανικά, πάλεψα ενάντια στη δαιμονοποίηση. Βλέπεις, κάπως έρχονται τα πράγματα, τώρα πια το ξέρω: σε μια ζωή χωράνε πολλές ζωές... |