Της Κουήν Μινασιάν Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010
Το μάθημα της ιστορίας στα σχολεία ενθουσιάζει όλο και λιγότερο τους μικρούς μαθητές. Η ογκώδης ύλη των βιβλίων παραμένει ξένη και απόμακρη, ξερό παρελθόν. Όταν όμως την αφηγείται μια ζωντανή μάρτυρας των γεγονότων, γίνεται βίωμά μας, γόνιμο παρόν μας και… μας αφορά. Η γιαγιά του Χαρούτ και της Ντιάννας, η κυρία Αραξή εισέβαλε γλυκά στη ζωή μας μέσα από το μάθημα της ενεργής ιστορίας και μας συνεπήρε με την αλήθειά της, με τη απέριττη και σεμνή αφήγησή της. Ήταν παράλληλα και μάθημα στάσης ζωής, γιατί μάθαμε πως όσο περισσότερο νιώθεις, τόσο λιγότερο χρειάζεσαι τα βαρετά, στομφώδη και πομπώδη λόγια…
Με λένε Αραξή Παμπουκιάν - Μπογοσιάν. Γεννήθηκα 26 Ιανουαρίου 1939 στο Ιντέρ του Μουσά Λερ. Θα σας διηγηθώ από την αρχή την ιστορία της οικογένειάς μου, όπως μου την διηγήθηκαν οι δικοί μου πολλές φορές, αλλά στη συνέχεια κι όπως την έζησα εγώ.. -Ο πατέρας μου λεγόταν Οβαννές Παμπουκιάν. Οι ρίζες των γονιών του κρατούσαν από τα Άδανα και από το Αντάπ. Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του 1915 ο πατέρας μου ήταν 14 ετών. Οι γονείς του, δηλαδή ο παππούς και η γιαγιά μου Άννα, άφησαν τη τελευταία τους πνοή στους δρόμους της ερήμου. Ο πατέρας μου και ο Μπογός, ο αδελφός του 12 ετών, σώθηκαν χάρη στις φροντίδες αράβων γυναικών. Δεν γνωρίζουμε τι έγινε η αδελφή τους και θεία μου Ισκουή Παμπουκιάν, αν πέθανε ή αν σώθηκε από άλλους. Ποτέ δεν μάθαμε. Οι γυναίκες λοιπόν των Αράβων έκρυψαν τον πατέρα μου και τον αδελφό του πίσω από σωρούς με ξύλα και ξερά χόρτα. Αργότερα, όταν απομακρύνθηκαν οι Τούρκοι, τους πήραν για παραπαίδια στο σπίτι τους, να κάνουν τις μικροδουλειές. Τους φέρθηκαν ευγενικά και έδειξαν κατανόηση στο πόνο τους. Έζησαν μερικά χρόνια εκεί και όταν έμαθαν ότι στο βουνό Μουσά Λερ υπήρχαν τα μοναδικά πια σε όλη την Κιλικία αρμενικά χωριά, ζήτησαν να φύγουν για να βρουν τους συμπατριώτες τους. Το 1919 ο πατέρας μου ήταν 18 χρονών, όταν πια έφτασαν στο Ιντέρ. Ο πατέρας μου ήταν καλός μάστορας μυλόπετρας, ήταν καλός χειροτέχνης γενικά και πολύ εργατικός. Στο Ιντέρ γίνεται λοιπόν μυλωνάς. -Η μητέρα μου λεγόταν Ντιρουή Ιπρατζιάν του Μπεντρός και της Μαριάμ. Γεννήθηκε το 1912 σε ένα από τα χωριά του Μουσά Λερ, το Ιντέρ. Είχε 7 αρμενικά χωριά: Ιντέρ, Χιντιρμπάκ, Βερίν Ταγ, Κεσάπ, Μπερτιάς, Βακίφ και άλλο ένα που δεν θυμάμαι τώρα. Ξεκινάει η γενοκτονία του 1915. Λίγο πριν είχε έρθει, λέει, ένας Αρμένιος από τη Γαλλία με τη γυναίκα του επίσκεψη στο Μουσά Λερ. Έτσι έτυχε να είναι και αυτός εκεί στα γεγονότα. Θαρρώ πως τον έλεγαν Γιαγουπιάν ή Γεσαή. Αυτός καλεί σε συμβούλιο τους παπάδες, δασκάλους, προύχοντες, γραμματιζούμενους, όσους είχαν εξουσία ή άποψη από όλα τα αρμενικά χωριά του Μουσά Λερ και με προτροπή του αποφασίζουν να μη παραδοθούν στους Τούρκους. Η μοίρα των Αρμενίων της Κιλικίας και δυτικής Αρμενίας είχε γίνει πια γνωστή. Το Μουσά Λερ είχε πυκνά δάση και μόνο οι ντόπιοι Αρμένιοι ήξεραν τα μονοπάτια. Στο συμβούλιο αυτό αποφασίζουν να ανέβουν όλοι στο βουνό για να προστατευθούν. Δεν παρέδωσαν ούτε τους νέους άντρες που έπρεπε τότε να καταταγούν στο Οθωμανικό στρατό, γιατί ήταν σίγουροι ότι θα πάνε χαμένοι. Φεύγουν όλοι μαζί πολύ καλά προετοιμασμένοι και οργανωμένοι, δηλαδή αρκετές χιλιάδες κόσμος από τα 7 χωριά. Η μητέρα μου Ντιρουή ήταν μόλις 3 ετών, την φόρτωσαν πάνω στο μουλάρι. Μαζεύουν λοιπόν όλα όσα μπορούσαν, φορτώνουν γαϊδούρια και μουλάρια και ανεβαίνουν ψηλά, εκεί που αραιώνει το δάσος, όπου και κατασκηνώνουν. Ήταν καλοκαίρι ευτυχώς. Πήραν μαζί τους και τα ζωντανά τους, κατσίκια κυρίως και αρνιά και ότι άλλο απαραίτητο. Είχαν μαζί τους ακόμη και «γεργκάνκ», ένα εργαλείο σαν ατομικός μύλος, που αποτελείται από μικρές μυλόπετρες και χρησιμεύει για να αλέθουν οι γυναίκες το πλιγούρι. Οι άντρες, έτσι και ο παππούς μου ο Μπεντρός, φυλάγανε σκοπιά σε όλα τα μονοπάτια που έρχονταν από κάτω. Για όπλα είχαν ότι είχαν από πριν για κυνήγι, αλλά έφτιαχναν και από μόνοι τους «ινκνασέν ζενκέρ» (αυτοσχέδια όπλα και σφαίρες). Οι Τούρκοι επιτέθηκαν πολλές φορές από χαμηλά, πυροβολούσαν ή έριχναν με κανόνια, όμως δεν κατάφεραν να τους προσεγγίσουν, γιατί δεν ήξεραν τα μονοπάτια. Συνολικά μόνο 18 δικά μας παλικάρια σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν για όλους. Το φαΐ λιγόστευε. Οι νέες γυναίκες, αυτές που ήταν ανύπαντρες ή δεν είχαν μωρά παιδιά, με τη συνοδεία λίγων αντρών κατέβαιναν τις νύχτες στα χωριά για να φέρουν φαγώσιμα. Η γη τους ήταν πολύ γόνιμη, με πολλά νερά που κατέβαιναν από το βουνό. Είχαν πολλά δέντρα, συκιές, ροδιές, μουριές, ελιές, μανταρινιές, οπωροφόρα δέντρα, αμπέλια και πολλά άλλα. Οι αποθήκες των σπιτιών γεμάτες σιτάρι, αλεύρι, κρασιά, σταφίδες, ξερά σύκα και ποιος ξέρει τι άλλα. Κάποια φορά τη νύχτα, στην επιστροφή από τα χωριά, πιάνεται το «τσουχά» -πανωφόρι- ενός άντρα σε ένα κλαδί. Αυτός νομίζει ότι τον έπιασαν οι Τούρκοι. Βάζει τότε το όπλο προς τα πίσω και πυροβολεί, σκίζεται το «τσουχά» και σώνεται. Βλέπει μετά ότι ήταν μόνο ένα κλαδί, γελάνε όλοι μαζί. Οι Τούρκοι από τα μεσόγεια δεν είχαν σταματήσει να ρίχνουν με κανόνια. Από τη μεριά της θάλασσας δεν είχε Τούρκους. Οι άντρες βλέπουν να περνούν πλοία με γαλλικές ή αγγλικές σημαίες. Αποφασίζουν να ζητήσουν βοήθεια από τη θάλασσα. Είναι Αρμένιοι, περικυκλωμένοι από Τούρκους και μόνο από τη μεριά της θάλασσας ελπίζουν για σωτηρία. Πάνω σε τεράστια σεντόνια -σαν πανό- γράφουν: «Όποιος αγαπάει τον Θεό ας μας σώσει». Κρεμούν αυτά τα σεντόνια πάνω από απότομους γυμνούς βράχους που κοιτούσαν προς τη θάλασσα. Τις νύχτες άναβαν φωτιές, μήπως και τους προσέξουν από τα πλοία. Κάποια στιγμή πλησιάζει ένα γαλλικό πλοίο, το «Ντουσέν», ο καπετάνιος είναι Γαλλοαρμένιος. Τη νύχτα συνεννοούνται με φωτάκια και τη μέρα με αυτόσχέδια μεγάφωνα. Ο καπετάνιος ζητά κάποια αντιπροσωπεία τους για να μιλήσουν. Οι Μουσαλερτσί Αρμένιοι αποφασίζουν πως, αν δεν γυρίσει η αντιπροσωπεία ή δεν έρθει βοήθεια, δεν έχουν άλλη λύση, θα ρίξουν γυναίκες, παιδιά, γέρους και αδύναμους στη θάλασσα, ενώ οι άντρες θα οργανώσουν ηρωική κάθοδο, βέβαιοι πως θα πεθάνουν όλοι, αλλά τουλάχιστον θα προκαλούσαν και αυτοί απώλειες στον εχθρό. Η αντιπροσωπεία κατεβαίνει στο πλοίο, τους πηγαίνουν στο λιμάνι, εκεί εξιστορούν τα γεγονότα στους Γάλλους και 1-2 νύχτες μετά έρχονται γαλλικά πλοία για να παραλάβουν τον κόσμο. Στα πλοία μπαίνουν πρώτα τα παιδιά, οι γυναίκες, οι γηραιότεροι και φυσικά οι τραυματίες. Οι άντρες μένουν οπισθοφυλακή μέχρι να έρθουν κι άλλα πλοία να τους παραλάβουν. Όταν ξανάρθαν τα πλοία, οι Τούρκοι τα βομβάρδιζαν από τη στεριά κρυμμένοι μέσα σε μια αρμενική εκκλησία, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν αρκετοί Μουσαλερτσί, ανάμεσά τους ο αδερφός της γιαγιάς μου Μαριάμ, αλλά πολύ βαριά και ο άντρας της, ο πατέρας της μάνας μου. Οι Γάλλοι ζητούν άδεια από τους Μουσαλερτσί να βομβαρδίσουν την αρμενική εκκλησία για να σταματήσουν τους Τούρκους. Οι Αρμένιοι δίνουν τη συγκατάθεσή τους, η εκκλησία με τους Τούρκους μέσα ανατινάζεται και έτσι σώζονται από τα εχθρικά πυρά. Ήταν Σεπτέμβρης του 1915 όταν ολοκληρώθηκε η επιχείρηση σωτηρίας. Είχαν μείνει περίπου 40 ημέρες εκεί στο Μουσά Λερ. Οι Γάλλοι τους πηγαίνουν στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, όπου μένουν περίπου 4 χρόνια σε στρατόπεδα. Οι τραυματίες μεταφέρονται χώρια. Έτσι χάνονται τα ίχνη τους. Η ζωή στο Πορτ Σάιντ ήταν πολύ δύσκολη. Η θλίψη του ξεριζωμού, η πείνα, αλλά ιδίως η ελονοσία εξόντωσαν πολλούς δικούς μας. Το '18 ή '19 οι Γάλλοι ανακοινώνουν στους Αρμενίους πως η περιοχή του Μουσά Λερ είναι προτεκτοράτο τους και πως μπορούν άφοβα να επιστρέψουν, αν θέλουν. Φυσικά και όλοι επιστρέφουν πίσω στα χωριά τους. Πολλά από τα σπίτια τα βρήκαν κατεστραμμένα, λεηλατημένα, τα χωράφια είχαν μείνει χέρσα, ακαλλιέργητα και ποδοπατημένα για πολλά χρόνια. Μα σιγά σιγά ξαναστήνουν το βιός τους. Προκομμένοι άνθρωποι. Η περιοχή ξανανθίζει. Εκτός από τη γη που ήταν πλούσια και γόνιμη, το Μουσά Λερ είχε τεράστια πυκνά δάση. Έκαναν λοιπόν εμπόριο ξυλείας και κάρβουνου. Το κλίμα βοηθούσε και είχαν πολλές μουριές, έτσι είχαν πλήρη μεταξουργία, από την εκτροφή του μεταξοσκώληκα έως και την υφαντουργία. Επίσης από κόκαλα ζώων έφτιαχναν όμορφες χτένες και στολίδια για τα μαλλιά. Είχε δουλειά για όλους, άντρες και γυναίκες, στη γη, στην παραγωγή, στο εμπόριο… Τότε ήταν που ήρθαν στο Ιντέρ ο πατέρας μου με τον αδερφό του. Διασώθηκαν από ολάκερη γενοκτονία. Ο πατέρας μου 18 χρονών πια, ανέλαβε το νερόμυλο του χωριού. Όταν η Ντιρουή ήταν 8 ετών, η μάνα της η Μαριάμ (η γιαγιά μου) είδε να επιστρέφει σώος ο άντρας της Μπεντρός και ο αδελφός της. Τόσα χρόνια είχαν χάσει την ελπίδα, τους θεωρούσαν νεκρούς, τους είχαν πενθήσει σιωπηλά. Από την χαρά της η καρδιά της δεν αντέχει και σβήνει επί τόπου. Ήταν ένας θάνατος από χαρά. Μερικούς μήνες μετά πεθαίνει και η μάνα της γιαγιάς μου, βαρύ το πένθος για την κόρη της. Το 1922 ή '23 πεθαίνει και ο Μπεντρός, μάλλον από επιπλοκή του τραύματος που είχε τότε στο πλοίο. Η Ντιρουή και τα δυο μικρότερα της αδέλφια μένουν ορφανά (η αδερφή της Σαμιράμ -που πολύ αργότερα παντρεύτηκε κι έζησε στη Βραζιλία- και ο αδερφός της Μαργκός Ιπρατζιάν -που αργότερα σπούδασε στη σχολή Μελκονιάν της Κύπρου, γύρισε στο Λίβανο και έγινε διευθυντής σχολείου στο Αντζάρ και στη Βηρυτό). Τη φροντίδα τους αναλαμβάνει η οικογένεια του αδελφού του Μπεντρός, ο Οβαννές Ιπρατζιάν. Το 1926 παντρεύουν την Ντιρουή σε ηλικία 14 ετών με το μυλωνά του χωριού, τον νεαρό Οβαννές Παμπουκιάν. Αναλαμβάνει εκείνη τότε και τη φροντίδα του μικρότερού της αδελφού. Οι γονείς της είχαν μεγάλη περιουσία. Περιουσία όταν λέμε, είχαν ένα μεγάλο διώροφο σπίτι με μπαλκόνια και με κανονικά κεραμίδια, αρχοντικό για την εποχή, πολλά και γόνιμα χωράφια, κήπους, περβόλια και γη. Ασχολούνταν και με τη μεταξουργία. Αυτή η περιουσία είχε δημιουργηθεί από την εποχή του παππού της Ντιρουή, του Μαργκός που ήταν προύχοντας, τίτλος τιμής για την εποχή. Φυσικά ότι είχε καταστραφεί μεταξύ '15 και '18 ξαναστήθηκε με πολύ και σκληρή εργασία. Στα χωράφια τους δούλευαν και Άραβες από τα γειτονικά χωριά και πληρώνονταν σε είδος: μισά μισά η παραγωγή. Η Ντιρουή και ο Οβαννές όσο ζουν στο Μουσά Λερ κάνουν 5 παιδιά, όλα κορίτσια. Τελευταία γεννήθηκα εγώ, η Αραξή, αρχές του 1939. Ήμουν 5-6 μηνών την ημέρα του Βαρτεβάρ, τον Ιούλιο του '39, όταν λήγει η εικοσαετής συμφωνία των Γάλλων και η περιοχή παραδίδεται σε τουρκική κυριαρχία. Η τουρκική κυβέρνηση απαιτούσε από τους Μουσαλερτσί να αρνηθούν ή τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους. Ή εξισλαμισμός ή εκτουρκισμός ή ίσως και τα δύο. Οι Γάλλοι προτείνουν στους Μουσαλερτσί Αρμένιους να τους μεταφέρουν όλους στην περιοχή Αντζάρ του Λιβάνου, όπου θα ετοίμαζαν σπίτια για να ζήσουν εκεί. Οι περισσότεροι ακολουθούν τους Γάλλους. Δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν τις περιουσίες τους μαζί, όλος ο πλούτος έμεινε στους Τούρκους. Σε ένα μόνο χωριό το Βακίφ οι κάτοικοι αποφάσισαν να μείνουν στη γη του Μουσά Λερ. Δεν ξέρω, ναι, δυστυχώς δεν μάθαμε τι έγινε με όσους έμειναν πίσω. Στο Αντζάρ ενόσω οι Γάλλοι έχτιζαν τα σπίτια, εμείς μέναμε σε σκηνές. Η φύση ήταν παρόμοια με του Μουσά Λερ, αλλά η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Ο πατέρας μου έγινε πάλι ο μυλωνάς του χωριού. Ήμουν πολύ μικρή, όμως θυμάμαι ακόμη πως ο μύλος του πατέρα μου ήταν μια ευθεία από το σπίτι, αριστερά και δεξιά από το δρόμο ήταν γεμάτο καστανιές. Ήταν και μια βρυσούλα εκεί κοντά και από όπου πίναμε νερό. Ήταν κι ένα ήσυχο αλλά βαθύ ποτάμι, ο Άσσα, που έρεε πλάι στα χωράφια των σιταριών. Τα κοντινά χωριά κατοικούνταν από χριστιανούς Άραβες. Υπήρχε κι ένας κήπος, γεμάτος καστανιές, εκεί μαζεύονταν κυρίως οι νέοι. Εκεί και το μνημείο για το Μουσά Λερ. Κάθε χρόνο, την τρίτη Κυριακή του Σεπτέμβρη ετοιμάζουν σε μεγάλα καζάνια "χερισά" και το μοιράζουν στον κόσμο, διότι το πλοίο Ντουσέν μας έσωσε από τον αποκλεισμό το Σεπτέμβρη το '15. Τη μνήμη αυτή τιμούμε την ίδια μέρα στο μνημείο για το Μουσά Λερ και στην Αρμενία, όπως την τιμούσαν κάποτε, από το '19 ως το '39, και στο Μουσά Λερ. Η ζωή τα 'φερε έτσι που μετά από το Μουσά Λερ ξεριζωθήκαμε πολλές φορές. Από το Αντζάρ -Αρμενία. Εκεί προσγειωθήκαμε στη σοβιετική πραγματικότητα. Εμάς, μας εγκατέστησαν κοντά στο Λενιναγκάν (Κιουμρί), στο χωριό του μεγάλου ποιητή Αβεντίκ Ισαακιάν, το Αγήν, πλάι στον ποταμό Αρπά Τζάι, στα σύνορα με την Τουρκία. Ο πατέρας μου έγινε πάλι μυλωνάς και εκεί ζήσαμε περίπου ένα χρόνο. Ο νερόμυλος παλιά ανήκε στην οικογένεια του Αβεντίκ Ισαακιάν. Τότε ανήκε πια στο κολχόζ και η παραγωγή μοιραζόταν στον κόσμο. Ο Αβεντίκ Ισαακιάν πήγαινε συχνά στον νερόμυλο, συζητούσε με τον πατέρα μου και κατέγραφε την διήγησή του σε ότι αφορούσε την ιστορία του Μουσά Λερ. Μετά από πολλές υποχρεωτικές μετατοπίσεις μέσα στη χώρα μας, βρίσκομαι τώρα εδώ, στην Ελλάδα και ποιος ξέρει τι θα ξημερώσει αύριο. Μια επιθυμία όμως έχει μείνει άσβεστη μέσα μου. Να βρεθώ για λίγο στο Ιντέρ, στο Μουσά Λερ, στον τόπο γέννησής μου! Να δω το σπίτι των δικών μου, αν υπάρχει ακόμη, θα το αναγνωρίσω, τόσο καλά μας το έχουν περιγράψει οι δικοί μας…
|