Αιχμάλωτος μνήμης - Xαρουτιούν Καμπουριάν |
«Δαπανηρή ιδέα ο βίος. Κική Δηµουλά Μετάφραση στα ελληνικά: Αγκόπ Τζελαλιάν Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία, πώς η αναδρομή σε αυτό μεταφέρει μνήμες και βιώματα των μαύρων ημερών από την καταστροφή της Σμύρνης; Οι μαρτυρικές ώρες που βίωσε ένα αμούστακο παιδί στα τουρκικά τάγματα εργασίας ως αιχμάλωτος, μετά το χάος και τον όλεθρο που ακολούθησε την καταστροφή, αποτελούν μοναδικό ντοκουμέντο για τις τουρκικές θηριωδίες, όπως εξιστορεί ο ίδιος ο συγγραφέας στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο με πρωτότυπο τίτλο «Προς τον Γολγοθά μου» (Αιχμάλωτος μνήμης, σύμφωνα με την ελληνική απόδοση). Ο συγγραφέας, Αρουτιούν Καμπουριάν, το δεκαεξάχρονο παιδί που από τη θαλπωρή του οικογενειακού του σπιτιού στο Κορδελιό βρέθηκε αντιμέτωπο με τον χειρότερο εφιάλτη στα χέρια των Τούρκων, βιώνοντας στιγμές ζωής και θανάτου, περιγράφει με οδύνη τις τραγικές τελευταίες ώρες της πόλης όπου γεννήθηκε και την οποία αγάπησε. Το παλικαράκι που από Ασότ (το αρμενικό του όνομα) έγινε Κωστής, καταφέρνοντας έτσι να σωθεί από βέβαιο θάνατο χάρη στις δύο μαγικές συλλαβές που του ψιθύρισε ο άγνωστος Έλληνας αιχμάλωτος Κωστής, κατορθώνει να επιβιώσει ύστερα από δεκατέσσερις μαρτυρικούς μήνες στα Αμελέ Ταμπουρού και να ξαναβρεί τους δικούς του στην Ελλάδα. Πρόσφυγας πια, χάρη στην πολυπραγμοσύνη και στην ευρυμάθειά του, προσλαμβάνεται στον ΟΤΕ, φθάνοντας στην ανώτατη βαθμίδα του προϊσταμένου, ενώ αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη λογοτεχνία, γράφοντας άρθρα, δοκίμια και μεταφράσεις τόσο στην αρμενική όσο και στην ελληνική και γαλλική γλώσσα. Πριν το χAραμα. Το τέλος της ευδαιμονίας […] Ήταν Παρασκευή βράδυ. Οι ελληνικές αρχές της Σμύρνης είχαν αποχωρήσει, εγκαταλείποντας στο έλεος των Τούρκων τον χριστιανικό πληθυσμό. Εκείνο το βράδυ, η πόλη είχε πάρει μια μακάβρια όψη. Λες και μάντευε τη μελλούμενη συμφορά. Γι’ αυτό και μαζεύτηκε στο καβούκι της. Τέτοιο ήταν το κλίμα ανασφάλειας που επικρατούσε, ώστε κανένας δεν τολμούσε να ξεμυτίσει. Το μόνο παρήγορο θέαμα σε τούτη τη δεινή κατάσταση ήταν τα αγκυροβολημένα στο λιμάνι πολεμικά των συμμάχων. Οι διοικητές, για να μην αφήσουν την τελευταία στιγμή εντελώς άναρχη την πόλη, είχαν αποβιβάσει ένοπλους ναυτικούς. Δυστυχώς όμως, όπως έγινε αργότερα γνωστό, αυτή η κίνηση αποσκοπούσε στην προστασία των υπηκόων τους και μόνο. Σε αντίθεση με την παγερή σιωπή που επικρατούσε στις χριστιανικές συνοικίες, στους τουρκομαχαλάδες υπήρχε ένας ασυνήθιστος αναβρασμός. Πρώην στρατιωτικοί, αξιωματικοί, αστυνόμοι, που μέχρι εκείνο το βράδυ δεν ήξεραν πώς να κρύψουν την ιδιότητά τους, πετούσαν τα πολιτικά και, φορώντας στρατιωτικές στολές, έβγαιναν στους δρόμους, όπου σχημάτιζαν μικρές ομάδες και κατέβαιναν προς τις χριστιανικές συνοικίες. Ο σκοπός των πυρετωδών ετοιμασιών ήταν, δήθεν, η προστασία των χριστιανών από τους Βασιβουζούκους. Αργότερα μαθεύτηκε πως δεν ήταν αυτή η πρόθεσή τους, αλλά η ετοιμότητα εναντίον μιας ενδεχόμενης αντίστασης των Ελλήνων, και ιδίως των Αρμενίων —καθώς κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι Αρμένιοι είχαν σχηματίσει ομάδες εθελοντών που ήταν έτοιμες να αντιμετωπίσουν τον κεμαλικό στρατό, εμποδίζοντας την είσοδό του στη Σμύρνη. Στα προάστια, η κατάσταση ήταν ακόμα πιο ανησυχητική. Ένα από τα πιο δροσερά και όμορφα θέρετρα της Σμύρνης, το Κορδελιό, είχε μετατραπεί σε πραγματική νεκρόπολη, κι αν δεν ακούγονταν πού και πού οι βηματισμοί των ενόπλων συμμάχων στους δρόμους, θα νόμιζε κανείς πως όλοι οι κάτοικοι των χριστιανικών συνοικιών είχαν πεθάνει σε ένα βράδυ και τα σπίτια είχαν μεταβληθεί σε κοιμητήρια. Κι η φύση ακόμα εκείνη τη νύχτα είχε απότομα αλλάξει· ενώ η ημέρα είχε αρχίσει με έναν ωραίο και λαμπρό ήλιο, το σούρουπο ο καιρός είχε μια αιφνίδια μεταβολή. Απειλητικά σύννεφα κάλυψαν το γαλάζιο του ουρανού και μια μαυρίλα σκέπασε την πόλη. Θαρρείς κι ο Θεός εκείνο το βράδυ συνωμότησε με τη φύση ώστε να επιτείνει τον τρόμο των χριστιανών. Αποχαιρετώντας τα συντρίμμια. Πορεία προς τον Γολγοθά. […] Υποχωρούσε η νύχτα, κι η χαραυγή έβαφε με κόκκινες αποχρώσεις τα υψώματα του Μπουρνόβα. Πορευόμαστε μέσω Πετροντά, Αγίας Τριάδας, Μπαϊρακλί και Σαλαχανέ και αφήνοντας πίσω το Μερσιόλι, πλησιάζουμε στο Χαλκά Μπουνάρ. Για να αποφύγουμε τη βροχή από τα χτυπήματα των στρατιωτών, τρέχουμε με τη γλώσσα έξω, σαν τα σκυλιά. Περνάμε μπρος από τη μεγάλη μπυραρία του Μπομόντι στο Χαλκά Μπουνάρ, και μπαίνουμε στο στενό του Νταραγάτς. Τα εργοστάσια του Στεφανίδη, του Τοζάκογλου, του Τσιντσίνι κατεστραμμένα έχουν πάψει να λειτουργούν. Πού είναι το Θέατρο της Σμύρνης, το Σπόρτινγκ Κλουμπ, το Καφέ ντε Παρί, τα στέκια των Κλωναρίδη και Κράιμερ. Μάταια προσπαθώ να τα εντοπίσω, όλα έχουν καεί, όλα έχουν γίνει στάχτες. Ποτέ δεν περίμενα να δω τέτοιο όλεθρο. Σε όλο της το μήκος, η προκυμαία έχει γίνει αγνώριστη. Τώρα δεν βλέπει κανείς παρά χαλάσματα κι απέραντους σωρούς ερειπίων, καρβουνιασμένων από τη φωτιά. Ένα πράγμα δεν έχει αλλάξει μοναχά στην προκυμαία: η ιππήλατη άμαξα, που συνεχίζει αργά τη διαδρομή της από τη μία άκρη στην άλλη. Όσο προχωρά το καραβάνι, τόσο ξεμένω πίσω. Δεν έχω πια το κουράγιο όχι να περπατήσω, ούτε καν να σταθώ στα πόδια μου. Οι δυνάμεις με εγκαταλείπουνε, ήδη τα κουρέλια στα πόδια μου έχουν σκιστεί, περπατώ με γυμνά πόδια πάνω στις αιχμηρές πέτρες, που μου βαθαίνουν τις πληγές. Το σκοτάδι με εμποδίζει να αποφεύγω τις πέτρες, κάτι που χειροτερεύει την κατάστασή μου. Προτιμώ να σκοτωθώ επί τόπου παρά να συνεχίσω τη μαρτυρική πορεία του Γολγοθά μου. Ένας στρατιώτης με πλησιάζει και φωνάζει βάναυσα «Καλκ ουλάν γκιαβούρ», και με χτυπά με τον υποκόπανο, ξεπεζεύει και με κλοτσά με μανία στα πλευρά. Σπαράζω από τον πόνο, δεν μπορώ να κάνω ούτε βήμα, καταρρέω. Αρχίζει τις καμτσικιές παντού, κουλουριάζομαι στο έδαφος βγάζοντας γοερές κραυγές, ο στρατιώτης ουρλιάζει. «Φέρτε γρήγορα ένα σκοινί, θα τον κρεμάσω τον άπιστο, έτσι για να γίνει παράδειγμα και στους άλλους!» […] Παρότι δεν έχω χρυσά δόντια, η διαταγή του Τούρκου μού προκαλεί ρίγος. Τραβάνε τον διπλανό μου, που προσπαθεί να κρυφτεί μάταια από πίσω μου. Το πρόσωπό του έχει το λευκό του θανάτου, κρύος ιδρώτας τον λούζει. Ο δεκανέας τον πλησιάζει και του καταφέρνει ένα ράπισμα. Δεν θ’ ανοίξεις το στόμα σου, ρε, ουρλιάζει, τραβάει τη λόγχη του και με απίστευτη βαρβαρότητα βγάζει ένα-ένα τα χρυσά δόντια του δύστυχου, που σφαδάζει απ’ τον πόνο. Ο καημένος βγάζει μια θρηνώδη κραυγή. Όλοι νομίζουμε πως θα λιποθυμήσει, κι όμως κρατά το καταματωμένο του πρόσωπο και με ηρωική προσπάθεια καταφέρνει να μείνει όρθιος καθώς τον σημαδεύει το όπλο. Το τέλος του οδοιπορικού του τρόμου. Το Ξαναντάμωμα. […] Ένα κρύο πρωινό, Φλεβάρης του ’23, ανηφορίζει με σφιγμένη καρδιά στο κακοτράχαλο στενό δρομάκι της Κηφισιάς. Του είπαν θα τους βρει μάνα κι αδέλφια σ’ ένα μικρό σπιτάκι παραχωρημένο από γνωστούς φίλων από το Κορδελιό. Λιγοστά βήματα τον χωρίζουν από την εξώπορτα της αυλής. Κι εκεί, καθισμένη σε μια ξύλινη παλιά καρέκλα, την αντικρίζει, τη μάνα του. Τη μάνα που κάθε μέρα, κάθε ξεχωριστή μέρα από τον χαμό του πρωτότοκου γιου της, ό,τι καιρό κι αν κατεβάζει τούτος ο ελληνικός ουρανός, αγναντεύει τον δρόμο του ορίζοντα. Το παλικαράκι της θα γυρίσει, γιατί ξέρει να παλεύει σαν αρμενόπουλο, κι ας ήταν μαθημένο στα πούπουλα. Θα γυρίσει, γιατί τον Τούρκο ποτέ του δεν τον φοβήθηκε, θα βρει τρόπο να επιβιώσει. Αχνοφέγγει η σκελετωμένη σιλουέτα του στο χειμωνιάτικο φως. Κι η μάνα, χήρα απ’ τα είκοσι τρία της. Σκιάζεται! Είναι ο αδικοχαμένος άντρας της, παλικάρι ήταν κι αυτός, που σέρνει τα βήματά του προς το μέρος της; «Μαϊρίκ, Μαϊρίκ!» (μανούλα) ακούει τη φωνή. «Ξαναπέστο, αγόρι μου!» «Μαϊρίκ, Μαϊρίκ!» «Ξαναπέστο, αγόρι μου, να το πιστέψω!! Αρουτιούν, ντγας! » (αγόρι μου). |