Η στάση του Αρμενικού Πατριαρχείου στο ζήτημα των εξισλαμισμένων Αρμενίων |
Τoυ Ρουπέν Μελκονιάν Μετάφραση: Γκάρο Αγαμπατιάν Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010
Το Αρμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα ως αποτέλεσμα των ιστορικών εξελίξεων εκείνης της περιόδου. Εκτός από τα θρησκευτικά καθήκοντα είχε και κοσμικές αλλά και πολιτικές εξουσίες στους Αρμενίους που ζούσαν στην Οθωμανική επικράτεια. Ένα από τα σημαντικά ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε το Πατριαρχείο ήταν οι Αρμένιοι που εξισλαμίστηκαν βίαια κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αντάντ έθεσε το ζήτημα των εξισλαμισθέντων Αρμενίων στην ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα, θα έπρεπε τα αρμενικής καταγωγής γυναικόπαιδα που κρατούνταν από μουσουλμάνους να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και σε περίπτωση που δεν υπήρχαν πλέον, στις αρμενικές ή χριστιανικές οργανώσεις. Ο ρόλος του Πατριαρχείου σ’ αυτήν την αποστολή ήταν ουσιαστικός. Δημιουργήθηκαν επιτροπές που άρχισαν να συλλέγουν πληροφορίες για τον αριθμό των θυμάτων και τις τοποθεσίες όπου διαβιούσαν. Η δραστηριότητά τους ξεκίνησε στα μέσα του 1919 κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Πατριάρχη Ζαβέν Ντερ-Εγκαγιάν (1913-16, 1918-22). Το υπουργείο Εσωτερικών που εκπροσωπούσε την Οθωμανική κυβέρνηση εκείνη την εποχή, εξέδωσε στις 5 Φεβρουαρίου του 1919 διάταγμα με το οποίο ζητούσε όλα τα γυναικόπαιδα που βρίσκονταν στα χέρια μουσουλμανικών οικογενειών να περάσουν υπό την εποπτεία των επιτροπών. Το διάταγμα αυτό βρίσκεται σήμερα στα οθωμανικά αρχεία του πρωθυπουργού της Τουρκίας και ήταν κατά κύριο λόγω αποτέλεσμα της μεγάλης συμμαχικής πίεσης και όχι προϊόν κίνησης καλής θέλησης. Έχει ενδιαφέρον ότι οι τούρκοι μελετητές θεωρούν ότι η έκδοση του διατάγματος ήταν δείγμα της αδυναμίας της Τουρκίας. Οι επιτροπές αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Πολλές Αρμένισσες είχαν αποκτήσει παιδιά και δεν μπορούσαν να τα αποχωριστούν, ενώ άλλες που απήχθηκαν σε μικρή ηλικία προτιμούσαν να μείνουν με τους απαγωγείς τους. Για το φαινόμενο αυτό, οι τουρκικές πηγές δηλώνουν ότι, ενώ οι γυναίκες αυτές επέλεξαν ελεύθερα μουσουλμάνους, οι αρμενικές επιτροπές ήθελαν να τις αποσπάσουν δια της βίας από τις καινούργιες τους οικογένειες. Επίσης, η τουρκική πλευρά άρχισε να υποστηρίζει, ότι το Αρμενικό Πατριαρχείο συγκέντρωνε Κούρδους και Τούρκους ανηλίκους παρουσιάζοντάς τους ως Αρμένιους, με σκοπό να αυξήσει τον αρμενικό πληθυσμό. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι συνέβησαν κάποιες παρεκτροπές. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχαν Αρμενόπουλα που είχαν απαχθεί σε μικρή ηλικία και είχαν κοπεί από τις ρίζες τους. Οι επιτροπές κατάφεραν στα τέσσερα χρόνια της δραστηριότητάς τους (1919-22), να απελευθερώσουν χιλιάδες Αρμενίους. Ωστόσο, σε μια επίσημη έκθεση του Πατριαρχείου προς την Αμερικανική κυβέρνηση, αναφέρεται ότι υπήρχαν ακόμα 63.000 ορφανά Αρμενόπουλα σε μουσουλμανικές οικογένειες. Μεγάλο ποσοστό τους βρίσκονταν στις πόλεις Ντιγιάρμπακιρ, Μαρντίν, Σεβάστεια και Κωνσταντινούπολη. Την ίδια περίοδο, η Κοινωνία των Εθνών αποφάσισε να ασχοληθεί με το ζήτημα των Αρμενίων που αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του 1915. Για άλλη μια φορά οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι, «μεγάλο μέρος του πληθυσμού συνέργησε στο έγκλημα αυτό». Μια αναφορά δήλωνε ότι ελευθερώθηκαν 90.819 γυναικόπαιδα και ότι ένας ισοδύναμος αριθμός τους παρέμενε ακόμα υπό αιχμαλωσία. Οι παραπάνω υπολογισμοί είναι αντίστοιχοι με αυτούς του Πατριαρχείου (63.000) κάνοντας έτσι την έκθεσή του πειστική. Η προσπάθεια ανεύρεσης των εξισλαμισμένων Αρμενίων συνεχίστηκε τους μεταγενέστερους χρόνους. Στη διάρκεια της θητείας του Πατριάρχη Καρεκίν Χατσατουριάν (1951-61), κουρδόγλωσσα Αρμενόπουλα από την επαρχία φοίτησαν σε αρμενικά εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πατριάρχης Σνορκ Καλουστιάν, που διαδέχθηκε τον Χατσατουριάν, συνέχισε τις προσπάθειες. Προσέγγισε το ζήτημα αυτό επιστημονικά και κατηγοριοποίησε τους Αρμενίους στις παρακάτω ομάδες: α) Στους Αρμενίους που έχουν προσχωρήσει στο Ισλάμ με τη θέλησή τους και ζουν μαζί με τους Τούρκους, οι οποίοι υπολογίζονται γύρω στο ένα εκατομμύριο. β) Στους Αρμενίους που είχαν εξισλαμιστεί πριν από τρεις γενεές και ζουν όπως οι κουρδικές φυλές χωριστά και όχι ανακατεμένοι. Υπολογίζονται σε εκατοντάδες οικογένειες που γνωρίζουν ότι είναι αρμενικής καταγωγής. Μικτοί γάμοι δεν γίνονται, οι κοινωνίες τους είναι κλειστές και τα μέλη της εύχονται να επιστρέψουν κάποτε στις ρίζες τους. γ) Σ’ εκείνους που ανεξαρτήτως αν εξισλαμίστηκαν οικιοθελώς ή όχι, γνώριζαν ότι ήταν Αρμένιοι. Μάλιστα στα διαβατήριά τους είχαν αλλάξει την λέξη Ισλάμ με την λέξη Αρμένιος, Ermeni. δ) Σ’ εκείνους που διατήρησαν τις ρίζες τους ανεξαρτήτως δυσκολιών. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στην Πόλη. Ο σημερινός πατριάρχης Μεσρώπ Μουταφιάν αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό σε μια συνάντηση στις 30 Μαΐου 2007. Είπε ότι θεωρεί και αυτούς τους Αρμενίους μέλη της κοινότητας. Πρόσφατα, ο αντιπρόσωπος του Πατριάρχη, αρχιεπίσκοπος Αράμ Ατεσιάν δήλωσε σε μια συνέντευξή του στην τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, ότι υπήρξαν περιπτώσεις εξισλαμισμού και στην περίοδο της δημοκρατίας (μετά το 1923). Ως παράδειγμα, ανέφερε ότι κάποια μέλη της οικογένειάς του προσχώρησαν στο Ισλάμ το 1950 και ότι σήμερα κατοικούν στο Ντιγιάρμπακιρ. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τους Αρμενίους που ήθελαν να επιστρέψουν στις ρίζες τους και στο χριστιανισμό, είπε ότι οποιοσδήποτε πολίτης της Τουρκίας μπορεί να αλλάξει στο διαβατήριο τη θρησκεία του. Για να θεωρηθεί όμως μέλος της κοινότητας χρειάζεται αρκετός χρόνος. Πρέπει να περάσει από εξάμηνη διαδικασία στην οποία θα αποδειχτεί πόσο πιστός είναι προς τις αρμενικές ρίζες του. Τότε μόνο το Πατριαρχείο θα του δώσει τα απαραίτητα έγγραφα για να αλλάξει στο διαβατήριο τη θρησκεία του.
|