Αζνίβ Γεραμιάν Τευχος: Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010
Η ιστορική περιοχή του Αρτσάχ για περισσότερο από έναν αιώνα (από τα τέλη του 18ου έως τις αρχές του 20ου αι.) ταλανίστηκε με συνεχείς διενέξεις και αιματηρούς πολέμους. Οι παράλογες και άνομες απαιτήσεις των κατακτητών (Τατάρων-Τούρκων), η εσκεμμένη αδιαφορία των διεθνών δυνάμεων και η κωλλυσιεργία τους για ξεκάθαρες αποφάσεις, είχαν ως αποτέλεσμα το Αρτσάχ να αποκοπεί από την Αρμενία και παράλληλα επέβαλλε απαράδεκτες συνθήκες σε πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό επίπεδο. Περίπου εβδομήντα χρόνια παρέμεινε κάτω από ένα ιδιότυπο καθεστώς «αυτονομίας». (Στην περίοδο την οποία αναφερόμαστε το αρμενικό Αρτσάχ είναι ευρύτερα γνωστό με το όνομα Ναγκόρνο Καραμπάχ. Με την ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας και την απελευθέρωση της περιοχής Λατσίν, αφ’ ενός το Αρτσάχ επανέκτησε την εδαφική της συνέχεια με την Αρμενία, αφ’ ετέρου επισήμως επανέκτησε την αρμενική ονομασία Αρτσάχ. Στο κείμενο που ακολουθεί χρησιμοποιούμε τη σημερινή αρμενική ονομασία).
Απαιτήσεις επί των αρμενικών εδαφών Η Ρωσική επανάσταση του 1917 έθεσε τέλος στην τσαρική διοίκηση και τη διχοτόμηση του Καυκάσου. Το Μάρτιο του 1917 η Αρμενία, η Γεωργία και οι ηγέτες των μουσουλμάνων του Καυκάσου συμφώνησαν να ιδρύσουν την Ανεξάρτητη Πολυεθνική Υπερκαυκασιανή Συνομοσπονδία, η οποία δεν είχε μεγάλη διάρκεια λόγω των ισχυρών πολιτισμικών -και όχι μόνο- αποκλίσεων μεταξύ των λαών. Παράλληλα η πλήρης αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρη η περιοχή να είναι ανυπεράσπιστη στην τουρκική επιθετικότητα. Στις 27 Μαΐου, οι μουσουλμάνοι εκπρόσωποι υπό την ηγεσία των Musavatist1 , ανακήρυξαν τη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Το νέο τουρκικό κράτος προέβαλε αμέσως αξιώσεις στην Guberniya2 επί του συνόλου των εδαφών της επαρχίας του Ελιζαβετοπόλ3 . Ο πασάς Νουν, διοικητής των οθωμανικών δυνάμεων απαίτησε τελεσιγραφικά από τους Αρμενίους του Αρτσάχ να υποταγούν στο Αζερμπαϊτζάν. Τον Αύγουστο, το συνέδριο Αρμενίων του Αρτσάχ απέρριψε ομόφωνα το τελεσίγραφο.
Τουρκική εισβολή στο Μπακού και το Σουσί
Το Σεπτέμβριο του 1918, οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στο Μπακού από όπου εξαπέλυσαν ανελέητες σφαγές κατά του ειρηνικού αρμενικού πληθυσμού. Έτσι δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε ο τουρκικός στρατός να προελάσει στην περιοχή της ανατολικής Αρμενίας και να εισέλθει στο Σουσί. Ο επικείμενος πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Αρωγός στο δοκιμαζόμενο αρμενικό πληθυσμό στάθηκε ο στρατός των αρμενικών εθελοντών ο οποίος οδηγήθηκε υπό τον στρατηγό Αντρανίκ4 και πλησίασε την περιοχή του Αρτσάχ. Ο βρετανός διοικητής Καύκασου στρατηγός Tόμσον, σταμάτησε τον Aντρανίκ, υποσχόμενος να λύσει το πρόβλημα στη διάρκεια της Διάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού. Το καλοκαίρι του 1919 η Βρετανία προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο ώστε να αποτρέψει τις σφαγές. Με αυτήν την κωλυσιεργία χάθηκε πολύτιμος χρόνος με αρνητικά αποτελέσματα για τους Αρμένιους. Το 7ο Συνέδριο Αρμενίων του Αρτσάχ αναγκάστηκε να αναγνωρίσει προσωρινά την εξουσία του Αζερμπαϊτζάν, αναμένοντας την τελική απόφαση της Διασκέψεως του Παρισιού.
Η καταστροφή του Σουσί Η Μεγάλη Βρετανία παρά τις υποσχέσεις της, σύντομα άρχισε να αποσύρει τις δυνάμεις της από τον Καύκασο. Η Διάσκεψη του Παρισιού δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για την αρμενική πλευρά, ενώ η ασάφεια της διατύπωσης των αποφάσεων έδινε στην Τουρκία «λευκή επιταγή», η οποία προχώρησε στην κατάληψη του Αρτσάχ. Κυβερνήτης του Αρτσάχ διορίστηκε ο στρατηγός Σουλτάνωφ, ο οποίος με ένα νέο τελεσίγραφο απαιτούσε από την ηγεσία του Αρτσάχ την άμεση υποταγή και την ένωσή του με το Αζερμπαϊτζάν. Οι Αρμένιοι όπως ήταν φυσικό απέρριψαν το τελεσίγραφο. Το Μάρτιο του 1920, μετά από σκληρές μάχες και παρά τη σθεναρή αντίσταση των αρμενικών δυνάμεων στο Σουσί, οι τουρκικές δυνάμεις επιβλήθηκαν στην περιοχή. Οι απώλειες των Αρμενίων ανέρχονταν περίπου τις 20.000, ενώ η πόλη είχε παραδοθεί στις φλόγες. Η άφιξη των αρμενικών δυνάμεων διέσωσε τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό του Σουσί από την ολοκληρωτική καταστροφή. Στις 23 Απριλίου 1920 το 9ο Συνέδριο Αρμενίων του Αρτσάχ διακήρυξε την ένωσή του με την Αρμενία ως αναπόσπαστο τμήμα της.
Η Σοβιετοποίηση της Αρμενίας Η κατάσταση στην περιοχή άλλαξε καθώς ο ρωσικός Κόκκινος Στρατός προσάρτησε το Αζερμπαϊτζάν στο σοβιετικό πολιτικο-κοινωνικό σύστημα στις 28 Απριλίου 1920. Η Δημοκρατία της Αρμενίας άρχισε να λαμβάνει τελεσίγραφα και από το σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν και από τη Ρωσία για να αποσύρει τα αρμενικά στρατεύματα από το Αρτσάχ και το Ζανκεζούρ. Το Μάιο του 1920 το 11ο τάγμα του Κόκκινου Στρατού προσάρτησε το Αρτσάχ στη Σοβιετική Ένωση. Παρά ταύτα, η περιοχή παρέμεινε ανεξάρτητη ντε φάκτο και το Σοβιέτ κήρυξε την περιοχή «αμφισβητήσιμη». Εν τω μεταξύ, η Δημοκρατία της Αρμενίας είχε να αντιμετωπίσει αφ’ ενός τα τουρκικά στρατεύματα και αφ’ ετέρου τις μπολσεβικικές επιθέσεις. Έτσι οδηγήθηκε στα πρόθυρα ολοκληρωτικής καταστροφής. Παρά τα πολυάριθμα ψηφίσματα και τις διεθνείς συμφωνίες, όπως η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία οριοθετούσε τα σύνορα με την Τουρκία και επέτασσε να επιστραφούν τα αρμενικά εδάφη, η αρμενική κυβέρνηση ήταν εγκλωβισμένη στις δυσμενείς συγκυρίες και δεν μπορούσε να ελπίζει για οποιαδήποτε βοήθεια. Στις 29 Νοεμβρίου του 1920 η Αρμενία προσχώρησε στην πλευρά των Μπολσεβίκων και ανακηρύχθηκε Αρμενική Σοβιετική Δημοκρατία. Αναπάντεχα, την επόμενη μέρα η νέα αρμενική κυβέρνηση έλαβε ένα τηλεγράφημα με τις υπογραφές των Narimanov και Guseinov, τους μπολσεβικικούς ηγέτες του Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν, με την επισήμανση «να διαβιβαστεί η απόφαση του Αζερμπαϊτζάν στον αδελφό αρμενικό λαό» και τη δήλωση ότι οι περιοχές Αρτσάχ, Ναχιτσεβάν και Ζανκεζούρ ενσωματώνονται στη νεοσύστατη Αρμενική Σοβιετική Δημοκρατία.
Απόσχιση των περιοχών Αρτσάχ και Ναχιτσεβάν Η συνέχεια ήταν τραγική. Η τουρκική και η ρωσική ηγεσία, για δικούς της λόγους η κάθε μια και κάτω από τις γεωπολιτικές συγκυρίες της εποχής, κατακερμάτισαν την Αρμενία. Το 1921 η Αρμενία είχε βαρύτατες εδαφικές απώλειες. Η Συνθήκη της Μόσχας (Μάρτιος 1921), η Συνθήκη Καρς (Οκτώβριος 1921) και η απόφαση της ολομέλειας του Καυκασιανού Γραφείου του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Ιούλιος-Ιούνιος 1921), απέσχισαν τα ιστορικά εδάφη της Αρμενίας, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η εδαφική της ακεραιότητα. Με μια απλή απόφαση το Ναχιτσεβάν και το Αρτσάχ παραχωρήθηκαν αβίαστα ως αυτόνομες περιοχές στη διοίκηση του Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν.
Το καθεστώς της Αυτονομίας Στις 7 Ιουλίου 1923 το αρμενικό Αρτσάχ έλαβε υπόσταση ως Αυτόνομη Περιοχή Ναγκόρνο-Γαραμπάγ. Ο χάρτης του ιστορικού Αρτσάχ τεμαχίστηκε μεθοδικά. Τα αποκομμένα τμήματα τα οποία προσαρτήθηκαν διοικητικά στη γειτονική δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, άλλαξαν ονομασία και ορισμένες από αυτές δεν είχαν καμία εδαφική επαφή με την Αρμενική Δημοκρατία. Παραδείγματος χάριν, το Γκιουλιστάν μετονομάστηκε σε περιοχή Σαουμιάν, το Γκετασέν και το Μαρτουνασέν προσαρτήθηκαν στην περιοχή Χανλάρ, ακόμα και το ιστορικό μοναστήρι του Τατεβάνκ επισήμως βρέθηκε εκτός των συνόρων του Αρτσάχ. Επιπροσθέτως, η σοβιετική εξουσία σκόπιμα προσάρτησε και συνέδεσε στο Αζερμπαϊτζάν τις περιοχές Κελμπατζάρ και Λατσίν και έτσι το Αρτσάχ αποκόπηκε εξ ολοκλήρου από την Αρμενία. Έμοιαζε με ένα “νησί” το οποίο περιβαλλόταν από “ξηρά”.
Η δημιουργία της «Ιστορίας του Αζερμπαϊτζάν» Στη διάρκεια της σοβιετικής κυριαρχίας επίδεκαετίες, οι Αρμένιοι του Αρτσάχ επανειλημμένα διαμαρτύρονταν κατά της άνανδρης πολιτικής, των διακρίσεων και των διώξεων οι οποίες επιβλήθηκαν κατά των αρμενικών περιοχών. Ο προγραμματισμένος στόχος της αζερικής κυβέρνησης ήταν να αλλάξει την εθνική δομή του πληθυσμού. Για να επιτύχει το σκοπό της δοκίμασε όλους τους τρόπους και κυρίως εμπόδισε την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Σε πολιτισμικό πεδίο ακολούθησε μια επιμελημένη τακτική. Θέσπισε νόμους με τους οποίους εμπόδιζε οποιαδήποτε αρμενική πολιτιστική ή παραδοσιακή έκφραση. Πολλά αρμενικά σχολεία και ιδρύματα έπαψαν να λειτουργούν, ο αρμενικός τύπος (εφημερίδες και περιοδικά) έπαψαν να εκδίδονται. Καμία από τις 200 και πλέον ενεργές αρμενικές εκκλησίες δεν είχε άδεια να λειτουργήσει, ενώ την ίδια στιγμή και τα δύο μουσουλμανικά τεμένη του Σουσί λειτουργούσαν ελεύθερα. Από το 1936 εμφανίστηκε μια νέα εθνικιστική αντίληψη των Τούρκων ή αλλιώς των Καυκάσιων Τατάρων, όπως ήταν γνωστοί εκείνη την εποχή. Η ιδέα της νέας μετονομασίας τους σε «Αζέρους» και της περιοχής τους συμπεριλαμβανομένης και του παράνομα κατακτημένου Αρτσάχ, σε «Αζερμπαϊτζάν». Η απόφαση αυτή δυστυχώς έγινε αποδεκτή από όλη την Σοβιετική Ένωση. Με εντολή του Στάλιν σοβιετικοί ιστορικοί δημιούργησαν τη «ιστορία του Αζερμπαϊτζάν». Με τον τρόπο αυτό πολλά από τα αρμενικά πολιτιστικά-ιστορικά μνημεία στο Αρτσάχ καταστράφηκαν ή δηλώνονταν, ξεδιάντροπα, ότι ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά του Αζερμπαϊτζάν.
Διαμαρτυρίες των Αρμενίων Ο Αγασί Χαντζιάν, ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Αρμενίας διαμαρτυρόταν επανειλημμένα στον Στάλιν, με αποτέλεσμα να πέσει νεκρός από το όπλο του Beria. Ακολούθησε εκστρατεία εκκαθαρίσεων με εντολή του Στάλιν, με την οποία καθαιρέθηκαν όλοι οι τοπικοί ηγέτες και τα ενεργά στελέχη του Αρτσάχ. Το 1945, ο Αρουτιούνοφ, γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αρμενίας με επιστολή του προς τον Στάλιν, ζητούσε την επανένωση του Αρτσάχ με την Αρμενία αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το επόμενο κύμα των μαζικών διαμαρτυριών ήταν την περίοδο 1965-1967, οι οποίες κατεστάλησαν βίαια από την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν. Εκατοντάδες ενεργών Αρμενίων συνελήφθησαν ως κήρυκες του Εθνικισμού, μερικοί από τους οποίους φυλακίστηκαν και καταδικάστηκαν εις θάνατον. Παρά τις υποσχέσεις και τις διαβεβαιώσεις εκ μέρους της κυβερνήσεως της Σοβιετικής Ένωσης προς τους Αρμενίους, για δίκαιη διευθέτηση των πεπραγμένων από το Ανώτατο Σοβιέτ, η εξέταση των περιστατικών αναβαλλόταν συνεχώς και επ’ αόριστον. Το 1975, ο Κοτσινιάν ηγέτης της Σοβιετικής Αρμενίας, καθαιρέθηκε από τη θέση του για τις επίμονες διαμαρτυρίες του, με εντολή του Ανώτατου Σοβιέτ. Παρά ταύτα οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν και από τον επόμενο αρμένιο ηγέτη Καρίν Ντεμιρτζιάν.
Βιβλιογραφία:Vahan M. Kurkjian, «History of Armenia», Armenian General Benevolent Union of America 1958. Ιωσήφ Γ. Κασεσιάν «Το Ζήτημα του Καραμπάχ», Αρμενικό Λαϊκό Κίνημα, Αθήνα 1990.
1 To Φεβρουάριο του 1917 η προσωρινή ρωσική κυβέρνηση, όρισε την Επιτροπή της Υπερκαυκασίας, πέντε μέλη της οποίας εκπροσωπούσαν την επιτροπή στη Δούμα. Τον Οκτώβριο η επιτροπή αναδιοργανώθηκε, συγκρότησε αστυνομική υπηρεσία για την περιοχή, στην οποία ενσωμάτωσε αντιπροσώπους των τριών επικρατέστερων πολιτικών κόμματων των χωρών της Υπερκαυκασίας (Tashnak από την Αρμενία, Mensheviks από τη Γεωργία, και Musavatist από το Αζερμπαϊτζάν). 2 Ήταν μια σημαντική διοικητική υποδιαίρεση της αυτοκρατορικής Ρωσίας, η οποία ισοδυναμούσε με μια «ενισχυμένη» επαρχιακή διοίκηση. Η λέξη προέρχεται από την ελληνική «κυβέρνηση». 3 Η περιοχή της Γεωργίας και της Αρμενίας ονομάστηκε Ελιζαβετοπόλ, όταν επιβλήθηκε η ρωσική κυριαρχία με τη συνθήκη Γκιουλιστάν το 1813. Ο βασιλιάς της Περσίας εις ένδειξη των φιλικών αισθημάτων του προς τον αυτοκράτορα της Ρωσίας αναγνώρισε επ’ ονόματι του και επ’ ονόματι των διαδόχων του την κυριαρχία του αυτοκράτορα της Ρωσίας στην περιοχή. 4 Ο Αντρανίκ Οζανιάν (1865-1927) γεννήθηκε στη σημερινή Κερασούντα συνέδεσε το όνομά του με τους αγώνες για την ελευθερία της Αρμενίας από τον οθωμανικό ζυγό. Υπήρξε μέλος του κόμματος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας Τασνάκ. Συνδέθηκε με το στρατιωτικό διοικητή Σερόπ Αγπιούρ (επιφανής αρμένιος στρατιωτικός οργάνωσε ένα σώμα ανταρτών οι οποίοι αγωνίστηκαν κατά των τούρκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα τέλη του 1800). Μετά από το θάνατο του Σερόπ (1899) ο Αντρανίκ έγινε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των αρμενικών δυνάμεων Φενταΐ, των περιοχών Βασπουραγκάν και Σασούν στη δυτική Αρμενία. Όλοι αποδέχθηκαν την ανωτερότητά του σε θέματα στρατηγικής. Ήταν τέτοια η δημοτικότητα του Αντρανίκ ώστε όλοι αναφέρονταν πάντα με το μικρό όνομά του, ακόμα και όταν αργότερα με το βαθμό του στρατηγού υπηρέτησε τον αυτοκρατορικό στρατό της Ρωσίας. Ο Αντρανίκ μετά τις νικηφόρες μάχες στο Μους (1901) και τη δεύτερη αντίσταση του Σασούν (1904), πήγε στην Ευρώπη και δημοσίευσε το βιβλίο «στρατιωτικών οδηγιών του» στη Γενεύη το 1906. Στη Σόφια, ο Αντρανίκ σε συνεννόηση με τους επαναστάτες του Boris Sarafov δεσμεύθηκαν και εργαστήκαν από κοινού για την απελευθέρωση των λαών της Αρμενίας και της Μακεδονίας. Ο Αντρανίκ συμμετείχε στους βαλκανικούς πόλεμους του 1912-1913, ως διοικητής των αρμενικών στρατευμάτων στο εθελοντικό σώμα της Ανδριανουπόλεως. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, συμμετείχε στην εκστρατεία του Καυκάσου ως γενικός διοικητής των αρμενικών εθελοντικών μονάδων του ρωσικού στρατού. Συμμετείχε σε 20 μάχες και διακρίθηκε για το θάρρος και τη στρατηγική την οποία υιοθέτησε κατά των εχθρικών δυνάμεων. Οι ρωσικές αρχές το 1918 διόρισαν τον Αντρανίκ Γενικό Στρατηγό και τον παρασημοφόρησαν έξι φορές για την ανδρεία του. Υπήρξε αξιωματικός και διοικητής των αρμενικών εθελοντικών μονάδων στην αντίσταση του Βαν (6 Μαΐου 1915). Ανακατέλαβε την πόλη από τις οθωμανικές δυνάμεις και ως διοικητής του τάγματος κατέλαβε την πόλη Μπιτλίς (μάχη Μπιτλίς) η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο του πασά Χαλίλ. Από το Μάρτιο 1918 έως τον Απρίλιο 1918, ήταν ο κυβερνήτης της δυτικής Αρμενίας (αυτόνομη αρμενική προσωρινή κυβέρνηση των περιοχών γύρω από τη λίμνη Βαν).
|