Ένας μοναδικός αρμενο-ελληνικός πάπυρος |
![]() |
![]() |
Μίκυ Μοβσεσιάν Προσαρμοσμένη απόδοση στα ελληνικά από το ερευνητικό έργο του καθηγητή ιστορίας Ντικράν Κουγιουμτζιάν Oκτωβριος – Δεκέμβριος 2014 τεύχος 83
Το 1892, ο Γάλλος ασιανολόγος Αύγουστος Καριέρ ανακοίνωσε την ανακάλυψη ενός ελληνικού παπύρου, γραμμένου με αρμενικά ψηφία, στην πόλη Φαγιούμ της Αιγύπτου. Ο Γιακόμπ (Aγκόπ) Τασιάν, Μεχιταριστής από τη Βιέννη, μίλησε πρώτος για τον πάπυρο στο βιβλίο του «Περίληψη της Αρμενικής Παλαιογραφίας» το 1898. Στην ανάλυσή του, παρατήρησε ότι το κείμενο δεν αποτελούσε μέρος κάποιου ελληνικού λογοτεχνικού έργου, ούτε σχετιζόταν με αριθμούς ή λογαριασμούς, όπως τόσοι άλλοι πάπυροι. Ο Τασιάν επεσήμανε το ανεπίσημο ύφος του κειμένου στο τμήμα αυτό του παπύρου, υπολογίζοντας ότι γράφηκε από κάποιον που μάθαινε Ελληνικά και μάλιστα εξ ακοής. «Το γραπτό είναι όπως ακριβώς φανταζόμαστε ότι θα ήταν η κοινή γραφή εκείνου του καιρού», αναφέρει, «με γράμματα που γράφτηκαν εύκολα, πιθανόν από το χέρι κάποιου αγράμματου». Η γραφή «δεν είναι εντελώς ημι-γεργκατακίρ (κεφαλαία), ούτε απλή πολορκίρ (πεζή), αν και η τελευταία είναι κυρίαρχη. Είναι μίξη ημι-κεφαλαίων και πεζών, ή αλλιώς της μεταβατικής αρμενικής γραφής, αλλά με ορισμένους ανώμαλους τύπους, χαρακτηριστικούς της ταχύτητας συγγραφής του κειμένου. Δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσια κεφαλαία γραφή (γεργκατακίρ)». Στην «Περίληψή» του και πριν αναφερθεί στον πάπυρο, ο Τασιάν κάνει υποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη γραμμάτων, σημειώσεων και σκαριφημάτων των πρώιμων χρόνων, γραμμένων με ανεπίσημη αρμενική γραφή. Έθεσε επίσης το ερώτημα για το ποια ακριβώς γράμματα επινόησε ο Μεσρώπ Μαστότς τον 5ο αιώνα και για το αν η πεζή και η κεφαλαία γραφή συνυπήρχαν εκείνη την περίοδο. Η βαθειά ανάλυση του παπύρου, σε δυτική γλώσσα, ήρθε σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, στα έργα: «Ένας ελληνικός πάπυρος με αρμενικούς χαρακτήρες» του Ζορζ Κουεντέ, το 1937 και «Ένας ελληνο-αρμενικός πάπυρος» του Μορίς Λερουά, το 1938. Προσπάθησαν να αποκρυπτογραφήσουν τα Ελληνικά στο κείμενο, βασιζόμενοι στη φωτογραφία που χρησιμοποίησε ο Τασιάν. Δυστυχώς, το πρωτότυπο είχε χαθεί τότε. Από το έργο των Κουεντέ και Λερουά, γνωρίζουμε ότι ο πάπυρος περιλαμβάνει σειρά εκφράσεων της τότε καθομιλουμένης Ελληνικής, που γράφηκαν από κάποιον που είχε ανεπαρκή γνώση της. Εικάζεται ότι το κείμενο έχει γραφτεί από έναν αρμένιο στρατιώτη του βυζαντινού στρατού, σε κάποια βάση της Αιγύπτου. Από ιστορική άποψη, ο πάπυρος έχει χρονολογηθεί προ της κατάκτησης της Αιγύπτου από τους Άραβες, το 640. Το έγγραφο αυτό αποτελεί το παλαιότερο διασωζόμενο δείγμα αρμενικού χειρογράφου, καθώς η ύπαρξη άλλου πάπυρου με αρμενικούς χαρακτήρες δεν είναι γνωστή. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για το Λεύκωμα της Αρμενικής Παλαιογραφίας - μιας ομαδικής εργασίας με συναδέλφους από τη Δανία και το Ισραήλ - ο Ντικράν Κουγιουμτζιάν επανεντόπισε τον πάπυρο στο Παρίσι. Κατά τη γνώμη του αξίζει μια νέα έκδοση και μάλιστα για πολλούς λόγους. Μια λωρίδα του παπύρου στα αριστερά και ένα κομμάτι της κάτω δεξιάς γωνίας, δεν είχαν συμπεριληφθεί στη φωτογραφία που είχε εκδώσει ο Τασιάν, έτσι ποτέ δε μεταφράστηκαν από τους Κουεντέ και Λερουά. Ωστόσο, το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι το έγγραφο περιέχει ισομεγέθες κείμενο στην πίσω πλευρά του, η οποία ποτέ δεν εκδόθηκε, ούτε μελετήθηκε. Από παλαιογραφική άποψη, ο πάπυρος μπορεί να χρονολογηθεί από τον 6ο αιώνα, ίσως και τα τέλη του 5ου. Ορισμένα γράμματα μοιάζουν με αυτά των αρμενικών λιθοχάρακτων επιγραφών, που παραδοσιακά αποδίδονται στον 5ο αιώνα. Αυτό θα έθετε το έγγραφο πολύ κοντά στην επινόηση της αρμενικής αλφαβήτου το 406. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τύπος της γραφής που χρησιμοποιείται. Ο Τασιάν θεωρεί ότι είναι μια μορφή γεργκατακίρ, δηλαδή της αρμενικής γραφής με κεφαλαία που χρησιμοποιήθηκε στις λιθοχάρακτες επιγραφές μέχρι τον 11ο αιώνα και εφαρμόστηκε στα πρώτα αρμενικά χειρόγραφα από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα. Ωστόσο, η γραφή του παπύρου είναι διαφορετική από όποια άλλη γραφή με κεφαλαία και παρουσιάζει μορφή κυρτή προς τα δεξιά. Ο πάπυρος μας αναγκάζει να αναθεωρήσουμε τις ιδέες μας για την εξέλιξη της αρμενικής γραφής. Αποτελεί επίσης ένα ενδιαφέρον βυζαντινό έγγραφο, σε απλά Ελληνικά, από μία περίοδο που μας έχει αφήσει κυρίως δείγματα λόγιας γραφής. Στο έγγραφο, η γραφή χωρίζεται σε τέσσερις κύριες κατηγορίες. Τη γεργκατακίρ (κεφαλαία), την πολορκίρ (πεζή), τη νοντερκίρ (γραφή που χρησιμοποιούταν σε δημόσια έγγραφα) και τη σεγακίρ (τη σύγχρονη καλλιγραφική γραφή με ενωμένους χαρακτήρες). Αν και η επινόηση της αρμενικής αλφαβήτου από τον Μεσρώπ Μαστότς είναι ένα ευρέως μελετημένο θέμα, οι ακαδημαϊκοί δε συμφωνούν πάντα σχετικά με τον τύπο των γραμμάτων που ο Μαστότς σχεδίασε και χρησιμοποίησε για τη μνημειώδη μετάφραση της Βίβλου. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ήταν γεργκατακίρ. Με αυτό το δεδομένο, οι μελετητές της αρμενικής Παλαιογραφίας θεωρούν ότι η αρμενική γραφή εξελίχθηκε από κεφαλαία γεργκατακίρ σε πεζά πολορκίρ και κατόπιν στις πιο καλλιγραφικές νοντερκίρ και σεγακίρ. Η μόνη σημαντική φωνή που εναντιώθηκε σε αυτή τη θεώρηση ήταν αυτή του Γκάρο Γαφανταριάν, ο οποίος το 1939 πρότεινε ότι όλοι οι τύποι γραφής, εκτός της σύγχρονης καλλιγραφικής, διαμορφώθηκαν από το χέρι του Μαστότς και χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε χρονική περίοδο. Δυστυχώς, καμία από τις δύο υποθέσεις δε χαίρει επαρκούς επιστημονικής υποστήριξης. Τα παλαιότερα χρονολογημένα έγγραφα ανήκουν στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα. Μωσαϊκές επιγραφές από την Ιερουσαλήμ του 5ου και 6ου αιώνα δεν είναι επακριβώς χρονολογημένες, ούτε και οι λιθοχάρακτες επιγραφές της ίδιας περιόδου, αν και ορισμένα δείγματα των τελευταίων έχουν χρονολογηθεί από το 618 και μετά. Τελικά, ίσως είναι απαραίτητη μια πιο λεπτομερή προσέγγιση. Στη Δύση, τα κεφαλαία φαίνεται να είχαν χρησιμοποιηθεί σε πιο επίσημη γραφή, όπως στα λογοτεχνικά κείμενα, τα Ευαγγέλια και άλλα σημαντικά θρησκευτικά έργα και σε πολυτελή χειρόγραφα. Ο Μαστότς και οι σύγχρονοί του γνώριζαν την Ελληνική και τη Συριακή (διάλεκτος της Αραμαϊκής, που ομιλούνταν στη Μέση Ανατολή από τον 4ο έως τον 8ο αιώνα). Έτσι, ήταν εξοικειωμένοι με την πεζή και καλλιγραφική γραφή, που χρησιμοποιούνταν σε λιγότερο επίσημες περιπτώσεις. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Μεσρώπ Μαστότς και οι μαθητές του, στο επίπονο και πολυετές έργο της μετάφρασης της Βίβλου, χρησιμοποίησαν την πολύπλοκη γραφή γεργκατακίρ (κεφαλαία) για τα προσχέδιά τους. Δυστυχώς, κανένα αρμενικό χειρόγραφο κείμενο κοσμικού περιεχομένου προ του 12ου αιώνα, δεν έχει διασωθεί πέραν του παπύρου αυτού. Το δίλημμα μεταξύ της θεωρίας της βαθμιαίας εξέλιξης της πεζής γραφής πολορκίρ και της εικασίας ότι τα έγγραφα γεργκατακίρ και πολορκίρ συνυπήρχαν από τον 5ο αιώνα, δε θα λυθεί εύκολα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο ελληνοαρμενικός πάπυρος μπορεί να βοηθήσει στο να αναδιατυπωθούν ερωτήματα και ταυτόχρονα να αλλάξει η θεώρησή μας για τα πρώιμα αρμενικά χειρόγραφα. Είναι εμφανής η σημαντικότητα του παπύρου, ως συνδετικού κρίκου μεταξύ της προέλευσης της αρμενικής αλφαβήτου τον 5ο αιώνα και των πρώτων χειρογράφων 400 χρόνια αργότερα. Αν και η κατά γράμμα ανάλυση του εγγράφου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, μια προσεκτική ματιά στο σχήμα του πρώτου γράμματος της αρμενικής αλφαβήτου, Α ή Άιπ, δίνει αρκετές πληροφορίες. Η μορφή του είναι πανομοιότυπη με αυτή του Άιπ της επιγραφής στην ερειπωμένη πλέον βασιλική του Τεκόρ, του τέλους του 5ου αιώνα, αλλά και αυτών σε αρμενικά μωσαϊκά του 5ου ή 6ου αιώνα στην Ιερουσαλήμ. Το γράμμα Άιπ με αυτήν τη μορφή δεν υπάρχει σε κανένα άλλο αρμενικό χειρόγραφο. Αυτή ακριβώς η ομοιότητα, μπορεί να επιτρέψει την τοποθέτηση του παπύρου πολύ κοντά στη χρονική στιγμή της επινόησης της αρμενικής αλφαβήτου τον ίδιο αιώνα (5ος). Όπως αναφέρει και ο Ντικράν Κουγιουμτζιάν: «Ο μοναδικός αυτός πάπυρος μας δίνει την αφορμή να αναθεωρήσουμε την πάγια παραδοσιακή θέση, που υποστηρίζει τη γραμμική εξέλιξη της αρμενικής γραφής και να αποφανθούμε αν τελικά ο Μεσρώπ Μαστότς επινόησε μονάχα μία γραφή, δηλαδή την κεφαλαία γεργκατακίρ. Ελπίζουμε η έρευνα αυτή να γεφυρώσει το άνω των 400 ετών κενό, ανάμεσα στη γένεση της αρμενικής Αλφαβήτου και των πρώτων σωζόμενων αρμενικών χειρογράφων». |