H μονή Τζαρακάρ |
Η ανακάλυψη ενός μοναδικού αρμενικού μοναστηριού στην περιοχή του Καρς.
Σαμβέλ Καραπετιάν Μετάφραση:Μίκυ Μοβσεσιάν Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 Τεύχος 80
Η ανακάλυψη Το περίφημο υπόσκαφο μοναστικό συγκρότημα «Τζαρακάρ» ανακαλύφθηκε σε ένα σύμπλεγμα βράχων, κατά μήκος μιας μικρής χαράδρας, σχεδόν ένα χιλιόμετρο από το χωριό Τσουκουράιβα1 και πέντε χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της οχυρωμένης πόλης Κετσρόρ, στην Τουρκία.2 Το μοναστήρι αποτελείται από μία εκκλησία με πολλές αλληλοσυνδεόμενες εισόδους, τουλάχιστον έξι παρεκκλήσια και άλλους προσκείμενους χώρους. Η κατασκευή και οι διάσπαρτες εγχάρακτες επιγραφές του, που αναφέρονται σε ιστορικές προσωπικότητες του 10ου αιώνα, είναι μάλιστα αξιοσημείωτες. Ωστόσο, οι ειδικοί και οι τοπογράφοι μέχρι πρόσφατα το αγνοούσαν. Όσο παράξενο και αν φαίνεται, την ταυτότητά του φαίνεται να αγνοούσε και ο ίδιος ο Προκαθήμενος της Επισκοπής του Καρς, Κιουρέγ Σιραπιάν, ο οποίος το 1878 είχε αρχειοθετήσει λεπτομερώς όλα τα κατοικημένα μέρη και τα αρχαία μνημεία της περιοχής του Καρς. Η αρχή έγινε το 1999, όταν ένας σκωτσέζος ερευνητής, ο Στέφεν Σιμ, επισκέφθηκε το μνημείο, το φωτογράφησε και εκπόνησε σχεδιάγραμμά του.3 Δέκα χρόνια αργότερα, το επισκέφθηκε ο σεισμολόγος Σίρο Σασάνο, ο οποίος δημοσίευσε αργότερα τη σχετική του έρευνα, μαζί με αρκετές φωτογραφίες. Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο αυτοί ερευνητές κατέστησαν το μοναστήρι γνωστό στον επιστημονικό κόσμο. Αποτυγχάνοντας, ωστόσο, να το ταυτοποιήσουν, του έδωσαν το όνομα του παρακείμενου κουρδικού χωριού. Υπολογίζοντας τη σημασία διεξαγωγής ενδελεχών μελετών στο μοναστικό αυτό συγκρότημα, το 2010, ο Οργανισμός για την Έρευνα της Αρμενικής Αρχιτεκτονικής (RAA) το συμπεριέλαβε στις επιστημονικές του εξορμήσεις και αποκάλυψε πολλές πληροφορίες σχετικά με αυτό. Οι εγχάρακτες επιγραφές του δυτικού και ανατολικού τοίχου της μοναδικής διασωθείσας εκκλησίας αναφέρουν ότι κατασκευάστηκε τον 10ο αιώνα. Οι διαθέσιμες πηγές πιστοποιούν ότι το άρτι ανακαλυφθέν συγκρότημα μνημείων είναι το μοναστήρι του Τζαρακάρ, που αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές και η τοποθεσία του οποίου παρέμενε άγνωστη μέχρι πρόσφατα. Μερικά από τα ακόλουθα γεγονότα παρέχουν στοιχεία για την ταυτοποίηση του μοναστηριού με το Τζαρακάρ. Ως γνωστόν, το Τζαρακάρ ήταν ένα από τα φημισμένα μοναστικά συμπλέγματα της μεσαιωνικής Αρμενίας, αλλά με την πάροδο των αιώνων, έχασε τη δόξα και τη σημαντικότητά του και παραδόθηκε στη λήθη, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ακόμα και η θέση του ξεχάστηκε. Στα τέλη του 19ου αιώνα. ο Γ. Αλισάν4 χρησιμοποίησε τις διαθέσιμες πηγές για να ανιχνεύσει την πιθανή τοποθεσία του μοναστηριού: «Το Τζαρακάρ, το οποίο αναφέρεται σε έργα ιστοριογράφων και γεωγράφων, είναι γνωστό ότι βρισκόταν σε απόρθητο σημείο, στα περίχωρα της περιοχής Κετσρόρ. Πρώτος, ανεγέρθη ένας ναός, σκαμμένος μέσα στο βράχο…». Ο Σ. Επριγκιάν έφτασε στο ίδιο συμπέρασμα: «Υποθετικά, ένα μοναστήρι με αυτό το όνομα και ένα χωριό υπήρχαν κοντά στο Κετσρόρ, στην περιοχή Γκαμπεγκεάνκ της επαρχίας Αϊραράτ». Αργότερα το ζήτημα περιπλέχθηκε περισσότερο, διότι υποστηρίχθηκε ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στα περίχωρα της πόλης Ανί. Το σημείωμα του εκδότη σε ένα αντίτυπο του Ασχαρατσούιτς5, του 1656, αναφέρει: «…η περιοχή Γκαμπεγκενίτς και το κάστρο του Καπούτ, που ονομάζεται επίσης Αρταγκέρτς -η πόλη Κετσρόρ βρίσκεται εκεί, όπως και το χτισμένο μέσα στο βράχο μοναστήρι του Τζαρακάρ, στο οποίο βρέθηκε και ο τάφος του Αρχιμανδρίτη Χατσαντούρ Γκετσαρετσί…» 6. Το κείμενο αποκαλύπτει δύο γεγονότα υψίστης σημασίας. Πρώτον, ότι το Τζαρακάρ ήταν λαξευμένο μέσα στο βράχο και δεύτερον, ότι προφανώς βρισκόταν κοντά στην πόλη Κετσρόρ. Το ότι ο Γκετσαρετσί, ο οποίος έζησε μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα, ετάφη κάπου κοντά στο Κετσρόρ διασταυρώνεται και από το ακόλουθο σημείωμα σε χάρτη του 1691, το οποίο συνέταξε ο Ερεμιά Τσελεμπί Κιομιουρτζιάν 7: « Πόλη Κετσρόρ, γειτνιάζουσα με τη Μπασέν και τον τάφο του Αρχιμανδρίτη Χατσαντούρ». Αυτές οι δύο καταχωρίσεις αποσαφηνίζουν ότι το μοναστήρι του Τζαρακάρ ήταν πράγματι κοντά στην πόλη-φρούριο Κετσρόρ. Εκτός από τις γραπτές αναφορές, η ετυμολογία του τοπωνυμίου «Τζαρακάρ» έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στην ταυτοποίησή του. Φαίνεται με ευκολία ότι οι δομές του μοναστικού συγκροτήματος είναι σκαμμένες μέσα σε αρκετά εύθρυπτες μάζες βράχου, που έχουν φυσικές γραμμώσεις και συγκεκριμένο χρωματισμό, όμοιες με τους ομόκεντρους κύκλους που δείχνουν την ηλικία ενός δέντρου. Προφανώς, το όνομα Τζαρακάρ - στα Αρμενικά «Δενδρόλιθος» - είναι επηρεασμένο από αυτήν την ομοιότητα, σημαίνοντας ένα μοναστήρι λαξευμένο μέσα σε πέτρωμα που μοιάζει με δέντρο. Επιγραφές μέσα στη Μονή Οι πρώτες πηγές που ρίχνουν φως στα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται με το Τζαρακάρ είναι τρεις εγχάρακτες επιγραφές, οι οποίες διατηρούνται εντός του, αν και σε πολύ κακή κατάσταση. Η πρώτη είναι χαραγμένη στη δυτική του όψη και χαρακτηρίζεται από ανομοιογενή γραφή, καθώς οι έντεκα σειρές του κειμένου και το μέγεθος των γραμμάτων δε φαίνεται να έχουν κάποια τάξη. Πρόκειται για επιγραφή σχετική με δωρεά χρονολογούμενη από το 952, που αναφέρει τον πνευματικό ποιμένα της περιοχής Βανάντ 8, Ντιράν και τον Επίσκοπο Σαχάκ Αμαντουνί. Μετάφραση: «Το κάτωθι είναι γραμμένο από τον Ντιράν, πνευματικό ποιμένα του Βανάντ … σαχανσάχ 9… κηπουρό… Άγιος Κρικόρ… για την ψυχή μου… όσοι ενίστανται σε αυτά που γράφονται εδώ να είναι καταραμένοι από τον Θεό, όπως επίσης… ο Ντιράν και ο Επίσκοπος Σαχάκ Αματουνί… Αγκόπ… όποιος εκπληρώσει τις βουλές να είναι ευλογημένος και όποιος φέρει αντίρρηση αναθεματισμένος να είναι και να πέσει στα χέρια του Διαβόλου». Άλλη μια εκτενής επιγραφή της ίδιας περιόδου, ήτοι του 10ου αιώνα, σχετικής επίσης με δωρεά, 17 ακανόνιστων σειρών, έχει φτάσει στις μέρες μας σε ημικατεστραμμένη κατάσταση. Είναι χαραγμένη στο βόρειο τοίχο της ίδιας εκκλησίας και έχει ιδιαίτερη σημασία, καθότι αναφέρει τον ιδρυτή του Βασιλείου του Βανάντ (Καρς), τον Μουσέγ.10 Μετάφραση: «…Άγιος Κρικόρ… γραφή… στο όνομα του Θεού… ο Αρμένιος Βασιλιάς Μουσέγ… το μοναστήρι και οι εκκλησίες με την εντολή του Πατέρα… μετά την αποχώρησή μου… είναι καταραμένος… αυτοί που εκτελούν τις εντολές… να είναι ευλογημένοι…» Η τρίτη επιγραφή, του 952 όπως και η πρώτη, είναι ακόμα πιο αλλοιωμένη και αποτελείται τουλάχιστον από τέσσερεις γραμμές (δεν είναι βέβαιη η ύπαρξη πέμπτης). Ένα μεγάλο μέρος αυτής έχει ανεπανόρθωτα χαθεί, λόγω της φυσικής διάβρωσης και βανδαλισμών, που πιθανών έγιναν από κάποιους που έψαχναν θησαυρούς στο μοναστήρι. Σήμερα, το μόνο ευανάγνωστο από την επιγραφή είναι το παρακάτω. Μετάφραση: «Το έτος 401 (952) του Αρμενικού ημερολογίου… ο Ντιράν 11…» Μία ακόμα επιγραφή δωρεάς, που μοιράζεται το ύφος γραφής των προαναφερθεισών, διακρίνεται σε μια αίθουσα σκαμμένη ομοίως μέσα στο βράχο, στα βορειο-δυτικά του Τζαρακάρ και τελειώνει σε έναν ημιθόλιο (διακοσμημένο με σταυρό). Μετάφραση: «Είθε ο Κύριος Ιησούς Χριστός να μας ελεεί. Αμήν». Αυτά τα υπολείμματα επιγραφών δεν παρέχουν άμεσα κάποια πληροφορία σχετικά με την ίδρυση του μοναστηριού. Υποστηρίζεται ωστόσο, ότι χαράχτηκαν αμέσως μετά από την κατασκευή του. Όπως και να έχει, το Τζαρακάρ πρέπει να έχει ιδρυθεί πριν από το 952, βάσει της διασωθείσας επιγραφής του δυτικού τοίχου. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορούν επίσης οι ιδιαιτερότητες της σύνθεσης, τα στιλιστικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά, όπως και τα χαρακτηριστικά της γραφής των εγχάρακτων επιγραφών. Ο Αλισάν πιστεύει ότι ολοκληρώθηκε πριν τον 11ο αιώνα, βασίζοντας την άποψή του στο γεγονός ότι το 1028, το μοναστήρι ανακαινίστηκε και τροποποιήθηκε κατάλληλα για να χρησιμοποιηθεί σαν κάστρο. Ομοίως, ο Σασάνο υποστηρίζει ότι το Τζαρακάρ χτίστηκε σε μια χρονική περίοδο που πρέπει να κάλυπτε 500 χρόνια, μεταξύ του 6ου και του 11ου αιώνα. Η περαιτέρω ιστορία του Τζαρακάρ φωτίζεται από σκόρπιες πενιχρές πληροφορίες, που αναφέρονται από αρμενίους ιστοριογράφους, με την ακόλουθη χρονολογική σειρά. Το 1029, γίνεται αναφορά σε αυτό σε σχέση με κάποιες εργασίες κατασκευής στο σημείο εκείνο από τον Πρίγκιπα Βεστ Σαρκίς12, ο οποίος λέγεται ότι ενίσχυσε το Τζαρακάρ με πύργους και συμπαγείς προμαχώνες. Πληροφορίες αναφορικά με αυτήν την ανοικοδομητική δραστηριότητα δίνονται και από τον Μεχιτάρ Αϊριβανετσί:13 «…η Αγιότητά του, ο Καθολικός Πέτρος Κεντατάρτς14 έχτισε το Σουρμαρί και το Τζαρακάρ». Ο Γκιραγκός Γκαντζαγκετσί 15 γράφει τα εξής για τα ίδια έργα των τελών του 1020: «Στις μέρες του, ο διακεκριμένος Βεστ Σαρκίς, αφού ανήγειρε αρκετά φρούρια και εκκλησίες, έχτισε το δοξασμένο μοναστήρι Χτσκόνκ και μία εκκλησία με το όνομα Άγιος Σαρκίς. Επίσης, οχυρώνοντας το μοναστήρι του Τζαρακάρ, έχτισε πιο γερούς τοίχους και λαμπρές εκκλησίες εντός του. Η επόμενη πηγή χρονολογείται το 1178, όταν ο Τούρκος κατακτητής Γαρατσαΐ, κατέλαβε το Κετσρόρ και το μοναστήρι-φρούριο του Τζαρακάρ: «Την ίδια μέρα, πήρε το Τζαρακάρ από κλέφτες υπό τη διαταγή του Εμίρη Γαρατσαΐ του Κετσρόρ και το πούλησε στον Κιζίλασλαν έναντι πολύ χρυσού. Ολοκλήρωσε την υπόθεση μαζί με επικίνδυνους άντρες που δε σταμάτησαν τις αιματοχυσίες μέρα και νύχτα μέχρι που άφησαν τους Χριστιανούς στο σκοτάδι και την πείνα…, με πέντε κληρικούς μαχαιρωμένους σταυρωτά». Το 1182, ο Καρατσαΐ, ο οποίος είχε ακόμα το Τζαρακάρ υπό την κυριαρχία του, κατέστρεψε τον περίφημο Σταυρό του Γκοροζού, που φυλασσόταν εκεί: «Το 631 (του αρμενικού ημερολογίου) ο Καρατσαΐ, που είχε καταλάβει το Τζαρακάρ, ανέτρεψε το σταυρό με το όνομα Γκοροζού χρησιμοποιώντας γερανό…». Σύντομα, το 1186, οι Αρμένιοι της πόλης Ανί απελευθέρωσαν το Τζαρακάρ: «Το 635 (του αρμενικού ημερολογίου) οι κάτοικοι της Ανί πήραν την πατρική γη του Παρσέχ 16 (Επίσκοπος της Ανί), σφάζοντας ανηλεώς όλους, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά». Το σύνολο αυτών των πηγών αποδεικνύει την ύπαρξη συγκεκριμένων ιστορικών καταχωρήσεων, σχετικών με τη μονή του Τζαρακάρ, σε αντίθεση με τον ιάπωνα ερευνητή Σασάνο, ο οποίος δήλωνε ότι ούτε ιστορικά τεκμήρια, ούτε προηγούμενοι συγγραφείς αναφέρονται σε αυτό. Πηγές κατοπινών αιώνων δεν κάνουν σχεδόν καμία αναφορά στο μοναστήρι. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο Χατσαντούρ Γκετσαρετσί ήταν θαμμένος εκεί από τον 14ο αιώνα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μοναστήρι ήταν ενεργό μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα. Προφανώς το Τζαρακάρ ερειπώθηκε τελικά μεταξύ του 1829 και του 1830, μετά τη μαζική εκτόπιση και μετανάστευση των εντόπιων Αρμενίων. Αρχιτεκτονική περιγραφή Τα μόνα μέρη του Τζαρακάρ που διασώζονται είναι όσες δομές έχουν σκαφτεί μέσα στο βράχο και ως εκ τούτου, ήταν δύσκολο να καταστραφούν. Τα υπόλοιπα μέρη έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές. Για αυτόν το λόγο, το συγκρότημα θεωρείται σήμερα ως ένα, που αποτελείται από έξι παρεκκλήσια και μια κύρια, περιτριγυρισμένη από παράπλευρους χώρους, εκκλησία σε σχήμα σταυρού (10,67 Χ 8,31 μέτρα), με έναν ψευδοτρούλο (καθότι είναι σκαμμένος στο βράχο) διακοσμημένο με κόκκινο ανάγλυφο ισοσκελή σταυρό. Λόγω του εύθρυπτου βράχου, μέσα στον οποίο λαξεύτηκαν οι μοναστικές δομές, ήταν σκόπιμο οι τοίχοι να καλυφθούν με στρώμα γύψου, ώστε να σταθεροποιηθούν και να μπορέσουν να υποστηρίξουν τις τοιχογραφίες και τα εγχάρακτα. Η επόμενη κατασκευή (4,78 Χ 3,72 μέτρα) είναι μικρότερη σε διαστάσεις από την κύρια εκκλησία και βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική γωνία της. Έχει σχεδόν την ίδια σύνθεση αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Ως μνημείο χριστιανικής λατρείας, είναι αξιοπερίεργος ο προσανατολισμός της, καθώς εκτείνεται από Βορρά προς Νότο, «κοιτάζοντας» το Βορρά και όχι την Ανατολή. Η μόνη είσοδος στην ανατολική της πλευρά, χρησιμεύει επίσης ως μέσον επικοινωνίας σε προσκείμενη αίθουσα. Η όλη κατασκευή φωτίζεται από ένα άνοιγμα στα Νότια. Η διακόσμηση είναι ίδια με την κύρια εκκλησία και αποτελείται από ανάγλυφο σταυρό με ίσους βραχίονες, βαμμένο κόκκινο, που διακοσμεί το κεντρικό τμήμα του ημικυκλικού ψευδο-τρούλου και ενώνεται με τους τοίχους μέσω υποστηριγμάτων. Υπάρχει και μία κατασκευή (3,98 Χ 2,82 μέτρα) μεταξύ της εκκλησίας και του παρεκκλησιού, που χρησιμεύει ως είσοδος και για τις δύο. Είναι αξιοσημείωτη για τα παράδοξα αρχιτεκτονικά της χαρακτηριστικά: έχει ένα οκτάεδρο στέγασμα που ακουμπά στις αλληλοτεμνόμενες ημιαψίδες των άνω τμημάτων των τοίχων. Τέτοια στεγάσματα συναντούνται, ιδιαίτερα σε μνημεία του 9ου μέχρι και του 11ου αιώνα. Ως αποτέλεσμα της διαρκούς διάβρωσης, το δάπεδο αυτής της αίθουσας-εισόδου είναι εντελώς κατεστραμμένο. Κατά κανόνα, τα σαθρά πετρώματα θρύπτονται και κυλούν προς τα κάτω όπως η άμμος. Ο Σ. Σασάνο πιστεύει ότι οι ανάγλυφοι ισοσκελείς σταυροί των ψευδο-τρούλων του Τζαρακάρ είναι επιρροή ιερέων της Καππαδοκίας και του έργου τους σε αυτές τις περιοχές της Αρμενίας, κατά τον 6ο αιώνα. Τέτοιοι σταυροί, ωστόσο, ήταν ευρέως διαδεδομένοι σε πολλές περιοχές της Αρμενίας και συναντώνται σε πολυάριθμα μνημεία της πρώιμης χριστιανικής περιόδου. Τέτοια ανάγλυφα ήταν χαραγμένα απ’ άκρη σ’ άκρη στα υψίπεδα της Αρμενίας, όχι αργότερα από τον 6ο αιώνα αλλά μετά τον ασπασμό του Χριστιανισμού ως επίσημο θρήσκευμα (4ος αιώνας). Τα επόμενα δύο παρεκκλήσια επίσης μπορούν να θεωρηθούν ως τα βόρεια σκευοφυλάκια της κεντρικής εκκλησίας. Το δυτικό παρεκκλήσι / σκευοφυλάκιο (…,37 Χ 1,80 μέτρα) είναι επίσης αξιόλογο για τη σύνθεση, τη διακόσμηση και τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του. Το βήμα του βρίσκεται ψηλότερα από το δάπεδο του χώρου προσευχής. Η λαξευμένη στο βράχο Αγία Τράπεζά του φθάνει σε ύψος 1,10 μέτρων πάνω από το δάπεδο του βήματος. Ο ημικυκλικός του θόλος, όμως, είναι απλός και λείος, χωρίς ανάγλυφο σταυρό αλλά μόνον ένα ζωγραφιστό. Το ανατολικό παρεκκλήσι/σκευοφυλάκιο (4,06 Χ 2,21 μέτρα) είναι ελαφρώς μεγαλύτερο αλλά χωρίς κάποια ιδιαιτερότητα. Η Αγία Τράπεζά του αποτελείται από τον ίδιο το βράχο, μέσα στον οποίο έχει σκαφτεί το συγκρότημα και το δάπεδό του είναι ανασκαμμένο από τα καταστρεπτικά χέρια των θησαυροθηρών. Ένα ακόμα λαξευμένο μνημείο του συγκροτήματος (3,95 Χ 1,99 μέτρα) είναι ένα παρεκκλήσι κοντά στη νότια πλευρά του βήματος της εκκλησίας και έχει υποστεί τη μεγαλύτερη διάβρωση. Όπως και τα δύο άλλα, μπορεί να θεωρηθεί ως το τρίτο σκευοφυλάκιο της εκκλησίας και έχει μια διάμεση αίθουσα με υπόγειο πηγάδι. Καταληκτικά, το έβδομο παρεκκλήσι (3,16 Χ 2,42 μέτρα) βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο του συγκροτήματος και είναι ελαφρώς απομονωμένο. Μοιράζεται κι αυτό τα χαρακτηριστικά των άλλων χώρων, ενώ στο βήμα του διατηρείται μέρος κειμένου που άφησε κάποιος προσκυνητής στα τέλη του 19ου αιώνα. Πέρα από αυτές τις αίθουσες, έχει σκαφτεί μια συγκριτικά μεγαλύτερη αίθουσα μέσα σε μια σχεδόν φυσική σπηλιά, ύψους 2-2,5 μέτρων, στο δυτικό άκρο της βραχώδους πλαγιάς. Είναι η μοναδική δομή που επικοινωνεί ελεύθερα με τον περιβάλλοντα χώρο και είναι προσβάσιμη σε οικόσιτα ζώα, που αποζητούν τη δροσιά της σπηλιάς. Σε έναν από τους τοίχους της, δύο γραμμές είναι χαραγμένες από έναν άγνωστο που προσεύχεται για τον οίκτο του Θεού. Η Μονή Τζαρακάρ γνώρισε ενεργή πολιτιστική ζωή για εκατοντάδες χρόνια από την ίδρυσή του. Η σημασία της πρέπει να αναλυθεί και να εκτιμηθεί σε σχέση με το γενικό πλαίσιο έρευνας σε δεκάδες μνημεία σκαμμένα μέσα σε βράχους, που έχουν διατηρηθεί σε πολλά σημεία στις γύρω περιοχές.
1 Το αρχικό αρμενικό όνομα του χωριού είναι Προυτ. Σήμερα κατοικείται από Κούρ- δους και αριθμεί 40 περίπου σπίτια. 2 Στην περιοχή Γκαμπεγκεάνκ, της επαρχίας Αϊραράτ της Μεγάλης Αρμενίας (περιφέ- ρεια του Καρς, έως το 1920). 3 Ο Στέφεν Σιμ διεξήγαγε το ερευνητικό του ταξίδι, με την οικονομική στήριξη του RAA (Οργανισμός για την έρευνα της αρμενικής αρχιτεκτονικής) και το υλικό του φυλάσσεται σε ψηφιακά αρχεία του Οργανισμού. 4 Γεβόντ Αλισάν (Κεροβπέ Αλισανιάν) (1820-1901): Αρμένιος συγγραφέας, φιλόλο- γος, ιστορικός, γεωγράφος και μεταφραστής. Μέλος της Αδελφότητας των Μεχι- ταριστών της Βενετίας (1838). Σουκιάς Επριγκιάν (1873- 1952): Αρμένιος φιλόλο- γος και γεωγράφος. 5 Αρμενικό εικονογραφημένο βιβλίο του πρώιμου Μεσαίωνα, γραμμένο από τον Ανανιά Σιρακατσί, περί γεωγραφίας της Αρμενίας και λοιπών χωρών των περιοχών του Καυκάσου και της Μεσοποταμίας. Είναι το παλαιότερο βιβλίο γεωγραφίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης αρχαίων συγγραμμάτων και χειρογράφων, Μαντεναταράν. 6 Χατσαντούρ Γκετσαρετσί (1260-γύρω στο 1331): Αρμένιος λόγιος, συγγραφέας, παιδαγωγός και Αρχιμανδρίτης της Μονής του Γκετσαρίς. 7 Γερεμιά Τσελεμπί Κιομιουρτζιάν (1637-1695): Διακεκριμένος συγγραφέας με συγ- γραφικό έργο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας. Μιλούσε άπταιστα 9 γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελληνική. 8 Βανάντ: Χωριό της περιφέρειας Βορτβάρ (Ορντουπάντ) της Αυτόνομης Δημοκρατίας του Ναχιτσεβάν. 9 Σαχανσάχ: Τίτλος των περσών Βασιλέων, ο «Βασιλεύς των Βασιλέων». 10 Μουσέγ Α’: Ιδρυτής της πόλης Καρς. Όταν ο Ασότ Γ’ ο Ελεήμων μετέφερε την πρωτεύουσα από το Καρς στην πόλη Ανί το 963, ανέθεσε στον αδερφό του, Μου- σέγ, να κυβερνήσει το Καρς, ως υπαγόμενο πριγκιπάτο. 11 Προφανώς πρόκειται για τον ίδιο Ντιράν, πνευματικό ποιμένα του Βανάντ. 12 Βέστ Σαρκίς: Αρμένιος πρίγκιπας και σύμβουλος του Βασιλιά Σεμπάτ Γ’, ο οποίος κατέλαβε την πόλη Ανί, με την υποστήριξη του Βυζαντίου, ώστε να την παραδώσει στην Αυτοκρατορία. 13 Μεχιτάρ Αϊριβανετσί (1230/35-1297/1300): Αρμένιος ιερομοναχός, περισσότερο γνωστός για τον κατάλογό του περί παγκόσμιας Ιστορίας. 14 Καθολικός Πετρός Κεντατάρτς: Πρώτος τη τάξει Πατριάρχης, με παραμονή στο α΄ αξίωμα από το 1019 έως το 1058. 15 Γκιραγκός Γκανταγκετσί (1200/1202-1271): Αρμένιος Ιστορικός του 13ου αιώνα και συγγραφέας της Ιστορίας της Αρμενίας, μια επιτομή των γεγονότων από τον 4ο έως τον 12ο αιώνα και λεπτομερή αναφορά των γεγονότων του δικού του καιρού. 16 α) Ο Επίσκοπος Παρσέχ, πνευματικός ηγέτης της Ανί. Αναφέρεται στις εγχάρα- κτες επιγραφές από το 1160 έως το 1191. β) Το Τζαρακάρ αποτελούσε μέρος της πατρικής κληρονομιάς του Επισκόπου Παρσέχ της Ανί και θεωρούταν γη της οικο- γενείας του. (Ατζαριάν Χ. και Επρικιάν Σ. αντίστοιχα, από το λεξικό αρμενικών ονομάτων, τόμος Α’, Ερεβάν, 1942).
Πληροφορίες:
Πηγή άρθρου: http://www.raa-am.com/vardsk-4/Vardzk-4E.pdf Ο RAA παρουσίασε για πρώτη φορά φωτογραφίες του μοναστηριού Τζαρακάρ, το 2009, όταν η τοποθεσία του ήταν πια εξακριβωμένη, στο εικονογραφημένο του άλμπουμ «Χαϊαστάν» (Αρμενία). Ερεβάν, 2009, σελ: 277-279. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σχετικό με την αρμενική αρχιτεκτονική βιβλίο του Σίρο Σασάνο: The Armenian Architecture in the Transitional Period: The Survey Report Carried Out in The Republic of Armenia During the Term, from 2002 to 2004. Shiro Sasano & Sasano Seminar, Tokyo, 2005. |