Αγκόπ Χανικιάν Μάρτιος-Ιούνιος 2019, τεύχος 100
Το Ξενοδοχείο «Μπαρόν» είναι ένα ιστορικό τριώροφο ξενοδοχείο στο Χαλέπι της Βόρειας Συρίας. Βρίσκεται στον ομώνυμο δρόμο της συριακής πόλης, πολύ κοντά στο Εθνικό Μουσείο του Χαλεπίου, και η εκατονταετής ζωή του αποτελεί ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της χώρας αλλά και της οικογένειας Μαζλουμιάν που το δημιούργησε. Ο προ-προπάππους του Αρμέν Μαζλουμιάν (τελευταίος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου) ήταν εκείνος που πήρε την απόφαση να ξεκινήσει ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στο Χαλέπι στα τέλη του 19ου αιώνα. Είχε βρεθεί στην πόλη το 1870, καθοδόν απ’ την Τουρκία -όπου έμενε τότε η οικογένεια- στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα, και παρατήρησε ότι, παρότι μεγάλο εμπορικό κέντρο, δεν είχε μοντέρνα καταλύματα. Έτσι, έχτισε το πρώτο, δυτικού τύπου, ξενοδοχείο στο Χαλέπι και το ονόμασε «Αραράτ». Οι δυο του γιοί πήραν τη σκυτάλη, αρχικά επεκτείνοντας την επιχείρηση με ξεχωριστά ξενοδοχεία ο καθένας. Στην πορεία, όμως, αποφάσισαν να συμπράξουν σ’ ένα μεγάλο, το «Μπαρόν» (κύριος). Ο πρώτος όροφος ήταν έτοιμος το 1909. Το 1911 προστέθηκε ο δεύτερος και το 1940 ο τρίτος, ανεβάζοντας τον αριθμό των δωματίων σε 45. Η τοποθεσία που χτίστηκε το ξενοδοχείο ήταν, εκείνα τα χρόνια, εκτός πόλης και αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην ιδιοκτησία του «Μπαρόν» να διοργανώνει κυνήγι πάπιας για τους επιφανείς προσκεκλημένους, οι οποίοι, όπως λέγεται, συχνά-πυκνά δεν έμπαιναν καν στον κόπο να κατεβαίνουν από τα δωμάτιά τους, παρά τις πυροβολούσαν απ’ τα μπαλκόνια τους. Το «Μπαρόν» δεν προσδιορίζεται τυχαία ως «ιστορικό ξενοδοχείο». Αν μπορούσαν να μιλήσουν τα μάρμαρά του, θα έλεγαν πολύ περισσότερα απ’ ότι τα κιτάπια με τα ονόματα της επιφανούς πελατείας του ή ο λογαριασμός από το μπαρ που ξέχασε να πληρώσει ο Λώρενς της Αραβίας (βρισκόταν σε μια σκονισμένη προθήκη στο σαλόνι του ξενοδοχείου). Θα μας έλεγαν για την ιστορία της Συρίας αλλά και την ανάμειξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων και τα «παιχνίδια» για κυριαρχία στη Μέση Ανατολή. Από τις αρχές του 20ού αιώνα που άνοιξε τις πύλες του και μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότεροι επισκέπτες του ξενοδοχείου ήταν Βρετανοί ή Γερμανοί. Βρετανοί πράκτορες που εμφανίζονταν ως αρχαιολόγοι κατασκόπευαν τους Γερμανούς αξιωματούχους, οι οποίοι διοργάνωναν λαμπρές δεξιώσεις στη μεγάλη τραπεζαρία στο ισόγειο του ξενοδοχείου προς τιμήν των επίσημων Οθωμανών συμμάχων τους, ενώ ταυτόχρονα Γερμανοί μηχανικοί εργάζονταν για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που θα συνέδεε το Βερολίνο με τη Βαγδάτη. Ο Κρικόρ Ζοχράμπ (1861 – 1915), ο διάσημος Αρμένιος συγγραφέας και βουλευτής της πρώτης Οθωμανικής Βουλής, θύμα της Γενοκτονίας των Αρμενίων, ήταν από τους πρώτους επισκέπτες του ξενοδοχείου «Μπαρόν». Από το μπαλκόνι του δωματίου 215 ο βασιλιάς Φεϊζάλ ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Συρίας, ενώ ο στενός του σύμβουλος, ο Λώρενς της Αραβίας, προτιμούσε για τις διανυκτερεύσεις του το δωμάτιο 202 (Απρίλιος του 1914). Στο διπλανό δωμάτιο, στο 203, έμενε κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών της στο Χαλέπι η Αγκάθα Κρίστι (υπάρχει η υπογραφή της στο βιβλίο επισκεπτών το έτος 1934). Λέγεται μάλιστα πως εδώ έγραψε κάποια από τα κεφάλαια του μυθιστορήματός της «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές». Στο δωμάτιο 201 έμεινε για έξι μήνες ο Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ η λίστα των διάσημων επισκεπτών περιλαμβάνει ακόμη τον βασιλιά Γουστάβο ΣΤ’ Αδόλφο της Σουηδίας, τον πρόεδρο της Γαλλίας Σαρλ Ντε Γκολ, τον πρόεδρο των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ με τη σύζυγό του Έλινορ, τον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο Ντέιβιντ Ροκφέλερ, τον μετέπειτα πρόεδρο της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, το Ρώσο αστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν, τον Αμερικανό αεροπόρο Τσαρλς Λίντμπεργκ, την Αγγλίδα ηθοποιό Τζούλι Κρίστι, αλλά και «όλους τους προέδρους, πλην ενός, της Συρίας», όπως αρεσκόταν να επαναλαμβάνει ο Αρμέν Μαζλουμιάν. Ο Αρμέν ήταν η τέταρτη γενιά των ξενοδόχων Μαζλουμιάν. Το ξενοδοχείο πέρασε στα χέρια του από τον πατέρα του, Κρικόρ ή Κοκό, όπως ήταν γνωστός στο Χαλέπι, στα μέσα του ‘70, την εποχή που το «Μπαρόν» άρχισε σταδιακά να φθίνει. Παρότι ο Αρμέν δέχτηκε γενναιόδωρες προσφορές από μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες για να πουλήσει το ξενοδοχείο, δεν τις αποδέχτηκε ποτέ. Επέμεινε να το κρατά ανοιχτό, ακόμη και στη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου στη Συρία, διότι, όπως έλεγε στη γυναίκα του, αποτελεί κομμάτι της ιστορικής κληρονομιάς του Χαλεπίου. Με δεδομένο ότι η πόλη και τα σύμβολά της είχαν, από τον πρώτο κιόλας καιρό του πολέμου, υποστεί τεράστια καταστροφή από τους βομβαρδισμούς και τις λεηλασίες, δεν ήθελε να στερήσει στην πόλη ακόμη ένα στοιχείο της ταυτότητάς της κλείνοντας το ξενοδοχείο. Στα τέλη του 2010, μόλις λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος της Συρίας, το «Μπαρόν» υποδέχεται τους τελευταίους του πελάτες. Ρομαντικοί ταξιδιώτες που αρνούνται να μείνουν σε άλλα σύγχρονα αλλά απρόσωπα ξενοδοχεία της περιοχής, προτιμώντας ένα «ταξίδι» στην ιστορία και το χρόνο, όπως αυτό τους προσφέρεται απλόχερα στο «Μπαρόν», με γεύσεις και αισθήσεις της Ανατολής, με λεπτομέρειες όπως ο ξύλινος τηλεφωνικός θάλαμος, το μαύρο τηλέφωνο του ’50, τα αρτ ντεκό έπιπλα, οι τεράστιες ξύλινες πόρτες, τα στραβά αμπαζούρ, οι παλιές ρεκλάμες στους τοίχους, όλα τους τόσο ιδιαίτερα και ξεχωριστά, παρά τη γλυκιά εγκατάλειψη. Η εμπειρία γίνεται πλουσιότερη όταν έρχεσαι σε επαφή με τους μοναδικούς υπαλλήλους του «Μπαρόν», που αν εξαιρέσεις έναν ή δυο νέους στην ηλικία, οι υπόλοιποι είναι όλη τους τη ζωή στη δούλεψη των Μαζλουμιάν και του «Μπαρόν» που αγαπούν πραγματικά. Ωστόσο, τα μηνύματα των καιρών και η προαίσθηση των ανθρώπων είναι δυσοίωνα. Ο πόλεμος τους πλησιάζει επικίνδυνα, γλυκαίνουν όμως τις ανήσυχες σκέψεις τους, έστω και πρόσκαιρα, με λόγια όπως «το Μπαρόν είναι γερό καρύδι, έχει επιβιώσει δύο παγκοσμίων πολέμων, ραδιουργιών και πραξικοπημάτων. Θα το κάνει ξανά». Το 2014 το «Μπαρόν», αν και πληγωμένο από τον πόλεμο, στέκει ακόμα πεισματικά όρθιο. «Πίσω μας είναι τα καλά», λέει στωικά στα 63 του χρόνια ο ιδιοκτήτης του Αρμέν Μαζλουμιάν, ενώ γύρω του πέφτουν οι σοβάδες του μνημείου. Περίπου 4 χρόνια έχει να δει πελάτη το ξενοδοχείο και καταρρέει. Στη συνέχεια, μας δείχνει πώς άνοιξε τα δωμάτια του «Μπαρόν» σε πρόσφυγες του Χαλεπίου που έχασαν τα σπίτια τους από τους βομβαρδισμούς στη πόλη και τους οποίους φιλοξενεί αφιλοκερδώς τα τελευταία δύο χρόνια. «Δεν έχουμε πού να πάμε», είπαν μια μέρα στον ιδιοκτήτη του «Μπαρόν», Αρμέν Μαζλουμιάν. «Ελάτε εδώ», ήταν η απάντησή του. Τον Απρίλιο του 2016, με την εύθραυστη εκεχειρία στη Συρία να καταρρέει και το Χαλέπι να αναδεικνύεται σε θερμό πολεμικό μέτωπο για μια ακόμη φορά, το ιστορικό ξενοδοχείο «Μπαρόν» δίνει τη δική του μάχη επιβίωσης, μιας και βρίσκεται πολύ κοντά στην πρώτη γραμμή που κόβει στα δύο το Χαλέπι. Το μισό τμήμα της πόλης ελέγχεται από τους αντάρτες της αντιπολίτευσης, ενώ το άλλο μισό, εκεί που βρίσκεται και το ξενοδοχείο, από τις κυβερνητικές δυνάμεις του προέδρου Άσαντ. Τα θραύσματα οβίδων, οι συχνές αψιμαχίες των αντιμαχόμενων αλλά και η υγρασία έχουν προκαλέσει εκτεταμένες φθορές στα περισσότερα από τα 45 δωμάτιά του. Ωστόσο, μια απώλεια δεν μπορεί να αναπληρωθεί. Ο ιδιοκτήτης του «Μπαρόν», Αρμέν Μαζλουμιάν, δεν βρίσκεται πια εδώ. Κουρασμένος, απογοητευμένος και εξασθενημένος, έκλεισε τα μάτια του στις αρχές του 2016. Δυο παλιές του φωτογραφίες, με τη χαρακτηριστική πένθιμη μαύρη λωρίδα, αναρτώνται στην επίσημη σελίδα του «Μπαρόν» στο Facebook, για να κάνουν γνωστό, δίχως περιττά λόγια, το δυσάρεστο νέο. Το ξενοδοχείο «Μπαρόν», που ενέπνευσε και φιλοξένησε για 100 χρόνια περιηγητές, καλλιτέχνες, πολιτικούς, επιχειρηματίες κι ύστερα, μετά τον πόλεμο, πρόσφυγες, το ξενοδοχείο «Μπαρόν» στο οποίο φιλοξενήθηκαν άνθρωποι αλλά και τα όνειρά τους, σήμερα δεν υπάρχει πια. Ισοπεδώθηκε και ισοπέδωσε ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού του Χαλεπίου, της Συρίας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
|