Η μεσαιωνική εκκλησία της Παναγίας στην τουρκοκρατούμενη Λευκωσία |
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας Απρίλιος-Ιούνιος 2012 Τεύχος 73
Η πανέμορφη εκκλησία της Παρθένου Μαρίας βρίσκεται στο τουρκοκρατούμενο σήμερα αρμενικό σύμπλεγμα στην παλιά Λευκωσία, στη γωνιά των οδών Βικτωρίας και Notre Dame de Tyre. Η μονόκλιτη γοτθική εκκλησία με ημι-οκταγωνική αψίδα και αψιδωτούς θόλους αποτελούσε τμήμα του Αββαείου της Παναγίας της Τύρου ή της Τορτόζας. Γνωρίζουμε αρκετά για το λατινικό της παρελθόν, χάρη στα λατινικά αρχεία και τις σκαλιστές επιτύμβιες πλάκες μοναχών, ευγενών και ιπποτών, που μέχρι το 1960 κάλυπταν το πάτωμά της. Από αυτά τα τεχνουργήματα, το σημαντικότερο ήταν η σαρκοφάγος της Ηγουμένης Eschive de Dampierre, στη βόρεια βεράντα, στολισμένη με τον οικογενειακό της θυρεό (δύο ψάρια) και τη χρονολογία M CCC XXXX (1340).
Η εκκλησία πρωτοκτίστηκε το 1116 από το Βασιλιά της Ιερουσαλήμ Baldwin de Buillon, ενώ μετά την Πτώση της Ιερουσαλήμ (1187) χρησιμοποιήθηκε για να στεγάζει τη διοίκηση διαφόρων θρησκευτικών ταγμάτων. Μερικά χρόνια μετά την έναρξη της Φραγκοκρατίας (1192), έγινε αββαείο της γυναικείας αδελφότητας των Καρθουσιανών. Με την κατάληψη της Άκρας (1291), στην Κύπρο κατέφθασαν διάφορα λατινικά μοναχικά τάγματα κι έτσι εδώ στεγάστηκαν Βενεδικτίνες μοναχές. Ο σεισμός του 1303 κατάστρεψε το μοναστήρι, που ξανακτίστηκε μεταξύ 1308-1310 με δαπάνες του Βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Β’. Δεν είναι σαφές πότε και πώς περιήλθε στα χέρια της Αρμενικής Εκκλησίας, η οποία κατείχε τη μονή τουλάχιστον από το 1504. Πιθανότατα αυτό συνέβηκε κατά το 15ο αιώνα, αφού οι χρονικογράφοι Λεόντιος Μαχαιράς (1369-1458) και Γεώργιος Βουστρώνιος (1430-1501) μας πληροφορούν ότι η Αρμενογειτονιά της Λευκωσίας βρισκόταν παρά την Πύλη του Αγίου Δομήνικου (γνωστή και ως Πύλη των Αρμενίων, σημερινή Πύλη Πάφου) και γειτνίαζε με το Ρογιάτικο, το δεύτερο παλάτι των Λουζινιανών. Το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού αρκετά μέλη του Τάγματος των Βενεδικτίνων προέρχονταν από αρμένικες οικογένειες του Βασιλείου της Κιλικίας, όπως για παράδειγμα η πριγκήπισσα Φημή, κόρη του Βασιλιά Χετούμ Α’. Μυστήριο αποτελεί και η λατινική ονομασία του αββαείου. Παλαιότερα, οι μελετητές την ταύτιζαν με την Παναγίας της Τύρου. Ωστόσο, με βάση νέα ευρήματα, μερίδα ερευνητών θεωρεί ότι ήταν στην πραγματικότητα η Παναγίας της Τορτόζας/Ταρτούζας και ότι η Παναγίας της Τύρου βρισκόταν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Υπάρχει, επίσης, η άποψη ότι αρχικά φιλοξενούσε το Τάγμα της Τύρου και αργότερα το Τάγμα της Τορτόζας, το οποίο τελικά απορρόφησε το πρώτο Τάγμα. Μετά την οσμανική κατάληψη της πόλης, στις 9 Σεπτεμβρίου 1570, οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν αρχικά το ναό ως αποθήκη άλατος. Ωστόσο, μετά από αίτηση στον Καδή της Λευκωσίας, ημερομηνίας 15 Μαΐου 1571, η εκκλησία επιστράφηκε με φιρμάνι στους Αρμενίους, στους οποίους δόθηκε και η φύλαξη της Πύλης Πάφου (λόγω του μεγάλου κόστους, εξάσκησαν αυτό το προνόμιο για μερικά μόνο χρόνια). Ένα δεύτερο φιρμάνι, του 1614, επισημοποίησε την αρμενική ιδιοκτησία της εκκλησίας. Στα 400 τόσα χρόνια που υπηρετούσε τη μικρή αλλά εύπορη αρμενική παροικία της Λευκωσίας, δέχθηκε διάφορες προσθήκες: το 1688 ανακαινίστηκε, το 1788 κατασκευάστηκε το βαπτιστήριο, το 1858 κτίστηκαν οι καμάρες της βόρειας βεράντας, το 1860 κατασκευάστηκε το καμπαναριό - από τα πρώτα στην οθωμανική Κύπρο, δωρεά του Κωνσταντινουπολίτη Χαπετίκ Νεβρουζιάν -, το 1884 αναστηλώθηκε, το 1904 ξανακτίστηκε η στέγη και έγινε ανακαίνιση, το 1945 κατασκευάστηκε το άνω διάζωμα για τη χορωδία (βερναντούν, δωρεά του Αράμ Ουζουνιάν), το 1950 συντηρήθηκε το καμπαναριό, ενώ το 1960-1961 το Τμήμα Αρχαιοτήτων τοποθέτησε καινούργιο πάτωμα. Εσωτερικά είχε βιτρώ παράθυρα και μερικές εικόνες. Πάνω από το νότιο παράθυρο υπήρχε η ελαιογραφία του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο διάφοροι πιστοί - Αρμένιοι και μη - άναβαν κεριά και προσεύχονταν να σταματήσουν τα κακά τους, ενώ δίπλα άφηναν παπούτσια των μωρών, θεωρώντας ότι ο Άγιος θα τα βοηθούσε να μεγαλώσουν σωστά. Η εικόνα του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται σήμερα στην είσοδο όλων των αρμενικών εκκλησιών της Κύπρου, επειδή η παράδοση αυτή πέρασε από τους Έλληνες στους Λατίνους και αργότερα στους Αρμενί-ους. Η εκκλησία είχε δύο εισόδους, ενώ στα δεξιά του ιερού βήματος κάθονταν οι άνδρες και στα αριστερά οι γυναίκες. Μέχρι δε το 1963, λειτουργούσε καθημερινά, με ένα σύντομο όρθρο το πρωινό και ένα λιτό εσπερινό το απόγευμα, ενώ η καμπάνα σήμαινε γλυκά το πρωινό ξύπνημα. Μετά τις τρομερές σφαγές, τις μαζικές απελάσεις και τη Γενοκτονία που διέπραξαν οι Οθωμανοί και οι Νεότουρκοι, στην Κύπρο κατέφθασαν περίπου 10.000 κατατρεγμένοι Αρμένιοι πρόσφυγες, μερικοί από αυτούς διέμειναν, προσωρινά, στον περίβολο της εκκλησίας. Η ίδια η ύπαρξή της αποτέλεσε πόλο έλξης για την εγκατάσταση εκατοντάδων Αρμενίων γύρω από αυτήν, εξού και η ονομασία Αρμενομαχαλλάς. Μέσα στο σύμπλεγμα βρίσκονταν επίσης η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου, το Σχολείο Μελικιάν-Ουζουνιάν, το Μνημείο της Αρμενικής Γενοκτονίας (το δεύτερο αρχαιότερο στον κόσμο, που κατά ειρωνεία της τύχης κατέστη το ίδιο θύμα των Τούρκων), το προσκοπείο, το σπίτι του καντηλανάφτη και η προδημοτική. Πίσω βρισκόταν το αρχοντικό της ντόπιας αρμενοκυπριακής οικογένειας Μελικιάν, καθώς και ένα μικρό δωμάτιο αφιερωμένο στον Άγιο Φώτιο. Απέναντι από το σύμπλεγμα βρισκόταν το οίκημα του AGBU και η Αρμενική Λέσχη. Γύρω-γύρω υπήρχαν αρμενικά σπίτια και καταστήματα, ενώ σε μικρή απόσταση βρισκόταν το οίκημα της AYMA. Με την εκδήλωση της τουρκοκυπριακής ανταρσίας στις 21 Δεκεμβρίου 1963, σταδιακά οι στασιαστές άρχισαν να καταλαμβάνουν και τον Αρμενομαχαλλά. Μερικές οικογένειες κατέφυγαν για 2-3 μέρες στο χώρο του σχολείου και της εκκλησίας, τα οποία στη συνέχεια καταλήφθηκαν (19/01/1964). Λίγο αργότερα, οι Αρμένιοι κατάφεραν να ξαναμπούν στην εκκλησία, μέχρι που στις 29/01/1964 οι Τουρκοκύπριοι στασιαστές λεηλάτησαν την εκκλησία και κράτησαν για μερικές ώρες όμηρους το Μητροπολίτη Γερβάντ Απελιάν, τον ιερέα ντερ Βαζκέν Σαντρουνί, τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Αρμενικής Εθναρχίας Βαχράμ Τουντζιάν και το διάκονο Χραντ Μαμικονιάν. Στις 4 Μαρτίου 1964 οι Τουρκοκύπριοι έδιωξαν και τους τελευταίους Αρμένιους της περιοχής. Αφού εγκαταλείφθηκε για δέκα χρόνια, το σύμπλεγμα καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό τον Ιούλιο του 1974, ο οποίος το χρησιμοποιούσε μέχρι το 1998. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκαν εκεί οικογένειες παράνομων Τούρκων εποίκων, που διέμεναν μέχρι τα τέλη του 2006. Με πρωτοβουλία της Αρμενικής Εθναρχίας, του Εκπροσώπου Βαρτκές Μαχτεσιάν και με χρηματοδότηση του UNDP, στις αρχές του 2007 διεξήχθη τεχνικοοικονομική μελέτη, ενώ από τον Οκτώβριο του 2009 διεξάγονται έργα πλήρους αποκατάστασης, τα οποία αναμένεται να ολοκληρωθούν το Μάιο 2012. Η ευχή όλων μας είναι να διατηρηθεί η εκκλησία ανά τους αιώνες, με την ελπίδα ίσως μία μέρα ξαναλειτουργήσει… |