Βερζίν Καραπετιάν Ιανουάριος- Μάιος 2020, τεύχος 103
Στην αρμενική μονή Μεχιταριστών, στο νησί του Αγίου Λαζάρου της Βενετίας, βρίσκεται, ίσως, το παλαιότερο ξίφος του κόσμου, το οποίο χρονολογείται από το 3000 π.Χ.. Το εξαιρετικά σπάνιο ξίφος, εντοπίστηκε τυχαία από την Βιττόρια Νταλ’ Αρμελίνα, φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Ca ‘Foscari της Βενετίας, τοποθετημένο ανάμεσα σε μεσαιωνικά εκθέματα σε μία βιτρίνα της μονής. Σύμφωνα με την φοιτήτρια, το όπλο δεν έμοιαζε με μεσαιωνικό τεχνούργημα, αλλά πολύ παλαιότερο και παραπλήσιο με εκείνα που είχε ήδη μελετήσει για την διατριβή της. Παρόμοια ξίφη, βρέθηκαν στο Βασιλικό Παλάτι του Αρσλαντεπέ, τα οποία κατασκευάστηκαν πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια και θεωρούνται τα παλαιότερα του κόσμου. Η αρχαιολογική ανασκαφή του Αρσλαντεπέ, βρίσκεται στην επαρχία της Μαλάτειας και απέχει 5 χλμ. από την ομώνυμη πρωτεύουσα. Το αρχαιολογικό ανάχωμα, με έκταση περίπου 4 εκταρίων και ύψους 30 μέτρων, περιβάλλεται από το χωριό Ορντουζού. Η περιοχή κατοικήθηκε από τη χαλκολιθική εποχή και αργότερα αναδείχθηκε σε μία σημαντική αποικία των Χετταίων, η οποία εξελίχθηκε σε βασικό κέντρο της πόλης-κράτους καθ’ όλη την διάρκεια της Χεττιτικής περιόδου. Αργότερα, κατά τον 5ο και τον 6ο αι. μ.Χ., η περιοχή κατοικήθηκε από τους Ρωμαίους και τέλος χρησιμοποιήθηκε ως νεκρόπολη από τους Βυζαντινούς μέχρι τον 11ο αιώνα. Με βάση την τελευταία ανασκαφή, ένα ξίφος που προέρχεται από την περιοχή της Σεβάστειας και εκτίθεται στο μουσείο Τοκάτ της Τουρκίας, έχει πολλές ομοιότητες με αυτό της μονής των Μεχιταριστών. Με την έγκριση της μονής, καθώς και της υπεύθυνης καθηγήτριας αρχαιολογίας στο Τμήμα Ανθρωπιστικών Επιστημών Έλενα Ρόβα, η Νταλ’ Αρμελίνα ξεκίνησε την έρευνα και κατάφερε ν’ αποδείξει ότι η διαίσθηση της είναι σωστή. Η επιστημονική ανάλυση επιβεβαιώνει την θεωρία της: το ξίφος δεν μοιάζει μόνο με τα αρχαιότερα όπλα στον κόσμο, αλλά είναι σφυρηλατημένο περίπου την ίδια εποχή με όλα τα άλλα, γύρω στο 3000 π.Χ.. Το σχήμα της λεπίδας είναι ένα ενδεικτικό σημάδι για την Νταλ’ Αρμελίνα, η οποία έχει εστιάσει τις μελέτες της στην ανάλυση των ταφικών αντικειμένων που ανακτήθηκαν στους λεγόμενους «βασιλικούς τάφους» στον Καύκασο, την Ανατολία και το Αιγαίο, κατά την Εποχή του Χαλκού. Εκείνη την εποχή, μια νέα αριστοκρατική τάξη πολεμιστών ήταν σε άνοδο και στις συγκεκριμένες περιοχές, οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι τα ξίφη σφυρηλατήθηκαν για πρώτη φορά, όχι μόνο ως όπλα αλλά και ως σύμβολα εξουσίας. Τα πρώτα ξίφη θάφτηκαν με τους ιδιοκτήτες στους τάφους τους, μαζί με άλλα διακριτικά της υψηλής κοινωνικής θέσης του πολεμιστή. Τα νέα ερωτήματα που προκύπτουν από την ανακάλυψη είναι πολλά. Πώς έφτασε στο μοναστήρι και τι σχέση είχε με τους Αρμένιους μοναχούς; Σε ποιον ανήκε και από ποια μακρινά μέρη είχε έρθει; Στην δεύτερη φάση της έρευνάς της, η συμβολή του πατέρα Σερόπ Τζαμουρλιάν της μονής των Μεχιταριστών του Αγίου Λάζαρου της Βενετίας, ρίχνει φως και στις άλλες αινιγματικές πτυχές της ανακάλυψης της. Ο πατέρας Σερόπ, είναι σε θέση να λύσει κάποια από τα ερωτήματα, με βάση τα αρχεία του μουσείου της μονής. Το ξίφος, ήταν μέρος μιας αποστολής αρχαιολογικών αντικειμένων, που έστειλε ο Γιερβάντ Χορασαντζιάν, κορυφαίος πολιτικός μηχανικός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στον πατέρα Γεβόντ Αλισάν. Ο Αλισάν ήταν ιστορικός, ποιητής και εξέχον μέλος της εκκλησίας των Μεχιταριστών, ο οποίος πέθανε στο νησί του Αγίου Λαζάρου το 1901. Το κλειδί που ξεκλείδωσε την ιστορία του ξίφους, σύμφωνα με τον Τζαμουρλιάν, ήταν όταν βρήκε στα αρχεία της μονής, μια συλλογή αυτοβιογραφιών επιφανών Αρμένιων των αρχών του 1900. Η αυτοβιογραφια του Χορασαντζιάν, καταχωρήθηκε το 1918 και ανέφερε ότι σπούδασε στο Παρίσι στα τέλη του 18ου αιώνα σε μια από τις σχολές των Μεχιταριστών, διευθυντής της οποίας ήταν ο πατέρας Γεβόντ Αλισάν. Ο Τζαμουρλιάν πιστεύει ότι το ξίφος ήταν «δώρο ευγνωμοσύνης» από τον Χορασαντζιάν στο ίδρυμα των Μεχιταριστών, για τις σπουδές του. Πράγματι το ξίφος ταξίδεψε από το Καβάκ της Τραπεζούντας, στον Άγιο Λάζαρο, μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 1886. Ο διευθυντής του κολλεγίου των Μεχιταριστών στην Τραπεζούντα, ο πατέρας Μινάς Νουρικιάν, ήταν υπεύθυνος για την αποστολή του δώρου, όπως τεκμηριώθηκε με την αλληλογραφία μεταξύ του ιδίου και του πατέρα Αλισάν που βρέθηκε στα αρχεία της μονής, επιβεβαιώνοντας περαιτέρω τα γεγονότα. Κατά τον Τζαμουρλιάν, ο Χορασαντζιάν δεν ήταν συλλέκτης έργων τέχνης και αρχαιολόγος, όπως λανθασμένα έχει γραφτεί σε κάποια δημοσιεύματα και το ξίφος ήρθε στην κατοχή του επιβλέποντας μεγάλα δημόσια έργα στην περιοχή, λόγω του επαγγέλματος του. Το ξίφος, πλέον εκτίθεται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο μέσα στο μουσείο, το οποίο είναι κλειστό λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά ανυπομονεί να καλωσορίσει τους επισκέπτες μόλις οι πύλες ανοίξουν για το κοινό.
|