Οδοιπορικό στο Λορ |
![]() |
![]() |
Περιοδικό YEREVAN Κείμενο: Άννα Λορέντς Φωτογραφίες: Χάικ Μελκονιάν Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν
Ταξιδεύω προς το Λορ με ένα άβολο συναίσθημα. Φοβάμαι πως το παρελθόν δεν μπορεί να επιστρέψει, ακριβώς όπως και ο τόπος που οδεύω. Αυτός ο τόπος... Ό,τι δουν τα μάτια μου από εδώ και πέρα, μπορεί να μου στερήσει την ελπίδα να επιστρέψω κάποτε εκεί. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν θα υπήρχε κανένα ασφαλές καταφύγιο στη γη. Ωστόσο, περάσαμε ήδη το Σισιάν και διασχίζουμε τη χαράδρα του Λορατζόρ. Θέλω να δω πως ζει ο κόσμος σε αυτόν τον απομακρυσμένο τόπο στον καιρό του καπιταλισμού.
Αλλη μια στροφή του δρόμου και να οι Λευκοί Σταυροί πάνω στο μνήμα του Πρίγκιπα Λορίκ. Βέβαια, πως θα μπορούσαν καμιά εικοσαριά χρόνια να αλλάξουν ένα μνημείο που και πριν από αρκετούς αιώνες θεωρούνταν ήδη παλαιό; Είναι αλήθεια ότι μου φαίνεται πιο επιβλητικό σήμερα. Ίσως επειδή με το πέρασμα των χρόνων έχω ξεχάσει τα ονόματα των ενήλικων πλέον κοριτσιών που παραθέριζαν τότε εδώ. Αυτών που αφού με ξόρκιζαν σε σιωπηρή συγκάλυψη, έτρεχαν εκεί για τα κρυφά ραντεβού τους, τις καλοκαιρινές νύχτες. Εκείνον τον καιρό, ως παιδί, φανταζόμουν τον πρίγκιπα σαν έναν βρώμικο γέρο, που βοηθούσε τα κορίτσια με τα ανοιχτόχρωμα μάτια να καταφέρουν να ξεγελάσουν τις άγρυπνες γιαγιάδες τους. Πολύ αργότερα, έμαθα ότι κάτω από αυτό το πελώριο, κοκκινωπό, διπλό Χατσκάρ1, που για κάποιο λόγο αποκαλείται λευκό, αναπαύεται όχι ο Λορίκ, αλλά οι γονείς του. Χωρίς αμφιβολία, οι άνθρωποι του Λορ ήταν πάντα αξιοσέβαστοι, αφού και οι κυβερνώντες της δυναστείας των Ορμπελιάν - που παραδοσιακά έστελναν αντιπροσώπους της φατρίας τους να κυβερνήσουν σε όλες τις περιοχές της χώρας - εξαιρούσαν το Λορατζόρ, υπογράφοντας συμφωνία με τους τοπικούς άρχοντες, που επέτρεπε στους ίδιους να άρχουν σε ολόκληρη την περιοχή. Η εικασία ότι το χωριό πήρε το όνομα του από τον Λορίκ, ο οποίος έπεσε ηρωικά στο πεδίο της μάχης, φέρεται να αμφισβητείται. Το πρόβλημα είναι ότι το μνημείο προς τιμήν του Πρίγκιπα Λορίκ ανεγέρθη το 1271 μ.Χ. από τον περίφημο γλύπτη Μαμίκ, ενώ η πρώτη γραπτή καταχώριση του χωριού, με αυτό το όνομα, χρονολογείται το 839 μ.Χ. Συγκεκριμένα, στην «Ιστορία της περιοχής Σισαγκάν», του ιστορικού Στεπανός Ορμπελιάν, περιλαμβάνεται η «Αιώνια Διακήρυξη» του Επισκόπου του Σιουνίκ, Δαυίδ του Β’, το 839, που ορίζει τα ακριβή σύνορα των εδαφών της Εκκλησίας του Σιουνίκ. Σύμφωνα με αυτήν την καταχώριση, στα δυτικά, τα όρια έφταναν στη χαράδρα του Λορατζόρ, που πήρε το όνομά της από το χωριό Λορ, πράγμα που δηλώνει ότι το όνομα αυτό προϋπήρχε. Οι κάτοικοι πιστεύουν ότι το χωριό τους είναι 2000 ετών και αναφέρονται στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1950 από τον περίφημο ιστορικό και αρχαιολόγο Μορούς Ασραντιάν, ο οποίος ανακάλυψε τον τάφο ενός παιδιού που ενταφιάστηκε σύμφωνα με την παγανιστική παράδοση, με ένα νόμισμα στο στόμα, κομμένο από τον Πέρση βασιλιά Σαπούρ Γ’ που βασίλευσε από το 384 έως το 389. Όχι πολλά χρόνια πριν, το χωριό απλωνόταν μέχρι τους Λευκούς Σταυρούς. Τώρα, οι πολύχρωμες στέγες των σπιτιών ξεπετάγονται ανάμεσα στις πράσινες κορφές των δέντρων σε μεγάλη απόσταση.
Χωρίς λόγια Στη θέα των Λευκών Σταυρών, πάντα θυμάμαι μια σκηνή από την ιστορία που μου διηγούνταν ο παππούς μου τόσο συχνά, που στο τέλος παραλίγο να την πιστέψω: Ο πόλεμος καλά κρατούσε. Δεν έχει σημασία ποιος πόλεμος. Οι άντρες που είχαν τελειώσει τη δουλειά τους κάθονταν, ως συνήθως, δίπλα στους τοίχους της εκκλησίας, όταν ξαφνικά ένα παλικάρι πλησίασε τρέχοντας, ουρλιάζοντας δυνατά: «Καίγονται τα χωράφια στους Λευκούς Σταυρούς». Οι χωρικοί με συντονισμένες προσπάθειες κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά. Η μόνη ατυχής εξαίρεση ήταν το σπίτι του φτωχού Χαμπό, που κάηκε ολοσχερώς. Οι γυναίκες χτυπούσαν τα γόνατά τους ολολύζοντας: «Τα έξι παιδιά του θα πεθάνουν από την πείνα». Οι άντρες επέστρεψαν στη συνηθισμένη τους θέση. Τότε, ο Αρακέλ σηκώθηκε και ξύνοντας το πηγούνι του κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, με το χωλό βάδισμα γέρου ανθρώπου. Επέστρεψε με ένα μεγάλο κομμάτι καμβά και ένα σακί με σπόρους σιταριού. Έστρωσε το πανί στο έδαφος, άδειασε πάνω του το μισό σακί και γύρισε στη θέση του. Μετά από αυτόν, ο δεύτερος, ο τρίτος και όλοι οι υπόλοιποι άντρες έκαναν ακριβώς το ίδιο, χωρίς να πουν λέξη. Έτσι σχηματίστηκε ένα βουναλάκι από σπόρους σιταριού που έδωσαν στον Χαμπό. Έχοντας έναν κόμπο στο λαιμό, ο παππούς μου πάντα πρόσθετε στην ιστορία του: Οι χωρικοί δε συμπαθούσαν καθόλου τον Χαμπό. Ήταν κακός άνθρωπος, αλλά σε αυτά τα βουνά έπρεπε να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Κανείς δε θα είχε επιζήσει αλλιώς. Στο χωριό, υπάρχουν δύο σχολεία το ένα ακριβώς απέναντι από το άλλο. Το παλαιότερο στέκει ακόμα ερειπωμένο στο λόφο του νεκροταφείου. Το καινούριο, στην απέναντι μεριά του δρόμου, είναι περιποιημένο και φαίνεται ολοκαίνουργιο. Μάθαμε ότι ανακαινίστηκε πολύ πρόσφατα και τώρα εκεί φοιτούν όχι μόνον τα παιδιά των ντόπιων αλλά και μαθητές από όλα τα γειτονικά χωριά. Έτσι, κατάλαβα ότι ο λόγος της ακόρεστης δίψας για μάθηση του παππού μου, ήταν θέμα παράδοσης για όλο το χωριό. Από το μεσαίωνα, υπήρξαν έξοχοι δάσκαλοι στο Λορ. Συχνά, ήταν άνθρωποι που είχαν λάβει ανώτατη μόρφωση. Οι μεταγραφείς χειρογράφων, μερικά από τα οποία φυλάσσονται στο Ινστιτούτο Αρχαίων Χειρογράφων Μαντεναταράν, δούλεψαν σκληρά σε αυτό το χωριό. Επίσης, το 1898, ο εθνολόγος Λαλαγιάν κατέγραψε ότι οι άνθρωποι εκεί ήταν εξαιρετικά προοδευτικοί. Έτσι, κάποιοι ευεργέτες από το Μπακού, καταγόμενοι από το Λορ, αποφάσισαν να χτίσουν το πρώτο σχολείο, πριν από εκατό χρόνια. Αλλά γιατί στο νεκροταφείο; Οι κάτοικοι του Λορ αντιπαθούν αυτήν την ερώτηση. Όσο και να συμφωνούν με το παράδοξο της τοποθεσίας του σχολείου, δε θέλουν να μιλούν για αυτό το θέμα. Ο λόγος είναι ότι το 1905, η γη βρισκόταν σε ιδιωτικά χέρια και ήταν πολύ ακριβή, όπως συμβαίνει πάντα στις ορεινές περιοχές. «Το να προσφέρεις στα παιδιά την ευκαιρία να μορφωθούν είναι μία πολύ ωραία ιδέα βέβαια…». Ωστόσο, κανείς δεν πρόσφερε μέρος από τη γη του για να χτιστεί το σχολείο. Το μόνο κοινό κομμάτι γης χωρίς αξία ήταν το νεκροταφείο… Σε αυτό το σχολείο δίδαξε, το 1915, ο εξόριστος συγγραφέας Αξέλ Μπακούντς. Είναι παράξενο όταν συνειδητοποιείς ότι η γη των προγόνων σου ήταν επίσης ο τόπος εξορίας κάποιου. Σε τέτοια μέρη, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται από νωρίς ότι όλα στη ζωή είναι σχετικά. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που χτίζουν σχολεία ανάμεσα στα μνήματα. Όμως, αυτό δεν απέτρεψε έναν από εκείνους τους μικρούς ξυπόλυτους σκανδαλιάρηδες, με το όνομα Χεμαγιάκ Κρικοριάν, να γίνει αργότερα ο κλασικός, για την Αρμενική Λογοτεχνία, ποιητής Χαμό Σαχιάν.
Η κριτική στη ζωή των ποιητών Αγαπούν τους ποιητές εδώ στο Λορ. Τους σέβονται, απαγγέλουν από μνήμης στίχους τους αλλά δεν τους θεωρούν απόμακρους, διότι στην ουσία είναι απλοί άνθρωποι. Θυμάμαι την ημέρα που το χωριό γιόρτασε με επισημότητα τα 50α γενέθλια του Χαμό Σαχιάν. Αρχικά στο σχολείο και κατόπιν στη λέσχη. Τα παιδιά, ευπρεπώς ενδεδυμένα για την περίσταση, του πρόσφεραν ανθοδέσμες και τον συνεχάρησαν, παρουσία υψηλά ιστάμενων προσώπων. Ως άνθρωπος γενικά συνεσταλμένος, ο Σαχιάν παρέμεινε σιωπηλός στη διάρκεια της τελετής. Μετά τον εορτασμό, καθώς στεκόταν σε έναν φιλικό κύκλο - των πιο αξιόλογων ποιητών και συγγραφέων της χώρας - μια χωρική, ονόματι Χριψιμέ, καθώς περνούσε από εκεί, με τους κουβάδες της να κουδουνίζουν, είπε αρκετά δυνατά, σκόπιμα, ώστε να την ακούσουν όλοι, μαζί και το τιμώμενο πρόσωπο: «Τι υπέροχη συνάντηση κι αυτή. Κρίμα που δεν έφερα μολύβι να κρατήσω σημειώσεις. Ο Χαμό είπε τόσα πολλά, που δύσκολα μπορώ να τα θυμηθώ όλα». Ο Χαμό Σαχιάν χαμήλωσε το βλέμμα και χάρισε το γοητευτικότερό του χαμόγελο. Η κούραση των περασμένων σαράντα ετών εξαφανίστηκε από τα μάτια του. Θυμάμαι ότι ύστερα από μερικές ημέρες, η Χριψιμέ λογοφέροντας με έναν επισκέπτη από το γειτονικό χωριό Λερνασέν, είπε: - «Ο Χαμό Σαχιάν γεννήθηκε στο χωριό μας και κοίτα τι εξαιρετικός άνθρωπος έγινε». - «Σιγά το πράγμα! Στην Αρμενία ένας στους δύο είναι ιδιοφυΐα». - «Ιδιοφυΐα ίσως, αλλά όχι σαν κι αυτόν. Και το δικό σου χωριό δεν έβγαλε ούτε έναν αυτού του επιπέδου». Στην πραγματικότητα, η ίδια η Χριψιμέ είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Λερνασέν και είχε παντρευτεί στο Λορ. Καθώς κατηφορίζω το δρόμο, μία αράδα από ένα ποίημα του Σαχιάν είναι στο μυαλό μου - «Περιδιαβαίνοντας το Λορ…». Γιατί δεν επέστρεψε αλλά προτίμησε να το ονειρεύεται σε όλη του τη ζωή; Το σπίτι του στο χωριό υπάρχει ακόμα και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Στην πλατεία του χωριού, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Κεβόρκ, μας χαιρέτισε ο Γκάρο, ένας συγγενής, στον οποίο χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη, διότι τον παλιό καιρό μας επισκεπτόταν συχνά για να μας διηγηθεί τα νέα του χωριού. Θυμάμαι, μερικές ημέρες μετά το πρώτο ράλι, που πραγματοποιήθηκε στο Ερεβάν, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση της Δημοκρατίας του Ορεινού Καραμπάχ, όταν μας είπε ότι η νεολαία του χωριού δεν ήθελε να χάσει ένα τέτοιο συναρπαστικό θέαμα. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, στην πλατεία, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Κεβόρκ, μελέτησαν όλες τις εφημερίδες και άρχισαν να καλούν γνωστούς στο Ερεβάν. - «Και τι λένε οι μεγαλύτεροι;» τον ρώτησα τότε εγώ. - «Τι καταλαβαίνουν αυτοί; Έβγαλαν τα τουφέκια τους από τα κελάρια και τις αποθήκες - μερικά από αυτά από τον καιρό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου - και άρχισαν να τα καθαρίζουν. Έλεγαν ότι ο εχθρός καραδοκεί πίσω από τα βουνά και ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο». Εκείνη την εποχή, στα μουδιασμένα από τη σοβιετική σταθερότητα μυαλά μας, οι πόλεμοι είχαν υπόσταση μόνο στα βιβλία και τις ταινίες. Αυτοί οι άνθρωποι του παλιού καιρού έμοιαζαν τόσο γραφικοί με την απελπιστικά παρωχημένη νοοτροπία τους… ήταν η χρονιά που ξεκίνησε ο απελευθερωτικός πόλεμος του Καραμπάχ. Η εκκλησία του Αγίου Κεβόρκ που είχε μετατραπεί σε αποθήκη, στέκει τώρα άδεια. Είναι ένα πελώριο κτίριο που μοιάζει ότι θα πετάξει από στιγμή σε στιγμή με τις αψιδωτές του πτέρυγες για φτερά. Δε φαίνεται τόσο μεγαλειώδης εξωτερικά, εκτός από την αψίδα με τον πλούσιο διάκοσμο, δίπλα στην πόρτα. Ο Γκάρο δείχνει ένα μικρό κοίλο σημείο στον τοίχο, πίσω από την Αγία Τράπεζα: - «Υπάρχει ένα πέρασμα εδώ. Περνάει μέσα από τον τοίχο και φτάνει στις αψίδες». - «Πρέπει να μπούμε. Στον πόλεμο, τα χειρόγραφα ήταν κρυμμένα σε τέτοιες μυστικές κρυψώνες. Ίσως κάποιο να είναι ακόμη εκεί», αποκρίνομαι αφελώς. - «Ίσως. Όμως θα είναι σαράντα ετών το πολύ», χαμογελά ο Γκάρο. «Ξέρεις πόσο συχνά σερνόμασταν εκεί μέσα όταν ήμασταν παιδιά; Είναι άδειο αλλά υπέροχο μέρος για να κρυφτείς. Κανείς δε θα σκεφτόταν να σε ψάξει στον τοίχο. Η εκκλησία χτίστηκε το 1666. Είναι γραμμένο εδώ, κοίτα. Όμως, οι γηραιότεροι υποστηρίζουν ότι αυτή είναι η ημερομηνία αναστήλωσής της. Άλλωστε, πολύ παλαιότερα χατσκάρ είναι εντοιχισμένα σε αυτήν. Έχουν κι αυτά ημερομηνίες επάνω τους. Ποιος ξέρει πια…». Η πόρτα της εκκλησίας τρίζει βαριά. Είναι ο Ταβίτ, ένας συγγενής μου και ο γηραιότερος του χωριού. Αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε. Δείχνει ολόγυρα και λέει σα να πρόκειται για το δικό του σπίτι: - «Ο χώρος χρειάζεται καθάρισμα. Αύριο θα στείλουμε ανθρώπους να καθαρίσουν».
Μέσα κι Έξω Δεν ξέρω πως είναι σήμερα η κατάσταση, τότε όμως τα όρια μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού των σπιτιών ήταν ασαφή. Θυμάμαι τη στιγμή που το συνειδητοποίησα: - «Θεία Έλλη, έχεις καρφώσει το μάνταλο στη λάθος μεριά της πόρτας». - «Τι εννοείς;» αναρωτήθηκε η θεία. - «Είναι από την έξω μεριά. Μπορεί να μπει οποιοσδήποτε». - «Σαφώς. Τι θα γίνει αν δεν είμαι σπίτι και κάποιος χρειαστεί κάτι, όπως ένα φτυάρι ή μια τσουγκράνα; Πώς αλλιώς θα μπορέσει να μπει;» - «Τότε γιατί έβαλες μάνταλο;» - «Κοίτα. Δουλεύω στο μαγαζί. Αν κάποιος έρθει στο μαγαζί και δεν είμαι εκεί, θα πρέπει να ανηφορίσει όλο το λόφο μέχρι το σπίτι μου, χωρίς καν να ξέρει αν θα με βρει. Ενώ έτσι, θα κοιτάξει και αν η πόρτα είναι μανταλωμένη, δε θα χρειαστεί να ανέβει χωρίς λόγο». Παρατηρώ ότι η κρήνη μπροστά στην εκκλησία είναι όμορφα διακοσμημένη. - «Ο Αλεξάν φιλοτέχνησε τη διακόσμηση», λέει ο Γκάρο. «Σήμερα ζει στο Ερεβάν και είναι ένας γλύπτης με μεγάλη ζήτηση. Φιλοτεχνεί αγάλματα για τα πλουσιότερα σπίτια και επισκευάζει εκκλησίες. Όταν έρχεται στο Λορ, δεν κάθεται άπραγος. Ομορφαίνει το χωριό μας!». - «Είναι τόσο καλοδουλεμένο. Και το νερό τόσο εξαίσιο! Αλλά ποιος χρησιμοποιεί την πηγή σήμερα; Έμαθα ότι το χωριό έχει σύστημα ύδρευσης». - «Εδώ και πολύν καιρό. Υπήρξαν αρκετές αντιπαραθέσεις σχετικά με το νερό. Μία γερμανική εταιρία εγκατέστησε τις σωληνώσεις, με την προϋπόθεση ότι θα αρχίζαμε να τους αποπληρώνουμε ύστερα από τέσσερα χρόνια. Ολόκληρο το χωριό υμνούσε τους Γερμανούς αλλά όταν ήρθε ο καιρός να αρχίσουν οι πληρωμές, οι χωρικοί συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν διαβάσει τα ψιλά γράμματα του συμβολαίου. Και πολύ λογικά, προέκυψαν οι ερωτήσεις του τύπου: -Τι ακριβώς πληρώνουμε; Το δικό μας νερό;! Και ποιος κέρδισε τον πόλεμο του 1945;» Ύστερα, εμφανίστηκε ένας αρκετά ασυνήθιστος τύπος: ένας ξανθός Αμερικανός, που κρατούσε έναν κουβά. - «Ποιος είναι;» ρωτάω. - «Ω, κοίτα ποιος έρχεται» χαμογελάει ο Γκάρο. «Έλα να σε συστήσω. Αυτός είναι ο κατάσκοπός μας, ο Τζον. Ήρθε από τις Η.Π.Α. Δίδασκε στα παιδιά Αγγλικά στο σχολείο για δύο χρονιές». Ο «κατάσκοπος» και εγώ δίνουμε τα χέρια και συστηνόμαστε. Μιλά άπταιστα Αρμενικά. Για την ακρίβεια μιλά την καθαρότερη τοπική διάλεκτο. Ο Γκάρο μου γνέφει πονηρά και συνεχίζει: - «Ο Τζον είναι άξιος και ικανός άντρας. Έμαθε τη γλώσσα σε ένα μόλις μήνα. Το πιστεύεις; Τώρα πίνει βότκα από μούρα και απαγγέλει Σαχιάν απ’ έξω. Εντυπωσιακό!» Ο Τζον είναι προφανώς συνηθισμένος στα αστεία του Γκάρο και απλά χαμογελά. Στο κάτω-κάτω, δεν παύει να είναι ένας Αμερικανός. - «Ήρθα εδώ μέσω ενός ειδικού διετούς προγράμματος», αποκρίνεται. «Σύντομα θα φύγω. Αλλά είναι πολύ όμορφα εδώ». - «Τότε γιατί δε μένεις;» του προτείνω. - «Είναι δύσκολο, αλλά σίγουρα θα επισκεφθώ ξανά το μέρος». Γεμίζει τον κουβά του με παγωμένο νερό και παίρνει νωχελικά τον δρόμο της επιστροφής. Όσο για μένα, συνεχίζω το δρόμο μου.
Μια ιστορία με άλογα Καιρό πριν, στην πηγή μπροστά από την εκκλησία, όπου οι άνδρες συνήθιζαν να κάθονται το σούρουπο πάνω στις ταφόπλακες και να σχολιάζουν ράθυμα τα γεγονότα της ημέρας, συνέβη κάτι που με άφησε άναυδο. Εμείς, τα παιδιά της πόλης, που οι ντόπιοι αποκαλούσαν τουρίστες, μαθαίναμε να ιππεύουμε με το πιο ήρεμο και υπάκουο άλογο του χωριού, αυτό του έφιππου αστυφύλακα Γκολίκ. Μια μέρα όμως που ο Γκολίκ οδηγούσε το άλογο του στην πηγή, κρατώντας το από τα χαλινάρια, το κουρασμένο και διψασμένο ζώο χλιμίντρισε δυνατά, σηκώθηκε στα πίσω του πόδια, γύρισε και κάλπασε σα σφαίρα με κατεύθυνση το σπίτι, αποφεύγοντας από καθαρή τύχη ένα αγόρι που στεκόταν στο δρόμο του. Όλοι πετάχτηκαν όρθιοι, χωρίς όμως να μπορούν να κάνουν κάτι. Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Το παιδί έμεινε εκεί για μια στιγμή και μετά άρχισε να κλαίει σπαρακτικά, με τα σκουξίματα της γιαγιάς του να συνοδεύουν το κλάμα του. Ο Γκολίκ, κατάπληκτος, παρατηρούσε το άλογο. Έπειτα, το πλησίασε σιωπηλά, το έφερε πίσω, το κοίταξε στα μάτια και του είπε, σχεδόν χωρίς να ακούγεται: «Δεν ντρέπεσαι;» Το άλογο χαμήλωσε το κεφάλι του στο έδαφος. Έμεινε έτσι για λίγο και ύστερα σέρνοντας τα πόδια του, περπάτησε αργά μέχρι το στάβλο. Σήμερα οι ηλικιωμένοι κάθονται ακόμα στις ταφόπετρες μπροστά από την εκκλησία. Ο θείος Αραμαΐς, ο θείος Λορίκ… Όλοι με αναγνωρίζουν, μου σφίγγουν το χέρι και όπως παλιότερα, με χτυπάνε ελαφρά στο κεφάλι σα να είμαι ακόμα παιδί. Ένα λεπτό αργότερα, πνίγομαι στην αγκαλιά των γυναικών. Η αίσθηση είναι πραγματικά ωραία. - «Σκέφτηκε κανείς να ψήσει λαβάς2;» - «Στις μέρες μας σπάνια το ψήνει κανείς στο σπίτι…» - «Πώς είναι δυνατόν; Γιατί;» - «Πολλή φασαρία. Το αγοράζουμε έτοιμο». Αυτή είναι η πρώτη ανεπανόρθωτη απώλεια. Το Λορ δεν έχει πλέον το άρωμα, που κάποτε αναδιδόταν από το καυτό τονίρ3 και απλωνόταν σαν λεπτή αχλή πάνω από τη χαράδρα. Ήταν υπέροχο να παρακολουθείς το αλεύρι να φουσκώνει και να γίνεται ζυμάρι. Η ζύμη είχε τη μυρωδιά υγρού χώματος και των χεριών της γιαγιάς μου, στα οποία μπορούσα να κουρνιάσω και να πάρω έναν υπνάκο, με το ξέγνοιαστο σούσουρο των γυναικών στα αυτιά μου. Το πρωί, το ζυμάρι γινόταν εκατοντάδες μεγάλες λευκές μπάλες. Έπειτα, ανοιγόταν επιδέξια σε φύλλα λαβάς, που πάνω τους η φωτιά του τονίρ δημιουργούσε μοναδικά σχέδια. - «Αν έρθω εδώ για περισσότερο καιρό, μία εβδομάδα ας πούμε, θα μου ψήσετε λαβάς;» Με κοιτάζουν καλοπροαίρετα, έτοιμοι να ενδώσουν, σα να πρόκειται για το καπρίτσιο ενός μικρού παιδιού. - «Ασφαλώς!» Συνεχίζω τον δρόμο μου προς τη μικρότερη εκκλησία του Αγίου Χοβαννές (του 1686), που οι ντόπιοι αποκαλούν Τζαρί, δηλαδή Εκκλησία του Δέντρου. Η παράξενη αυτή ονομασία προέρχεται από τους παγανιστικούς καιρούς, όταν σε αυτό το μέρος λάτρευαν το ξύλο και το νερό. Ως μια επιπλέον απόδειξη, στον περίγυρό της μεγαλώνουν ιτιές και λίγο παραπέρα μία κρήνη αναβλύζει μεταλλικό νερό. Κάποτε ερχόταν εδώ μεγάλο πλήθος προσκυνητών από ολόκληρη την περιοχή. Το ταξίδι του γυρισμού, μας έφερε στα ερείπια του παλαιού κινηματογράφου.
Το δικό μας σινεμά Η αίθουσα κινηματογράφου του Λορ έχει μεγάλη ιστορία. Τόσο το παλαιό κτίριο όσο και η λέσχη, στην οποία ο κινηματογράφος μεταφέρθηκε αργότερα. Μία αφίσα με την ένδειξη της έναρξης της ταινίας - 7 μμ - κρεμόταν καθημερινά στον τοίχο της εκκλησίας. Μα η ταινία δεν άρχισε ούτε μία φορά στην ώρα της. Οι προβολές ξεκινούσαν αφού οι άντρες είχαν επιστρέψει από τη δουλειά, είχαν δειπνίσει και αλλάξει ρούχα. Ο καθένας είχε τη δική του κατοχυρωμένη θέση. Μερικές φορές υπήρχαν πολλές ελεύθερες θέσεις, όπως στην περίπτωση του γέρο Αρακέλ, που είχε πάντα άδεια καθίσματα γύρω του. Λίγο πριν την έναρξη της προβολής όμως, ο Αρακέλ «άρπαζε» με το μπαστούνι του κάποιο άτυχο παλικάρι, το ανάγκαζε να καθίσει δίπλα του και επειδή ήταν βαρήκοος, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας το ρωτούσε διαρκώς: «Ποιος είναι αυτός; Πού πάει; Γιατί;» Όταν όλοι είχαν τακτοποιηθεί, κάποιος από το κοινό φώναζε: «Όλα εντάξει Αρκαΐν, πάμε!». Ο Αρκαΐν ήταν ήρεμος από τη φύση του. Οι υποχρεώσεις του δεν περιορίζονταν μόνο στην προβολή ταινιών. Αν, για παράδειγμα, η ταινία περιλάμβανε πολλούς διαλόγους, ειδικά στα Ρωσικά, έπρεπε μετά το τέλος της προβολής, να κατέβει στην πλατεία και να ξυπνήσει τους θεατές που ροχάλιζαν, σε όλες τις νότες της μουσικής κλίμακας. Στις ταινίες δράσης, το κοινό ζητωκραύγαζε δυνατά για τους «κόκκινους» και οποιονδήποτε άλλον θεωρούσε ότι ανήκε στους καλούς και ζητούσε από τον υπομονετικό Αρκαΐν, να παίξει ξανά και ξανά τις αγαπημένες σκηνές. Όλο και κάποιος ενθουσιασμένος θεατής θα σφύριζε και θα φώναζε: «Αρκαΐν, ξανά!» Ο Ταβίτ βοηθά να αναρριχηθούμε στην κορυφή του βουνού, για να δούμε το χωριό από ψηλά. Διασχίζουμε το ποτάμι Λορακέντ, που τώρα πια δεν είναι παρά ένα μικρό ρυάκι και ανηφορίζουμε το λόφο, περνώντας από το εργοτάξιο του υδροηλεκτρικού σταθμού παραγωγής ενέργειας. Να ‘μαι, επιτέλους, στην κορυφή, συνειδητοποιώντας ότι όσο ψηλά και να φτάσω, δεν μπορώ να δω το Λορ «αφ’ υψηλού». Ακόμα και αν δεν ξανάρθω ποτέ, θα ονειρεύομαι αυτόν τον τόπο για όλη μου τη ζωή, επειδή τελικά, είναι πολύ σημαντικό να έχεις ένα μέρος όπου μπορείς να επιστρέψεις.
|