Οδοιπορικό στο Λορ Εκτύπωση E-mail

Πε­ριο­δι­κό YEREVAN Κεί­με­νο: Άν­να Λο­ρέ­ντς

Φω­το­γρα­φί­ες: Χά­ικ Μελ­κο­νιάν Με­τά­φρα­ση: Μί­κυ Μοβ­σε­σιάν

 

Τα­ξι­δεύ­ω προς το Λορ με έ­να ά­βο­λο συ­ναί­σθημα. Φο­βά­μαι πως το πα­ρελ­θόν δεν μπο­ρεί να ε­πι­στρέ­ψει, α­κρι­βώς ό­πως και ο τό­πος που ο­δεύ­ω. Αυ­τός ο τόπος... Ό,τι δουν τα μά­τια μου από ε­δώ και πέ­ρα, μπο­ρεί να μου στε­ρή­σει την ελ­πί­δα να ε­πι­στρέ­ψω κά­ποτε ε­κεί. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, δεν θα υ­πήρ­χε κα­νέ­να α­σφα­λές κατα­φύ­γιο στη γη. Ω­στό­σο, πε­ρά­σα­με ή­δη το Σι­σιάν και δια­σχί­ζου­με τη χα­ρά­δρα του Λο­ρα­τζόρ. Θέ­λω να δω πως ζει ο κό­σμος σε αυ­τόν τον α­πο­μα­κρυ­σμέ­νο τό­πο στον και­ρό του κα­πι­τα­λι­σμού.

 

Αλ­λη μια στρο­φή του δρό­μου και να οι Λευ­κοί Σταυ­ροί πά­νω στο μνή­μα του Πρί­γκι­πα Λο­ρίκ. Βέ­βαια, πως θα μπορού­σαν κα­μιά ει­κο­σα­ριά χρό­νια να αλ­λάξουν έ­να μνη­μεί­ο που και πριν από αρ­κε­τούς αιώ­νες θε­ω­ρού­νταν ή­δη παλαιό; Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι μου φαί­νε­ται πιο ε­πι­βλη­τικό σή­με­ρα. Ί­σως ε­πει­δή με το πέ­ρα­σμα των χρό­νων έ­χω ξε­χά­σει τα ο­νό­ματα των ενήλικων πλέ­ον κο­ρι­τσιών που πα­ρα­θέ­ρι­ζαν τό­τε ε­δώ. Αυτών που α­φού με ξόρ­κι­ζαν σε σιωπηρή συ­γκά­λυ­ψη, έ­τρε­χαν ε­κεί για τα κρυφά ρα­ντε­βού τους, τις κα­λο­και­ρι­νές νύ­χτες. Ε­κεί­νον τον και­ρό, ως παι­δί, φα­ντα­ζό­μουν τον πρί­γκι­πα σαν έναν βρώ­μι­κο γέ­ρο, που βο­η­θού­σε τα κο­ρί­τσια με τα α­νοι­χτό­χρω­μα μά­τια να κα­τα­φέ­ρουν να ξεγε­λά­σουν τις ά­γρυ­πνες για­γιά­δες τους. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, έ­μα­θα ό­τι κά­τω α­πό αυ­τό το πε­λώ­ριο, κοκ­κι­νω­πό, δι­πλό Χα­τσκάρ1, που για κά­ποιο λό­γο α­πο­καλεί­ται λευ­κό, α­να­παύ­ε­ται ό­χι ο Λο­ρίκ, αλ­λά οι γο­νείς του.

Χω­ρίς αμ­φι­βο­λί­α, οι άν­θρω­ποι του Λορ ή­ταν πά­ντα α­ξιο­σέ­βα­στοι, α­φού και οι κυ­βερ­νώ­ντες της δυ­να­στεί­ας των Ορμπε­λιάν - που πα­ρα­δο­σια­κά έ­στελ­ναν α­ντι­προ­σώ­πους της φατρί­ας τους να κυ­βερ­νή­σουν σε ό­λες τις πε­ριο­χές της χώ­ρας - ε­ξαι­ρού­σαν το Λο­ρα­τζόρ, υ­πο­γρά­φο­ντας συμ­φω­νί­α με τους το­πι­κούς άρ­χο­ντες, που επέ­τρε­πε στους ί­διους να άρ­χουν σε ο­λό­κληρη την πε­ριο­χή.

Η ει­κα­σί­α ό­τι το χω­ριό πή­ρε το ό­νο­μα του α­πό τον Λο­ρίκ, ο ο­ποί­ος έ­πε­σε η­ρω­ι­κά στο πε­δί­ο της μά­χης, φέ­ρε­ται να αμ­φι­σβη­τεί­ται. Το πρό­βλη­μα εί­ναι ό­τι το μνημεί­ο προς τι­μήν του Πρί­γκι­πα Λο­ρίκ α­νε­γέρ­θη το 1271 μ.Χ. από τον πε­ρίφη­μο γλύ­πτη Μα­μίκ, ε­νώ η πρώ­τη γρα­πτή κα­τα­χώριση του χωριού, με αυ­τό το ό­νο­μα, χρο­νο­λο­γεί­ται το 839 μ.Χ.

Συ­γκε­κρι­μέ­να, στην «Ιστο­ρί­α της πε­ριο­χής Σι­σα­γκάν», του ι­στο­ρικού Στε­πα­νός Ορ­μπε­λιάν, πε­ριλαμ­βά­νεται η «Αιώ­νια Δια­κή­ρυ­ξη» του Επι­σκό­που του Σιου­νί­κ, Δαυ­ίδ του Β’, το 839, που ο­ρί­ζει τα α­κρι­βή σύ­νο­ρα των ε­δαφών της Εκ­κλη­σί­ας του Σιου­νί­κ. Σύμ­φω­να με αυ­τήν την κα­τα­χώ­ρι­ση, στα δυ­τι­κά, τα ό­ρια έ­φτα­ναν στη χα­ρά­δρα του Λο­ρα­τζόρ, που πήρε το ό­νο­μά της α­πό το χω­ριό Λορ, πράγ­μα που δη­λώ­νει ό­τι το ό­νο­μα αυ­τό προϋ­πήρ­χε. Οι κά­τοι­κοι πι­στεύ­ουν ό­τι το χω­ριό τους εί­ναι 2000 ε­τών και α­να­φέ­ρο­νται στις α­να­σκα­φές της δε­κα­ε­τί­ας του 1950 α­πό τον πε­ρί­φη­μο ι­στορι­κό και αρ­χαιο­λό­γο Μο­ρούς Ασ­ρα­ντιάν, ο ο­ποί­ος α­να­κά­λυ­ψε τον τά­φο ε­νός παι­διού που ε­ντα­φιά­στη­κε σύμ­φω­να με την πα­γα­νιστι­κή πα­ρά­δο­ση, με έ­να νόμι­σμα στο στό­μα, κομ­μέ­νο α­πό τον Πέρ­ση βα­σι­λιά Σα­πούρ Γ’ που βα­σί­λευ­σε α­πό το 384 έ­ως το 389.

Ό­χι πολ­λά χρό­νια πριν, το χω­ριό α­πλω­νό­ταν μέ­χρι τους Λευ­κούς Σταυ­ρούς. Τώ­ρα, οι πο­λύ­χρω­μες στέ­γες των σπι­τιών ξε­πετά­γο­νται α­νά­με­σα στις πρά­σι­νες κορ­φές των δέ­ντρων σε με­γά­λη α­πό­στα­ση.

 

Χω­ρίς λό­για

Στη θέ­α των Λευ­κών Σταυ­ρών, πά­ντα θυ­μά­μαι μια σκη­νή α­πό την ι­στο­ρί­α που μου δι­η­γού­νταν ο παπ­πούς μου τό­σο συ­χνά, που στο τέ­λος πα­ρα­λί­γο να την πι­στέ­ψω: Ο πό­λε­μος κα­λά κρα­τού­σε. Δεν έ­χει σημα­σί­α ποιος πό­λε­μος. Οι ά­ντρες που εί­χαν τε­λειώ­σει τη δου­λειά τους κά­θο­νταν, ως συ­νή­θως, δί­πλα στους τοίχους της εκ­κλη­σί­ας, ό­ταν ξαφ­νι­κά έ­να πα­λι­κά­ρι πλη­σί­α­σε τρέ­χο­ντας, ουρ­λιά­ζο­ντας δυ­να­τά: «Καί­γο­νται τα χω­ρά­φια στους Λευ­κούς Σταυ­ρούς». Οι χω­ρι­κοί με συ­ντο­νι­σμέ­νες προ­σπά­θειες κατά­φε­ραν να σβή­σουν τη φω­τιά. Η μό­νη α­τυ­χής ε­ξαί­ρε­ση ή­ταν το σπί­τι του φτω­χού Χα­μπό, που κά­η­κε ο­λο­σχε­ρώς. Οι γυναί­κες χτυ­πού­σαν τα γό­να­τά τους ο­λο­λύ­ζο­ντας: «Τα έ­ξι παι­διά του θα πε­θά­νουν α­πό την πεί­να». Οι ά­ντρες ε­πέστρε­ψαν στη συ­νηθι­σμέ­νη τους θέ­ση. Τό­τε, ο Α­ρα­κέλ ση­κώ­θη­κε και ξύ­νο­ντας το πη­γού­νι του κα­τευ­θύν­θη­κε προς το σπί­τι του, με το χω­λό βά­δι­σμα γέ­ρου αν­θρώ­που. Ε­πέ­στρε­ψε με έ­να με­γά­λο κομ­μά­τι καμ­βά και έ­να σα­κί με σπό­ρους σι­τα­ριού. Έ­στρω­σε το πα­νί στο έ­δα­φος, ά­δεια­σε πά­νω του το μι­σό σα­κί και γύ­ρι­σε στη θέ­ση του. Με­τά α­πό αυ­τόν, ο δεύ­τε­ρος, ο τρί­τος και ό­λοι οι υπό­λοι­ποι ά­ντρες έ­κα­ναν α­κρι­βώς το ί­διο, χω­ρίς να πουν λέ­ξη. Έ­τσι σχη­μα­τί­στη­κε έ­να βου­να­λά­κι α­πό σπό­ρους σι­τα­ριού που έ­δω­σαν στον Χα­μπό.

Έ­χο­ντας έ­ναν κό­μπο στο λαι­μό, ο παπ­πούς μου πά­ντα πρό­σθε­τε στην ι­στο­ρί­α του:

Οι χω­ρι­κοί δε συ­μπα­θού­σαν κα­θό­λου τον Χα­μπό. Ή­ταν κα­κός άν­θρω­πος, αλ­λά σε αυ­τά τα βου­νά έ­πρε­πε να βοη­θούν ο έ­νας τον άλ­λον. Κανείς δε θα εί­χε ε­πι­ζή­σει αλ­λιώς.

Στο χω­ριό, υ­πάρ­χουν δύ­ο σχο­λεί­α το έ­να α­κρι­βώς α­πέ­ναντι α­πό το άλ­λο. Το πα­λαιό­τε­ρο στέ­κει α­κό­μα ε­ρει­πω­μένο στο λό­φο του νε­κρο­τα­φεί­ου. Το και­νούριο, στην α­πέ­να­ντι με­ριά του δρό­μου, είναι πε­ρι­ποι­η­μέ­νο και φαί­νε­ται ο­λο­καί­νουρ­γιο. Μά­θα­με ό­τι α­να­και­νί­στη­κε πο­λύ πρό­σφα­τα και τώ­ρα ε­κεί φοι­τούν ό­χι μό­νον τα παι­διά των ντό­πιων αλ­λά και μα­θη­τές α­πό ό­λα τα γει­το­νι­κά χω­ριά. Έ­τσι, κα­τά­λα­βα ό­τι ο λό­γος της α­κό­ρε­στης δί­ψας για μά­θη­ση του παπ­πού μου, ήταν θέ­μα πα­ρά­δο­σης για ό­λο το χω­ριό. Από το με­σαί­ω­να, υ­πήρ­ξαν έ­ξο­χοι δά­σκα­λοι στο Λορ. Συχνά, ή­ταν άν­θρω­ποι που εί­χαν λά­βει α­νώ­τα­τη μόρ­φω­ση. Οι με­τα­γρα­φείς χειρο­γρά­φων, με­ρι­κά α­πό τα ο­ποί­α φυ­λάσ­σο­νται στο Ιν­στι­τού­το Αρ­χαί­ων Χει­ρο­γρά­φων Μα­ντενα­τα­ράν, δού­λε­ψαν σκλη­ρά σε αυ­τό το χω­ριό. Ε­πί­σης, το 1898, ο ε­θνο­λό­γος Λα­λα­γιάν κατέ­γρα­ψε ό­τι οι άν­θρω­ποι ε­κεί ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κά προ­ο­δευ­τικοί. Έ­τσι, κά­ποιοι ευερ­γέ­τες α­πό το Μπα­κού, κα­τα­γό­με­νοι α­πό το Λορ, α­πο­φά­σι­σαν να χτί­σουν το πρώ­το σχο­λεί­ο, πριν α­πό ε­κα­τό χρό­νια. Αλλά για­τί στο νε­κρο­τα­φεί­ο;

Οι κά­τοι­κοι του Λορ α­ντι­πα­θούν αυ­τήν την ε­ρώ­τη­ση. Ό­σο και να συμ­φω­νούν με το πα­ρά­δο­ξο της το­πο­θε­σίας του σχο­λεί­ου, δε θέ­λουν να μι­λούν για αυ­τό το θέ­μα. Ο λό­γος εί­ναι ό­τι το 1905, η γη βρι­σκό­ταν σε ι­διω­τι­κά χέ­ρια και ή­ταν πο­λύ α­κρι­βή, ό­πως συμ­βαί­νει πάντα στις ορει­νές πε­ριο­χές. «Το να προ­σφέ­ρεις στα παι­διά την ευ­και­ρί­α να μορ­φω­θούν εί­ναι μί­α πο­λύ ω­ραί­α ι­δέ­α βέ­βαια…». Ω­στό­σο, κα­νείς δεν πρό­σφε­ρε μέ­ρος α­πό τη γη του για να χτι­στεί το σχο­λεί­ο. Το μό­νο κοι­νό κομ­μά­τι γης χω­ρίς α­ξί­α ή­ταν το νε­κρο­τα­φεί­ο…

Σε αυ­τό το σχο­λεί­ο δί­δα­ξε, το 1915, ο ε­ξό­ρι­στος συγ­γρα­φέ­ας Α­ξέλ Μπα­κού­ντς. Εί­ναι πα­ρά­ξε­νο ό­ταν συ­νει­δη­το­ποιείς ό­τι η γη των προ­γό­νων σου ή­ταν ε­πί­σης ο τό­πος ε­ξο­ρί­ας κά­ποιου. Σε τέ­τοια μέ­ρη, οι άν­θρω­ποι α­ντι­λαμ­βά­νο­νται α­πό νωρίς ό­τι ό­λα στη ζω­ή εί­ναι σχε­τι­κά. Ί­σως αυ­τός να εί­ναι ο λό­γος που χτί­ζουν σχο­λεί­α α­νά­με­σα στα μνή­μα­τα. Ό­μως, αυ­τό δεν α­πέ­τρε­ψε έ­ναν α­πό εκεί­νους τους μι­κρούς ξυ­πόλυ­τους σκαν­δα­λιά­ρη­δες, με το ό­νο­μα Χε­μα­γιάκ Κρι­κο­ριάν, να γί­νει αρ­γό­τε­ρα ο κλασ­ι­κός, για την Αρ­με­νι­κή Λο­γο­τε­χνί­α, ποι­η­τής Χα­μό Σα­χιάν.

 

Η κρι­τι­κή στη ζω­ή των ποι­η­τών

Α­γα­πούν τους ποι­η­τές ε­δώ στο Λορ. Τους σέ­βο­νται, α­παγ­γέ­λουν α­πό μνή­μης στί­χους τους αλλά δεν τους θε­ω­ρούν α­πό­μα­κρους, διό­τι στην ου­σία εί­ναι α­πλοί άν­θρω­ποι. Θυ­μά­μαι την η­μέ­ρα που το χω­ριό γιόρ­τα­σε με ε­πι­ση­μό­τη­τα τα 50α γε­νέ­θλια του Χα­μό Σα­χιάν. Αρ­χι­κά στο σχο­λεί­ο και κα­τό­πιν στη λέ­σχη. Τα παι­διά, ευ­πρε­πώς εν­δε­δυ­μέ­να για την πε­ρί­στα­ση, του πρό­σφεραν αν­θο­δέ­σμες και τον συ­νε­χά­ρησαν, πα­ρου­σί­α υ­ψη­λά ι­στάμε­νων προ­σώ­πων. Ως άν­θρω­πος γε­νικά συ­νε­σταλ­μέ­νος, ο Σα­χιάν πα­ρέ­μει­νε σιω­πηλός στη διάρ­κεια της τε­λε­τής. Με­τά τον ε­ορ­τα­σμό, κα­θώς στε­κό­ταν σε έ­ναν φι­λι­κό κύκλο - των πιο α­ξιό­λο­γων ποι­η­τών και συγ­γρα­φέ­ων της χώ­ρας - μια χω­ρι­κή, ο­νό­μα­τι Χρι­ψι­μέ, κα­θώς περ­νού­σε α­πό ε­κεί, με τους κου­βά­δες της να κου­δου­νί­ζουν, εί­πε αρ­κε­τά δυ­να­τά, σκόπι­μα, ώ­στε να την α­κού­σουν ό­λοι, μα­ζί και το τι­μώ­με­νο πρό­σω­πο:

«Τι υ­πέ­ρο­χη συ­νά­ντηση κι αυ­τή. Κρί­μα που δεν έ­φε­ρα μο­λύ­βι να κρα­τή­σω ση­μειώ­σεις. Ο Χα­μό εί­πε τό­σα πολ­λά, που δύ­σκο­λα μπο­ρώ να τα θυ­μη­θώ ό­λα».

Ο Χα­μό Σα­χιάν χα­μή­λω­σε το βλέμμα και χά­ρι­σε το γο­η­τευ­τι­κότε­ρό του χα­μό­γε­λο. Η κού­ρα­ση των πε­ρα­σμέ­νων σα­ρά­ντα ε­τών ε­ξα­φα­νί­στη­κε α­πό τα μά­τια του. Θυ­μά­μαι ό­τι ύ­στε­ρα α­πό με­ρι­κές η­μέ­ρες, η Χρι­ψι­μέ λο­γο­φέ­ρο­ντας με έ­ναν ε­πι­σκέ­πτη α­πό το γει­το­νι­κό χω­ριό Λερ­να­σέν, εί­πε:

- «Ο Χα­μό Σα­χιάν γεν­νή­θη­κε στο χω­ριό μας και κοί­τα τι ε­ξαι­ρε­τικός άν­θρω­πος έ­γι­νε».

- «Σι­γά το πράγ­μα! Στην Αρ­με­νί­α έ­νας στους δύ­ο εί­ναι ι­διο­φυ­ΐ­α».

- «Ι­διο­φυ­ΐ­α ίσως, αλ­λά ό­χι σαν κι αυ­τόν. Και το δι­κό σου χω­ριό δεν έ­βγα­λε ού­τε έ­ναν αυ­τού του ε­πι­πέ­δου».

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η ί­δια η Χρι­ψι­μέ εί­χε γεν­νη­θεί και με­γα­λώ­σει στο Λερ­να­σέν και εί­χε πα­ντρευ­τεί στο Λορ.

Κα­θώς κα­τη­φο­ρί­ζω το δρό­μο, μί­α α­ρά­δα α­πό έ­να ποί­η­μα του Σα­χιάν είναι στο μυα­λό μου - «Πε­ρι­δια­βαίνο­ντας το Λορ…». Για­τί δεν ε­πέ­στρε­ψε αλ­λά προ­τί­μη­σε να το ο­νει­ρεύ­ε­ται σε ό­λη του τη ζω­ή; Το σπί­τι του στο χω­ριό υ­πάρ­χει α­κό­μα και έ­χει με­τα­τρα­πεί σε μου­σεί­ο.

Στην πλα­τεί­α του χω­ριού, α­πέ­να­ντι α­πό την εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Κεβόρ­κ, μας χαι­ρέ­τι­σε ο Γκά­ρο, έ­νας συγ­γε­νής, στον ο­ποί­ο χρω­στά­ω αιώ­νια ευγνω­μο­σύ­νη, διό­τι τον πα­λιό και­ρό μας ε­πι­σκε­πτό­ταν συ­χνά για να μας δι­ηγηθεί τα νέ­α του χω­ριού. Θυ­μά­μαι, με­ρι­κές η­μέ­ρες με­τά το πρώ­το ρά­λι, που πραγ­μα­το­ποι­ή­θηκε στο Ε­ρε­βάν, με σκο­πό τη συγκέ­ντρω­ση χρη­μά­των για την ε­νί­σχυ­ση της Δη­μο­κρα­τί­ας του Ο­ρεινού Κα­ραμπάχ, ό­ταν μας εί­πε ό­τι η νε­ο­λαί­α του χω­ριού δεν ή­θε­λε να χά­σει έ­να τέ­τοιο συ­ναρ­πα­στι­κό θέ­α­μα. Μα­ζεύ­τη­καν, λοι­πόν, στην πλα­τεί­α, δί­πλα στην εκ­κλησί­α του Α­γί­ου Κε­βόρ­κ, με­λέτη­σαν ό­λες τις ε­φη­με­ρί­δες και άρ­χι­σαν να κα­λούν γνω­στούς στο Ε­ρε­βάν.

- «Και τι λέ­νε οι με­γα­λύ­τε­ροι;» τον ρώ­τη­σα τό­τε ε­γώ.

- «Τι κα­τα­λα­βαί­νουν αυ­τοί; Έ­βγα­λαν τα του­φέ­κια τους από τα κε­λά­ρια και τις α­πο­θή­κες - με­ρι­κά α­πό αυ­τά α­πό τον και­ρό του Πρώ­του Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου - και άρ­χι­σαν να τα κα­θα­ρί­ζουν. Έ­λε­γαν ό­τι ο ε­χθρός κα­ρα­δο­κεί πί­σω α­πό τα βου­νά και ό­τι πρέ­πει να εί­μα­στε έ­τοι­μοι για κά­θε εν­δε­χό­με­νο».

Εκεί­νη την ε­πο­χή, στα μου­δια­σμέ­να α­πό τη σο­βιε­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα μυα­λά μας, οι πό­λε­μοι εί­χαν υ­πό­στα­ση μό­νο στα βι­βλί­α και τις ται­νί­ες. Αυ­τοί οι άν­θρω­ποι του πα­λιού και­ρού έ­μοια­ζαν τόσο γρα­φι­κοί με την α­πελ­πι­στι­κά πα­ρω­χη­μέ­νη νο­ο­τρο­πί­α τους… ή­ταν η χρο­νιά που ξε­κί­νη­σε ο α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός πό­λε­μος του Κα­ραμ­πάχ.

Η εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Κε­βόρ­κ που είχε με­τα­τρα­πεί σε α­πο­θή­κη, στέ­κει τώ­ρα άδεια. Εί­ναι ένα πε­λώ­ριο κτί­ριο που μοιά­ζει ό­τι θα πε­τά­ξει α­πό στιγ­μή σε στιγ­μή με τις α­ψι­δωτές του πτέ­ρυ­γες για φτε­ρά. Δε φαί­νε­ται τό­σο με­γα­λειώ­δης ε­ξω­τε­ρι­κά, ε­κτός από την α­ψί­δα με τον πλού­σιο διά­κο­σμο, δί­πλα στην πόρτα. Ο Γκά­ρο δεί­χνει έ­να μι­κρό κοί­λο ση­μεί­ο στον τοί­χο, πί­σω α­πό την Α­γί­α Τρά­πε­ζα:

- «Υ­πάρ­χει έ­να πέ­ρα­σμα ε­δώ. Περ­νά­ει μέ­σα α­πό τον τοί­χο και φτά­νει στις α­ψί­δες».

- «Πρέ­πει να μπού­με. Στον πό­λε­μο, τα χει­ρό­γρα­φα ή­ταν κρυμ­μέ­να σε τέ­τοιες μυ­στι­κές κρυ­ψώ­νες. Ί­σως κά­ποιο να εί­ναι α­κό­μη ε­κεί», α­πο­κρί­νο­μαι α­φε­λώς.

- «Ί­σως. Ό­μως θα εί­ναι σα­ρά­ντα ε­τών το πο­λύ», χα­μο­γε­λά ο Γκά­ρο. «Ξέ­ρεις πό­σο συ­χνά σερ­νό­μα­σταν ε­κεί μέ­σα ό­ταν ή­μα­σταν παι­διά; Εί­ναι ά­δειο αλ­λά υ­πέ­ρο­χο μέ­ρος για να κρυ­φτείς. Κα­νείς δε θα σκε­φτόταν να σε ψά­ξει στον τοί­χο. Η εκ­κλη­σί­α χτί­στη­κε το 1666. Εί­ναι γραμ­μέ­νο ε­δώ, κοί­τα. Ό­μως, οι γη­ραιό­τε­ροι υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι αυ­τή εί­ναι η η­με­ρο­μη­νί­α α­να­στή­λωσής της. Άλ­λω­στε, πο­λύ πα­λαιό­τε­ρα χα­τσκάρ εί­ναι ε­ντοι­χι­σμέ­να σε αυ­τήν. Έ­χουν κι αυ­τά η­με­ρο­μη­νί­ες επά­νω τους. Ποιος ξέ­ρει πια…».

Η πόρ­τα της εκ­κλη­σί­ας τρί­ζει βαριά. Εί­ναι ο Τα­βίτ, έ­νας συγ­γε­νής μου και ο γη­ραιό­τε­ρος του χω­ριού. Α­γκα­λια­ζό­μα­στε και φι­λιό­μαστε. Δεί­χνει ο­λό­γυ­ρα και λέ­ει σα να πρό­κει­ται για το δι­κό του σπί­τι:

- «Ο χώ­ρος χρειά­ζε­ται κα­θά­ρι­σμα. Αύ­ριο θα στεί­λου­με αν­θρώ­πους να κα­θα­ρί­σουν».

 

Μέ­σα κι Έ­ξω

Δεν ξέ­ρω πως εί­ναι σή­με­ρα η κα­τά­στα­ση, τό­τε ό­μως τα ό­ρια με­τα­ξύ του ε­σω­τε­ρι­κού και του ε­ξω­τε­ρι­κού των σπι­τιών ή­ταν α­σα­φή. Θυ­μά­μαι τη στιγμή που το συ­νειδη­το­ποί­η­σα:

- «Θεί­α Έλ­λη, έ­χεις καρ­φώ­σει το μά­ντα­λο στη λά­θος με­ριά της πόρ­τας».

- «Τι εν­νο­είς;» α­να­ρω­τή­θη­κε η θεί­α.

- «Εί­ναι α­πό την έ­ξω μεριά. Μπο­ρεί να μπει ο­ποιοσ­δή­πο­τε».

- «Σα­φώς. Τι θα γίνει αν δεν εί­μαι σπί­τι και κά­ποιος χρεια­στεί κά­τι, ό­πως έ­να φτυά­ρι ή μια τσου­γκρά­να; Πώς αλ­λιώς θα μπο­ρέ­σει να μπει;»

- «Τό­τε για­τί έ­βα­λες μά­ντα­λο;»

- «Κοί­τα. Δου­λεύ­ω στο μα­γα­ζί. Αν κά­ποιος έρ­θει στο μα­γα­ζί και δεν εί­μαι ε­κεί, θα πρέ­πει να α­νη­φο­ρί­σει ό­λο το λό­φο μέ­χρι το σπί­τι μου, χω­ρίς καν να ξέ­ρει αν θα με βρει. Ε­νώ έ­τσι, θα κοι­τά­ξει και αν η πόρ­τα εί­ναι μα­ντα­λω­μέ­νη, δε θα χρεια­στεί να α­νέ­βει χω­ρίς λό­γο».

Πα­ρα­τη­ρώ ό­τι η κρή­νη μπρο­στά στην εκ­κλη­σί­α εί­ναι ό­μορ­φα δια­κο­σμη­μέ­νη.

- «Ο Α­λε­ξάν φι­λο­τέ­χνη­σε τη δια­κό­σμηση», λέ­ει ο Γκά­ρο. «Σή­με­ρα ζει στο Ε­ρε­βάν και εί­ναι έ­νας γλύ­πτης με με­γά­λη ζή­τη­ση. Φι­λοτε­χνεί α­γάλ­μα­τα για τα πλου­σιό­τε­ρα σπί­τια και ε­πι­σκευά­ζει εκ­κλη­σί­ες. Όταν έρ­χε­ται στο Λορ, δεν κά­θε­ται ά­πραγος. Ο­μορ­φαί­νει το χω­ριό μας!».

- «Εί­ναι τό­σο κα­λο­δου­λε­μέ­νο. Και το νε­ρό τόσο ε­ξαί­σιο! Αλ­λά ποιος χρη­σιμο­ποιεί την πη­γή σή­με­ρα; Έ­μα­θα ό­τι το χω­ριό έ­χει σύ­στη­μα ύ­δρευ­σης».

- «Ε­δώ και πο­λύν και­ρό. Υ­πήρ­ξαν αρ­κε­τές α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις σχε­τι­κά με το νε­ρό. Μί­α γερ­μα­νι­κή ε­ται­ρί­α ε­γκα­τέ­στη­σε τις σω­λη­νώ­σεις, με την προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι θα αρ­χί­ζα­με να τους α­πο­πλη­ρώ­νου­με ύ­στε­ρα από τέσ­σερα χρό­νια. Ο­λό­κλη­ρο το χω­ριό υ­μνού­σε τους Γερ­μα­νούς αλ­λά ό­ταν ήρ­θε ο και­ρός να αρ­χί­σουν οι πλη­ρω­μές, οι χω­ρι­κοί συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν ό­τι δεν εί­χαν δια­βά­σει τα ψι­λά γράμ­μα­τα του συμ­βο­λαίου. Και πολύ λο­γι­κά, προ­έ­κυ­ψαν οι ε­ρω­τή­σεις του τύ­που: -Τι α­κρι­βώς πλη­ρώ­νου­με; Το δι­κό μας νε­ρό;! Και ποιος κέρ­δι­σε τον πό­λε­μο του 1945;»

Ύ­στε­ρα, εμ­φα­νί­στη­κε ένας αρ­κε­τά α­συ­νή­θι­στος τύ­πος: ένας ξαν­θός Α­με­ρι­κα­νός, που κρα­τού­σε έ­ναν κου­βά.

- «Ποιος εί­ναι;» ρω­τά­ω.

- «Ω, κοί­τα ποιος έρ­χε­ται» χα­μο­γε­λά­ει ο Γκά­ρο. «Έ­λα να σε συ­στήσω. Αυ­τός εί­ναι ο κα­τά­σκο­πός μας, ο Τζον. Ήρ­θε α­πό τις Η.Π.Α. Δί­δα­σκε στα παι­διά Αγ­γλι­κά στο σχο­λεί­ο για δύ­ο χρο­νιές».

Ο «κα­τά­σκο­πος» και ε­γώ δί­νου­με τα χέ­ρια και συ­στη­νό­μα­στε. Μι­λά ά­πται­στα Αρ­με­νι­κά. Για την α­κρί­βεια μι­λά την κα­θα­ρό­τε­ρη το­πι­κή διά­λε­κτο. Ο Γκά­ρο μου γνέ­φει πο­νηρά και συ­νε­χί­ζει:

- «Ο Τζον εί­ναι ά­ξιος και ι­κανός ά­ντρας. Έ­μα­θε τη γλώσ­σα σε έ­να μό­λις μή­να. Το πι­στεύ­εις; Τώ­ρα πίνει βότ­κα α­πό μού­ρα και α­παγ­γέ­λει Σα­χιάν απ’ έ­ξω. Ε­ντυ­πω­σια­κό!»

Ο Τζον εί­ναι προ­φα­νώς συνη­θι­σμέ­νος στα α­στεί­α του Γκά­ρο και α­πλά χα­μογε­λά. Στο κά­τω-κά­τω, δεν παύ­ει να είναι έ­νας Α­με­ρι­κα­νός.

- «Ήρ­θα ε­δώ μέ­σω ε­νός ει­δι­κού διε­τούς προ­γράμ­μα­τος», α­πο­κρί­νε­ται. «Σύ­ντο­μα θα φύ­γω. Αλ­λά εί­ναι πο­λύ ό­μορ­φα ε­δώ».

- «Τό­τε για­τί δε μέ­νεις;» του προ­τεί­νω.

- «Εί­ναι δύ­σκο­λο, αλ­λά σί­γου­ρα θα ε­πισκε­φθώ ξα­νά το μέ­ρος».

Γε­μί­ζει τον κου­βά του με πα­γω­μέ­νο νε­ρό και παίρ­νει νω­χε­λι­κά τον δρό­μο της ε­πι­στρο­φής. Ό­σο για μέ­να, συ­νεχί­ζω το δρό­μο μου.

 

Μια ι­στο­ρί­α με ά­λο­γα

Και­ρό πριν, στην πη­γή μπρο­στά α­πό την εκ­κλη­σί­α, ό­που οι άνδρες συ­νή­θι­ζαν να κά­θο­νται το σού­ρου­πο πά­νω στις τα­φό­πλα­κες και να σχολιά­ζουν ρά­θυ­μα τα γε­γο­νό­τα της η­μέ­ρας, συ­νέ­βη κά­τι που με ά­φη­σε ά­ναυ­δο. Εμείς, τα παι­διά της πό­λης, που οι ντό­πιοι α­πο­κα­λού­σαν του­ρί­στες, μα­θαί­να­με να ιπ­πεύ­ου­με με το πιο ή­ρε­μο και υ­πά­κουο ά­λο­γο του χω­ριού, αυ­τό του έ­φιπ­που α­στυ­φύ­λα­κα Γκο­λίκ. Μια μέ­ρα ό­μως που ο Γκο­λίκ ο­δη­γού­σε το ά­λο­γο του στην πη­γή, κρα­τώ­ντας το α­πό τα χα­λι­νά­ρια, το κου­ρα­σμέ­νο και δι­ψα­σμέ­νο ζώ­ο χλι­μί­ντρι­σε δυ­να­τά, ση­κώ­θη­κε στα πί­σω του πό­δια, γύ­ρι­σε και κάλ­πα­σε σα σφαίρα με κα­τεύ­θυν­ση το σπί­τι, α­πο­φεύ­γο­ντας α­πό κα­θα­ρή τύ­χη έ­να αγό­ρι που στε­κό­ταν στο δρό­μο του. Ό­λοι πε­τά­χτη­καν όρ­θιοι, χω­ρίς ό­μως να μπο­ρούν να κά­νουν κά­τι. Ό­λα συ­νέ­βη­σαν πο­λύ γρή­γο­ρα. Το παι­δί έ­μει­νε ε­κεί για μια στιγ­μή και με­τά άρ­χισε να κλαί­ει σπα­ρα­κτι­κά, με τα σκου­ξί­μα­τα της για­γιάς του να συ­νο­δεύ­ουν το κλά­μα του. Ο Γκο­λίκ, κα­τά­πλη­κτος, πα­ρατη­ρού­σε το άλο­γο. Έ­πει­τα, το πλη­σί­ασε σιω­πη­λά, το έ­φε­ρε πί­σω, το κοί­τα­ξε στα μά­τια και του εί­πε, σχε­δόν χωρίς να α­κού­γε­ται: «Δεν ντρέ­πε­σαι;» Το ά­λο­γο χα­μήλω­σε το κε­φάλι του στο έ­δα­φος. Έ­μει­νε έ­τσι για λί­γο και ύ­στε­ρα σέρ­νο­ντας τα πό­δια του, περ­πά­τη­σε αρ­γά μέ­χρι το στά­βλο.

Σή­με­ρα οι η­λι­κιω­μέ­νοι κάθο­νται α­κό­μα στις τα­φό­πε­τρες μπρο­στά α­πό την εκ­κλη­σί­α. Ο θεί­ος Α­ρα­μα­ΐς, ο θεί­ος Λο­ρίκ… Ό­λοι με α­να­γνωρί­ζουν, μου σφίγ­γουν το χέ­ρι και ό­πως πα­λιότε­ρα, με χτυ­πάνε ε­λα­φρά στο κε­φά­λι σα να εί­μαι α­κό­μα παι­δί. Έ­να λε­πτό αργό­τε­ρα, πνί­γο­μαι στην α­γκα­λιά των γυ­ναι­κών. Η αί­σθη­ση εί­ναι πραγ­ματι­κά ω­ραί­α.

- «Σκέ­φτη­κε κα­νείς να ψή­σει λα­βάς2;»

- «Στις μέ­ρες μας σπά­νια το ψή­νει κα­νείς στο σπί­τι…»

- «Πώς εί­ναι δυ­να­τόν; Για­τί;»

- «Πολ­λή φα­σα­ρί­α. Το α­γο­ρά­ζου­με έ­τοι­μο».

Αυ­τή εί­ναι η πρώ­τη α­νε­πα­νόρ­θω­τη α­πώ­λεια. Το Λορ δεν έ­χει πλέ­ον το ά­ρω­μα, που κά­πο­τε α­να­δι­δό­ταν α­πό το καυ­τό το­νίρ3 και α­πλω­νό­ταν σαν λε­πτή αχλή πά­νω α­πό τη χα­ρά­δρα. Ήταν υ­πέ­ρο­χο να πα­ρα­κο­λου­θείς το α­λεύ­ρι να φου­σκώνει και να γί­νε­ται ζυ­μά­ρι. Η ζύ­μη εί­χε τη μυ­ρω­διά υ­γρού χώ­ματος και των χεριών της για­γιάς μου, στα ο­ποί­α μπο­ρού­σα να κουρ­νιά­σω και να πά­ρω έ­ναν υ­πνά­κο, με το ξέγνοια­στο σούσου­ρο των γυ­ναι­κών στα αυ­τιά μου. Το πρω­ί, το ζυ­μά­ρι γι­νό­ταν ε­κα­το­ντά­δες με­γά­λες λευ­κές μπά­λες. Έ­πειτα, α­νοι­γόταν ε­πι­δέ­ξια σε φύλ­λα λα­βάς, που πά­νω τους η φω­τιά του το­νίρ δη­μιουρ­γού­σε μο­να­δι­κά σχέ­δια.

- «Αν έρ­θω ε­δώ για πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό, μί­α ε­βδο­μά­δα ας πού­με, θα μου ψή­σε­τε λα­βάς;»

Με κοι­τά­ζουν κα­λο­προ­αί­ρε­τα, έ­τοι­μοι να εν­δώ­σουν, σα να πρό­κει­ται για το κα­πρί­τσιο ε­νός μι­κρού παι­διού.

- «Α­σφα­λώς!»

Συ­νε­χί­ζω τον δρό­μο μου προς τη μι­κρό­τε­ρη εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Χο­βαν­νές (του 1686), που οι ντό­πιοι α­πο­κα­λούν Τζα­ρί, δη­λα­δή Εκ­κλη­σί­α του Δέ­ντρου. Η πα­ρά­ξε­νη αυ­τή ο­νο­μα­σί­α προ­έρ­χε­ται α­πό τους πα­γα­νι­στι­κούς και­ρούς, ό­ταν σε αυ­τό το μέ­ρος λά­τρευαν το ξύ­λο και το νε­ρό. Ως μια ε­πι­πλέ­ον α­πό­δει­ξη, στον πε­ρί­γυ­ρό της με­γα­λώ­νουν ιτιές και λί­γο πα­ρα­πέ­ρα μί­α κρή­νη α­να­βλύ­ζει με­ταλ­λι­κό νε­ρό. Κά­πο­τε ερ­χό­ταν ε­δώ με­γά­λο πλήθος προ­σκυ­νη­τών α­πό ο­λό­κλη­ρη την πε­ριο­χή.

Το τα­ξί­δι του γυ­ρι­σμού, μας έ­φε­ρε στα ε­ρεί­πια του παλαιού κι­νη­ματο­γρά­φου.

 

Το δι­κό μας σι­νε­μά

Η αί­θου­σα κι­νη­μα­το­γρά­φου του Λορ έ­χει με­γά­λη ι­στο­ρί­α. Τό­σο το πα­λαιό κτί­ριο ό­σο και η λέσχη, στην ο­ποί­α ο κι­νη­μα­το­γρά­φος μετα­φέρ­θη­κε αρ­γό­τε­ρα. Μί­α α­φί­σα με την ένδει­ξη της έ­ναρ­ξης της ται­νί­ας - 7 μμ - κρε­μό­ταν κα­θη­με­ρι­νά στον τοί­χο της εκ­κλη­σί­ας. Μα η ται­νί­α δεν άρχι­σε ού­τε μί­α φο­ρά στην ώ­ρα της. Οι προ­βο­λές ξε­κι­νού­σαν α­φού οι ά­ντρες εί­χαν ε­πιστρέ­ψει α­πό τη δου­λειά, εί­χαν δει­πνί­σει και αλ­λά­ξει ρού­χα. Ο κα­θέ­νας εί­χε τη δι­κή του κα­το­χυ­ρω­μέ­νη θέ­ση. Με­ρι­κές φο­ρές υπήρ­χαν πολ­λές ε­λεύ­θε­ρες θέ­σεις, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση του γέ­ρο Α­ρα­κέλ, που εί­χε πά­ντα ά­δεια κα­θί­σμα­τα γύ­ρω του. Λί­γο πριν την έ­ναρ­ξη της προ­βο­λής ό­μως, ο Α­ρα­κέλ «άρ­πα­ζε» με το μπα­στού­νι του κά­ποιο ά­τυ­χο πα­λι­κά­ρι, το α­νά­γκα­ζε να κα­θί­σει δίπλα του και ε­πει­δή ή­ταν βα­ρή­κο­ος, σε ό­λη τη διάρ­κεια της ται­νί­ας το ρω­τού­σε διαρ­κώς: «Ποιος εί­ναι αυ­τός; Πού πά­ει; Για­τί;»

Ό­ταν ό­λοι εί­χαν τα­κτο­ποιηθεί, κάποιος α­πό το κοι­νό φώ­ναζε: «Ό­λα ε­ντά­ξει Αρκαΐν, πά­με!». Ο Αρ­κα­ΐν ή­ταν ή­ρε­μος α­πό τη φύ­ση του. Οι υ­πο­χρε­ώσεις του δεν πε­ριο­ρί­ζο­νταν μόνο στην προ­βο­λή ται­νιών. Αν, για πα­ρά­δειγ­μα, η ται­νί­α πε­ριλάμβα­νε πολ­λούς δια­λό­γους, ει­δι­κά στα Ρωσι­κά, έ­πρε­πε με­τά το τέ­λος της προ­βο­λής, να κα­τέ­βει στην πλα­τεί­α και να ξυ­πνή­σει τους θε­α­τές που ρο­χά­λι­ζαν, σε ό­λες τις νό­τες της μου­σι­κής κλί­μα­κας. Στις ται­νί­ες δρά­σης, το κοι­νό ζη­τω­κραύ­γα­ζε δυ­να­τά για τους «κόκ­κι­νους» και ο­ποιον­δή­πο­τε άλ­λον θε­ω­ρούσε ό­τι ανή­κε στους κα­λούς και ζητού­σε α­πό τον υ­πο­μο­νε­τι­κό Αρ­καΐν, να παί­ξει ξα­νά και ξα­νά τις α­γα­πη­μέ­νες σκη­νές. Ό­λο και κά­ποιος εν­θου­σια­σμέ­νος θε­ατής θα σφύ­ρι­ζε και θα φώ­να­ζε: «Αρ­κα­ΐν, ξα­νά!»

Ο Τα­βίτ βο­η­θά να α­ναρ­ρι­χη­θού­με στην κο­ρυ­φή του βου­νού, για να δού­με το χω­ριό α­πό ψη­λά.

Δια­σχί­ζου­με το πο­τά­μι Λο­ρα­κέ­ντ, που τώ­ρα πια δεν εί­ναι πα­ρά έ­να μι­κρό ρυά­κι και α­νη­φο­ρί­ζου­με το λό­φο, περ­νώ­ντας α­πό το ερ­γο­τά­ξιο του υ­δρο­η­λε­κτρικού σταθ­μού πα­ρα­γω­γής ε­νέρ­γειας.

Να ‘μαι, ε­πι­τέ­λους, στην κο­ρυ­φή, συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας ό­τι ό­σο ψη­λά και να φτά­σω, δεν μπορώ να δω το Λορ «αφ’ υ­ψη­λού». Α­κό­μα και αν δεν ξα­νάρθω πο­τέ, θα ο­νει­ρεύ­ο­μαι αυ­τόν τον τό­πο για όλη μου τη ζω­ή, ε­πει­δή τε­λι­κά, εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό να έ­χεις έ­να μέ­ρος ό­που μπο­ρείς να ε­πι­στρέ­ψεις.

 

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"

Kantsaran Banner

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

typografia


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 27 επισκέπτες συνδεδεμένους