Ερεβάν: Το μουσείο των Αρμενίων |
Σαρκίς Αγαμπατιάν Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012 τεύχος 74
Μικρή μα αγέρωχη απλώνεται η Αρμενία στην πεδιάδα του Αραράτ. Λένε ότι η χώρα αυτή δε μοιάζει με καμιά. Κι ότι, παρά τα σύνορά της με χώρες τόσο διαφορετικές, οι κάτοικοί της πάντα διατηρούσαν έναν ξεχωριστό πολιτισμό, μια παράδοση με χαρακτήρα υψηλό… όσο το ίδιο το υψόμετρο της χώρας. Αυτή την άφθαρτη, μοναδική Αρμενία αποκαλύπτει η πρωτεύουσα Ερεβάν.*
Έπειτα από μια τρίωρη πτήση προς το νότιο Καύκασο, το ερμπάς των αρμενικών αερογραμμών προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ερεβάν. Στη σύγχρονη γεωπολιτική ιστορία, το Ερεβάν είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Αρμενίας, μιας νεοσύστατης χώρας που απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1991, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως, είναι ταυτόχρονα και μία από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου, όπως μας λένε τα εργαλεία της Παλαιολιθικής εποχής που ανακαλύφθηκαν με τις ανασκαφές και μαρτυρούν ότι η σημερινή έκταση ης πόλης και οι γύρω χώροι κατοικήθηκαν πριν από χιλιετίες. Δύο ιερογλυφικές επιγραφές του βασιλιά των Ουραρτού, Αργκίστι Α΄ που ανάγονται στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ., μνημονεύουν την ύπαρξη του Ερεβάν με το αρχαίο όνομά του, Ερεπουνί. Μικρή κωμόπολη της περσικής και κατόπιν της τσαρικής αυτοκρατορίας, το Ερεβάν παρουσίαζε την όψη «μίζερης» Ανατολής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ο πληθυσμός του μέσα σε ογδόντα χρόνια αυξήθηκε από 30.000 σε 1.200.000 κατοίκους. Οι αριθμοί μαρτυρούν τη θεαματική εξέλιξη που γνώρισε η πόλη μέσα σε μερικές δεκαετίες και μπορούν να δώσουν μια ιδέα για την αρχιτεκτονική της και τον πολεοδομικό της σχεδιασμό, σημάδια ορατά άλλωστε της σοβιετικής εποχής και μιας διαφορετικής αισθητικής. Κτισμένο στο βορειοανατολικό τμήμα της πεδιάδας του Αραράτ και σε υψόμετρο 865-1.380 από τη επιφάνεια της θάλασσας, το σημερινό Ερεβάν είναι μια πανέμορφη πόλη, απλωμένη στις όχθες του ποταμού Χραζντάν, με φαρδιές λεωφόρους, μνημειώδεις πλατείες, επιβλητικά κτίρια, ανδριάντες που θυμίζουν στιγμές δόξας και εθνικού μεγαλείου, αλλά και καταπράσινους κήπους, όμορφα εστιατόρια, υπαίθρια μπαρ, πολυάριθμα χρωματιστά σιντριβάνια και μια ζωηρή κυκλοφορία που το κάνουν να μοιάζει με μεσογειακή μεγαλούπολη. Οι Αρμένιοι αρχιτέκτονες δανείστηκαν για τα έργα τους το υλικό της χώρας, τον τόφο, ένα πορώδες ηφαιστειογενές ροζ πέτρωμα που, σε συνδυασμό με το γυαλί και το μπετόν, χρησιμοποιείται για το χτίσιμο των σύγχρονων κτιρίων, ξενοδοχείων και εκκλησιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εντυπωσιακό κτίσμα του καθεδρικού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή - ιδρυτή της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας - που οικοδομήθηκε με χρήματα των Αρμενίων της διασποράς και εγκαινιάστηκε το 2001 με αφορμή τα 1.700 χρόνια του χριστιανισμού στη χώρα. Στην κεντρική πλατεία της πόλης, την Πλατεία Δημοκρατίας, ορθώνονται τα περισσότερα επιβλητικά κτίρια: το Ιστορικό Μουσείο, η Εθνική Πινακοθήκη, οι πρεσβείες, τα κυβερνητικά κτίρια και το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο «Αρμενία». Όμως ολόκληρο το Ερεβάν δίνει την αίσθηση ενός ανοιχτού μουσείου. Περπατώντας στους δρόμους του, θα συναντήσει κανείς τα αγάλματα του αρχιτέκτονα και οραματιστή της σύγχρονης πόλης Ταμανιάν, του μεγάλου συνθέτη Σπεντιαριάν (το κτίριο της όπερας φέρει το όνομά του), του μύστη της θρησκευτικής μουσικής παράδοσης Κομιτάς και ακόμη πολλών προσωπικοτήτων που διατηρούν ζωντανή τη μνήμη της ιστορικής, καλλιτεχνικής και πνευματικής παράδοσης. Το Μουσείο της Αρμενικής Γενοκτονίας και το σεμνό μνημείο της 24ης Απριλίου 1915 στο λόφο του Τζιτζερναγκαπέρτ δεν αφήνουν κανένα ξένο επισκέπτη ασυγκίνητο. Ωστόσο, κάθε επίσημη ή ιδιωτική επίσκεψη αρχίζει από ένα μνημείο που πιστοποιεί την αγάπη του Αρμένιου για τα γράμματα και τις τέχνες. Πρόκειται για το Μαντεναταράν, ένα μοναδικό μουσείο χειρογράφων. Εδώ φυλάσσονται πάνω από 20.000 χειρόγραφα ανεκτίμητης ιστορικής και πνευματικής αξίας, που χρονολογούνται από τον 5ο ως το 18ο αιώνα. Τα παλαιότερα είναι γραμμένα σε πέτρα, ξύλο και δέρμα ζώων, τα νεότερα είναι στολισμένα περίτεχνα, δεμένα με πολύτιμα μέταλλα και λίθους. Τα χειρόγραφα αυτά είναι ξεχωριστά για τους Αρμενίους, όχι μόνο γιατί εξιστορούν την παγκόσμια εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά και γιατί αντιπροσωπεύουν τα συγκεκριμένα σύμβολα της γένεσής τους. Τα περισσότερα είναι γραμμένα στο εθνικό αλφάβητο, το οποίο επινόησε τον 5ο αιώνα ο μοναχός Μεσρόπ Μαστότς. Η πόλη διατηρεί τη γοητεία της απλής, ανεπιτήδευτης ζωής που αποτελεί πια τρυφερή ανάμνηση περασμένων δεκαετιών για την Ελλάδα. Οι Αρμένιοι είναι γενικά παροιμιώδεις στη φιλοξενία τους, ακούραστοι στις προπόσεις, πάντα αγέρωχοι και περήφανοι, ανεξάρτητα από τις στερήσεις και την οικονομική λιτότητα που είναι ακόμη ορατή στην πόλη. Πέρα από τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, στα οποία συγκαταλέγονται παμπάλαια λεωφορεία και ένα μετρό ηλικίας είκοσι ετών με λιγοστούς σταθμούς, στο Ερεβάν υπάρχουν ακόμη σχετικά λίγα αυτοκίνητα. Τραβούν την προσοχή, όχι μόνο γιατί συχνά περνούν … με κόκκινο, αλλά και γιατί όταν είναι σταθμευμένα, τα καπό τους συχνά χρησιμοποιούνται σαν τραπεζάκια γύρω από τα οποία παρέες Αρμενίων μαζεύονται για να παίξουν σκάκι! Η πολύβουη σκεπαστή αγορά με τις ξεχωριστές γεύσεις και μυρωδιές, τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά της, τα παστά χοιρινά, τα τυριά - όλα τακτοποιημένα με επιμέλεια στους μεγάλους ξύλινους πάγκους, όπως και το ατελείωτο υπαίθριο πανηγύρι στο πάρκο του Βερνισάζ, δίπλα στην Πλατεία Δημοκρατίας, όπου μπορεί να βρει κάποιος από εργαλεία χειρός, ανταλλακτικά αυτοκινήτων, είδη οικιακής χρήσης μέχρι χειροποίητα χαλιά, ξυλόγλυπτα αντικείμενα, παλιά βιβλία και πίνακες ζωγραφικής σύγχρονων Αρμενίων καλλιτεχνών, αποτελούν μοναδικά αξιοθέατα. Στα γραφικά αρμενικά εστιατόρια με την παραδοσιακή κουζίνα και μουσική μην αφήσετε να σας ξεφύγει το χοροβάτς (νοστιμότατο κρέας ψημένο στα κάρβουνα) και το γευστικότατο ψάρι ισχάν της λίμνης Σεβάν. Στο Ερεβάν σιντριβάνια στολίζουν μεγαλόπρεπα κάθε πλατεία και τετράγωνο. Στο κέντρο της πόλης η λεγόμενη Λίμνη των Κύκνων, μικρογραφία της μοναδικής λίμνης της Αρμενίας, της λίμνης Σεβάν, συγκεντρώνει καθημερινά κυρίως τους μικρούς Αρμένιους που αναζητούν στις όχθες της αλλά και μέσα στα νερά της την ξενοιασιά και το παιχνίδι. Πόλη της επιστήμης και της τέχνης, το Ερεβάν προσφέρει απλόχερα στους επισκέπτες του την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς θησαυρούς του. Η Εθνική Πινακοθήκη είναι ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά θησαυροφυλάκια του κόσμου, όπου εκτίθενται δημιουργίες σπουδαίων ζωγράφων απ’ όλο τον κόσμο, καθώς και αριστουργήματα των Αρμενίων ζωγράφων Αϊβαζόφσκι, Αταμιάν, Ζαρταριάν, Αβεντισιάν, Τατεοσιάν. Δύο επίσης διάσημα μουσεία είναι αυτά του Μαρτιρός Σαριάν, πατριάρχη της αρμενικής ζωγραφικής, και του ιδιοφυούς σκηνοθέτη Σεργκέι Παρατζάνοφ. Το μεγαλόπρεπο Αραράτ, ύψους 5.165 μέτρων, με τους αιώνιους παγετώνες στην κορυφή, βρίσκεται 50 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ερεβάν και η θέα του είναι επιβλητική από όλα τα ση-μεία της πόλης. Οι Αρμένιοι διηγούνται την παρακάτω ιστορία: μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1876-1877, ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ περνώντας από το Ερεβάν περίμενε άδικα επί μέρες να διαλυθούν τα σύννεφα και να θαυμάσει τις κορυφές του περίφημου βουνού. Απογοητευμένος πήρε το δρόμο της επιστροφής και όταν έφθασε στη λίμνη Σεβάν, τότε μόνο αποκαλύφθηκε η θέα του Αραράτ, ο ίδιος όμως δεν έστρεψε το βλέμμα, λέγοντας: «αφού τόσες μέρες δεν με άφησες να σε δω, κι εγώ δεν θα γυρίσω να σε κοιτάξω». Το χιλιοτραγουδισμένο από ποιητές και τη λαϊκή μούσα, το φιλοτεχνημένο από ζωγράφους, το εθνικό σύμβολο της Αρμενίας, Αραράτ, προκαλεί θλίψη και συγκίνηση στους Αρμενίους, αφού σήμερα βρίσκεται κάτω από τουρκική κατοχή. Η εικόνα της πόλης μπορεί να φαίνεται ειδυλλιακή σε έναν ανυποψίαστο τουρίστα, ωστόσο τα σημάδια της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα εδώ και μια δεκαετία είναι εμφανή στις παρυφές της πόλης και στα χωριά. Η παραοικονομία και το φαινόμενο της μαφίας, χαρακτηριστικό όλων των Δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των κατοίκων. Από τότε που ξεκίνησαν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, εντάθηκαν και οι ανισότητες ανάμεσα σε ένα πλήθος «νεόπτωχων» (διανοουμένων, συνταξιούχων, ανέργων, αναπήρων, προσφύγων, σεισμοπλήκτων) που φθείρονται από την καθημερινή ζωή, και αλαζόνων και επιδεικτικών «νεόπλουτων» (μεσαζόντων, νέων εργολάβων, ανθρώπων νομενκλατούρας). Άνθρωποι που άλλοτε έχαιραν κύρους και σεβασμού όπως ερευνητές, εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί περνούν άσχημα, με ένα πενιχρό εισόδημα τριάντα δολαρίων το μήνα κι ένα αβέβαιο μέλλον. Από το 1995 και μετά, ορισμένοι παρατηρητές κάνουν λόγο για μια μικρή ανάκαμψη της οικονομίας και για επιβράδυνση του πληθωρισμού. Σημειώνουν την επιτάχυνση του ρυθμού των ιδιωτικοποιήσεων, τον πολλαπλασιασμό των συνεταιρισμών και μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, τη λειτουργία καινούργιων εργοστασίων (φαρμακευτικών προϊόντων, τεχνολογίας αιχμής κ.λ.π.). Οι κάτοικοι της χώρας, λένε, μπορεί να είναι φτωχοί - το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν μόλις φθάνει τα 700 δολάρια - αλλά είναι εξαιρετικά ειδικευμένοι. Το επίπεδο μόρφωσης στην Αρμενία είναι πολύ υψηλό και οι μισθοί πολύ χαμηλοί, ιδανικός συνδυασμός για έναν υποψήφιο επενδυτή. Το Ετσμιατζίν, που απέχει 20 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, κοντά στο αεροδρόμιο «Ζβαρτνότς», θεωρείται το κέντρο της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αγαθάγγελο, η μικρή αυτή πόλη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία όταν η Αρμενία ανακήρυξε το χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους ύστερα από ένα όραμα του Γρηγορίου του Φωτιστή, που είδε τον Ιησού Χριστό να κατεβαίνει από τον ουρανό και να δείχνει το σημείο όπου, το 301, θεμελιώθηκε η Αγία Έδρα στη θέση ακριβώς που ήταν ένας ειδωλολατρικός ναός (Ετσμιατζίν στα αρμενικά σημαίνει «κάθοδος του Μονογενούς»). Κοντά στον πρώτο ναό κτίστηκαν αργότερα ακόμα δύο εκκλησίες, ιδιαίτερης θρησκευτικής και αρχιτεκτονικής αξίας, στη μνήμη των Ρωμαίων παρθένων που μαρτύρησαν στην Αρμενία, Αγίας Χριψιμέ και Αγίας Καγιανέ. Επί πολλούς αιώνες, το Ετσμιατζίν υπήρξε το εθνικοπολιτικό κέντρο του στερημένου από την ανεξαρτησία του και διασκορπισμένου ανά τον κόσμο αρμενικού λαού. Στάθηκε ηγετική δύναμη σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του αρμενικού έθνους και οι συμφωνίες που συνήψε με ξένες κυβερνήσεις και εκκλησίες έγιναν χρυσοί κανόνες για τον αρμενικό λαό. Η χώρα είναι ονομαστή για τα κρασιά και το περίφημο κονιάκ της, που ο επισκέπτης δεν πρέπει να παραλείψει να πάρει μαζί του αποχαιρετώντας την πόλη. Από το αεροδρόμιο, θα κρατήσει ακόμα μια ανάμνηση. Είναι η ίδια εικόνα που συναντά φθάνοντας στο Ερεβάν: άνθρωποι που έχουν έρθει να προϋπαντήσουν ή να ξεπροβοδίσουν κάποιον συγγενή ή φίλο κρατούν και του προσφέρουν μπουκέτα τριαντάφυλλα…
*Αναδημοσίευση άρθρου από το εβδομαδιαίο περιοδικό Γεωτρόπιο της «Ε» (τεύχος 199/ 31.1.2004) .
|