
Ζακ Νταματιάν Ιανουάριος- Μάιος 2020, τεύχος 103
Ο χορός είναι ένα ιδιαίτερο είδος τέχνης που εκφράζει τον ψυχισμό ενός λαού. Οι Αρμένιοι, αν και ανέκαθεν δημιουργικοί και φιλότεχνοι, κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους έμαθαν να πολεμούν και να υπερασπίζονται την πίστη και τα εδάφη τους από επίδοξους κατακτητές. Η γεωγραφική θέση της ιστορικής Αρμενίας είναι τέτοια που ο λαός βρέθηκε πολλές φορές μεταξύ σφύρας και άκμονος, γαλουχώντας κατά συνέπεια έναν δυναμικό και πολυμήχανο χαρακτήρα. Ο αρμενικός πολεμικός χορός «Γιαρ Χούσντα» συνδυάζει, με έναν ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο, τη διάθεση για πολιτιστική δημιουργία και το αγωνιστικό πάθος. Είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς και αυθεντικούς χορούς στην αρμενική παράδοση. Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων, τα προχριστιανικά χρόνια, και πιθανώς ανάγονται στην περίοδο των Ουραρντού (9ος-6ος αιώνας π.Χ.). Αναφορές για τον χορό έχουμε από τον 5ο μ.Χ. αιώνα από τον «πατέρα» της αρμενικής ιστορίας Μοβσές Χορενατσί, τον χρονογράφο-ιστορικό του 4ου αιώνα μ.Χ. Παβστό Πουζάντ και τον θεολόγο και φιλόσοφο του 11ου μ.Χ. αιώνα Κρικόρ Μαγκιστρός, αλλά και από σύγχρονους ιστορικούς και ερευνητές. Η ετυμολογία της λέξης είναι περσική. «Γιαρ» σημαίνει αγαπημένος ή σύντροφος και «χσντ» ή «χσντίκ» είναι το κοντό δόρυ ή το όπλο. Ήταν και ένα είδος ιερού τελετουργικού, καθώς εκτελούταν από τους πολεμιστές για να ανέβει το φρόνημά τους πριν τη μάχη, να μαντέψουν την έκβασή της, αλλά και για να γιορτάσουν τη στρατιωτική νίκη. Με αυτόν τον χορό συνόδευαν και κηδείες, ιδίως όταν ο θανών είχε σχέση με την πολεμική επιχείρηση. Τον χόρευαν όμως και σε ειρηνικές εκδηλώσεις, όπως σε γάμους, για το καλό του ζεύγους ή της κοινότητας. Παράλληλα, αποτελούσε μέρος της σωματικής εκπαίδευσης των στρατιωτών. Είχε, όμως, και μια ευρύτερη διάσταση. Οι νέοι, εκτελώντας τις πολύπλοκες τεχνικές του πολεμικού χορού, εντάσσονταν στο κοινωνικό σύστημα της κοινότητας. Ο «Γιαρ Χούσντα» ανήκει στην υποκατηγορία των «χαγ μπαρ» (χοροί παιχνίδια), η οποία εντάσσεται στους «τζαπ μπαρ» (χοροί χειροκροτήματος). Εδώ, οι όροι «χορός» και «παιχνίδι» κατά κάποιο τρόπο ταυτίζονται και λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Κατά την εκτέλεση του χορού, είναι φυσιολογικό να εκτυλίσσονται θεατρικοί διάλογοι, ενώ αναδεικνύεται το πνεύμα του ανταγωνισμού, με νικητές και ηττημένους. Δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη συνάντηση του «ζεύγους» μέσω των χειροκροτημάτων, τα οποία αντικαθιστούν τον κρότο των αλληλοσυγκρουόμενων όπλων. Σύμφωνα με τον μύθο, από τα χέρια των χορευτών πετάγονταν σπίθες. Στους «τζαπ μπαρ» το χειροκρότημα μεταξύ του ζεύγους γίνεται με δύο τρόπους: -Με το ένα χέρι. Ο ένας επιτίθεται και ο άλλος αμύνεται, εναλλάξ. Είναι πολύ πιθανό στην αρχαιότητα να χρησιμοποιούσαν σπαθί, ακόντιο και ασπίδα. -Με τα δύο χέρια. Επίθεση, άμυνα και χτύπημα γίνονται ταυτόχρονα και από τους δύο χορευτές. Ήταν οπλισμένοι με επιθετικά όπλα. Το χειροκρότημα υποδηλώνει επίθεση. Ο «Γιαρ Χούσντα» αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στο Σασούν. Τον χόρευαν ακόμα και όταν πήγαιναν για ιερό προσκύνημα σε μοναστήρια, όπως του Σουρπ Γκαραμπέτ (Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος) στο Μους, κατά τη διάρκεια γάμων και τοπικών γιορτών. Μετείχαν άνδρες κάθε ηλικίας, έφηβοι, ακόμα και οι πρεσβύτεροι. Οι χορευτές συχνά φορούσαν πολεμικές στολές, με το αντίστοιχο μαχαίρι στη μέση. Οι παίκτες-χορευτές χωρίζονταν σε δύο ομάδες. Το έναυσμα δινόταν με τρία χειροκροτήματα. Πραγματοποιούταν επίθεση από τη μία πλευρά, με τον χτύπο των χεριών, και υποχώρηση από την άλλη, με αυστηρή συμμετρία και ρυθμό, μέχρι η μία από τις δύο ομάδες να νιώσει ηττημένη.
Σχηματισμός και κινήσεις
Με το πέρασμα των χρόνων ο «Γιαρ Χούσντα» εξευγενίζεται με την ένταξη περισσότερων καλλιτεχνικών-χορευτικών στοιχείων. Οι χορευτές παρατάσσονται σε κυκλικό σχηματισμό, προβάλλοντας τον συμβολισμό του ατέρμονου. Ο κύκλος σταδιακά διαλύεται και σχηματίζονται δύο ίσιες γραμμές, η μία απέναντι στην άλλη, ως αντιμαχόμενες ομάδες, με τα αντίστοιχα ζεύγη μαχητών. Μετά από αλλεπάλληλες εκατέρωθεν επιθέσεις και υποχωρήσεις, οι σειρές διαλύονται ή επανασυνδέονται σε κύκλο. Το βασικό βήμα περιλαμβάνει παύση και χειροκροτήματα ανάμεσα στο ζεύγος, με το γόνατο του ενός ποδιού να χτυπά στο έδαφος. Στην εκτέλεση των βημάτων υπάρχει η δυνατότητα για αυτοσχεδιασμούς.
Μουσική και λαογραφία
Ο συνθέτης Σπυρίδων Μελικιάν υποστηρίζει ότι το μουσικό μέτρο του «Γιαρ Χούσντα» είναι 2/4, ξεκινώντας με μέτριο τέμπο που σταδιακά επιταχύνεται. Φαίνεται ότι συνοδευόταν από την απαγγελία ενός μικρού επαναλαμβανόμενου χορικού, ως ένα είδος πολεμικού προσκλητηρίου. Με την εξέλιξη, οι λαϊκές μελωδίες εμπλουτίστηκαν από τους ήχους του ζουρνά και του ντχολ (αρμένικο τύμπανο).
H σύγχρονη χορογραφία
Ο «Γιαρ Χούσντα» διατηρήθηκε στην παραδοσιακή του μορφή, με ελάχιστες τροποποιήσεις, μέχρι τις μέρες μας. Στον 20ό αιώνα, πιθανότατα τη δεκαετία του ’30, στην Αρμενία εμφανίζονται οι χορογραφίες της Σρπουχί Λισιτσιάν και του Βαχράμ Αρισταγκεσιάν. Σε όλες τις εκφάνσεις, οι βασικές αρχές, το ύφος και το βήμα παραμένουν αναλλοίωτα. Ωστόσο παρατηρούνται ορισμένες αλλαγές. Ενώ επρόκειτο για έναν κατεξοχήν ανδρικό χορό, πλέον συμμετέχουν και γυναίκες, οι οποίες όμως χτυπούν τα χέρια μεταξύ τους και όχι με άνδρες. Η είσοδος και η έξοδος πραγματοποιούνται με συγκεκριμένες χορευτικές κινήσεις, ενώ περιορίζονται οι αυτοσχεδιασμοί τόσο από τους χορευτές όσο και από τους μουσικούς. Ο λαϊκός στίχος δίνει τη θέση του σε επαναλαμβανόμενες μαχητικές κραυγές. Ο «Γιαρ Χούσντα» αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές έκφρασης της αρμενικής τέχνης του χορού. Ένας γνήσιος πολεμικός χορός με στοιχεία τελετουργίας, που διατηρεί αναλλοίωτη την αυθεντικότητά του, παραμένοντας αγαπητός και διαχρονικός.
Πηγή: «Ծիսական պարը հայոց մէջ» (Ο τελετουργικός χορός στους Αρμένιους), Ναΐρα Κιλιτσιάν.
|