«Το νύχι του Σατανά» κάνει… μανικιούρ στην Αρμενία Εκτύπωση E-mail

Της Έ­λε­νας Κιουρ­κτσή

Τεύχος: Ιανουάριος-Μάρτιος 2012

 

 


 

Συ­χνά -και συ­νή­θως ό­χι ά­δι­κα -η Αρ­με­νί­α α­πο­κα­λεί­ται «α­νοι­χτό υ­παί­θριο μου­σεί­ο». Ω­στό­σο, ε­κτός α­πό τα αρ­χι­τεκτο­νι­κά μνη­μεί­α και τα μα­γευ­τι­κά της το­πί­α, υ­πάρ­χει και μια άλ­λη κλη­ρο­νομιά, μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης αλ­λά κα­θό­λου υ­πο­δε­έ­στε­ρη: η γε­ω­λο­γι­κή. Πα­ρό­τι τα ε­δά­φη της έ­χουν πλέ­ον συρ­ρι­κνω­θεί, η γη που α­πο­κα­λεί­ται σή­με­ρα Αρ­με­νί­α, πα­ρα­μέ­νει έ­να σπί­τι που έ­χει φι­λο­ξε­νή­σει κά­θε εί­δους ί­χνη α­πό το μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν και οι βί­αιες γε­ω­λο­γι­κές διερ­γασί­ες που συ­νε­χί­ζουν να ε­ξε­λίσσο­νται έ­ως σή­με­ρα, δεν έ­χουν πά­ψει να την ε­πη­ρε­ά­ζουν. Αυ­τό έ­χει ως α­πο­τέ­λε­σμα το αρ­με­νι­κό έ­δα­φος να πε­ριέ­χει σχε­δόν ό­λα τα εί­δη πε­τρω­μά­των και ο­ρυ­κτών. 

 

Υ­πάρ­χουν άν­θρω­ποι που με­γά­λω-­σαν στο Ε­ρε­βάν και που θυ­μού­νται α­πό τα παι­δι­κά τους χρό­νια ε­κεί­νες τις κο­φτε­ρές μαύ­ρες πέ­τρες που έ­βρισκαν στην αυ­λή του σπι­τιού τους ή στους δρό­μους, και που ο κό­σμος τις α­πο­κα­λού­σε «Το νύ­χι του Σα­τα­νά». Ε­πρό­κει­το για τον ο­ψι­δια­νό ή αλ­λιώς το ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο και «η­φαι­στιο­γε­νές γυα­λί». Στην Αρ­με­νί­α, κα­θό­τι οι νε­α­ροί η­φαι­στιο­γε­νείς σχη­μα­τι­σμοί κα­λύπτουν το 1/3 ό­λης της πε­ριο­χής, αυ­τό συ­νέ­βαλ­λε ώ­στε ο ο­ψι­δια­νός να «εξα­πλω­θεί» ρα­γδαί­α και έ­τσι να μπο­ρεί κα­νείς να τον βρει ο­που­δή­πο­τε.

Κα­τά κύ­ριο λό­γο χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως η­μι­πο­λύ­τι­μη πέ­τρα - στο­λί­δι, για αυ­τό και πολλές φη­μι­σμέ­νες ε­ται­ρί­ες ό­πως η Faberge και η Verfel τον α­ξιο­ποιούν στα προ­ϊ­ό­ντα τους. Οι δε κο­σμη­μα­το­πώ­λες, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας τη γο­η­τεί­α που εκ­πέ­μπει, τον α­πο­κα­λούν «Το δια­μά­ντι της Νε­βά­δα» ή «Νε­φρίτη της Μο­ντά­να» κα­θώς και «Ι­σλαν­δι­κό Α­χά­τη».

Η α­λή­θεια εί­ναι πως πολ­λά ο­ρυ­κτά και πε­τρώμα­τα στην Αρ­με­νί­α έ­χουν μα­κρο­σκε­λείς, ό­σο και εν­δια­φέ­ρου­σες ι­στο­ρί­ες αλ­λά ε­κεί­νες που σχε­τί­ζο­νται με τον ο­ψι­δια­νό εί­ναι εν­δε­χο­μέ­νως μο­να­δι­κές στο είδος τους.

 

«Σκα­λί­ζο­ντας» την ι­στορί­α


Ο προ­ϊ­στο­ρι­κός άν­θρω­πος που ζού­σε στα υ­ψίπε­δα της Αρ­με­νί­ας ή­ταν ο πρώ­τος που πρό­σε­ξε αυ­τές τις ι­διό­μορ­φες πέ­τρες και στη συ­νέ­χεια… χά­ρη­κε τη γνω­ρι­μί­α μα­ζί τους. Και αυ­τό για­τί διέ­θε­ταν το πλε­ο­νέ­κτη­μα να μην χρειά­ζο­νται ι­διαί­τε­ρη ε­πεξερ­γα­σί­α, α­πό­δει­ξη ό­τι σχε­δόν α­μέ­σως με­τα­τρά­πη­καν σε πρω­τό­γο­να ερ­γα­λεί­α (ξύ­στρες, μα­χαί­ρια, δρε­πά­νια) αλ­λά και σε κυ­νη­γη­τι­κά ό­πλα (μύ­τες από βέ­λη και τσεκού­ρια).

Ση­μα­ντι­κός α­ριθ­μός τέ­τοιων ευ­ρη­μά­των ήρ­θε στο φώς α­πό α­νασκα­φές στην Αρ­με­νί­α, ε­νώ αρ­χαιο­λό­γοι α­πό διαφο­ρε­τι­κές χώ­ρες, ανα­κά­λυ­ψαν αρ­με­νι­κό ο­ψι­δια­νό ε­κτός της Με­σο­πο­τα­μί­ας (Ασ­συ­ρί­α, Βα­βυ­λω­νί­α, Με­γά­λη Αρ­με­νί­α) σε Περ­σί­α α­κό­μα και στη Ρω­σί­α. Χά­ρη στην υ­περ­πα­ρα­γωγή σε ο­ψι­δια­νό, δεν εί­ναι τυ­χαί­ο ό­τι οι πε­ριο­χές της Αρ­με­νί­ας και ευ­ρύ­τε­ρα η Α­να­το­λί­α ε­θε­ω­ρεί­το η «Χώ­ρα των Πε­τρω­μά­των» στην Νε­ο­λι­θι­κή ε­πο­χή.

Οι ε­πι­στη­μο­νι­κές με­λέτες ε­πι­βε­βαιώ­νουν ό­τι υ­πήρ­ξε πύ­λη ε­ξα­γω­γών του συ­γκε­κρι­μέ­νου πε­τρώ­ματος στην Ιε­ρι­χώ, που α­να­φέ­ρε­ται και στη Βί­βλο, κα­θώς και σε ε­μπό­ρους της Αι­γύ­πτου.

 

Οι ..νυ­χιές στον αρ­με­νι­κό μύθο


Υ­πάρ­χουν πά­ρα πολ­λοί μύ­θοι στην Αρ­με­νί­α που α­φορούν το «Νύ­χι του Σα­τα­νά» και την προ­έ­λευ­ση ο­ψι­διανού κα­θώς και τα ο­νό­μα­τα που του έχουν δο­θεί στις διά­φο­ρες πε­ριο­χές της. Α­πό τους πιο εν­δει­κτι­κούς εί­ναι ότι ό­ταν ο Θε­ός κα­τα­ρά­στη­κε τον Σα­τα­νά και τον ε­ξό­ρι­σε α­πό τον Ου­ρα­νό, τα δια­βο­λι­κά μαύ­ρα νύ­χια του έ­σπα­σαν κα­τά τη πτώ­ση του στη γη και δια­σκορ­πί­στη­καν. Έ­τσι το πέ­τρω­μα α­πέ­κτη­σε α­νά­λο­γες… ε­ω­σφο­ρι­κές ο­νο­μα­σί­ες ό­πως η «μι­κρή πέ­τρα του Σα­τα­νά» (Πό­κρ Σα­ντα­να­κάρ) ή «με­γά­λη πέ­τρα του Σα­τα­νά» (Μέ­τζ Σα­ντα­να­κάρ) ή «Το α­νά­χω­μα του δια­βό­λου»(Σα­ντα­ναΐ Νταρ).

 

Πα­γα­νι­σμός, μα­γεί­α και ε­πι­στή­μη


Α­πό αρ­χαιο­τά­των χρό­νων ο οψιδιανός συ­νό­δευε τα «μα­γι­κά» τε­λε­τουρ­γι­κά, για αυ­τό και η πα­ρά­δο­ση του να χρη­σι­μο­ποιού­νται στις α­νά­λο­γες «εκ­δη­λώ­σεις» μα­χαί­ρια α­πό το συ­γκε­κρι­μέ­νο υ­λι­κό, δια­τη­ρή­θη­κε σε διά­φο­ρους πο­λι­τι­σμούς α­κό­μα και με­τά την α­να­κά­λυ­ψη των με­τάλ­λων. Σε κά­ποιες χώ­ρες μά­λι­στα, α­κό­μη και σή­με­ρα χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την κατα­σκευ­ή γυά­λι­νων σφαι­ρών που υ­πο­τί­θε­ται βοη­θούν στο να προ­βλέ­πει κα­νείς το μέλ­λον. Ε­πί­σης, κά­ποιοι πι­στεύ­ουν ό­τι προ­φυ­λάσ­σει α­πό α­σθέ­νειες του νου και αρ­νη­τι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές, διό­τι ε­πι­τρέ­πει το να δού­με τα σφάλ­μα­τά μας και να βελ­τιω­θού­με. Αλ­λά και α­πό την αρ­χαιό­τη­τα, οι Αρ­μέ­νιοι «σα­μάνοι» εί­χαν την πε­ποί­θη­ση ό­τι χά­ρη σε αυ­τό το πέ­τρω­μα κά­ποιος που έ­χει κρυο­λο­γή­σει ή έ­χει γα­στρε­ντε­ρι­κά προ­βλή­μα­τα, μπο­ρού­σε να θε­ρα­πευ­τεί. Ε­πι­πλέ­ον, κο­μπο­λό­για και χά­ντρες φτιαγ­μέ­να α­πό ο­ψι­διανό βο­η­θούν στο να ε­πα­νέλ­θει στο φυ­σιο­λο­γι­κό η πί­ε­ση του αί­μα­τος γε­γο­νός που -αν και δη­μιουρ­γεί εν­δε­χο­μέ­νως έκ­πλη­ξη- έ­χει α­πο­δειχτεί α­πό τη σύγ­χρο­νη ια­τρι­κή. Ε­πι­πλέ­ον, ε­ρευ­νη­τές α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Κολο­ρά­ντο στις Η.Π.Α α­πέ­δει­ξαν ό­τι ό­ταν οι κο­φτε­ρές ά­κρες του ο­ψι­διανού χρη­σι­μο­ποι­η­θούν σε χει­ρουρ­γι­κό νυ­στέ­ρι, η α­πώ­λεια αί­μα­τος μειώ­νε­ται και οι πλη­γές θρέ­φουν πο­λύ πιο γρή­γο­ρα. Πα­ρό­τι λοι­πόν στην Αρ­με­νί­α κα­τα­σκευά­ζο­νται υ­πέ­ρο­χα κο­σμή­μα­τα και σουβε­νίρ α­πό τη… δια­βο­λι­κή αυ­τή πε­τρού­λα, οι προ­ο­πτι­κές του να ε­πε­κτα­θεί η χρή­ση του ο­ψι­διανού και σε άλ­λους το­μείς ό­πως π.χ. στην ια­τρι­κή έ­χουν αυ­ξη­θεί ε­ντυ­πω­σια­κά.

 

Η ταυ­τό­τη­τα του ο­ψι­διανού


Τι εί­ναι: Ο ο­ψια­νός ή ο­ψι­δια­νός εί­ναι πέ­τρω­μα που προ­έρ­χε­ται α­πό η­φαι­στειο­γε­νείς πε­ριο­χές νε­α­ρής γε­ω­λο­γι­κής η­λι­κί­ας. Εί­ναι συ­νή­θως σκου­ρόχρω­μο με υα­λώ­δη υ­φή (θε­ω­ρεί­ται φυ­σι­κό γυα­λί) αλλά συ­ναντά­ται και σε α­πο­χρώ­σεις του ε­βέ­νου, του καφέ, του γκρι, του κόκ­κι­νου, του χρυ­σού και του πρά­σι­νου (οι τε­λευ­ταί­ες αυ­ξάνουν και την α­ξί­α του). Ει­δι­κά η Αρ­με­νί­α, δια­θέ­τει μια τε­ρά­στια πα­λέ­τα χρω­μά­των ο­ψι­δια­νού.

Η ο­νο­μα­σί­α του: Ο ο­ψι­δια­νός α­να­φέ­ρε­ται α­πό το μα­θη­τή του Πλά­τω­να, Θε­ό­φρα­στο και για πρώ­τη φο­ρά στο βι­βλί­ο - ε­γκυ­κλο­παί­δεια Naturalis historiae (77 μ.Χ.), του Πλι­νί­ου του πρε­σβύ­τε­ρου (Ρω­μαί­ου φυ­σιο­δί­φη), ο ο­ποί­ος γρά­φει ό­τι το πέτρω­μα το α­να­κά­λυ­ψε κά­ποιος με το ό­νομα Obsius στην Αι­θιο­πί­α, εξ ου και η ο­νο­μα­σί­α. Δυ­στυ­χώς, ο­ψι­δια­νός έ­χει κα­τα­χω­ρη­θεί στα σύγχρο­να λε­ξι­κά χω­ρίς να α­να­φέ­ρε­ται ό­τι πρω­το­α­να­κα­λύ­φθη­κε στην αρχαία Αρ­με­νί­α.

Η χρή­ση του στη τέ­χνη: Ο ο­ψι­δια­νός ή­ταν ι­διαί­τε­ρα α­γα­πη­τός στην προ­ϊστο­ρι­κή και αρ­χαί­α τέ­χνη. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό πως ο ρω­μαί­ος αυ­το­κρά­το­ρας Αύ­γου­στος, φη­μι­σμέ­νος λά­τρης του κα­λαί­σθη­του, της ποί­η­σης και των κα­λών τε­χνών, εί­χε α­φιε­ρώ­σει στο να­ό της θε­άς Concordia (προ­στά­τι­δας των συμ­βά­σε­ων) στη Ρώ­μη, ο­μοιώ­μα­τα τεσ­σά­ρων ε­λε­φά­ντων α­πό ο­ψι­δια­νό. Άγαλ­μα α­πό ο­ψι­δια­νό, ή­ταν και ε­κεί­νο που κο­σμού­σε την Η­λιού­πο­λη, το θρη­σκευ­τι­κό κέ­ντρο της Αρ­χαί­ας Αι­γύ­πτου και το ο­ποί­ο εί­χε φι­λο­τε­χνή­σει ο έλ­λη­νας γλύ­πτης Με­νέ­λα­ος.

 


Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 24 επισκέπτες συνδεδεμένους