«Μητέρα Αρμενία» Η καθημερινότητα… στην αιωνιότητα! |
Όταν μια νεαρή Αρμένισσα ταυτίζεται με ένα από τα σημαντικά έργα τέχνης: Το άγαλμα της «Μητέρας Αρμενίας» Nουνιά Γεραμιάν Ουδέποτε θα περνούσε από το μυαλό της Γκένια Μουραντιάν η σκέψη ότι μια καθημερινή της συνήθεια θα ήταν τόσο μα τόσο καθοριστική για τη ζωή της. Γερεβάν. Φθινόπωρο 1960. Η Γεβγκένια Μουραντιάν είχε βγει με τη μητέρα της, συνδυάζοντας έναν περίπατο με κάποιες μικροαγορές για το σπίτι. Μπήκαν σε ένα παντοπωλείο στην οδό Κιεβιάν και αγόρασαν λίγες ντομάτες. Κατευθύνθηκαν προς το ταμείο και περίμεναν να έρθει η σειρά τους για να πληρώσουν. Η Γεβγκένια αισθάνθηκε να την παρακολουθεί το επίμονο βλέμμα ενός μυστακοφόρου άνδρα. Ήταν τόσο έντονο ώστε η νεαρή κοπέλα φοβήθηκε, σχεδόν τρόμαξε. Απέστρεψε για λίγο το πρόσωπό της, όμως ο άγνωστος εξακολουθούσε να την κοιτά με την ίδια επιμονή αλλά και με ενδιαφέρον. Η Γεβγκένια μίλησε στη μητέρα της, η οποία, αφού διαπίστωσε την παρουσία του άνδρα, εκνευρίστηκε, άφησε τη σακούλα με τις ντομάτες στον πάγκο και βγήκε από το κατάστημα κρατώντας σφιχτά το χέρι της κόρης της. Ο άγνωστος άνδρας βγήκε και αυτός, τις ακολούθησε, τις πλησίασε και ζητώντας συγγνώμη, συστήθηκε. Το όνομά του ήταν Αρά Χαρουτιουνιάν, και εξήγησε ότι του είχε ανατεθεί να φιλοτεχνήσει ένα άγαλμα στο μνημείο που κάποτε «φιλοξενούσε» το άγαλμα του Στάλιν. Ο καλλιτέχνης εξήγησε ότι έψαχνε μια γυναίκα η φυσιογνωμία της οποίας να μπορούσε να ταυτίζεται με τη δύναμη της μητρότητας και της «Μητέρας Πατρίδας» και πίστευε ότι στο πρόσωπο της Γεβγκένια Μουραντιάν είχε βρει ακριβώς το αρχέτυπό του. Η μητέρα της, δίχως δεύτερη σκέψη, αρνήθηκε την πρότασή του λέγοντας ότι είναι εξαιρετικά πρόωρο για τη 17χρονη κόρη της να ποζάρει για τον οποιονδήποτε. Ο Αρά Χαρουτιουνιάν απάντησε «Καλώς, αλλά αν αλλάξετε γνώμη, ορίστε ο αριθμός τηλεφώνου μου». Όταν αργότερα οι δύο γυναίκες αφηγήθηκαν την τυχαία συνάντησή τους με τον Χαρουτιουνιάν στον αδελφό της Γεβγκένια, αυτός εξεπλάγη. Εξήγησε ότι ο περίφημος καλλιτέχνης ήταν δάσκαλός του στο Κολέγιο Καλών Τεχνών «Τερλεμεζιάν». Και έτσι, την επόμενη ημέρα, συνόδευσε την αδελφή του στο εργαστήριο του Χαρουτιουνιάν, όπου η Γεβγκένια, για τις πρώτες πέντε ή έξι συναντήσεις, πόζαρε όρθια και με το ένα της χέρι στη μέση της. Αναπολώντας σήμερα εκείνες τις ημέρες, η Γεβγκένια λέει ότι δεν γνώριζε τι υλικά χρησιμοποιούσε ο Χαρουτιουνιάν, αλλά όταν είδε το πήλινο εκμαγείο, σκέφτηκε ότι της έμοιαζε. Επίσης, αναφέρει ότι ο Χαρουτιουνιάν δεν ήταν διόλου ομιλητικός κατά τη διάρκεια της δουλειάς του, ήταν πολύ συγκεντρωμένος, αυστηρός, και όταν την κοίταζε, της έδινε την εντύπωση ότι είχε την ικανότητα να βλέπει μέσα της, κάτι που της προκαλούσε αμηχανία. Το 1967 έγιναν τα επίσημα αποκαλυπτήρια του αγάλματος που είχε φιλοτεχνηθεί βάσει των χαρακτηριστικών του προσώπου της Γεβγκένια Μουραντιάν. Θυμάται ακόμη ότι όταν, κατά τα αποκαλυπτήρια, είδε το τεράστιο άγαλμα, ρώτησε τον καλλιτέχνη για ποιον λόγο είχε δώσει μια απλή, αυστηρή μορφή στα μάτια και στα φρύδια. Ο δημιουργός τής απάντησε ότι κράτησε κάποια στοιχεία αυστηρής δημιουργικής ελευθερίας διότι «είναι το σύμβολο μιας δυνατής γυναίκας, και αυτή είναι η δύναμη που είδα στα χαρακτηριστικά σου». Για σαράντα χρόνια, η ίδια απέκρυπτε το γεγονός ότι ήταν το μοντέλο του πολυαγαπημένου αγάλματος, ως οικογενειακό μυστικό, δίχως να το έχει εκμυστηρευθεί ούτε καν στον σύζυγό της. Η 80χρονη σήμερα Γεβγκένια Μουραντιάν, απόφοιτος ρωσικής φιλολογίας, δίδαξε γλώσσα και λογοτεχνία αρχικά στο Γεγβάρντ και αργότερα στο Γερεβάν, έχει δύο παιδιά, τη Ναΐρα και τον Αρτούρ, και έξι εγγόνια. Δηλώνει ότι η ζωή της εξελίχθηκε καλά και ότι είναι ευγνώμων που είχε την τύχη να συναντηθεί και να συνεργαστεί με τον Αρά Χαρουτιουνιάν, ο οποίος τη βοήθησε να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της και να τονώσει την αυτοπεποίθησή της, δίνοντάς της τη δύναμη να αντιμετωπίσει καλύτερα τη ζωή της. Εκείνο, όμως, που τη χαροποιεί είναι το γεγονός ότι μπορεί να βλέπει καθημερινά από το διαμέρισμά της το άγαλμα, το οποίο —σε αντίθεση με την ίδια— είναι αθάνατο! Όπως δηλώνει, το θεωρεί «μέλος της οικογένειας», και με ευχαρίστηση παρακολουθεί τις σύγχρονες τεχνικές φωτισμού κατά τη διάρκεια των εθνικών εορτών. Θα ήθελε, ωστόσο, να φροντίζουν για τον καθαρισμό του συχνότερα, όπως γίνεται με άλλα μνημεία. Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε ότι ο καθαρισμός του συγκεκριμένου μνημείου συνιστά αληθινή πρόκληση για τα συνεργεία, εξαιτίας του ύψους του. Η Μουραντιάν λέει επίσης πως μετά τον τελευταίο πόλεμο των 44 ημερών, αισθάνεται βαθύτατο πόνο για τις πενθούσες μητέρες που έχασαν τα παιδιά τους. Ακόμη, αντιλαμβάνεται τον λόγο για τον οποίο πολλοί νέοι Αρμένιοι μεταναστεύουν, πιστεύει όμως πως θα ήταν καλύτερα να προσπαθήσουν να εργαστούν και να δημιουργήσουν μια καλή ζωή στην πατρίδα τους αντί να φύγουν στο εξωτερικό. «Μητέρα Αρμενία» από μέταλλο και σάρκα Το 1950, το μεγαλύτερο άγαλμα αφιερωμένο στον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν (μέσα 1920 έως 1953) τοποθετήθηκε στην πρωτεύουσα της Αρμενίας Γερεβάν. Έκτοτε, το πάρκο και η γύρω περιοχή ονομάστηκαν «το Μνημείο». Φημολογείται ότι όταν ο Στάλιν επισκέφτηκε την πρωτεύουσα, ήταν ιδιαιτέρως ευχαριστημένος βλέποντας το γιγαντιαίο ομοίωμά του. Το άγαλμα φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Σεργκέι Μερκούροφ και τοποθετήθηκε σε βάθρο για το οποίο ο αρχιτέκτονας Ραφαέλ Ισραελιάν εργάστηκε επί δώδεκα έτη. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Ισραελιάν εξομολογήθηκε ότι σχεδίασε το βάθρο ώστε να θυμίζει αρμενική εκκλησία, διότι «η δόξα των δικτατόρων είναι προσωρινή». Σε αντίθεση με την εξωτερική ορθογώνια όψη του, το εσωτερικό τμήμα είναι φωτεινό και ευχάριστο και μοιάζει με την εκκλησία του 7ου αιώνα της Αγίας Χριψιμέ, η οποία βρίσκεται στην πόλη Ετσμιατζίν. Την άνοιξη του 1962 αποκαθηλώθηκε το άγαλμα του Στάλιν εν μέσω κάποιων συμπλοκών, με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός στρατιώτη και τον τραυματισμό αρκετών πολιτών. Πάντως, τα επεισόδια δεν ήταν τόσο σοβαρά όσο εκείνα που συνέβησαν μεταξύ πολιτών και αστυνομίας στην πρωτεύουσα της Γεωργίας Τιφλίδα, με μεγάλο αριθμό νεκρών και πολλαπλάσιους τραυματίες. Το κενό βάθρο που παρέμενε πάνω από την πόλη προκαλούσε διάφορα αρνητικά σχόλια και συναισθήματα στους κατοίκους και στους επισκέπτες της πρωτεύουσας Γερεβάν, δυσαρεστώντας την κυβέρνηση. Για τον λόγο αυτό, ανέθεσαν στον γνωστό γλύπτη Αρά Χαρουτιουνιάν τη δημιουργία του αγάλματος της «Μητέρας Αρμενίας». Επρόκειτο για ένα δύσκολο έργο, διότι εκτός από τον σχεδιασμό του αγάλματος καθαυτού, ο γλύπτης όφειλε να το προσαρμόσει και να το σταθεροποιήσει πάνω στο παλαιό βάθρο. Επίσης, μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις για τον σχεδιασμό της γυναικείας μορφής ήταν να βρεθεί το πρότυπο. Ο Χαρουτιουνιάν είχε σκεφτεί ακριβώς μια γυναίκα με εκφραστικά, αρμονικά και φυσικά χαρακτηριστικά προσώπου. Έψαχνε για μια γυναίκα που θα εξέπεμπε ταυτοχρόνως μεγαλείο και θηλυκότητα, αξιοπρέπεια και ευγένεια. Είχε δει κάποια από αυτά τα στοιχεία στο πρόσωπο της γυναίκας του, όπως και σε άλλες γυναίκες του περιβάλλοντός του, αλλά αναζητούσε μια πιο ολοκληρωμένη φυσιογνωμία. Ύστερα από μεγάλης διάρκειας έρευνα, τη βρήκε εν τέλει στο πρόσωπο της Γεβγκένια Μουραντιάν. Το 1967, το χάλκινο σφυρηλατημένο άγαλμα τοποθετήθηκε στο βάθρο του. Η τότε κυβέρνηση, ενθυμούμενη διάφορα δυσάρεστα συμβάντα σε άλλες Δημοκρατίες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., διοργάνωσε απλή τελετή για τα αποκαλυπτήρια. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας Γερεβάν δεν εκτίμησαν αρχικά τον συμβολισμό του έργου, αλλά σύντομα το αποδέχθηκαν. Πρόθεση του Αρά Χαρουτιουνιάν ήταν να παρουσιάσει τη «Μητέρα Αρμενία» κρατώντας το σπαθί της μέσα στη θήκη του, συμβολίζοντας την «ΕΙΡΗΝΗ διαμέσου της ΔΥΝΑΜΗΣ». Επιπλέον, το άγαλμα συμβολίζει την ισάξια συμμετοχή των γυναικών, οι οποίες πολέμησαν και πολεμούν έως σήμερα στις άπειρες συγκρούσεις και στους πολέμους με Τούρκους, Αζέρους και Κούρδους. Στον λόφο όπου βρίσκεται το άγαλμα, δίνει την εντύπωση ότι προστατεύει την πόλη. Το άγαλμα της «Μητέρας Αρμενίας» έχει ύψος 22 μέτρα, βάρος 15 τόνους ενώ, υπολογίζοντας και το βάθρο το συνολικό ύψος φτάνει τα 51 μέτρα. Το βάθρο είναι κατασκευασμένο από βασάλτη, και το άγαλμα από σφυρηλατημένο χαλκό. Από το 1970, στο βάθρο λειτουργεί το Πολεμικό Μουσείο, το οποίο από το 1995 υπάγεται στο Υπουργείο Άμυνας της Αρμενίας. Τα εκθέματά του επιβεβαιώνουν τις ένδοξες μάχες της Αρμενίας, τόσο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και του πρώτου νικηφόρου πολέμου με τους Αζέρους το διάστημα 1988-1994. Στον περιβάλλοντα χώρο εκτίθενται διάφορα άρματα μάχης παλαιότερων εποχών. Μπροστά στο άγαλμα βρίσκεται ο τύμβος (μνημείο) του άγνωστου στρατιώτη με την άσβεστη φλόγα. Η 9η Μαΐου, η νικηφόρα ημέρα της κατάληψης της πόλης Σουσί στο Αρτσάχ κατά τον πρώτο πόλεμο των ετών 1988-1994, μνημονεύεται με στρατιωτική παρέλαση, στην οποία συμμετέχουν οι βετεράνοι πολεμιστές. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στη δεύτερη σε έκταση πόλη της Αρμενίας, στο Γκιουμρί, υπάρχει επίσης ένα άγαλμα της «Μητέρας Αρμενίας», το οποίο μοιάζει αρκετά με αυτό της πρωτεύουσας. Το άγαλμα κατασκευάστηκε το 1975 και τοποθετήθηκε σε έναν λόφο στα δυτικά της πόλης. Αρχιτέκτονας ήταν ο Ραφίκ Γεγογιάν, ενώ το έργο φιλοτέχνησαν οι γλύπτες Αρά Σαρκισιάν, Γκασπάρ Γκασπαριάν και Γερέμ Βαρτανιάν. |