Στις όχθες του ποταμού Αράξη Εκτύπωση E-mail

Laetitia Moreni - Nouvelles d’ Armenie.

Μετάφραση:Σαρκίς Αγαμπατιάν

Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 Τεύχος 80

Τα ρό­δια της ει­ρή­νης Μετά από μια κα­ριέ­ρα στο στρα­τό του Κα­ρα­μπάχ, ο Σαρ­κίς Κα­ριάν ε­γκα­θί­στα­ται στο Αλ­βάν­κ στη νό­τια Αρ­με­νί­α στα πε­ρί­χω­ρα του Με­γρί, κο­ντά στα ι­ρα­νι­κά σύνο­ρα. Α­πό το 2007, έ­χει α­φιε­ρώ­σει τη ζω­ή του στην καλ­λιέρ­γεια των ρο­διών.

Ό­ταν ο Σαρ­κίς α­πο­φά­σι­σε να γί­νει καλ­λιερ­γη­τής και να α­φιε­ρώ­σει τη ζω­ή του σ’ έ­να α­πό τα φρού­τα σύμ­βο­λα της Αρ­με­νί­ας στο χω­ριό Αλ­βάν­κ, υ­πήρ­χαν ή­δη με­ρι­κοί θά­μνοι στο πε­ρι­βό­λι του: «Α­γό­ρα­σα αυ­τό το ε­κτά­ριο γης για να συ­νε­χί­σω να καλ­λιερ­γώ ρο­διές. Φύ­τε­ψα το πρώ­το μου δέ­ντρο το 2008 δί­πλα στα άλ­λα».

Σ’ αυ­τή την κοι­λά­δα της νό­τιας Αρ­με­νί­ας, τα βου­νά πε­ρι­βάλ­λουν την πε­διάδα ό­που α­να­πτύσ­σο­νται ο­κτα­κό­σιες ρο­διές. Στα μέ­σα Ιου­λί­ου και στους δύ­ο μή­νες της συ­γκο­μι­δής, τα κλα­διά έ­χουν ή­δη αρ­κε­τούς καρ­πούς. «Τα δέ­ντρα μου εί­ναι η­λι­κί­ας δύ­ο με δέ­κα χρό­νων, πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νεις ε­πτά για να σου δώ­σουν καρ­πούς. Μια ρο­διά μπο­ρεί να φτά­σει μέχρι τα έ­ξι μέ­τρα», λέ­ει δεί­χνο­ντας με το δά­χτυ­λο τη με­γα­λύτε­ρη στη σει­ρά. Η ρο­διά φαί­νε­ται γε­ρή και ρι­ζω­μέ­νη στη γη. Τα στε­νό­μα­κρα βαθυ­πρά­σι­να φύλ­λα της κρέ­μο­νται α­πό τα κλα­διά που α­πλώ­νο­νται σαν πο­λυά­ριθ­μα χέ­ρια.

«Οι ρο­διές εί­ναι πά­ντα ό­μορ­φες, σε ο­ποια­δή­πο­τε ε­πο­χή. Αν­θί­ζουν στα μέ­σα Μα­ΐ­ου και ο­ρι­σμέ­νοι καρ­ποί ω­ρι­μά­ζουν στα τέ­λη Αυ­γού­στου». Την ά­νοι­ξη, τα ζα­ρω­μέ­να κόκ­κι­να πορ­το­κα­λί πέ­τα­λα κά­θε άνθους στο­λί­ζουν το κτή­μα, ό­που κυ­ριαρ­χεί το πρά­σι­νο χρώ­μα της χλό­ης και της φυλ­λω­σιάς. Πριν το μά­ζε­μα που γί­νε­ται α­πό τις 21 Σε­πτεμ­βρί­ου ως τις 10 Ο­κτωβρί­ου, το ρό­δι α­πο­κτά έ­να ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό μέ­γε­θος και πε­ριέ­χει γύ­ρω στους 400 τρι­γω­νι­κούς σπό­ρους.

Μι­λά­ει και δί­νει ο­νό­μα­τα στις ρο­διές

«Για να κα­τα­λά­βεις τις ρο­διές, πρέ­πει να μι­λάς την ί­δια γλώσ­σα μα­ζί τους και να τις α­κούς». Ο πρώ­ην στρα­τιω­τι­κός έ­χει δώ­σει σε κά­θε ρο­διά και α­πό έ­να ό­νο­μα: «Έ­χω τρεις κό­ρες, έ­τσι ε­πέ­λε­ξα γυ­ναι­κεί­α ο­νό­μα­τα». Κα­τευ­θυ­νό­με­νος σ’ έ­να γεν­ναιό­δω­ρο δέ­ντρο, ο Σαρ­κίς δηλώ­νει ό­τι το ο­νό­μα­σε Λι­λίτ, ό­πως η κό­ρη του που ερ­γά­ζε­ται στο Με­γρί, κο­ντά στο χω­ριό του. Προ­χω­ρώ­ντας λί­γο πιο πέ­ρα, προς το πε­ρι­βό­λι, δεί­χνει μια ρο­διά πιο λε­πτή και λι­γό­τε­ρο πυ­κνή: «Αυ­τή την ο­νό­μα­σα Έ­λε­να, διό­τι εί­ναι το ό­νο­μα της άλ­λης κό­ρης μου που εί­ναι 24 χρο­νών. Εί­ναι χο­ρεύ­τρια». Και συ­μπλη­ρώ­νει: «Θυ­μά­μαι κά­θε ό­νο­μα, χω­ρίς κα­μιά προ­σπά­θεια, διό­τι αυ­τά τα δέ­ντρα τα α­γα­πά­ω σαν τα μά­τια μου!»

Στα ι­ρα­νι­κά σύ­νο­ρα

Νω­ρίς, κά­θε πρω­ί προ­τού ο ή­λιος α­νέ­βει ψη­λά, ο Σαρ­κίς κά­νει τις ί­διες α­κρι­βώς κι­νή­σεις. Μπαί­νει στο σκούρο μπλε Λά­ντα του, βά­ζει μπρος τη μη­χα­νή, α­κού­ει για λί­γο τον ή­χο της που του α­ρέ­σει και ξε­κι­νά­ει για το κτή­μα δια­σχί­ζο­ντας φι­δω­τούς δρό­μους και κοιλά­δες. «Μέ­σα σ’ αυ­τό το αυ­το­κί­νη­το που το έ­χω α­πό τη σο­βιε­τι­κή πε­ρί­ο­δο υ­πάρ­χουν κά­θε λο­γής ερ­γα­λεί­α. Έ­χω έ­να φτυά­ρι, έ­να δρε­πά­νι, κου­βά­δες, α­κό­μη και κο­πριά. Εί­ναι το τρα­κτέρ μου, εί­ναι πα­λιό αλ­λά δεν υ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση να με α­φή­σει πο­τέ». Στον αρ­με­νι­κό Νό­το κο­ντά στα ι­ρα­νι­κά σύ­νο­ρα, το το­πί­ο σε σχή­μα γιρ­λάν­δας εί­ναι ά­νυ­δρο, το έ­δα­φος πετρώ­δες. Τα βου­νά πε­ρι­κλεί­ουν α­μπε­λώ­νες και α­γρούς ό­που συ­νυ­πάρ­χουν αρ­μονι­κά συ­κιές, μου­ριές, καρ­που­ζιές, ρο­δα­κι­νιές …

Ο πρώ­ην στρα­τιω­τι­κός θαυ­μά­ζει το το­πί­ο που α­πλώ­νε­ται μπρο­στά του σαν να εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά και α­φή­νει πί­σω του το δύ­σκο­λο πα­ρελ­θόν. Δεν θέ­λει να σκέ­φτε­ται τα έ­ξι χρό­νια του πο­λέ­μου που έ­φε­ραν α­ντι­μέ­τω­πους την Αρ­με­νί­α με το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν. «Στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου στο Κα­ρα­μπάχ ή­μουν α­ντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χης. Πο­λέ­μη­σα για την πα­τρί­δα μου. Ο πό­λε­μος με άλ­λα­ξε. Εί­μαι συ­νέ­χεια αγ­χω­μέ­νος και πο­λύ νευ­ρι­κός», λέ­ει ανά­βο­ντας έ­να δεύ­τε­ρο τσι­γά­ρο. Ο Σαρ­κίς θυ­μά­ται τις τραυ­μα­τι­κές ε­μπει­ρί­ες του, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει λα­κω­νι­κός. «Μου εί­ναι πο­λύ ο­δυ­νη­ρό να μι­λά­ω γι’ αυ­τά. Εί­μα­στε γεί­το­νες, αλ­λά δεν θα μπο­ρέ­σου­με να συ­νεν­νο­η­θούμε …». Ο δρό­μος γί­νε­ται κα­τη­φο­ρι­κός. Ο Σαρ­κίς σβή­νει τη μη­χα­νή για να ε­ξοι­κο­νο­μή­σει λί­γη βεν­ζί­νη. Ε­κεί, στο χα­μη­λό­τε­ρο ση­μεί­ο του δρό­μου, εί­κο­σι χι­λιό­με­τρα α­πό το Με­γρί, βρί­σκο­νται οι ρο­διές του, σ’ έ­να κτή­μα που σχη­μα­τί­ζει έ­να εί­δος τε­ρά­στιου κά­δου, μέ­σα στον ο­ποί­ο ο καλ­λιερ­γη­τής χώ­νε­ται κά­θε μέ­ρα για να δου­λέ­ψει. «Πά­ντα υ­πάρ­χει κά­τι να κά­νεις. Την ά­νοι­ξη και το κα­λο­καί­ρι πρέ­πει να κλα­δέ­ψεις τα δέ­ντρα. Με­τά έρχε­ται η ώ­ρα της συ­γκο­μι­δής. Το φθι­νό­πω­ρο πρέ­πει να πο­τί­σεις… Εί­μαι συ­νέχεια α­πα­σχο­λη­μέ­νος!», λέ­ει α­να­ζη­τώ­ντας το κλα­δευ­τή­ρι στο πορ­τ-μπα­γκάζ του αυ­το­κι­νή­του του που εί­ναι σταθ­μευ­μέ­νο στην ά­κρη του κτήμα­τος.

Εί­ναι 10 το πρω­ί, σε υ­ψό­με­τρο λι­γό­τε­ρο α­πό 500 μέ­τρα και η ζέ­στη αρ­χί­ζει να γίνε­ται αι­σθη­τή. Με­τά α­πό με­ρι­κές ώ­ρες δου­λειάς, γί­νε­ται τό­σο α­πο­πνι­κτι­κή, που ο Σαρ­κίς α­να­γκά­ζε­ται να κά­νει πρώ­τα έ­να διά­λειμ­μα στη σκιά των δέ­ντρων και με­τά κά­τω α­πό την τέ­ντα της λα­μα­ρι­νέ­νιας κα­λύ­βας του. Μέ­σα σ’ αυ­τό το δεύ­τε­ρο σπί­τι, ο Σαρ­κίς έ­χει έ­να στρώ­μα για να ξε­κου­ρά­ζε­ται στη διάρ­κεια της συ­γκο­μι­δής. Στα ρά­φια έ­χει το­πο­θε­τή­σει μπου­κά­λια με νε­ρό κι έ­να σακου­λά­κι α­λε­σμέ­νο κα­φέ, ε­νώ διά­φο­ρα φυ­το­φάρ­μα­κα βρί­σκο­νται διά­σπαρ­τα στο χώ­ρο. Λί­γα κλα­δά­κια εί­ναι αρ­κε­τά για τη φω­τιά πά­νω στην ο­ποί­α βά­ζει τον τζε­ζβέ με τον κα­φέ. «Πρέπει να βγά­λεις τον κα­φέ μό­λις αρ­χί­ζει ν’ α­φρί­ζει, προ­τού κα­εί», λέ­ει με την προ­σο­χή στραμ­μέ­νη στο μπρί­κι.

Με­γρί ό­πως μέ­λι

Κά­θε­ται στο πα­γκά­κι σιω­πη­λός και θαυ­μά­ζει το κτή­μα του. «Ο κή­πος μου εί­ναι το κέ­ντρο του κό­σμου!», φω­νά­ζει ξαφ­νι­κά. Τα μά­τια του λά­μπουν, τα δά­χτυλά του συν­θλί­βουν το νιο­στό τσι­γά­ρο και το χα­μό­γε­λό του φω­τί­ζει έ­να πρόσω­πο που έ­χει σκλη­ρύ­νει με τον χρό­νο. Υ­πάρ­χουν λί­γα σύ­κα πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Παίρ­νει έ­να και το δο­κι­μά­ζει. Η γλυ­κιά γεύ­ση τους δεν εί­ναι τυ­χαί­α, ω­ρι­μά­ζουν σ’ έ­να πα­ρα­δει­σέ­νιο κή­πο. «Τα φρού­τα εί­ναι πο­λύ γλυ­κά χά­ρις στο υ­πο­τρο­πι­κό κλί­μα. Μ’ α­ρέ­σει η ξη­ρα­σί­α του κα­λο­και­ριού και η ηπιό­τη­τα του χει­μώ­να. Έ­χω ε­γκα­τα­στα­θεί κο­ντά στο Με­γρί, διό­τι αυ­τή η πό­λη βρί­σκε­ται σε μια εύ­φο­ρη και καλ­λιερ­γή­σι­μη πε­ριο­χή. Εξ άλ­λου, Με­γρί στ’ αρ­με­νι­κά ση­μαί­νει μέ­λι», διευ­κρι­νί­ζει ο Σαρ­κίς. Γλυ­κά ό­πως το μέ­λι, ό­λα τα φρού­τα της πε­ριο­χής, ό­που βρέ­χει λι­γό­τε­ρο α­πό 300 χι­λιο­στά το χρό­νο, έ­χουν μια α­πα­λή σάρ­κα. Ό­σο για το ρό­δι, δί­νει σπό­ρους που το χρώ­μα τους σε πα­ρα­πέ­μπει στο έ­ντο­νο κόκ­κι­νο του ρου­μπι­νιού ή στο πορ­το­κα­λί του ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τος. Η γεύ­ση τους εί­ναι α­νά­λο­γα με την ποι­κι­λί­α, άλ­λο­τε γλυ­κιά και άλ­λο­τε ξυ­νή. «Θα μπο­ρού­σα­με να τα­ξι­νο­μή­σου­με τα ρόδια σε τρεις κα­τη­γο­ρί­ες, α­κό­μη κι αν υ­πάρ­χουν πολ­λές ποι­κι­λί­ες. Μια με γλυκιά γεύ­ση, μια άλ­λη λι­γό­τε­ρο γλυ­κιά και μια τρί­τη ε­λα­φρά ξυ­νή. Προ­τι­μώ την τε­λευ­ταί­α διό­τι α­φή­νει μια αρ­κε­τά ευ­χά­ρι­στη γεύ­ση στο στό­μα σου …», ε­ξη­γεί ο Σαρ­κίς, χτυ­πώ­ντας τη γλώσ­σα στον ου­ρα­νί­σκο του.

Τα πιο ω­ραί­α ρό­δια τα κρα­τά­με για τους γά­μους

Α­πό τα τέ­λη Σε­πτεμ­βρί­ου μέ­χρι και τον Ο­κτώ­βριο ο Σαρ­κίς μα­ζεύ­ει γύ­ρω στους 35 τόν­νους ρό­δια. «Το κα­θέ­να ζυ­γί­ζει 600 με 800 γραμ­μά­ρια. Που­λά­ω α­πό 800 μέ­χρι 1200 ντραμ (1,92 δολ­ά­ρια) το κι­λό, ε­νώ στα σούπερ­μαρ­κετ που­λιού­νται 2000 ντραμ. Καλ­λιερ­γώ­ντας έ­να ε­κτά­ριο, κερ­δί­ζω 80.000 πε­ρίπου δο­λά­ρια». Με­τά τη συ­γκο­μι­δή τα ρό­δια δεν ω­ρι­μά­ζουν άλλο. Ο Σαρ­κίς τα δια­τη­ρεί σ’ έ­να ψυ­χρό θά­λα­μο για να τα που­λή­σει το Φε­βρουά­ριο.

«Αυ­τή την πε­ρί­ο­δο, εί­ναι πιο α­κρι­βά, διό­τι η Χι­λή και το Αζερ­μπα­ϊ­τζάν έ­χουν τε­λειώ­σει την πα­ρα­γω­γή τους. Οι χον­δρέ­μπο­ροι έρ­χο­νται στο σπί­τι μου για να τα α­γο­ρά­σουν και στη συ­νέ­χεια να τα που­λή­σουν στην πρω­τεύ­ου­σα, στο Ε­ρε­βάν, δια­νύ­ο­ντας πά­νω α­πό 400 χι­λιό­με­τρα», συ­νε­χί­ζει. Το ρό­δι γνω­στό για τις ι­σχυ­ρές α­ντιο­ξι­δω­τι­κές του ι­διό­τη­τες, εί­ναι σύμ­βο­λο της αιώ­νιας νε­ό­τη­τας, της γο­νι­μό­τη­τας, της ο­μορ­φιάς και κυρί­ως του έ­ρω­τα. Τα πιο με­γά­λα ρό­δια προ­ο­ρί­ζο­νται για τους γά­μους και θε­ω­ρού­νται ευ­λο­γί­α για τους α­πο­γό­νους των νε­α­ρών ζευ­γα­ριών. Την ώ­ρα του μυ­στηρί­ου το φρού­το εκ­σφεν­δο­νί­ζε­ται στον τοί­χο και οι σπό­ροι συν­θλί­βο­νται. Για τους Αρ­μέ­νιους το ρό­δι εί­ναι ε­πί­σης πη­γή ελ­πί­δας. Ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ροι κά­τοι­κοι του Ε­ρε­βάν έρ­χο­νται στον Νό­το της χώ­ρας για να α­γο­ρά­σουν το πο­λύ­τι­μο φρού­το. Χά­ρις σ’ αυ­τή τη φή­μη, ο Σαρ­κίς κατα­φέρ­νει να ζει σχε­τι­κά ά­νε­τα : «Ε­ξα­σφα­λί­ζω τα προς το ζην, δεν έ­χω πα­ρά­πο­νο», λέ­ει. Στην Αρ­με­νί­α, ο το­μέ­ας της γε­ωρ­γί­ας α­ντι­προ­σω­πεύ­ει γύ­ρω στο μι­σό του ε­νερ­γού πλη­θυ­σμού. Η πρώ­ην χώ­ρα της Σοβιε­τι­κής Έ­νω­σης πα­ρα­μέ­νει α­κό­μη πο­λύ α­γρο­τι­κή.

Η συ­γκο­μι­δή εί­ναι γιορ­τή

Ο Σαρ­κίς ε­πέ­λε­ξε να βρει το δρό­μο του δου­λεύ­ο­ντας στο κτή­μα. Το 1991, συμ­με­τεί­χε στην α­να­τρο­πή του α­γάλ­ματος του Λέ­νιν, στην πτώ­ση της σο­βιε­τι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας και σή­με­ρα ο­νει­ρεύ­ε­ται έ­να σπί­τι σύμ­φω­να με τα ευ­ρω­πα­ϊ­κά πρό­τυ­πα. Στο με­τα­ξύ, σκέ­φτε­ται ότι η συ­γκο­μι­δή πλη­σιά­ζει και η πε­ρί­ο­δος αυ­τή εί­ναι έ­να εί­δος γιορ­τής. «Ό­λοι οι φί­λοι μου έρ­χο­νται να βο­η­θή­σουν στο μά­ζε­μα των καρ­πών. Το βρά­δυ α­νά­βου­με φω­τιά και ψή­νου­με χοι­ρι­νές μπρι­ζό­λες και πα­ϊ­δάκια. Εί­ναι γιορ­τή». Με το σού­ρου­πο, ο Σαρ­κίς μα­ζί με τη σύ­ζυγό του α­πο­σύ­ρονται στην κα­μπά­να στην καρ­διά του α­γρο­κτή­μα­τος με τις ρο­διές.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 49 επισκέπτες συνδεδεμένους